Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

καὶ ἔστιν τὰ ἡμῖν πεπραγματευμένα ἐν ὑποκειμένοις παρατιθέμενα, ἅτινά ἐστι τάδε·

  • Προοίμιον τῆς περὶ τῶν Μαρκίωνος βιβλίων ὑποθέσεώς τε καὶ ἐλέγχου.
  • Ὅτῳ φίλον ἐστὶ τὰς τοῦ ἀπατηλοῦ Μαρκίωνος νόθους ἐπινοίας ἀκριβοῦν καὶ τὰς ἐπιπλάστους τοῦ αὐτοῦ βοσκήματος μηχανὰς διαγινώσκειν, τούτῳ τῷ συλλελεγμένῳ πονήματι ἐντυχεῖν μὴ κατοκνείτω.

    ἐκ γὰρ τοῦ παρ’ αὐτῷ εὐαγγελίου τὰ πρὸς ἀντίρρησιν τῆς πανούργου αὐτοῦ ῥᾳδιουργίας σπουδάσαντες παρεθέμεθα, ἵν᾿ οἱ τῷ πονήματι ἐντυχεῖν ἐθέλοντες ἔχωσι τοῦτο γυμνάσιον ὀξύτητος, πρὸς ἔλεγχον τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐπινενοημένων ξενολεξιῶν.

    ὁ μὲν γὰρ χαρακτὴρ τοῦ κατὰ Λουκᾶν † σημαίνει τὸ εὐαγγέλιον· ὡς δὲ ἠκρωτηρίασται μήτε ἀρχὴν ἔχον μήτε μέσα μήτε τέλος, ἱματίου βεβρωμένου ὑπὸ πολλῶν σητῶν ἐπέχει | τὸν τρόπον.

    εὐθὺς μὲν γὰρ έν τῇ ἀρχῇ πάντα τὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς τῷ Λουκᾷ πεπραγματευμένα τουτέστιν ὡς λέγει »ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν« καὶ τὰ ἑξῆς καὶ τὰ περὶ τῆς Ἐλισάβετ καὶ τοῦ ἀγγέλου εὐαγγελιζομένου Μαρίαν τὴν παρθένον, Ἰωάννου τε καὶ Ζαχαρίου καὶ τῆς ἐν Βηθλεὲμ γεννήσεως, γενεαλογίας καὶ τῆς τοῦ βαπτίσματος ὑποθέσεως —

    ταῦτα πάντα περικόψας ἀπεπήδησεν καὶ ἀρχὴν τοῦ εὐαγγελίου ἔταξε ταύτην »ἐν τῷ πεντεκαιδεκάτῳ ἔτει [*](9ff vgl. den Eingang von de mens, ac pond. S. 152, Iff Lagarde — 20 Luk. 1, 1 — 24 Luk. 3, 1; vgl. Irenaeus adv. haer. I 27,2; I 216 Harvey venicntem in Judaeam temporibus Pontii Pilati praesidis qui fuit procurator Tiberii Caesaris Hippolyt refiit. VII 31, 5; S. 217, 8f Wendland χωρὶς γενέσεως ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος κατεληλυθότα αὐτὸν ἄνωθεν . . . διδάσκειν ἐν ταῖς συναγωγαῖς Tertullian adv. Marc. Ι 19 anno XV Tiberii Christus Jesus de caelo manare dignatus est IV 7 anno XV principatus Tiberiani proponit eum desccndisse in civitatem Galilaeae Capharnaum Adamantius de recta in deum fide 11 3; S. 61, 14f van de Sande Bakhuyzen II 19; S. 102, 23) [*](V M) [*](9 ὅ///τω ans οὕτω V corr 11 συλλελεγμένω, erstes λ auf Rasur V corr 12 αὐτῶ Dind.] αὐτοῦ V M 16 † σημαίνει τὸ εὐαγγέλιον] lies wohl εὐαγγελίου σημαίνει τὸν τύπον *, vgl. S. 123, 19 16f περιέσπασται hinter ἠκρωτηρίασται durchgestrichen V corr 17 ἔχων 21 Μαρίαν τὴν *] τὴν Μαρίαν VM 22 ἐμβηθλεὲμ M | vor γενεαλογίας + <τῆς>?*)

    108
    Τιβερίου Καίσαρος« καὶ τὰ ἑξῆς.

    ἐντεῦθεν οὖν οὗτος ἄρχεται καὶ οὐ καθ᾿ εἱρμὸν πάλιν ἐπιμένει, ἀλλὰ τὰ μὲν ὡς προεῖπον παρακόπτει, τὰ δὲ προστίθησιν ἄνω κάτω, οὐκ ὀρθῶς βαδίζων ἀλλὰ ἐρραδιουργημένως τὰ πάντα περινοστεύων, καὶ ἔστιν·

    αݲ »Ἀπελθὼν δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου. καθὼς προσέταξε Μωυσῆς«· »ἵνα ᾖ μαρτύριον τοῦτο ὑμῖν« ἀνθ᾿ οὗ εἶπεν ὁ σωτήρ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς«.

