De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

5 κράτιστος δέ ἐστιν ὀπὸς ὁ πυκνὸς καὶ βαρὺς ἐν τε τῇ ὀσμῇ καρωτικός, πικρὸς ἐν τῇ γεύσει, εὐχερῶς διειμένος ὕδατι, λεῖος, λευκός, οὐ τραχύς οὐδὲ θρομβοειδὴς οὐδὲ συστρεφόμενος ἐν τῷ διΐεσθαι ὡς ὁ κηρός, ἐν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος οὐ ζοφώδει φλογί, φυλάσσων τε μετὰ τὸ σβεσθῆναι τὴν ἐν τῇ ὀσμῇ δύναμιν. δολοῦσι δὲ αὐτὸν γλαύκιον μειγνύντες ἢ κόμμι ἢ θρίδακος ἀγρίας χυλόν· ἐστι δὲ ὁ μὲν ἐκ τοῦ γλαυκίου κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει, ὁ δὲ ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τὴν ὀσμὴν καὶ τραχύτερος, ὁ δὲ ἐκ τοῦ κόμμεως ἄτονος καὶ διαυγής.

6 ἔνιοι δὲ εἰς τοσοῦτον ἀπονοίας παραγίνονται ὡς καὶ στέαρ μειγνύναι αὐτῷ. φώγνυται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπ᾿ ὀστράκου καινοῦ, ἕως ἂν μαλακὸς καὶ κιρρότερος φανῇ. Ἐρασίστρατον [*](1 SIM.: Pl l. s. 201 D. eup. I 235 (216) — eup. I 13 (100) — Pl. XX 203 — Pl. XX 200.) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (κράτιστος — φανῇ); cf. Orib. syn. II 56, V 75 D. (κράτιστος — διαυγής).) [*](1 πρὸς κεφαλαλγίας E: κεφαλαλγοῦσι RDi 2 ἢ καὶ κρόκῳ ἢ ζμύρνῃ E ἐγχεόμενος] ἐμβρεχόμενος R φλεγμοναῖς ὀφθαλμοῦ FNDi 3 ὀπτῇ] κόπτεται E πρὸς ἐρυσιπέλατα — κρόκῳ om. FH (mg. add. H2) καὶ πρὸς CDi 4 πρὸς δὲ ποδάγρας FHDi τε] δὲ NE 5 καὶ κρόκῳ om. N: κρόκῳ om. C προστεθὲν R δὲ] τε E βαλανίου CF: λιβάνου N: βαλάνου reliqui 7 πυκνότατος καὶ βαρύοσμος E τε] δὲ RDi 8 πικρὸς δὲ NDi εὐχερῶς τε ROrib.E διιέμενος Orib. (διειμένος Orib. V 75): ἀνιέμενος Di 9 οὐ ταχυστρεφόμενος R οὔτε — οὔτε Orib.Di 10 διείεσθαι C: διεῖσθαι NE: δι᾿ ιεσθαι P (marg. add. m. rec. vulgo διηθεῖσθαι: Plinius legit διίεσθαι): διιέσθαι F: διηθεῖσθαι Orib. HDi cf. Pl. XX 203 ὁ om. ROrib.EDi τε δὲ Di διαχριόμενος R 11 τὸν λύχνον E οὐ om. REDi ζοφώδης τῇ φλογί Orib. V 75 τε om. R 12 σβέννυσθαι R αὐτὴν μίσγοντες γλαύκιον τῆ κόμη θρίδακος C: αὐτὴν γλαύκιον μίσγοντες ἢ κόμην θρίδακος· ἔστιν δὲ N γλαυκίῳ Orib. V 75 13 ἢ χυλὸν θρίδακος Di 14 ἀνέσει] γεύσει R 15 τῇ ὀσμῇ Orib. καὶ ὁ ἐκ τοῦ ROrib.E κόμεος H: κόμεως δὲ ER: κόμεως reliqui ἄτονος ἄνοσμος E: ἔγονος R 16 εἰς τοσοῦτον ἔρχανται ὡς R: εἰς τοῦτο E ἀπονοίας PVF: ἀπονοίας Orib. (πο secl. O2): ἀνοίας FDi: ἀνίας H 17 στέαρ] γῆς Orib. (στέαρ superscr. O2) παραμιγνύναι RDi αὐτά H 18 ἂν om. Orib. κιρρὸς ROrib.E Ἐρασίστρατος μέντοι Διαγόρας (Διαγόραν Di) φησὶν (φησὶν Διαγόρας N) RDi)

