De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
501-4.
ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει· ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἐνέπλησάν τ’ ἔδοσάν τε, οὗτος δὲ θρήνυι πρυμνὸν βάλε δεξιὸν ὦμον.
†) νοθεύει Ἀρίσταρχος δ’. πῶς γὰρ ἂν ταῦτα εἰδείη, εἰ μή πως κατὰ τὸ σιωπώμενον; H. Vind. 133.
504. †) οὐκ ἂν οὕτως ἀκριβῶς εἰδείη τὸ βληθὲν μέρος H. cf. Eust. 1830, 9, qui ἀνακεφαλαίωσιν quam dicunt adnotat.
599.
σὺ δ’ ἔρχεο δειελιήσας.
†) πρὸς τὴν δειλινὴν ὥραν παραγενόμενος, τουτέστι τὴν μεσημβρίαν· ἢ τὴν ἑσπερινὴν διατρίψας. ἔνιοι δὲ τὴν δειλινὴν τροφὴν αἰτῶν. καὶ Καλλίμαχός φησι δείελον αἰτίζουσιν, ἄγουσι δὲ χεῖρας ἀπ’ ἔργου, τὴν πρὸς τῇ δειλινῇ τροφὴν αἰτοῦντες. οὐ δεόντως. προειρήκαμεν γὰρ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι τρισὶ τροφαῖς ἐχρῶντο V. Idem brevius BH: ἔνιοι τὴν δείλην διατρίψας, οὐ φαγών. cf. L. Ar. 127.
17.
οὐδὸς δ’ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ χείσεται σημαίνει] χωρήσει· ἔνθεν καὶ χειὰ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων BQV. cf. ad Χ 93. L. Ar. 144.
19.
ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ μέλλουσιν ἀντὶ τοῦ] ἐοίκασι QV. cf. α 232. L. Ar. 120.
27.
γρηῒ καμινοῖ ἶσος.
†) τῇ καμινοκαυστρίᾳ, τῇ φρυττούσῃ τὰς κριθὰς πρὸς τὸ ποιῆσαι ἄλευρα. οὕτως Ἀρίσταρχος BHQ. Vind. 133. Item Eust. et Apoll. qui interpretantur καμινεύτριαν pro καμινοκαύστριαν.
43.
κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγήνορες] νῦν οἱ ἄγαν ἀνδρεῖοι QV. L. Ar. 146. Ι 699.
44.
γαστέρες αἵδ’ αἰγῶν κέατ’ ἐν πυρί.
†) ἐν πυρὶ ἀντὶ τοῦ παρὰ πυρί· οὕτως Ἀρίσταρχος. ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν πυρί, ἐν τῷ καταφωτιζομένῳ τόπῳ, ὡς ἐν Ἰλιάδι αὐτὰρ ὅγε κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ (Ι 206) BQ. cf. Ar. ad Ι 206, ubi haec interpretatio ad Aristarchum refertur, non ad Aristophanem. An scholiasta nomina commutavit? cf. ad ψ 89.
56.
μή τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων.
†) ἐπίηρά ἐστι τὸ ἐντελές, καὶ ἐν Ἰλιάδι μητρὶ φίλῃ ἐπίηρα, ὁ μεσολαβήσας τῷ ὀνόματι εἶπεν H. Significat τὴν μετὰ χάριτος ἐπικουρίαν, recentiores pro χάριν. cf. Ar. ad Α 572. L. Ar. 111. Apoll. l. h. 73, 11.
79.
βουγάϊε.
Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus dedit βουγήϊε cf. ad Ν 824.
Versibus 84-85 appicti fuerunt asterisci, cf. ad v. 115-116.
91.
ἢ ἐλάσει’.
†) πλήξει βαλών V. cf. ε 132. L. Ar. 65.
95.
δή τότ’ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε . . Ἶρος, ὁ δέ.
*) [ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἐναλλαγὴν πτώσεως.] ἔστι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνασχομένων H. cf. F. Ar. 19.