    βݲ. »Ἵνα δε εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς«.

    γݲ. »Κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου«.

    δݲ. »Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς ἐγένετο προδότης«. ἀντὶ δὲ τοῦ »κατέβη μετ᾿ αὐτῶν« ἔχει »κατέβη ἐν αὐτοῖς«.

    εݲ. »Καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἄπτεσθαι αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ« καὶ τὰ ἑξῆς.

    ςݲ. »Κατὰ τὰ αὐτὰ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες ὑμῶν«.

    ζݲ. »Λέγω δὲ ὑμῖν, τοσαύτην πίστιν οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ εὑρον«.

    ηݲ. Παρηλλαγμένον τό »μακάριος ὅς οὐ μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί«· εἶχε γὰρ ὡς πρὸς Ἰωάννην.

    θݲ. »Αὐτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδού, ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου«.

    [*](5 Luk. 5, 14 vgl. vgl. Tertullian aclv. Marc. IV 9 vade ostende te sacerdofi et offer munus quod praecepit Moyses ... ut sit vobis in testiviovium — 8 Luk. 5, 24 — 10 Luk. 6, 5 — 11 Luk. 6, 16f — 13 Luk. 6, 19a. 20a. — 15 Luk. 6, 23c; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 15 secundum haec ... faciebant prophetis patres eorum — 16 Luk. 7,9b; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 18 professus est talem se fidem nec in Israële invenisse — 17 Luk. 7, 23. Trotz Zahn S. 463 meint Epiph. nur, daß Marcion das Wort verkehrt gedeutet habe: er hatte es (= er nahm es) als gegen Johannes gerichtet. In der refut. S. 127, 5 hat Epiph, seine eigene Bemerkung nicht mehr verstanden. — Wie Marcion die Beziehung auf Johannes deutlich machte, ob durch Streichung von v. 22 b oder durch Voranstellung von v. 23 vor 22b, bleibt dunkel. — 19 Luk. 7, 27; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 18 ingerens etiam scriptum super illo: ecce ego mitto angelum meum ante faciem tuam Ada-)[*](V M 5—20 vgl. S. 125,2ff. 19f. 25f 126, 1f. 12f. 19f. 25f 127, 3f. 20f)[*](3f ἐρραδιουργημένος aus ῥεραδιουργημένως V corr 4 τὰ < V 5 προσένεγκε aus προσενέγκαι V corr 7 ἀνθ᾿ οὗ—αὐτοῖς < S. 125, 4 11 Ἰσκαριώτην S. 126,1.3] Ἰσκαριώθ VM | ἀντὶ δὲ τοῦ S. 126, 1f] ἀντὶ τοῦ δὲ VM 12 ἔχει < S. 126,2 13 mit καὶ αὐτὸς ἐπάρας beginnen VM schon das κεφάλαιον ςݲ, anders S. 126, 12ff 14 καὶ τὰ ἑξῆς. S. 126,13] < VM 16 δὲ < S. 126, 25 | τοιαύτην Zahn, nach S. 126, 25] 17 οὺ μὴ *, nach S. 127, 3] ἐὰν μὴ VM 19f ἰδοὺ— προσώπου als κεφάλαιον ῑ gezählt VM; richtig S. 127, 20)
    109

    ῑ. »Καὶ »Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου κατεκλίθη. ἡ γυνὴ στᾶσα ὀπίσω ἡ ἁμαρτωλὸς παρὰ τοὺς πόδας ἔβρεξε τοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας καὶ ἤλειψεν καὶ κατεφίλει«. | D316 ῑᾱ Καὶ πάλιν »αὕτη τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξεν τοὺς πόδας μου καὶ ἤλειψεν καὶ κατεφίλει«.

    ιݲβݲ οὐκ εἶχεν »ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ«, ἀλλὰ »ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου«.

    ιݲγݲ Πλεόντων αὐτῶν ἀφύπνωσεν· ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε ἀνέμῳ καὶ τῇ θαλάσσῃ«.

    ιݲδݲ »Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτούς, συνέπνιγον αὐτὸν ὄχλοι. | καὶ γυνὴ ἀψαμένη αὐτοῦ ἰάθη τοῦ αἵματος· καὶ εἶπεν ὁ κύριος· Ö572 τίς μου ἥψατο;« καὶ πάλιν· »ἥψατό μού τις. καὶ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ«.

    ιݲεݲ. »Ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν ἐπ᾿ αὐτούς«.

    ιݲς.ݲ »Λέγων, δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγερθῆναι«.

