De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
43.
διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας.
Quod habet schol. in PQV: οἱ δὲ τῷ ζῶντι Aristarcheum est. cf. ad ζ 201. L. Ar. 47. Sed Aristarchum in etymologia lapsum esse demonstrat Lehrsius, qui fugaci pede interpretatur, cuius interpretationis vestigium in eodem scholio est: οἱ δὲ διερῷ τῷ ὀξεῖ καὶ ταχεῖ. cf. Curtius, Grundzüge der Etymologie p. 212.
48.
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν.
†) ἐπισημαίνονται ἐν Ἰλιάδι γείτονα μὴ ὠνομάσθαι, ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ νῦν δὲ κἀκεϊ (Dind. ex Eust. vult: ἐνταῦθα κεῖται καὶ) ὣς οἱ μὲν δαίνυντο γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου H. (δ 15) Etiam ε 489 γείτονες legitur.
59.
Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ κλῖναν] ἀντὶ τοῦ κλιθῆναι ἠνάγκασαν. T. cf. Ε 37.
62.
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ προτέρω] ἀντὶ τοῦ εἰς τοὔμπροσθεν. καὶ ἑξῆς ὁμοίως οὐδ’ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον (64) H.
cf. Ar. ad Κ 469. δ 36. ε 417. ω 475.
68.
νηυσὶ δ’ ἐπῶρσ’ ἄνεμον Βορέην . . . λαίλαπι θεσπεσίῃ.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐλλείπει ἡ σύν πρόθεσις, σὺν λαίλαπι T. cf. F. Ar. 25. Μ 207.
69. not. 2.
80.
περιγνάμπτοντα Μάλειαν.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] νῦν ἑνικῶς Μάλειαν, ἑτέρωθι δὲ πληθυντικῶς ἀλλ’ ὅτε δή ῥα ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ ἵξεσθαι BEQ. cf. ad δ 514. γ 287.
106.
Κυκλώπων δ’ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων.
†) ἢ τῶν μεγαλοφυῶν τῷ σώματι — τῶν δισήμων γὰρ ἡ λέξις — (de quibus v. L. Ar. 146) ἀθεμίστων δὲ τῶν νόμοις μὴ χρωμένων (cf. Ar. ad Π 387). φησὶ γὰρ θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων (114). εἰ γὰρ ἦν ἀθεμίστων ἀντὶ τοῦ ἀδίκων, πῶς λέγει οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες; (107) εἰ δ’ εἴπῃ τις, καὶ πῶς ὁ Πολύφημός φησιν οὐ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσι, (275) σκοπείτω τὸ πρόσωπον, ὅτι Πολυφήμου ἐστὶ τοῦ ὠμοφάγου καὶ θηριώδους. καὶ Ἡσίοδος — Op. 277 — ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσι πετεινοῖς ἔσθειν ἀλλήλους, ἐπεὶ οὐ δίκη ἐστὶν ἐν αὐτοῖς, ἀνθρώποισι δ’ ἔδωκε δίκην. ὥστε Πολύφημον μόνον λέγει ὑπερήφανον καὶ ἄδικον, τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας Κύκλωπας εὐσεβεῖς καὶ δικαίους καὶ πεποιθότας τοῖς θεοῖς, ὅθεν καὶ ἀνῆκεν αὐτοῖς αὐτομάτως ἡ γῆ τοὺς καρπούς H.
Sic fere etiam alii codd. TV ex parte BQ ad v. 112 cf. praeterea ad v. 225. 275. 508. Hanc Ar. sententiam fuisse apparet ex Apoll. l. h. 12, 20 et 158, 30. Eust. 1617, 20. Totus locus fuit τῶν προβλημάτων v. Apoll. l. e.
112.
τοῖσιν δ’ οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες
†) ἀθεμίστους λέγει οὐχ ὡς ἀδίκους, ἀλλ’ ὡς μὴ θέμιδος ἤτοι νόμου χρῄζοντας εἰς εὕρεσιν τοῦ καλοῦ. ἦσαν γὰρ ἀγαθοί Q.
116.
νῆσος ἔπειτα λάχεια.
Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem, quam servavit HQ: Ζηνόδοτος τὴν βραχεῖαν, γράφων διὰ τοῦ ε̄, ἐλάχεια. cf. Eust. 1619, 31. Apoll. l. h. 107, 12. De ἐλάχεια vocabulo omnia incerta sunt praeter accentum, cf. L. qu. ep. p. 175. Dindorfius vulgatam lectionem Aristarcho probatam fuisse putat. cf. ad κ 509.
