De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

172.

ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ.

†) ἔτυπτον· ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος BQV. cf. Friedlaenderum ad Ar. Β 417. γ 486 et exempla ibidem.

184.

δεῦρ’ ἄγ’ ἰών, πολύαιν’ Ὀδυσεῦ.

Ar. interpretationem vocabuli πολύαινε habet Apoll. l. h. 133, 14: Ἀρίσταρχος πολλοῦ ἐπαίνου ἄξιε· οἱ δὲ πολύμυθε.

185.

ἵνα νωιτέρην ὄπ’ ἀκούσῃς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] δύο φαίνονται καὶ ἐντεῦθεν H. cf. L. Ar. 189 ad v. 52.

209.

οὐ μὲν δὴ τόδε μεῖζον ἔπι κακόν.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem ἔχει, alii ἕπει, alii ἔπι.

243.

ψάμμῳ κυανέῃ.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ κυανιζομένη, ὡς φοίνικι φαεινός (Ο 538) Q. cf. ad Ο 538.

250 cf. not. 2.

253.

ἐς πόντον προίησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο.

†) κέρας Ἀρίσταρχος τὸ κεράτινον σύριγγον, ὃ ἐπιτιθέασι πρὸς τὸ μὴ ἐσθίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἰχθύος τὴν ὁρμιάν. ἔνιοι δὲ τὴν τρίχα Q.

cf. ad Ω 81. L. Ar. 152. Apoll. l. h. 52, 18.

279.

σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ.

†) καρτερικὸς, ἀνένδοτος. καὶ ἐν Ἰλιάδι (Κ 164) σχέτλιός ἐσσι, σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις BQ. cf. ad Κ 164, ubi Ar. σεπτικῶς interpretatur.

281.

ὅς ῥ’ ἑτάρους καμάτῳ ἀδδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ.

†) ἀηδισθέντας καμάτῳ καὶ ἀγρυπνίᾳ· μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ (Κ 98). ἀγρυπνίᾳ κατ’ ἀντίφρασιν, ὡς τὸ ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος (ζ 2) ὁ γὰρ ὕπνος οὐ βλάπτει BQ. cf. Ar. ad Κ 98, observatum contra Zenodoti lectionem.

284.

ἀλλ’ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus legit: ἀλλ’ οὕτως· καὶ ἐστιν ἠθικόν H. Sic legit etiam Σ 584, ubi vituperatur ab Ar. οὐ νοήσας ὅτι τὸ αὔτως ἐστὶ κενῶς καὶ πρὸς οὐδέν.

286.

ἐκ νυκτῶν δ’ ἄνεμοι χαλεποί.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἐκ νυκτῶν ἐστιν] μετὰ τὰς νύκτας, ὅ ἐστιν ὄρθρου, ὡς τὸ πίομεν ἐκ βοτάνης (Ν 493) ἀντὶ τοῦ μετὰ τὴν βοτάνην BQ.

Sic Ar. ad Ν 493. Nostrum scholium apud Dindorfium ad v. 284 legitur, sed puto hic ponendum esse.

290.

θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων.

†) Ζηνόδοτος γράφει φίλων ἀέκητι ἑταίρων H.

297.

ἧ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα.

*) [ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι] Ζηνόδοτος [γράφει] βιάζεσθ’ οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται H. Vind. 133.

†) 374-390. ἐναντίον τοῦτο τῷ Ἠέλιος δ’ ὃς πάντ’ ἐφορᾷς καὶ πάντ’ ἐπακούεις (Γ 277). ἀφ’ ἑαυτοῦ γὰρ ἐχρῆν

ἐγνωκέναι τὸν πάντα ἐφορῶντα. Hanc ob causam Aristarchus locum nostrum damnavit cf. Ar. ad Γ 277, ubi est διπλῆ πρὸς τὴν ἀθέτησιν τῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ ὠκέα δ’ ἠελίῳ ὑπερίονι ἄγγελος ἦλθεν. In M. versibus 375-389 obeli appicti sunt et videtur Ar. hos omnes expunxisse. Fortasse haesitavit quoque, quod Ulixes mentiri videtur — cf. schol. ad ε 79 in QP: ψεύδεται Ὀδυσσεὺς ὅταν λέγῃ ταῦτα δ’ ἐγὼν ἤκουσα Καλυψοῦς ἠυκόμοιο· ἡ δ’ ἔφη Ἑρμείαο διάκτορος αὐτὴ ἀκοῦσαι (μ 389). οὐδέπω γὰρ αὐτὸν ἑωράκει. — dicens a Calypso nympha se hoc audivisse, cui Mercurius narravisset. At Mercurius, ubi ad nympham venit, hac de re verba non fecit, neque antea deam vidit.

379.

οἵ μοι βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον.

†) βιαστικῶς, ἄγαν βιαίως BQ. cf. F. Ar. p. 29 α 209 et locos ibi collatos.

383.

δύσομαι εἰς Ἀιδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω.

†) τὸ φαείνω ἐνεστῶτός ἐστιν ἀντὶ τοῦ μέλλοντος H.

388.

τυτθὰ βαλών.

Diple periestigmene, quod Zenodotus dedit: τριχθὰ βαλών. Vind. 133.

417.

εἰ δὲ θεείου πλῆτο.

†) θείου. καταστρέφει δὲ εἰς τὸ πυρὸς κεραυνίου V. cf. Friedlaenderum ad Ar. Π 163. Apoll. l. h. 86, 19.

422. Zenodotus pro Ar. ἄραξε legit ἔαξεν. cf. Did. in H.

423.

ἐπίτονος βέβλητο.

Notatus fuit versus propter metrum initii, cf. adΧ 379: τὰ γὰρ τοιαῦτα ἐσημειοῦντο πρὸς κρίσιν ποιημάτων, ὅτι σπανίως Ὅμηρος κακομέτρους ποιεῖ.

439-441.

ὄψ’. ἦμος δ’ ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη. κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν, τῆμος δὴ τά γε δοῦρα Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη.

†) ἐν πολλοῖς ἐδιστάχθησαν οἱ στίχοι διὰ τὸ τρὶς μὲν

γὰρ τ’ ἀνίησιν ἐπ’ ἤματι (105) καὶ ἐδείχθη ἑαυτῷ τὰ ἐναντία λέγων ὁ ποιητής· νῦν γὰρ ἅπαξ μόνον καὶ ἀναβάλλει καὶ ἀναῤῥοφεῖ HQ.

Fluxisse videtur ex Didymo et Aristonico. Callistratus, qui hos versus retinuit, v. 105 expunxit, quod repugnare videtur iis qui nunc leguntur cf. schol. BQ, quod cum La Roche ad v. 105 refero, non ut Duentzer ad v. 107.