    ιݲζ.ݲ »Καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες συνελάλουν αὐτῷ, Ἠλίας καὶ Μωυσῆς ἐν δόξῃ‘.

    [*](mantius de recta in deum fide 1118; S. 98, 11 van de Sande Bakhuyzen οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου)[*](1 Luk. 7, 36b. 38 — 4 Luk. 7, 44b — 6 Luk. 8, 19a u. 20a — 8 Luk. 8, 23 a. 24b — 10 Luk. 8, 42b. 43 a. 44. 45a. 46a; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 20 tangitur a femina qucie saiiguirie fluitabat et nssciclt a qtia. quis me, inquit, tetigit? . . . Tetigit me aliquis . . . sensi enim virtutem ex me profectam — 14 Luk. 9, 16; vgl. Adamantius de recta in deum fide II 20; S. 108, 24 van de Sande Bakhuyzen ὁ κύριος ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐχαριστεῖ — 15 Luk. 9, 22; (vgl. Tertullian adv. Marc. IV 21 quia oporteret filium hominis multa pati et reprobari a presbyteris et scribis et sacerdotibus et post et post tertium diem reswgere) — 17 Luk. 9, 30; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 22 nam et hoc vel maxime erubeacere debuisti, quod illum cum Moyse et Helia in secessu montis conspici pateris, quorum destructor advenerat u. nam etsi Marcion noluit cum (sc. Moysen) colloquentem domino ostensum, sed stantem)[*](V M S. 1—19 vgL S. 128, 4ff. 12f. 22f. 129, 20 f 130, 1 ff. 12 f. 17 f. 27 f)[*](1 ιݲαݲ VM, richtig S. 128, 4; vgl. zu S. 108, 19. Von hier bis λݲεݲ (S. 112, sind die Zahlen in V M um eine Nummer zu hoch 3 τοὺς πόδας < S. 128, 6 4 τοὺς πόδας μου *, nach S. 128, 12f] μου τοὺς πόδας VM 10 δὲ < S. 130, 1 | αὐτούς *, vgl. S. 130, 5] αὐτὸν VM u. S. 130, 1 14 τοὺς οὐρανοὺς S. 130, 12 | ἐπ᾿ < 8, 130,12; vgl. aber 130,14 15 λέγω 8,130,17 V | δεῖ] δὴ hier u. S. 130,17 V 17 δύο < 8,130,27 | αὐτῶ///, ein Buchstabe wegradiert V corr)
    110

    ιݲη.ݲ »Ἐκ τῆς νεφέλης φωνή· οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ θησαν ἐκβαλεῖν αὐτό« »καὶ πρὸς αὐτούς· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;«

    κݲ. »Ὁ γὰρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων«.

    κݲαݲ. »Οὐδὲ τοῦτο ἀνέγνωτε, τί ἐποίησε Δαυίδ· εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ«.

    κݲβݲ. »Ἐὐχαριστῶ σοι, κύριε τοῦ οὐρανοῦ«. οὐκ εἶχεν δέ »καὶ τῆς γῆς«, οὔτε »πάτερ« εἶχεν. ἐλέγχεται δέ· κάτω γὰρ εἶχεν »ναί, ὁ πατήρ«.

    κݲγݲ. Εἶπεν τῷ νομικῷ »ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται;« καὶ ἀποκριθεὶς μετὰ τὴν ἀπόκρισιν τοῦ νομικοῦ εἶπεν »ὀρθῶς εἶπες. τοῦτο ποίει, καὶ ζήσῃ«.

    κݲδݲ. Καὶ εἶπεν »τίς ἐξ ὑμῶν ἕξει φίλον, καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου, αἰτῶν τρεῖς ἄρτους;« καὶ λοιπόν »αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται. τίνα γὰρ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα υἱὸς αἰτήσει ἰχθὺν καὶ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ ἢ ἀντὶ ᾠοῦ σκορπίον; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ οἴδατε δόματα ἀγαθά, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατήρ;« κݲεݲ. Παρακέκοπται τὸ περὶ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. εἶχεν γάρ »ἡ γενεὰ αὕτη, σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ«. οὐκ εἶχεν δὲ περὶ Νινευὴ καὶ βασιλίσσης νότου καὶ Σαλομῶνος.

    κݲςݲ. Ἀντὶ τοῦ »παρέρχεσθε τὴν κρίσιν τοῦ θεοῦ« εἶχεν »παρέρχεσθε τὴν κλῆσιν τοῦ θεοῦ«.

