Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

μετὰ γὰρ τὰ προειρημένα ὀνόματά φασιν οἱ περὶ Ἡσίοδον καὶ Ὀρφέα καὶ Στησίχορον γεγενῆσθαι Οὐρανόν τε καὶ Τάρταρον, Κρόνον τε καὶ ῥέαν, Δία τε καὶ Ἥραν καὶ Ἀπόλλωνα, Ποσειδῶνά τε καὶ Πλούτωνα, καὶ μυρίους λοιπὸν τοὺς παρ’ αὐτοῖς ὀνομαζομένους 〈θεούς〉. πολλὴ γὰρ τούτων ἡ ἀπατηλὸς ἐξ ὑπονοίας πλάνη, ἥτις κενοφωνίαν ἐγκισσήσασα καὶ ἐξευραμένη πολλοὺς μύθους ἐποιητευσατο.

Καὶ αὕτη ἐστὶν δοκοῦσα φαντάζειν τὴν τῶν ἀπατωμένων τούτων διάνοιαν. γελοῖα δὲ εὐθὺς πᾶσιν εὑρίσκεται ταῦτα τοῖς κατὰ [*](τηρ τὸν τύπον τοῦ ἄνω Χριστοῦ ἐκείνου τοῦ ἐπεκταθέντος τῷ σταυρῷ, vgl. dazu I 11, 1; I 100 Tertullian adv. Valent. 12 Hippolyt refut. VI 36, 3; S. 166, 5ff Wendland Exe. ex Theod. 35, 1; III 118, 10 ὁ Ἰησοῦς τὸ φῶς ἡμῶν 40, 2 III 119, 19ff 47, 3; IV 121, 22 τὸν ψυχικὸν Χριστὸν υἱοῦ εἰκόνα 59, 2; III 126, 19ff 11 f aus einem mythologischen Handbuch — 18 vgl. dement. Hom. VI 3ff; S. 74, 15 ff Lagarde dement. Recogn. X 30ff V M) [*](6 nach προεῖπον vielleicht etwas ausgefallen, etwa 〈εἰς σύγχρισιν τὰ τοῦ Ἡσιόδου, ἐλέγχων αὐτοὺς > * 7 συνέζευξαν + > ? * αὐτὴν M 8 γὰρ *] δὲ VM | * etwa <καὶ οἱ περὶ Ἡσίιοδον > | τὸ < M 9 μετ᾿ αὐτὸν V 10 vor δυναμένην + πάλιν V 16 ο aus ω Vcorr 17 ὀνειρωττομένων *] ὀνειρωττόντων VM 20 Δίαν M 22 > * | ἀπατηλὴ aus ἀπατηλὸς Vcorr 26 γελοῖον V)

390
θεὸν τὸν νοῦν πεφωτισμένοις.

παρελθὼν δὲ ταῦτα αὐθις ταῖς ἀπὸ τῶν βιβλίων αὐτῶν ἀκολουθίαις * πρὸς ἔπος ἔπος κατὰ λέξιν τὴν παράθεσιν τῆς παρ᾿ αὐτοῖς ἀναγνώσσεως, λέγω δὴ τῆς βίβλου, ἐνταῦθα ποιήσομαι, καὶ ἔστιν τάδε·

5. Παρὰ φρονίμοις, παρὰ δὲ ψυχικοῖς, παρὰ δὲ σαρκικοῖς, παρὰ δὲ κοσμικοῖς παρὰ δὲ τῷ Μεγέθει * νοῦς ἀκατάργητος τοῖς ἀκαταργήτοις χαίρειν.

Ἀνονομάστων ἐγὼ καὶ ἀρρήτων καὶ ὐπερουρανίων μνείαν ποιοῦμαι μυστηρίων πρὸς ὑμᾶς, οὔτε ἀρχαῖς οὔτε ἐξουσίαις οὔτε ὑποταγαῖς οὔτε πάσῃ συγχύσει περινοηθῆναι δυναμέ΄νων, μόνῃ δὲ τῇ τοῦ Ἀτρέπτου ἐννοίᾳ πεφανερωμένων.

