Batrachomyomachia

Batrachomyomachia

Batrachomyomachia. Homeri Opera, Volume 5. Allen, Thomas W., editor. Oxford: Clarendon, 1912.

  • Κραμβοβάτης δὲ ἰδῶν πηλοῦ δράκα ῥίψεν ἐπʼ αὐτόν,
  • καὶ τὸ μέτωπον ἔχρισε καὶ ἐξετύφλου παρὰ μικρόν.
  • ὠργίσθη δʼ ἄρʼ ἐκεῖνος, ἑλὼν δʼ ἄρα χειρὶ παχείῃ
  • κείμενον ἐν δαπέδῳ λίθον ὄβριμον, ἄχθος ἀρούρης,
  • Ὑδρόχαρις δʼ ἔπεφνεν Πτερνοφάγον βασιλῆα,
  • [*](228 τυρογλύφον h l i- L2 L8 S2 V3 V11 ἀκτῆσιν V5 V9, cf. O 621 ἐπʼ ὄχθαις λιμνήσιος h k l L7 P1 P4 : ἰδὼν λιμνήσιος A8V11 224 δʼ ἐσιδὼν codd. praeter j k l L2 L7 P4, cf. 232, h. Apoll. 341 καλαμίνθης h C L3 L4 P4 βυθὸν P8 : βάθος h k Bm1 P1 P5 R1 226 om. jl L7 P4 λιστραῖον A2 J P1 : φυτραῖον b A10 B1 Bm1 Bm2 L1 Li M1 O3 P7 R1 U1: φλιτραῖον Bm3Vi2 : φιτραῖον c f Bm H1 H2 L9 O1 P8 V5 Vi3 : λιμναῖον P5 βορβοροκοίτης O2P1 : ἐμβασίχυτρος cet. 227 om. a b c d e f g J L1 δέ τʼ ἔπεφνεν j 230 λειχοπίναξ δʼ ἔκτεινεν ij k l: λειχοπίνακα δʼ ἔπεφνεν cet. ἀμύμονα βορβοροκοίτην ij k l: ἀμύμων βορβοροκοίτης Vulg.: ἐμβασίχυτρος O2 231 a δούπησεν δὲ πεσὼν ἀράβησε δὲ τεύχεʼ ἐπʼ αὐτῶ C 232 πρασσοφάγος h ij k l J L2 P1 ἐπιδὼν L6 P2 S1 U5 marg.: ἐσιδὼν cet. νεκρὸν ἐόντα] κνισσοδιώκτην j 233 ἀπέθηκε k l P1 P4 234 λειχάρπαξ V3 ἑτάρων . . . τεθνειώτων codd. praeter O2 235 πηλούσιον ij l μήπω γαίης ἐπιβάντα codd. praeter i j l O2 (καννηδύος O2) 236 πρόσθεν ij l L2 L8 O2 S2 : προπά- ροιθε cet. ἦτορ kl J L7 P4 : ἦπαρ A1 ἐκ στόματος ἔπτη O2 P1, cf. 208 : ἔκτοσθε βεβήκει kl J L P 237 πηλοβάτης h ij k l ῥίψας h J P1 P4 P5 R2 U2 238 ἔπληξε O2: ἔχρισε cet. : ἐξετύφλωσε A8] L3 L4 L7 P4 P8 239 ὀργισθεὶς a h R1 : θυμώθη j L1 L7: μουνώθη A8J P4 V3: γουνώθη L4: συνώθη L3 240 δαπέδω P9 Pal.: γαίη k l Bm1 L7 O2 P1 P4 : πεδίῳ cet.)
    180
  • τῷ βάλε Κραμβοβάτην ὑπὸ γούνατα· πᾶσα δʼ ἐκλάσθη
  • κνήμη δεξιτερή, πέσε δʼ ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
  • Κραυγασίδης δʼ ἤμυνε καὶ αὖθις βαῖνεν ἐπʼ αὐτόν,
  • τύψε δέ οἱ μέσσην κατὰ γαστέρα· πᾶς δέ οἱ εἴσω
  • ὀξύσχοινος ἔδυνε, χαμαὶ δʼ ἔκχυντο ἅπαντα
  • ἔγκατʼ ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ·
  • Τρωγλοδύτης δʼ ὡς εἶδεν ἐπʼ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,