    [*](1 Luk. 9,35; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 22 hoc scilicet intelligi voluit vox illa de caelo: hic est filius mens dilectus, hunc audite; id est non Moysen iam ei Heliam — 2 Luk. 9, 40. 41; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 23 stet Christus Marcionis et exclamet: o genitura incredula, quousque ero apud vos, quousque sustinebo vos? — 5 Luk. 9, 44b — 7 Luk. 6, 3; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 12 quasi de exemplo David introgressi sabbatis templum — 9 Luk. 10, 21; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 25 gratias enim, inquit, ago et confiteor, domine caeli, quod ea quae erant abscondita sapientibus et prudentibus revelaveris parvulis — 12 Luk. 10, 26. 28 — 15 Luk. 11, 5.9a 11.12. 13; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 26 — 20 Luk. 11,29.30.31 — 23 Luk. 11, 42; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 27 vocationem et dilectonem dei praetereuntes)[*](V M 1—24 vgl. S. 131, 18f.27f 132, 1 f. 6f. 14ff. 25 ff 133, 6ff 135, 4ff. 21 f)[*](7 ἀνέγνωτε, τε auf Rasur V corr 17 αἰτήσας S. 133,8 18 ἢ] καὶ S.133,9 20 παρακέκοπται S. 135, 4] περικέκοπται VM 21f Νινευὴ καὶ < S.135,6 23 παρέρχεσθαι beidemal VM ebenso S. 135, 21f | θεοῦ nachgetragen V corr | εἶχεν < S. 135, 21)
    111

    κݲζݲ. »Οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ μνήματα τῶν προφητῶν καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς«.

    κݲηݲ. Οὐκ εἶχεν »διὰ τοῦτο εἶπεν ἡ σοφία τοῦ θεοῦ· ἀποστέλλω αὐτοὺς προφήτας‘ καὶ περὶ αἵματος Ζαχαρίου καὶ Ἄβελ καὶ τῶν προφητῶν ὅτι ἐκζητηθήσεται ἐκ τῆς γενεᾶς ταύτης.

    κݲθݲ. »Λέγω τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶμα, φοβήθητε δὲ τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν | βαλεῖν εἰς γέενναν«. οὐκ εἶχεν δέ »οὐχὶ πέντε στρουθία ἀσσαρίων δύο πωλοῦνται καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον τοῦ θεοῦ«.

    λݲ. Ἀντὶ τοῦ »ὁμολογήσει ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ« »ἐνώπιον τοῦ θεοῦ« λέγει.

    λݲαݲ. Οὐκ ἔχει τό »ὁ »θεὸς ἀμφιέννυσι τὸν χόρτον«.

    λݲβݲ. »Ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων«, τῶν δή.

    λݲγ. Ζητεῖτε δὲ τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν«.

    λݲδݲ. Ἀντὶ τοῦ »ὁ πατὴρ ὑμῶν« »ὁ πατήρ« εἶχεν

    [*](1 Luk. 11, 47; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 27 vae audiunt etiam quod aedificarent prophetis monimenta interemptis a patribus eorum — 3 Luk. 11, 49. 51. 50 — 6 Luk. 12, 4a. 5b. 6; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 28 dehinc conversus ad discipulos: dico autem, inquit, vobis amicis, nolite terreri ab eis qui vos so'ummodo occidcre possunt nee post hoc ullam in vobis habent potestatem — 11 Luk. 12, 8 vgl. Tertullian adv. Marc. IV 28 dico enim vobis, omnis qui confitebihir in me coram hominibus, confitebor in illo coram deo — 13 Luk. 12, 28; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 29 si quasi derogator creatoris non vult de ciiismodi frivolis cogitari de quibus nec corvi nec lllia laborent . . . paulo post parebit. interim, cur illos modicae fidei incusat — 14 Luk. 12, 30b; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 29 seit autem pater opus esse haec vobis — 16 Luk. 12, 31; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 29 quaerite enim inquit, regnum dei et haec vobis adicientur — 18 Luk. 12, 32)[*](V M 1—8 18 vgL S. 136, 8f 137, 1ff. 9ff 138, 14 f. 20. 26 f 139, 1 f. 14)[*](1 μνημεῖα S. 136,8 3 ἀποστελ///ῶ, λ ausradiert V corr ἀποστελῶ M. 5 ἐκ] ἀπὸ S. 137,3 6 λέγω + δὲ S. 137, 9, aber vgl. S. 137, 14; + ἐγὼ S. 137 6f ἀποκτενόντων, ν, darüber V corr 7 ἀποκτεῖναι] ἀποθανεῖν, u. ἀποκτεῖναι am Rand gesetzt S. 137, 10 V corr 7f vor ἐξουσίαν+ + τὴν V S. 137, 11 9 πωλεῖται S. 137, 12 | καὶ < VM 11 lies ὁμολογήσω Zahn | τοῦ θεοῦ < S. 138, 14f 11f ἐνώπιον] ἐκεῖνος S. 138, 15 15 δὴ < S. 138, 27 16 δὲ < S. 139, 1)
    112

    λݲςݲ. »Ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου καὶ καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει«.

