De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

84 στίβι δὲ κράτιστόν ἐστι τὸ στίλβον καὶ λαμπυρίζον, [*](10 SIM. Pl. XXXIV 171 (e S. N.).) [*](20 SIM. Pl. XXXIII 101 sq. (e S. N.); Erot. s. v. φαρμάκοισι πλατυοφθάλμοις (133, 3).) [*](25 EXC. Orib. XIII s. v. (στίβι — ἐκάλεσαν, ὀπτᾶται — σκωρίᾳ); cf. Orib. Syn. II 56 (V 82 D.) Ps. Gal. simpl. s. v. Gal. XII 236 (unde Aet. II 72. PA VII 3 s. v.).) [*](1 post ἀναπνοήν add. οὕτως καίουσιν E: καίουσιν Dl ἐπιπάσσουσιν E: παρεμπάσσουσιν Di 2 ἐπιτιθέντες HAE2 (in ras.) 3 ἐπιτεταμένῳ Q σιδηρίῳ Di 4 ἄχρις ἂν HADi καὶ — καῦσις (v. 6) om. E 5 πλεῖον scripsi: πλέον libri καεὶς οὕτω Di τὸ addidi e Di 6 αὐτὸν HEDi: αὐτὸ Orib.: αὐτὴν PLF τὸν om. Orib. 7 ἀποθέσθαι Orib.) [*](10 num. cap. ψμ𝔮´ O: ψνβ Di: πθ E tit. περὶ σκωρίας H: περὶ σκωρίας μολίβδου Di ψιμμιθιοφανής Di: μὴ θειοφανής PFE: μιθειοφανής L: quae cerusse visum habet Dl 11 μηλοειδὴς libri: corr. Sar. coll. Pl. l. s. optima quae maxime ad luteum colorem accedit 12 ὑελίζουσα QDi 13 στύφουσα δὲ E 14 τοῦ ὕδατος Di 15 τοῦ ἐφισταμένου om. superscr. H δὲ] τε HDi 16 ἄχρις ἂν HDi ἂν om. P post ἂν add. πᾶσα E σκωρία τοῦ μολίβου E 17 ὑποχεομένου τοῦ ὕδατος (om. καὶ) O) [*](18 num. cap. ψμζ´ O: ψνγ Di: 𝔮 E tit. περὶ λίθου μολιβδοειδοῦς HDi μολιβδίτης E: μολοβδοειδὴς P 19 δὲ] τε E) [*](20 num. cap. ψμη´ O: ψνδ Di: 𝔮ᾱ E tit. περὶ στίμμεως QDi στίβι PL: stibu Dl: stimi appellant, alii stibi Pl: στίμι Orib.E: στίμμι reliqui δὲ om. Orib. στιλβότατον E: στιλπνότατον HADi)

56
ἐν τῇ θραύσει πλακῶδες, μηδὲν ἔχον γεῶδες ἢ ῥυπαρόν, εὐχερῶς τε θλώμενον. τοῦτο ἔνιοι πλατυόφθαλμον, οἱ δὲ λάρβασον ἐκάλεσαν.

2 δύναμιν δὲ ἔχει παρεμπλαστικήν, στυπτικήν, ψυκτικήν, σταλτικὴν τῶν ὑπερσαρκούντων, ἀπουλωτικὴν ἑλκῶν καὶ καθαρτικὴν ῥυπαριῶν καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ἑλκῶν. ἐπέχει δὲ καὶ τὰς ἐκ μήνιγγος αἱμορραγίας, καὶ καθόλου δὲ ἐμφερής ἐστιν ἡ δύναμις αὐτοῦ τῷ κεκαυμένῳ μολύβδῳ. ἰδίως δὲ κατακαύματα οὐκ ἐᾷ ἐσχαροῦσθαι σὺν στέατι νεαρῷ καταχρισθὲν καὶ ἀπουλοῖ τὰ ἐσχαρωθέντα κηροῦ καὶ ὀλίγου ψιμυθίου μιγέντων.

3 ὀπτᾶται δὲ στέατι περιπλασθὲν καὶ ἐγκρυβὲν εἰς ἄνθρακας, ἄχρι ἂν ἀνθρακωθῇ τὸ στέαρ ἐξαιρεθὲν δὲ σβέννυται γάλακτι ἀρρενοτόκου γυναικὸς ἢ οἴνῳ παλαιῷ. καίεται δὲ ἐπʼ ἀνθράκων ἐπιτεθὲν καὶ ἐμφυσηθὲν ἄχρι πυρώσεως· ἐὰν γὰρ ἐπὶ πλεῖον καῇ, μολυβδοῦται. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία καὶ ὁ χαλκὸς κεκαυμένος· ἔνιοι δὲ ὁμοίως τῇ τοῦ μολύβδου πλύνουσι σκωρίᾳ.