Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

διὰ τοῦτο γάρ, φησί, καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη ἐπολέμησε τοῦτο τὸ ἔθνος καὶ πολλὰ κακὰ αὐτῷ ἐνεδείξατο διὰ τὴν τῶν ἄλλων ἀγγέλων παραζήλωσιν, ἐπειδήπερ παροτρυνθέντες (ὡς καταφρονούμενοι ὺπ αὐτοῦ) καὶ αὐτοὶ τὰ ἴδια ἔθνη ἐπὶ τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ τὸ ὑπ' αύτὸν ἐπέσεισαν. καὶ τούτου ἕνεκα πόλεμοι πάντοτε καὶ ἀκαταστασίαι κατ᾿ αὐτῶν ἐπανέστησαν.

[*](1 ff vgl. Ps. Tert. adv. omn. haer. 1 huic sortito obtigisse semen Abrahae Filastrius haer. 32, 4; S. 17, 10 Marx (nach Epiph.) deum etiam verum omnipotentem et eum aidet angelum dicere et accepisse genus Judaeorum in hereditatem — 3f vgl. Jes. 45, 5. 21 — 7 — 21 vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 4; I 200 Harvey et quoniam hic suis hominibus id est Judaeis voluit subicere reliquas gentes, reliquos omnes principes contra stetisse ei et contraegisse. quapropter et reliqitae resiluerunt gentes eius genti Ps. Tert. adv. omn. haer. 1 huic sortito obtigisse semen Abrahae atque ideo hunc de terra Aegypto filios Israel in terram Chanaan transtulisse; hune turbulentiorem prae ceteris angelis atque ideo et seditiones frequenter et bella concutere, sed et humanum sanguinem fundere (Filastrius haer. 32, 4 f; S. 17, 11 — 16 gibt einen Auszug aus Epiph.) — 9f vgl. Exod. 6, 6; 15, 6)[*](V M)[*](1 κλήρω V 2 λελαχέναι M 6 αὐτὸν V 8 (ὑπερ)ασπίζειν — πάντων τῶν am Rand nachgetragen V corr <M 9 τε *] δὲ VM 11 αὐτοῦ hinter φησιν V 11 f ὥς φησιν βλασφημῶν *] φησὶν ὡς βλασφημεῖ V M 12 βεβούλεσθαι M | θεῶν M 13 f παρεσκευακέναι, ε1 aus α V 14 δὲ < M 19f ὑπ᾿ αὐτὸ V 20 τούτου + οὖν V)
260

3. Αὕτη ἡ τοῦ ἀπατεῶνος πιθανολογία. καὶ αὐτὸς δὲ περὶ Χριστοῦ ὡς δοκήσει πεφηνότος ὸμοίως δοξάζει. εἶναι δέ φησιν αὐτὸν φαντασίαν ἐν τῷ φαίνεσθαι μὴ εἶναι δὲ ἄνθρωπον μηδὲ σάρκα εἰληφέναι. δραματουργεῖ δὲ ἡμῖν ἄλλην ἄλλην ὁ δεύτερος [*](D 25) μιμολόγος ἐν τῷ περὶ τοῦ σταυροῦ λόγῳ Χριστοῦ, οὐχὶ Ἰησοῦν φάσκων πεπονθέναι, ἀλλὰ Σίμωνα τὸν Κυρηναῖον· ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῷ άπὸ ἱεροσολύμων τὸν κύριον ἐκβάλλεσθαι, ὡς ἔχει ἡ ἀκολουθία τοῦ εύαγγελίου, ήγγάρευσάν τινα Σίμωνα Κυρηναῖον βαστάξαι τὸν σταυρόν.

ἔνθεν εὑρίσκει * τῆς αὐτοῦ κυβείας ποιήσασθαι τὴν τραγῳδίαν καί φησιν· ἐκεῖνον ἐν τῷ βαστάζειν τὸν σταυρὸν μετεμόρφωσεν εἰς τὸ ἑαυτοῦ εἶδος καὶ ἑαυτὸν εἰς τὸν Σίμωνα. καὶ ἀντὶ ἑαυτοῦ παραδέδωκε Σίμωνα εἰς τὸ σταυρωθῆναι.

ἐκείνου δὲ σταυρουμένου ἕστηκεν καταντικρὺς ἀοράτως ὁ Ἰησοῦς, καταγελῶν τῶν τὸν Σίμωνα σταυρούντων, αὐτὸς δὲ ἀνέπτη εἰς τὰ ἐπουράνια παραδοὺς τὸν Σίμωνα ἀνασκολοπισθῆναι σκολοπισθῆναι καὶ ἀπαθῶς ἀνεχώρησεν εἰς τὸν οὐρανόν·

ὁ δὲ Σίμων αὐτὸς ἐσταυρώθη, καὶ οὐχὶ ὁ Ἰησοῦς· Ἰησοῦς γάρ, φησίν, ἀναπετασθεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν διῆλθε πάσας τὰς δυνάμεις, ἕως οὗ ἀπεκατέστη πρὸς τὸν ἴδιον αὐτοῦ πατέρα.