    λݲζݲ. »Μή ποτε κατασύρῃ σε πρὸς τὸν κριτὴν καὶ ὁ κριτὴς παραδώσει σε τῷ πράκτορι«.

    λݲηݲ. Ἦν παρακεκομμένον ἀπὸ τοῦ »ἠλθόν τινες ἀναγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ων τὸ αἱμα συνέμιξε Πιλᾶτος μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν« ἕως ὅπου λέγει περὶ τῶν ἐν τῷ Σιλωὰμ δεκαοκτὼ ἀποθανόντων ἐν τῷ πύργῳ, καὶ τό »ἐὰν μὴ μετανοήσητε« καὶ <τὰ ἑξῆς> ἕως τῆς παραβολῆς τῆς συκῆς, περὶ ἧς εἶπεν ὁ γεωργὸς »σκάπτω καὶ βάλλω κόπρια καὶ ἐὰν μὴ ποιήσῃ, ἔκκοψον«.

    λݲθݲ. »Ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραάμ, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς«.

    μݲ. Παρέκοψε πάλιν τό »τότε ὄψεσθε Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ«· ἀντὶ δὲ τούτου ἐποίησεν ὅτε πάντας τοὺς δικαίους ἴδητ4 ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους« — ἐποίησε δέ »κρατουμένους« — »ἔξω«, »ἐκεῖ ἐσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων«.

    μݲαݲ. Παρέκοψε πάλιν τό »ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ« καὶ τό »οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι« καὶ τό »προσῆλθον οἱ Φαρισαῖοι λέγοντες, ἔξελθε καὶ πορεύου, ὅτι Ἡρῴδης σε θέλει ἀποκτεῖναι« καὶ τό »εἶπεν· πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ« ἕως ὅπου εἶπεν »οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι λέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ« καὶ τό »Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέ- [*](1 Luk. 12, 38 — 2 Luk. 12, 46; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 29 reverso clomino qua die non putaverit, hora qua non scierit, ... segregabitur et pars eins ewii infidelibus ponetur — 4 Luk. 12, 581); vgl. Tertullian adv. Marc. IV 29 nam et iudicem, qui mittit in carcerem . . . in persona creatoris obtrectationis nomine disserunt — 6—11 Luk. 13, 1—9 — 12 Luk. 13, 16 — 13 13—17 Luck. 13 adv. Marc. IV 30 ergo erit poena . . . , cum videbunt iustos introeuntes in regnum dei, se vero detineri foris — 18—S. 118, 4 Luk. 13, 29—35) [*](V M 1—23 vgl. S. 139, 18f. 25f 140, 5 f. 14 ff. 29 f 141, 3ff. 28ff) [*](1 keine Ziffer VM; daher von Ζ. 2 an die Zählung wieder in Ordnung | ἐσπερινῇ φυλακῇ S. 139, 18f] ἐσπερινὴν φυλακὴν VM 4 κατασύρῃ] κατακρίνῃ S. 140, 5 9 τό *] ὅτι VM 9f <τὰ ἑξῆς> * 11 vor σκάπτω + καὶ VM 12 ἣν S. 140, 29] < VM 13 τό S. 141, 3] < VM 15 ὅτε Corn. viell. besser ὅταν Jül.] ὅτι VM ebenso S. 141, 5 17 vor ἐκεῖ + καὶ VM | ἐκεῖ am nachgetragen V corr | ἔσται S. 141, 7] ἔστιν VM 19 βασιλείᾳ + μου M 20 οἱ < S. 141, 30 21 εἶπεν < S. 142, 1 22 ὅπου S. 142,2] ὅτου VM 23f ἀποκτέννουσα erstes ν auf Rasur V corr)

    113
    νουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους« καὶ τό »πολλάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι ὡς ὄρνις τὰ τέκνα σου« καὶ τό »ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν« καὶ τό »οὐ μὴ ἴδητέ με, ἕως οὑ εἴπητε· εὐλογημένος«. |

    μݲβݲ. Πάλιν παρέκοψε πᾶσαν τὴν παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν, τοῦ εἰληφότος τὸ μέρος τῶν ὑπαρχόντων καὶ ἀσώτως δαπανήσαντος καὶ τοῦ ἄλλου.

    μݲγ.ݲ »Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου καὶ πᾶς βιάζεται«.

    μݲδݲ. Περὶ τοῦ πλουσίου καὶ Λαζάρου τοῦ πτωχοῦ, ὄτι ἀπηνέχθη ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ.

    μݲεݲ. »Νῦν δὲ ὅδε παρακαλεῖται« ὁ αὐτὸς Αάξαρος.

    μݲςݲ. Εἶπεν Ἀβραάμ »ἔχουσι Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας, αὐτῶν, ἐπεὶ οὐδὲ τοῦ ἐγειρομένου ἐκ νεκρῶν ἀκούσουσιν«.

