Fragmenta

Democritus

Democritus. Die Fragmente der Vorsokratiker, Vol. 2. Diels, Hermann, editor. Berlin: Weidmann, 1922.

[51 N.] — 68. καλὸν ἐν παντὶ τὸ ἰσον· ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις οὔ μοι δοκέει.

[208 N.] — 69. οὐδ’ ὑφ’ ἑνὸς φιλέεσθαι δοκέει μοι ὁ φιλέων μηδένα.

[206 N.] — 70. γέρων εὔχαρις ὁ αἱμύλος καὶ σπουδαιόμυθος.

[16 N.] — 71. σώματος κάλλος ζῳῶδες, ἤν μὴ νοῦς ὑπῇ .

[214 N.] — 72. ἐν εὐτυχίῃ φίλον εὑρεῖν εὔπορον, ἐν δὲ δυστυχίῃ πάντων ἀπορώτατον.

[213 N.] — 73. φίλοι οὐ πάντες οἱ ξυγγενέες, ἀλλ’ οἱ ξυμφωνέοντες περὶ τοῦ ξυμφέροντος.

107ᵃ.[219 N.] — 74. ἄξιον ἀνθρώπους ὄντας ἐπ’ ἀνθρώπων συμφοραῖς μὴ γελᾶν, ἀλλ’ ὀλοφύρεσθαι.

[27 N.] — 75. διζημένοισι τἀγαθὰ μόλις παραγίνεται, τὰ δὲ κακὰ καὶ μὴ διζημένοισιν [Stob. IV. 34, 58 H.]

[217 N.]DEMOKRATES 76. οἱ φιλομεμφέες εἰς φιλίην οὐκ εὐφυέες.

[173 N.] — 77. γυνὴ μὴ ἀσκείτω λόγον· δεινὸν γάρ.

[170 N.] — 78. ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕβρις εἴη ἂν ἀνδρὶ ἐσχάτη [Stob. IV 23, 29 H.].

[37 N.] — 79. θείου νοῦ τὸ ἀεί τι διαλογίζεσθαι καλόν [vgl. B 18].

*80. ἤν πιστεύῃ τις θεοὺς ἐπισκοπεύειν πάντα, οὔτε λάθρη οὔτε φανερῶς ἁμαρτήσεται [vgl. DEI (Sentenzen des Dem., Epiktet., Isokr.) 9 = Porphyr. ad Marc. 20].

[116 N.] — 81. μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες.

[117 N.] — 82. βέλτερον ὑφ’ ἑτέρου ἢ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐπαινέεσθαι.

[118 N.] — 83. ἤν μὴ γνωρίζῃς τοὺς ἐπαίνους, κολακεύεσθαι ἡγέο.

— *84. ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες.

— *85. ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις [= Marc. Aur. 4, 3 extr.].

[35 N.] — *86. τίμιον ὀλίγη σοφία ὑπὲρ δόξαν ἀφροσύνης μεγάλης.

DIOG. 1 22. 23. = 1 A 1 (I 1, 4. 20).

DIOG. IX 36 [s. A 1. II 11, 22]. CIC. Tusc. v 36, 104 intellegendum est igitur nec gloriam popularem ipsam per sese expetendam nec ignobilitatem extimescendam. veni Athenas inquit D. neque me quisquam ibi adgnovit. constantem hominem et gracem, qui glorietur a gloria se afuisse. Vgl. A 11 (II 15, 14).

ἦλθον γὰρ εἰς Ἀθήνας καὶ οὔ τίς με ἔγνωκεν.

— IX 72 [nach 19 B 4] Δ. δὲ τὰς ποιότητας ἐκβάλλων, ἵναφησί νόμῳ θερμόν, νόμῳ ψυχρόν, ἐτεῇ δὲ ἄτομα καὶ κενόν [B 125] καὶ πάλιν·

ἐτεῇ δὲ οὐδὲν ἴδμεν· ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀλήθεια.

Vgl. CIC. Ac. pr. II 10, 32 naturam accusa, quae in profundo veritatem, ut ait D., penitus abstruserit. ISIDOR. Etym. VIII 6, 12.

DIONYSIOS, Bischof von Alexandrien, bei Eus. P. E. XIV 27, 4 Δ. γοῦν αὐτός, ὥς φασιν, ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἢ τὴν Περσῶν οἱ βασιλείαν γενέσθαι· καὶ ταῦτα μάτην καὶ ἀναιτίως αἰτιολογῶν ὡς ἀπὸ κενῆς ἀρχῆς καὶ ὑποθέσεως πλανωμένης ὁρμώμενος καὶ τὴν ῥίζαν καὶ τὴν κοινὴν ἀνάγκην τῆς τῶν ὄντων φύσεως οὐχ ὁρῶν, σοφίαν δὲ μεγίστην ἡγούμενος τὴν τῶν ἀσόφως καὶ ἠλιθίως συμβαινόντων κατανόησιν, καὶ τὴν τύχην τῶν μὲν καθόλου καὶ τῶν θείων δέσποιναν ἐφιστὰς καὶ βασιλίδα, καὶ πάντα γενέσθαι κατ’ αὐτὴν ἀποφαινόμενος, τοῦ δὲ τῶν ἀνθρώπων αὐτὴν ἀποκηρύττων βίου καὶ τοὺς πρεσβεύοντας αὐτὴν ἐλέγχων ἀγνώμονας.