De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

165.

κεῖνος δ’ αὖτ’ ἀΐδηλος ἀνήρ.

Ar. interpretatio vocabuli ἀΐδηλος in Etym. M. 41, 36 servata est: ἀΐδηλος ὁ ὀλοθρευτικός. οὐ γὰρ ἄξιος Ἀριστόνικος δηλοῦν λέγων τὸν ἀδηλοποιόν. cf. L. Ar. 3.

173.

σφῶι δ’ ἀποστρέψαντε.

†) ὑμεῖς οἱ δύο V.

cf. ad Μ 366, ubi Zenodotus legit σφῶε et ab Ar. vituperatur. Fortasse nostro etiam loco sic scripsit.

175 (192)

σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε

Notatus fuit ὁλοσπόνδειος στίχος cf. Λ 130. φ 15. Eust. 1923, 47.

188.

ἔρυσάν τέ μιν εἴσω || κουρίξ.

†) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος τῆς κόμης ἐπιλαβόμενοι, ὁ δὲ Κράτης κουρίξ τὸ νεανικῶς V. Vind. 56. 133. cf. Eust. 1924, 13. L. Ar. 151. Apoll. l. h. 103, 10.

258.

σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο || βεβλήκειν.

†) σημειῶδες· ἀεὶ γὰρ τὸ βάλλειν παρ’, Ὁμήρῳ ἐπὶ τοῦ τυχεῖν H. cf. L. Ar. 60.

274-76.

τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν. ἄλλου δ’ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια.

†) τοὺς τρεῖς στίχους (257-259) καὶ μετ’ ὀλίγα οὕτω τίθησιν δίχα παραποιήσεως. διό τινες ὠβέλισαν ἐκείνους ὡς ταυτολογοῦντας. Eust. 1926, 18. L. Ar. 342.

278.

βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ λίγδην.

†) ξεστικῶς. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα καὶ ἅπαξ ἐν Ἰλιάδι (Ρ 599) ἐπιλίγδην Q. cf. Ar. ad Ρ 599.

296.

ἤριπε δὲ πρηνής.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οὗτος ἐπ’ αὐτὴν πίπτει τὴν πληγήν. V. cf. ad Ε 68.

304.

ταὶ μέν τ’ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται.

†) λείπει ἡ εἰς πρόθεσις, ἵν’ ᾖ εἰς τὰ νέφη. νέφη δὲ τὰ λίνα ἤγουν τὰ δίκτυα τὰ ἱστάμενα πρὸς ὀρνίθων ἄγραν. Schol. Vind. 56. Eust. 1928, 32. Hesych. III, 151.

325.

θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.

†) ὁ Ἀρίσταρχος ὅταν μὲν λέγῃ τὸν θάνατον τοιοῦτον σημαίνει μακροκοίμητον, ὅταν δὲ ἄλλως, καταστρέφει εἰς ταὐτὸν τῷ κακοκοίμητον. Apoll. l. h. 61, 1.

330.

Τερπιάδης δέ τ’ ἀοιδός.

†) Τέρπιος παῖς ἢ ὁ τέρπων V. cf. ad Ε 60 et Ι 137.

386.

δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ.

†) σημειοῦνται οἱ παλαιοὶ ἅπαξ ἐνταῦθα μνησθῆναι τὸν ποιητὴν ἰχθύων θήρας τῆς διὰ δικτύων. τὸ γὰρ ἐν Ἰλιάδι μὴ πως ὡς ἀψίσι λίνου ἁλόντες πανάγρου ἄδηλόν φασι εἴτε ἰχθύων εἴτε πεζῶν ζώων εἴτε καὶ πτηνῶν ἄγραν δηλοῖ. τὴν δέ γε δι’ ὁρμιᾶς καὶ ἀγκίστρου θήραν πολλάκις εἶπεν. Eust. 1931, 30.

402.

αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐκ παραλλήλου τὸ αὐτό H. cf. F. Ar. ad Ν 276.

481.

οἶσε θέειον.

Diple fuit, quod οἶσε forma futuri significationem non habet, sed idem ac praesentis imperativus φέρε valet, cf. ad Ο 718, F. Ar. p. 6.