144.
ἀὴρ γὰρ παρὰ νηυσὶ βαθεῖ’ ἦν, οὐδὲ σελήνη.
†) ἀορασία ἢ ἀχλύς H. Certe diple fuit ὅτι ἀέρα τὴν σκοτίαν καλεῖ. cf. P 644. 649. Apoll. l. h. 12, 10. Herod. ad Τ 87.
154.
ὦρσαν δὲ νύμφαι || αἶγας ἀρεσκῴους ἵνα δειπνήσειαν ἑταῖροι.
†) ὅμοιόν ἐστι τῷ οὐδ’ ἄρ’ ἀπ’ ἀσφάραγον μελίη τάμε (Χ 329) τὰ γὰρ συμβεβηκότα ὡς αἴτια λαμβάνει H. cf. Ar. ad Χ 329, quem versum expunxit.
167 cf. not. 3.
177.
ὡς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην.
†) ἰδίως εἶπεν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ τὴν ναῦν ἔβη H.
Sic in praepositione ἐπὶ ad Ε 249. 700. genetivus pro accusativo Ἀττικῶς notatus est. cf. Eust. 1621, 13.
184.
μῆλ’, ὄιές τε καὶ αἶγες.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] προτάξας τὸ γένος ἐπήνεγκε τὸ εἶδος V. Ad Κ 485 enim adnotavit, ὅτι μῆλα οἱ νεώτεροι πάντα τὰ τετράποδα, Ὅμηρος δὲ αἶγας καὶ οἴας· Et ex nostro loco hanc interpretationem fecit Ar. cf. ad Ζ 43.
198.
(Vinum) ὅν μοι ἔδωκε Μάρων || ἱρεὺς Ἀπόλλωνος.
†) ταῦτα σημειοῦνταί τινες πρὸς τὸ μὴ παραδιδόναι Ὅμηρον Διόνυσον οἴνου εὑρέτην, τὸν δὲ Μάρωνα οὐ Διονύσου, ἀλλ’ Ἀπόλλωνος ἱερέα, δι’ ὅλης τῆς ποιήσεως οἴνου μνημονεύων· ἡ δ’ ἀπότασις πρὸς Ἡσίοδον λέγοντα τὸν Μάρωνα εἶναι Οἰνοπίωνος τοῦ Διονύσου HQ.
cf. L. Ar. 182, ubi monet, scholii testimonium nec integrum fortasse esse et an Aristonici sit non carere dubio. Nitzsch III, 42.
222.
χωρὶς δ’ αὖθ’ ἕρσαι.
Etym. M. 377, 38: ἕρσαι αἱ ἐν ἔαρι γεννηθεῖσαι ἢ αἱ ἁπαλαὶ καὶ τελείως νέαι, μεταφορικῶς ὡς Ἀριστόνικος ἐν σημείοις. Similia habent Q. ad v. 221 et V. Eust. 1625, 30.
225. †) ἐκ τούτων ἡ δικαιοσύνη τῶν Κυκλώπων δήλη, ἐκ τοῦ ἀμελῶς εὑρεθῆναι τὸ σπήλαιον πλῆρες ὄν τυρῶν τε καὶ θρεμμάτων. ᾔδει γὰρ ὁ Κύκλωψ ὅτι οὐδεὶς ὑφαιρήσεται τῶν ἐπιχωρίων T. cf. ad v. 106.
231.
ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοί τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν.
†) ἐθύσαμεν ἀπὸ τῶν τυρῶν. παλαιὸν γὰρ ἔθος τὸ τῶν ἀπαρχῶν θύειν. ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς. H.
Ad Ι 219 Ar. adnotavit, verbum θύειν nusquam apud Homerum dici de immolanda hostia sed de offerendis ἀπαρχαί, et θυηλάς esse ἀπαρχάς cf. L. Ar. 82. Hoc certe ad nostrum etiam versum observatum fuit contra Philoxenum, qui falso accepit τὸ ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν παρὰ τῷ ποιητῇ εἴρησθαι ἐπὶ τῶν ἀρνῶν.
243.
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
Ex Eust. 1626, 54: ὅτι τὴν τοῦ σπηλαίου εἴσοδον ἤτοι τὸ περὶ αὐτὴν διάστημα θύραν ὁ ποιητής ἐνταῦθα λέγει, καθά που καὶ ἐν Ἰλιάδι πύλας τὸν τόπον περὶ ὃν αἱ πύλαι, quod L. Ar. 156 Aristarcho attribuit cf. ad ν 370.