Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
ποῦ δὲ πληροῦται κατὰ σέ, ὠ Νικόλαε, τὸ ὑπὸ τοῦ σωτῆρος εἰρημένον ὅτι »εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἳ ἐκ γεννητῆς ἐγεννήθησαν καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν«.
εἰ τοίνυν εὐνοῦχοί εἰσι διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, πῶς σύ γε σεαυτὸν πεπλάνηκας καὶ τοὺς σοὶ πειθομένους, διὰ λαγνείας καὶ [*](16 I Kor. 8, 5 — 19 I Kor. 8, 6 — 22 Jok 17, 3 — 27 Matth. 19, 12 Y M) [*](4 δεκα]τέσσαρες Bousset, nach Filastrius 6 μεμABBREVῖχθαι, ε ausradiert V einzige Stelle, an der μεμεῖχθαι handschriftlich überliefert ist) μεμίχθαι Μ 12 λύσιν M Ι * etwa <συμφώνον> * 14 φέρον M 15 θεοὺς πολλοὺς 20 ἀλλ’ M 22 γινώσκουσιν V Ι ἀνατρέψει V διατρέψη Μ 31 γε <)