De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

186.

ἦ ῥα.

Certe adnotatum fuit, vocabulum ἦ poni tantum post orationem peractam, vid. schol. in E, quod legitur etiam ad Ε 533 et Porphyrii est, qui idem docuit atque Aristarchus, sed plures exquirit vocabulorum ἦ et φῆ differentias. cf. L. Ar. 95. F. Ar. Α 528. Υ 114.

186. cf. not. 1.

189.

τόν ῥα περιστρέψας ἧκε.

*) [ἡ διπλῆ] ὅτι ὁ δίσκος ἐκ μέσου σχοῖνον εἶχεν EV.

192.

λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς. ὁ δ’ ὑπέρπτατο σήματα πάντων.

Fuit asteriscus cf. adΨ 843,nostro loco εὐλόγως ἔστιν ὑπέρβαλε σήματα πάντων, πλείονες γὰρ δισκεύουσιν.

214.

πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι μετ’ ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεθλοι

†) σημειωτέον, ὅτι τῷ ἆθλα οὐδετέρῳ ἀρσενικὸν ἐπήγαγε τὸ ὅσσοι HQ. cf. δ 240.

223.

ἐριζέμεν οὐκ ἐθελήσω.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ οὐ δυνήσομαι, ὡς τὸ οὐδ’ ἔθελε προρέειν (Φ 366). QT. cf. Φ 366. γ 121. L. Ar. 148.

224.

οὐδ’ Εὐρύτῳ Οἰχαλιῆι.

†) ἡ Οἰχαλία πόλις Θεσσαλίας QV.

Ex Ar. fluxit, qui ad Β 596 et 730 adnotavit, Eurytum regem esse Oechaliae, quae Thessaliae sit, non Euboeae ut apud recentiores. cf. L. Ar. 184.

246.

οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμέν.

Fuit diple contra chorizontes, ὅτι προτάσσει τὴν πυγμὴν ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις. cf. ad Ψ 621.

251.

ἀλλ’ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, παίσατε . .

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem παίσατον pro παίσατε, cf. in HQ. Ζηνόδοτος παίσατον εἶπεν, οὐ κακῶς. Aut delendum est οὐ, aut κακῶς in καλῶς mutandum est, ut sit οὐ καλῶς. Nam persaepe ob dualem cum plurali confusum Zenodotus vituperatur, cf. exempla a Friedlaendero collata Ar. p. 15. Nitzsch l. c. p. 204.

258.

αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν.

†) οἱ μὲν τὸ πάντες κατὰ παρολκήν φασι κεῖσθαι, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ τὸ δέκα πάντα τάλαντα (Τ 247) καὶ τὸ οἱ δ’ ἐννέα πάντες ἀνέσταν (Η 161) E.

Sic interpretatus est Ar. cf. ad v. c. Η 161. Σ 373. Ω 232. ε 244.

260.

λείηναν δὲ χορόν.

†) τὸ χωρίον, ἐν ᾧ ἔμελλον ὀρχεῖσθαι, χορόν ἐκάλεσεν BE. cf. ad Σ 590, ubi adiungitur: οὐ τὸ σύστημα τῶν χορευόντων.

264.

πέπληγον.

Ar. de hac forma observationem v. apudEust. 1596, 6: Ἀριστόνικος οὐ Σικελικὰ (sic enim Eust. esse vult et Ἰώνων) ταῦτα, ἀλλὰ ἀναδιπλώσεις Ἰακὰς βούλεται εἶναι κατὰ τὸ κεκάμω

καὶ λελάβω. Fuit igitur Ar. diple πρὸς τὸν ἀναδιπλασιασμόν. cf. δ 388.

Demodoci cantum de Martis cum Venere amoribus in offensionem veterum grammaticorum incurrisse constat ex schol. ad Arist. Pac. 778: σημειοῦται ταῦτα ὁ Μόχθος (i. e. Apio, quem hoc cognomine appellatum esse prodidit Suidas) πρὸς τοὺς ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. Scholiasta in HQT dicit: ἀλλ’ οὐχ Ὁμήρου τὸ ἔγκλημα. Quo magis dolemus, quod quid Ar. hac de re statuerit nobis non servatum est. Hoc unum ex scholiis ad Iliadem extricamus, Aristarchum non haesitasse ut chorizontes, quod nostro loco Venus Vulcani uxor est, cf. ad Φ 416: λέγειν δὲ δεῖ, ὅτι οὐχ οἱ αὐτοὶ χρόνοι ἦσαν τῆς συμβιώσεως.

271.

ἥλιος.

†) ἅπαξ εἴρηται ἥλιος· ἠέλιος γὰρ ἀεί φησιν Ἰακῶς, τὸ ῆ εἰς ῆε. H.

274.

βῆ ρ’ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οὐκ οἶδεν ὁ ποιητὴς τὸν Ἥφαιστον ἐργαζόμενον ἢ ἐν Λιπάρᾳ τῆς Σικελίας τῶν Αἰολίδων νήσων, ἢ ἐν Λήμνῳ, ἀλλ’ ἐν Ὀλύμπῳ· καὶ γὰρ καὶ τὴν ἀσπιδοποιΐαν ἐκεῖ λέγει γεγενῆσθαι. Q.

cf. Σ 369. L. Ar. 185.

277.

ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἑρμῖσιν.

†) τοῖς κλινοποδίοις· ἑρμὶς ὁ τῆς κλίνης ποῦς BQV. Sic Ar. cf. Apoll. l. h. 77, 5: ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησιν, ἑρμῖνας ἐκάλουν τοὺς πόδας τῶν κλινῶν, οὗτοι δὲ ἦσαν σφηνοειδεῖς τῇ κατασκευῇ· τῶν ἅπαξ εἰρημένων.

283.

εἴσατ’ ἴμεν.

†) ὥρμησεν ἀπιέναι Q. L. Ar. 148. ε 281.

289.

ἐρχομένη κατ’ ἄρ’ ἕζεθ’ . .

†) ἀντὶ τοῦ ἀορίστου· τὸ γὰρ ἐρχομένη (corr. Friedlaender, codd. ἐχόμενον) ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ P. cf. F. Ar. 4. ι 297.

294.

οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.

†) Σίντιες ἐκαλοῦντο οἱ Λήμνιοι EQ. Sic Ar. cf. Apoll. 1. h. 141, 25. L. Ar. 234.

309. De Ar. interpretatione vocabuli ἀίδηλος cf. ad χ 165.

312.

ἀλλὰ τοκῆε δύω.

†) Ἡσίοδος ἐκ μόνης τῆς Ἥρας γενέσθαι τὸν Ἥφαιστον. κἀκεῖνο δ’ ἱκανὸν τόν τοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν Ἥφαιστος (Ξ 338). T. sc. ut Hesiodus refutetur, nam Jovis et Junonis filius est apud Homerum cf. ad Ξ 335 ubi noster locus citatur. L. Ar. 185.