    μݲζݲ. Παρέκοψε τό »λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὃ ποιησαι πεποιηκαμεν«.

    μݲηݲ. Ὅτε συνήντησαν οἱ δέκα λεπροί. ἀπέκοψε δὲ ἐποίησεν »ἀπέστειλεν αὐτοὺς λέγων, δείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι« καὶ ἄλλα ἀντὶ ἄλλων ἐποίησε, λέγων ὅτι »πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐν [*](5 Luk. 15, 1ff — 8 Luk. 16, 16; vgl. Tertallian adv. Marc. IV 33 lex et prophetae usque ad Joannem, ex quo regnum dei adnuntiatur — 10 Luk. 16, 22 vgl. Tertullian adv. Marc. IV 31 subsequens argumentum divitis apud inferos dolentis et pauperis in sinu Abrahaerequiescentis Adamantius de recta in deum fide II 10; S. 76, 14 ff van de Sande Bakhuyzen — 12 Luk. 16, 25b; vgl. Adamantius a. a. O. S. 76, 30f νῦν δὲ ὅδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι — 13 Luk. 16, 29. 31; vgl. Tertullian a. a. O. IV 34 habent illic Moysen et prophetas, illos audiant Adamantius a. a. O. S. 78, 2ff ἔχουσι Μωσέα καὶ τοὺς προφήτας, ἀκουσάτωσαν αὐτῶν . . . . εἰ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἤκουσαν, οὐδ’ ἄν τις ἐκ νεκρῶν ἀπέλθῃ, ἀκούσουσιν αὐτοῦ — 15 Luk. 17, 10 — 17 Luk. 17, 12. 14 u. 4, 27; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 35; S. 539, Kroymann etiam in curatione decem leprosorum quos tantummodo ire iussos ut se ostenderent sacerdotibus . . . . nunc etsi praefatus est multos tunc fuisse leprosos apud Israhelem in diebus Helisei prophetae et neminem eorum purgatum nisi Neeman Syrum) [*](V M 5—9 vgl. S. 142, 13ff. 19f. 25f 143, 3. 6 f. 19 f. 26ff) [*](3 οὑ S. 142, 7] < V M 5 παρέκοψε S. 142, 13] ἀπέκοψε V Μ | πᾶσαν τὸν παραβολὴν S. 142, 13] τὸν παραβολὴν πᾶσαν V M 6 καὶ ἀσώτως δαπανήσαντος S. 142, 14f] < VM 12 ὅδε Zahn] ὧδε VM ebenso S. 143, 3 14 ἐκ] ἀπὸ S. 143, 7 | ἀκούσουσιν S. 143, 8 V] ἀκούουσιν VM 15 ὅτι < S. 143, 19 Epiphanius. II. 8)

    114
    ἡ μέραις Ἐλισσαίου τοῦ προφήτου καὶ οὐκ ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος«.

    μݲθݲ. »Ἐλεύσονται ἡμέραι, ὅταν ἐπιθυμήσητε Ἱδεῖν μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου«.

    νݲ. »Εἶπέ τις πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δέ· μή με λέγε ἀγαθόν. εἷς ἐστιν ἀγαθός ὁ θεός«· προσέθετο ἐκεῖνος »ὁ πατήρ« καὶ ἀντὶ τοῦ »τὰς ἐντοὰς οἶδας« λέγει »τὰς ἐντολὰς οἶδα«.

    νݲαݲ. »Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν τῇ Ἱεριχὼ τυφλὸς ἐβόα· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με. καὶ ὅτε ἰάθη, φησίν· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε«.

    νݲβݲ. Παρέκοψε τό »παραλαβὼν τοὺς δώδεκα ἔλεγεν· ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τελεσθήσεται πάντ τὰ γεγραμμένα ἐν τοῖς προφήταις περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. παραδοθήσεται γὰρ καὶ ἀποκτανθήσεται καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται«· ὅλα ταῦτα παρέκοψε.