ὅτε γὰρ > ἀρχῆς ὁ Αὐτοπάτωρ αὐτὸς ἐν ἐαυτῷ περιεῖχε τὰ πάντα, ὄντα ἐν ἑαυτῷ ἐν ἀγνωσίᾳ, ὃν καλοῦσί τινες Αἰῶνα ἀγήρατον ἀεὶ νεάζοντα, ἀρρενόθηλυν, ὃς πάντοτε περιέχει τὰ πάντα καὶ οὐκ ἐνπερειέχεται, τότε ἡ ἐν αὐτῷ Ἔννοια ἠθέλησεν —

ἐχείνη, ἣν τινες Ἔν- [*](5 ff vgl. Ο. Dibelius, Ζ. neutest. Wiss. 9 (1908) S. 329ff — Im Unterscliied von Dibelius halte ich das für eine der ältesten Urkunden des Der monistische Grundzug des ursprünglichen Valentinianismus tritt darin deutlich hervor wie in dem Gedicht bei Hippolyt refut. YI 36, 7; S. 167, 17ff Wendland. Am bezeichnendsten ist die Rolle, die die Σιγὴ (u. der Βυθὸς selbst) spielt; sie deckt sich z. T. mit derjenigen, die sonst der Achamoth zugewiesen wird. Damit hängt es zusammen, ß die Σοφία hier nicht am ß der steht. — Zur Form vgl. das Gesicht Valentins Hippolyt refut. VI 42, 2; * S. 173, 22 Wendland, die Offenbarungen der Σιγὴ an ’cus Irenaeus I 14, 1ff; I 128 ff Harvey, insbesondere auch I 14, 6; I 140 (= Hippolyt refut. VI 47, 4 S. 179, 12 Wendland) τὸν γὰρ τέλειον νοῦν, ἐπιστάμενον τὸν τῶν ἓξ ἀριθμόν, . . . φανερῶσαι τοῖς υἱοῖς τοῦ φωτὸς τὴν . . . δι’ αὐτοῦ ἐπιγενομένην ἀναγέννησιν u. Tertullian adv. Valent. 4 si aliquid novi adstruxerint, revelaiionem statim appeUant pracsumpiionem et charisma ingenium — 6 Μέγεθος als valentinianischer Ausdruck (jedoch nicht überall im selben Sinn gebraucht), vgl. ßer S. 391, 2. 4. 5 Irenaeus adv. haer. (1 1, 1; I 9 Harvey I, 2, 1; 1 13 I 2, 2f; I 15) 1 13, 3; 1 118 1 13, 6 I 124 1 14, 7; I 141 1 21, 4; 1 186 Herakleon bei Origenes in Joh. VI 198; S. 148, 10 Preuschen — 12 zu ἀρρενόθηλυν vgl. Irenaeus adv. haer. I 11, 5; I 107 f Harvey καὶ γὰρ περὶ αὐτοῦ τοῦ Βυθοῦ πολλαὶ καὶ διάφοροι γνῶμαι παρ᾿ αὐτοῖς . . . δὲ ἀρρενόθηλυν αὐτὸν λέγουσιν εἶναι, ἑρμαφροδίτου φύσιν αὐτῷ περιάπτοντες V M) [*](2 βίβλων M | * >* 3 παρ’ αὐτοῖς] κατ᾿ αὐτῶν Μ 5f παρὰ δὲ σαρκικοῖς — κοσμικοῖς < M 6 * etwa > * | ἀκατάργητος < M | τοῖς] νοῖς Reitzenstein, Die hell. Mysterienrell. S. 134 7 ο aus ω V ἀνωνομάστων M 9 τρεπτοῦ M 10 ὅτι M | s > *] > Pet 1 3 ἐμπεριέχεται, μ aus ν Vcorr ἐνπεριέεται M | ἐκείνη * Dibelius] ἐκείνην VM)

391
Σιγὴν προσηγόρευσαν, ὅτι δι᾿ ἐνθυμήσεως χωρὶς λόγου τὰ ἅπαντα τὸ Μέγεθος ἐτελείωσεν —

ὡς οὖν προεῖπον, ἠ ἄφθαρτος > αἰώνια βουληθεῖσα δεσμὰ ῥῆξαι ἐθήλυνε τὸ Μέγεθος ἐπ᾿ ὀρέξει ἀναπαύσεως αὐτοῦ. καὶ αὕτη μιγεῖσα ἀνέδειξε τὸν Πατέρα τῆς ἀληθείας, ὃν οἰκείως οἱ τέλειοι Ἀνθρωπον ὠνόμασαν, ὅτι ἦι ἀντίτυπος τοῦ προόντος Ἀγεννήτου.