Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

εἰ μὲν γὰρ γινώ- [*](6ff vgl. unten haer. 37, 6, 1 ff — 20 Jes. 28, 10 — 26 vgl. Matth. 13, 27 V M ’) [*](4 f εὐθυέ////λεγ////κτα, hinter έ υ. γ Rasur Y 5 τὰ τῆς μυθώδους αὐτῶν ////// πλάνης διδάγματα, ους auf Rasur u. hinter αὐτῶν Rasur von 3 — 4 Buchstaben V corr | <ἀν> εχέγγυα * 6 Προύνεικον, ει aus ι V 7 ἀκρασίας *, vgl. S. 268 3] ἐκκαρδίας V M 7 ἐξέρευξις, ρευξι auf Rasur V Ι πάντα M προυνεικευόμενον, ει aus ι V 9 vor λέξις + ἡ M Ι προυνεικεῦσαι aus ἐπρουνίκευσε V corr Ι ταύτην V 10 ἐρωτικὰ] Ἑλληνικὰ V 11 f προύνεικον, ει aus ι V 12 καυλαυκαὺκ V 12 f οὐκ ἂν hineingeflickt Ycorr 14 <εἰσέτιώ * | Ἑβραϊσὶ *] Ἑλληνιστὶ V M 18 εἰς hineingeflickt V corr εἰς τὴν < 19 καυλαυκαὺκ V 21 ἐπ’ < M 22 τελειώτατα M 23 γεγραμμένον ein σαυλασαῦ < M 24 καυλαυκαὺκ beidemale V 27 ὄλεθρον ἐπισπάσασθαι εἰ auf Rasur V)

272
σκοντες μετεποίησαν τὰς ὀνομασίας εἰς φαντασίαν, άπωλείας ἑαυτοῖς προφανῶς αἴτιοι γεγόνασιν· εἰ δὲ άγνοοῦντες ἃ μὴ ᾔδεισαν ἔφασαν, οὐδὲν αὐτῶν ἀθλιώτερον. μωρὰ γὰρ ταῦτα ὡς Μῶς, <ὡς>

παντὶ τῷ σύνεσιν ἐν θεῷ κεκτημένῳ ἔνεστιν ἰδεῖν. ἡδυπαθείας γὰρ χάριν ἑαυτούς τε καὶ τοὺς πειθομένους ἀπώλεσαν καὶ ἀπολλύουσιν.

πνεῦμα γάρ ἐστι πλάνης, ὥσπερ φύσημα ἐν αὐλῷ διαφόροις κινήσεσιν ἕκαστον τῶν ἀφρόνων κινοῦν κατὰ τῆς ἀληθείας. καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ αὐλὸς μίμημά ἐστι τοῦ δράκοντος, δι’ οὗ ἐλάλησεν ὁ πονηρὸς καὶ ἠπάτησε τὴν Εὔαν.

ἀπὸ τοῦ τύπου γὰρ ἐκείνου κατὰ μίμησιν ὁ αὐλὸς τοῖς ἀνθρώποις εἰς ἀπάτην κατεσκευάσθη. καὶ ὅρα τὸν τύπον ὃν αὐτὸς ὁ αὐλῶν ἐν τῷ αὐλῷ ποιεῖται. αὐλῶν γὰρ ἄνω ἀνανεύει καὶ κάτω κατανεύει. δεξιά τε κλίνει καὶ εὐώνυμα ὁμοίως ἐκείνῳ.

τούτοις γὰρ καὶ ὁ διάβολος τοῖς σχήμασι κέχρηται, ἵνα κατὰ τῶν ἐπουρανίων ἐνδείξηται τὴν βλασφημίαν καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἀφανισμῷ ἀφανίσῃ καὶ ὁμοῦ συμπεριλάβῃ τὴν οἰκουμένην, δεξιά τε καὶ εὐώνυμα λυμαινόμενος τοὺς τῇ πλάνῃ πειθομένους τε καὶ θελγομένους ὥσπερ διὰ μουσικοῦ ὀργάνου ταῖς φωναῖς ταῖς πεπλασμέναις.

5. Ἄλλοι δέ τνες ἐξ αὐτῶν κα·ινά τινα ὀνόματα ἀναπλάττουσι, λέγοντες ὅτι σκότος ἦν καὶ βυθὸς καὶ ὕδωρ, τὸ δὲ πνεῦμα ἀνὰ μέσον τούτων διορισμὸν ἐποιήσατο αὐτῶν· τὸ δὲ σκότος ἠν χαλεπαῖνόν τε καὶ ἐγκοτοῦν τῷ πνεύματι, ὅπερ σκότος ἀναδραμὸν περιεπλάκη τῷ [*](18 — S. 273, 8 vgl. Ps. Tert. adv. omn. haer. 1 hie dicit tenebras in concupiscentia luminis et quidem foeda et obscoena fuisse; ex hac permixtione pudor est dicere quae foetida et immunda. sunt et cetera obscoena: aeonew enim refert quosdam turpitudinis natos et complexus et permixtiones exsecrabiles obscoenasque coniunctas et quaedain ex ipsis adhuc turpiora, natos praeterea daeniones et deos et Spiritus Septem et alia satis sacrilerja pariter et foeda; aus Epiph. öpft Filastrius haer. 33, 3 ff; S. 18, 8 ff Marx dicunt autent et dogma ponentes ista: ante, inquit, erant solum tenebras et profundum et aqua, atque ex his divisio facta est in medio et spiritus separavit haec elementa. tunc erqo tenebrae inruentes in spiritum genuerunt quattuor aeonas et isti qtiattuor genuerunt alios quattuor aeonas. hoc auteyn dextra atque sinistra, lux, inquit, sunt et tenebrae. quendarn etiani concubuisse cum illa muliere et virtute dicunt, de qua nati sunt dii et homines et angeli et Septem Spiritus daemonior um-, dazu Bousset, Hauptprobleme der Gnosis S. 103 f V M) [*](2 ἄρτιοι M 3 <ὡς> * 5 ἀπολλύουσιν, υ aus ο V ἀπώλλουσι M 10 ιι λῶν M Ι κατεσκευάσθη εἰς ἀπάτην V 13 τοῖς σχήμασι angeflickt V corr < 18 καινά, ε V corr κενά M 20 ἦν < M 21 ἀναδραμῶν)

273
πνεύματι καὶ ἐγέννησε, φησίν, τινὰ Μήτραν καλουμένην, ἥτις γεννηθεῖσα ἐνεκίσσησεν ἐν αὐτῷ τῷ πνεύματι.