De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

115 ἄσβεστος δὲ γίνεται μὲν οὕτως· τῶν θαλαττίων [*](11 SIM. Pl. XXIII 66. D. eup. I 147 (168) — Pl. 67. eup. II 85 (295) — Pl. 63. 65. 66. eup. I 141 (164) — Pl. 67. eup. I 135 (162) — Pl. 67. 64. eup. I 129 (159) — Pl. 67. eup. I 98 (143) — Pl. 65.) [*](21 SIM. Pl. XXXVI 174 sq. (e S. N.).) [*](21 EXC. Orib. XIII s. v. (ἄσβεστος — ἀποτίθεσο), cf. Gal. XII 237.) [*](1 ὀστράκων καινῶν Orib. ἐπιθέντες E: θέντες reliqui πῦρ δαψιλῶς περικαίουσιν Orib.: πυρὶ δαψιλεῖ περικαίουσιν E 2 ἐμπυρωθῇ Q βάθους E: ους superscr. Orib., cf. V 100, 4 3 ὁμοίως] τὸ ὅμοιον EDi 4 σώματος Orib. 5 προσενεχθὲν E 7 καυστικὴν ἀναξηραντικὴν καὶ στυπτικήν Orib.: καυστικὴν σφόδρα· σμηκτικήν· κατουλωτικήν· στυπτικήν· καὶ ἄγαν ξηρ. Di κατασταλτικήν] κατουλωτικήν A, superscr. H2 8 καὶ σηπτικὴν om. E 9 ἐκπνεἰ Orib.: διαπνεῖν εἴωθεν E: διαπνεῖ mg. add. A2 10 ἀγγείου Orib. ἀποθετέον αὐτὴν Orib.E 11 αὕτη om. EDi ἡ (pr.) add. ex A 12 μὑτὴν Di κοιλίαν τε (om. καὶ alt.) EDi 15 φὑγεθλα] φύματα F, φύματα superscr. A2, at cf. Pl 66 panos (═ φύγεθλα coll. Cels, V 28, 10) discutit nondum exulceratos καὶ φὑκατι om. EdiA (spatio 10 litt. relicto) φύματα] φύγεθλα FH (corr. H2) post σπαργῶντας add. γάλακτι E: ῥέοντας γάλα ADi, mg. add. H2 16 σβέννυσι σὺν ὄξει καταχρισθεῖσα ADi, superscr. H2, at D. eup. I 135 (162) μετὰ ἀλφίτου καταπλασθεῖσα 17 σχοινίνου HA εἰς νύκτα E 19 ἡ om. Di δὲ] τε Di) [*](21 num. cap. φοθ΄ Q: ψπε Di: ρκγ E tit. περὶ ἀσπέοτου QDi δὲ om. Orid.EDi μὲν FE: om. reliqui οὕτω HADi)

86
κηρύκων τὰ ὄστρακα λαβὼν πυρὶ ἔγκρυψον ἢ εἰς κλίβανον διάπυρον καθεὶς ἄφες ἐννυκτερεῦσαι. τῇ δὲ ἐχομένῃ, ἐὰν μὲν λευκότατα γένηται, ἀνελοῦ· εἰ δὲ μή, πάλιν καῖε, ἄχρις ἂν ἱκανῶς λευκανθῆ. εἶτα ἀποβάψας αὐτὰ εἰς ψυχρὸν ὕδωρ ἔμβαλε εἰς χύτραν καινὴν καὶ σκεπάσας αὐτὰ ῥάκεσιν ἐπιμελῶς ἔασον ἐνταῦθα νύκτα μίαν. πρωὶ δὲ ἀνελόμενος ἀπειληφυῖαν τὸ παντελὲς τῆς κατεργασίας ἀποτίθεσο.

2 σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ λίθων κοχλάκων καὶ τῆς χυδαίας μαρμάρου, ἥτις καὶ προκρίνεται τῶν ἄλλων ἀσβέστων.

δύναμιν δὲ ἔχει πᾶσα κοινῶς ἄσβεστος πυρωτικήν, δηκτικήν, καυστικήν, ἐσχαρωτικήν. μειγνυμένη δέ τισιν ἑτέροις ὡς στέατι ἢ ἐλαίῳ γίνεται πεπτική, μαλακτική, διασκεδαστική, κατουλωτική. ἐνεργεστέραν δὲ καὶ ταύτης ἡγητέον τὴν πρόσφατον καὶ ἄβροχον.