    νݲγݲ. Παρέκοψεν τὸ κεφάλαιον τὸ περὶ τῆς ὄνου καὶ Βηθφαγὴ καὶ τὸ περὶ τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἱεροῦ, ὅτι γεγραμμένον ἦν »ὁ [*](3. Luk. 17, 22 — 5 Luk. 18, 18. 19. 20; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 36; S. 544, 16 Krogmann interrogatus ab illo quodam, praeceptor optime, quid faciens vitam aeternam possidebo . . . S. 544, 10 sed quis optimus nisi unus, inquit, deus Hippolyt refut. VII 31, 6; S. 217, 15f Wendland ὡς αὐτὸς ὁμολογεῖ· τί με λέγετε ἀγαθόν; εἷς ἐστιν ἀγαθός Origenes de princ. II 5, 1 u. 5, 4; S. 133, 13 u. 138, 11 Kötschau nemo bonus nisi unus deus pater Adamantius de recta in deum fide II 17; S. 92, 24ff van de Sande Bakhuyzen — 9 Luk. 18, 35. 38. 42; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 36; S. 545, 24ff Kroymann cum igitur praetereuntem illum caecus audisset, cur exclamavit: Jesu, fili David, miserere mei? . . . fides, inquit, tua te salvum fecit Adamantius de recta in deum fide IV 14; S. 200, 22ff van de Sande Bakhuyzen ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχώ, καί τις τυφλὸς ἐπαιτῶν ἐκάθητο . . . καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δανίδ, ἐλέησόν με — 12 Luk. 18, 31—33 — 17 Luk. 19, 29ff. 46) [*](V M 3—17 vgl. S. 144, 5f. 11ff. 22ff 145, 1ff. 10ff) [*](1 εἰ μὴ am Rande nachgetragen V corr | Νεεμὰν aus Νεαιμὰν V corr 3 ἰδεῖν < S. 144, 5 6 ὁ δὲ S. 144, 12] < V M | λέγε S. 144, 12] λέγετε aus λέγεται V corr λέγετε Μ 6f ὁ θεὸς S. 144, 13] < V M 7 προσέθετο S. 144, 13] προσέθηκε V M | ἐκεῖνος S. 144, 13] τὸ ὅτι V M 9 αὐτὸν S. 144, 22] < V M | Ἱερ///ιχώ, ι aus ει V corr 14 γὰρ καὶ S. 145, 4] < V M 15 ἀναστήσεται] ἐγερθήσεται S. 145, 4 17 τὸ περὶ S. 145, 10] < V M 18 ὅτι] διότι S. 145, 11)

    115
    οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται, καὶ ποιεῖτε αὐτὸν σπήλαιον ληστῶν«.

    νݲδݲ. »Καὶ ἐζήτησαν ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας καὶ ἐφοβήθησαν«.

    νݲεݲ. Πάλιν ἀπέκοψε τὰ περὶ τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ γεωργοῖς καὶ τό »τί οὖν ἐστι τό· λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομουντες;«

    νݲςݲ. Ἀπέκοψε τό »ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροὶ Μωυσῆς ἐμήνυσε ἐπὶ τῆς βάτου, καθὼς λέγει κύριον τὸν θεὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. θεὸς δέ ἐστι ζώντων καὶ οὐχὶ νεκρῶν«.

    νݲζݲ. Οὐκ εἶχε ταῦτα »ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροὶ καὶ Μωυσῆς ἐμήνυσε λέγων θεὸν Ἀβραὰμ καὶ θεὸν Ἰσαὰκ καὶ θεὸν Ἰακὼβ θεὸν ζώντων«.

    νݲηݲ. Πάλιν παρέκοψε τό »θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ ἀπόληται«.

    νݲθݲ. Πάλιν παρέκοψε ταῦτα »τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη« καὶ τὰ ἑξῆς, διὰ τὰ ἐπιφερόμενα ἐν τῷ ῥητῷ »ἕως πληρωθῇ πάντα τὰ γεγραμμένα«.

    ξݲ. »Συνελάλησε τοῖς στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτὸν παραδῷ αὐτοῖς«.

    λݲαݲ. »Καὶ εἶπεν τῷ Πέτρῳ καὶ τοῖς λοιποῖς· ἀπελθόντες ἑτοιμάσατε ἴνα φάγωμεν τὸ Πάσχα«.

    ξݲβݲ. Καὶ ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ καὶ εἶπεν· ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μαθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν«.

    ξݲγݲ. Παρέκοψε τό »λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μὴ φάγω αὐτὸ ἀπάρτι, ἂν πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ«.

    [*](3 Luk. 20, 19 — 5 Luk. 20, 9ff. 17 — 8 Luk. 20, 37f — 11 Luk. 20,37f (die Wiederholung sucht Epiph. in der refut. 47 vergeblich zu begründen) — 11 Luk. 21, 18 — 16 Luk. 21, 21f — 19 , 0 Luk. 22, 8 — 22 Luk. 22, 14 f; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 40 concupiscentia concupivi pascha edere vobiscum, antequam patiar — 25 Luk. 22, 16)[*](V M 3—26 vgl. S. 145,31 f 146, 3ff. 10ff. 24ff 147,1f. 5ff. 19f 148, 17f 149,16ff 150,3f)[*](1 nach προσευχῆς nochmals μου, durchgestrichen Vcorr | ποιεῖτε aus ποιῆται V corr ποιῆτε Μ 5 τὰ περὶ S. 146, 3] τὴν VM 6 οὖν < M 8 vor Μωυσῆς + ὁ Μ 9 ἐπὶ *] περὶ VM ebenso S. 146, 11 | καθὼς] ὡς S. 146, 11 | κύριον) ὁ κύριος S. 146, 11 12 f θεὸν ζώντων S. 146, 26] θεὸς ζώντων VM 17 τὰ ἐπιφερόμενα ἐν τῷ ῥητῷ S. 147, 6] τὸ ἐπιφερόμενον, < ἐν τῷ ῥητῷ VM 18 πάντα < S. 147, 7 19 vor τὸ + καὶ 25 γὰρ < S. 150, 3 26 ἂν S. 150, 4] < VM )
    116

    ξݲεݲ. »Ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ Μου βολὴν καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηυχετο«.