221
μέντοι Διαγόρας φησὶν ἀποδοκιμάζειν αὐτοῦ τὴν χρῆσιν ἐπί τε ὠταλγίας καὶ ὀφθαλμιώντων διὰ τὸ ἀμβλυωπῆ εἶναι καὶ καρωτικόν. Ἀνδρέας δέ φησιν ὅτι, εἰ μὴ ἐδολοῦτο, ἐτυφλοῦντο ἂν οἱ ἐγχριόμενοι ὑπ᾿ αὐτοῦ, Μινησίδημος δὲ μόνην αὐτοῦ εἶναι χρῆσιν τὴν κατὰ ὄσφρησιν εἰς ὕπνον ἁρμόζουσαν, ἄλλως δὲ ἐπιβλαβῆ τυγχάνειν· ἅπερ ἐστὶ ψευδῆ, ὑπὸ τῆς πείρας ἐλεγχόμενα διὰ τὸ ἐπιμαρτυρεῖσθαι τοῖς ἔργοις τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου.

οὐκ ἄτοπον δὲ ὑπογράψαι καὶ τὸν τρόπον, ᾧ τὸν ὀπὸν 7 συλλέγουσιν· ἔνιοι μὲν οὖν τὰς κωδύας μετὰ τῶν φύλλων κόπτοντες ἐκθλίβουσι διὰ πιεστῆρος καὶ τρίβοντες ἐν θυίᾳ ἀναπλάττουσι τροχίσκους· καλεῖται δὲ τὸ τοιοῦτο μηκώνιον, ἀδρανέστερον ὂν τοῦ ἀποῦ. ὀπίζοντας δὲ δεῖ μετὰ τὸ τὰς δρόσους ἀνικμασθῆναι περιγράφειν μαχαιρίῳ τὸν ἀστερίσκον, ὡς μὴ εἰς τὸ ἐντὸς διατρῆσαι, καὶ ἐκ πλαγίου δὲ τὰς κωδύας ἐπʼ εὐθείας ἐντέμνειν ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἀναψᾶν τὸ δάκρυον ἐπερχόμενον δακτύλῳ εἰς μύακα καὶ πάλιν ἐπιπορεύεσθαι μετ᾿ οὐ πολύ· εὑρίσκεται γὰρ ἐπισυνεστός, καὶ τῇ ἐπιούσῃ δὲ ἡμέρᾳ οὕτως εὑρίσκεται· δεῖ δὲ καὶ τοῦτο τρίβοντας ἐν θυΐᾳ ἀναπλάσσειν καὶ ἀποτίθεσθαι· ἐν μέντοι τῷ τέμνειν ὀπίσω ἀναχωρεῖν δεῖ πρὸς τὸ μὴ ἀναψᾶσθαι ὑπὸ τῶν ἱματίων τὸν ὀπόν|.