    ξݲςݲ. »Καὶ ἤγγισε καταφιλῆσαι αὐτὸν Ἰούδας καὶ εἶπεν«.

    ξݲζݲ. Παρέκοψεν ὃ ἐποίησε Πέτρος, ὅτε ἐπάταξε καὶ ἀφείλετο οὐς τοῦ δούλου τοῦ ἀρχιερέως.

    ξݲηݲ. »Οἱ συνέχοντες ἐνέπαιζον δέροντες καὶ τύπτοντες καὶ λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;«

    ξݲθݲ. Προσέθετο μετὰ τό τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος« καὶ καταλύοντα τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας«.

    οݲ. Προσθήκη μετὰ τό »κελεύοντα φόρους μὴ δοῦναι« »καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα«.

    οݲαݲ. »Καὶ ἐλθὄντες εἰς τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος αὐτὸν καὶ διεμεδρίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος‘.

    οݲβݲ. Παρέκοψε τό σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἴσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ‘.

    οݲγݲ. »Καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ἐξέπνευσεν«.

    οݲδݲ. »Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, καθελὼν τὸ σῶμα ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν ἐν μνήματι λαξευτῷ«.

    οݲεݲ. »Καὶ ὑποστρέψασαι αἱ γυναῖκες ἡσύχασαν τὸ σάββατον τὸν νόμον«. |

    [*](1 Luk. 22, 35. 37 — 4 Luk. 22, 41 — 6 Luk. 22, 47f — 7 Luk. 22, 50 — 9 Luk. 22, 63f — 11 Luk. 23, 2 — 13 Luk. 23, 2 — 15 Luk. 23, 33 a. 34b="/> vgl. Tertullian adv. Marc. IV 42; S. 563, 25ff Kroymann sed et duo scelesti circumfiguntur illi . . . vestitum plane eins a militibus divisum, partim sorte concessum Marcion abstulit . . . . caeterum adversario laeso caelum luminibus floruisset — 17 Luk. 23, 43 — 18 Luk. 23, 46; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 42;,22 Kroymann vociferatur ad patrem ut et moriens ultima voce prophefas adimpleret hoc dicto expiravit — 10 Luk. 23, 50. 53; vgl. Tertullian adv. Marc. IV 42 S. 565, 10 Eroymann de Pilato postulatum, . . de palibulo detractum, . . sindone involutum, . . sepulcro novo conditum — 21 Luk. 23, 56)[*](V M 1—22 vgl. S.150, 14ff.20f.29 151,3f. 11f. 18f 152,1f. 15ff 153, 7. 12f.)[*](2 τό 1 < M 4 βολὴ V 6 Ἰούδας S. 150, 29] < V M 7 ὃ S. 151, 3] τὸ VM 8 τοῦ δούλου τοῦ ἀρχιερέως S. 151, 4] < VM 9 καὶ 2 S. 151, 12] < VM 11 τό *] τοῦτο VM, ebenso S. 151, 18 13 μετὰ < S. 152, 1 | καὶ τὸ S. 152, 2 16 αὐτοῦ S. 152, 16] < VM 19 καἰ < S. 153, 12 20 σινδόνι S. 153, 13] < VM 21 αἱ γυναῖκες S. 153, 19] < VM)
    117

    οݲςݲ. »Εἶπαν οἱ ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα τῶν νεκρῶν; ἠγέρθη, μνήσθητε ὅσα ἐλάλησεν ἔτι ὢν μεθ’ ὑμῶν, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παθεῖν καὶ παραδοθῆναι«.

    οݲζݲ. Παρέκοψε τὸ εἰρημένον πρὸς Κλεόπαν καὶ τὸν ἄλλον, ὅτε συνήντησεν αὐτοῖς, τό »ὠ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τοῦ πιστεύειν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται· οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν;« καὶ ἀντὶ δὲ τοῦ »ἐφ᾿ οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται« ἐποίησεν »ἐφ᾿ οἷς ἐλάλησα ὑμῖν‘. ἐλέγχεται δὲ ὅτι »ὅτε ἔκλασε τὸν ἄρτον, ἠνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν«.

    οݲηݲ. »Τί τεταραγμένοι ἐστέ; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι πνεῦμα ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα«.