[*](9 SIM.: [Theophr.] h. p. IX 8, 2 Pl. XX 198. 202.)[*](9 EXC.: Orib. XI l. s. (οὐκ — ὀπόν).)[*](1 αὐτοῦ om. R 2 ἐπὶ τῶν ὠταλγιῶν καὶ ὀφθαλμικῶν (ὀφθαλμιῶν N) R: ἐπὶ τῶν ὠταλγικῶν καὶ ὀφθαλμιώντων Di ἀμβλυωπὲς FHDi] 3 καρωτικήν Di: καθαρτικήν R 4 Μνησίδημος — χρῆσιν om. R: μνησίδης δὲ ἢ μνησίδημος E (corr. E2) δὲ φησι FHDi 5 χρῆσιν αὐτοῦ E: χρῆσιν εἶναι FNDi ὕπνους Di 6 ἡ γὰρ πεῖρα ἐλέγχει αὐτὸ εὔχρηστον εἶναι (πιεῖν C) ἐργοις δοκιμαζομένης τῆς τοῦ αἵματος ἐνεργείας R 9 δὲ om. R καὶ om. E ᾧ] πῶς E 10 συλλέγουσι (συλλέγονται F) τὸν ὀπὸν FHDi οἱ κὲν Orib. οὗν om. E συνκόπτοντες R 11 πιαστῆρος C: πρεστῆρος NDi καὶ om. ROrib.E τριβοντες τε E: ἐκτρίβοντες Orib.: θλίβοντες C καὶ ἀναπλάττοντες RE 12 τοιοῦτο Orib.P: τοιοῦτον reliqui μηκώνειον FHDi 13 ὂν om. RPFHDi τὸ om. R 14 ἐξικμασθῆναι Orib. 15 τὰ ἐντὸς RFHDi διατρηθῆναι E ἐκ πλαγίων REDi: πλαγίως H: ἐκ πλα F δὲ om. E ἐπ᾿ om. ROrib. εὐθέως R 16 ἐκτέμνειν Orib. FH ἐξ om. Orib. ἀποψᾶν Orib. HDi τὸ ἐπερχόμενον Orib.E quae sequ. in R mutila sunt ac perturbata 18 ἐπισυνεστὸς Orib.: ἐπισυνεστὼς reliqui δὲ ἡμέρᾳ om. Orib.: ἡμέρᾳ om. EDi οὕτως εὑρίσκεται Di: οὕτως om. reliqui: suspectum 19 δεῖ δὲ ἐν θυίᾳ παλαιᾷ τρίβειν καὶ ἀποτίθεσθαι ἀναπλάσσοντας Di (e RV) τοῦτον E 21 ἅψασθαι ROrib.: ἀποψᾶσθαι HDi ὑπὸ om. R)
222

65 μήκων κερατῖτις, ἣν ἔνιοι παράλιον καλοῦσιν, οἱ δὲ ἀγρίαν μήκωνα· φύλλα ἔχει λευκά, δασέα, ὅμοια φλόμῳ, πεπρισμένα τὴν περιφέρειαν ὥσπερ τῆς ἀγρίας μήκωνος καὶ τὸν καυλὸν ὅμοιον, ἄνθος ὠχρόν· καρπὸν δὲ μικρόν, καμπύλον ὥσπερ κέρας, ὅμοιον τῳ τῆς τήλιδος, ὅθεν καὶ ἐπωνόμασται· σπέρμα δὲ μικρόν, μέλαν, ὅμοιον τῷ τῆς μήκωνος, ῥίζαν ἐξ ἐπιπολῆς φυομένην, μέλαιναν, παχεῖαν· φύεται ἐν παραθαλασσίοις τόποις καὶ τραχέσι.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ἡ μὲν ῥίζα ἑψηθεῖσα ἄχρι ἡμίσους ἐν ὕδατι καὶ ποθεῖσα ἰσχιάδας καὶ ἡπατικὰς διαθέσεις θεραπεύειν καὶ τούς παχέα ἢ ἀραχνιώδη οὐροῦντας ὠφελεῖν· τὸ δὲ σπέρμα πλῆθος ὀξυβάφου ποθὲν σὺν μελικράτῳ κοιλίαν ἐπιεικῶς καθαίρει. τὰ δὲ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη ἐσχάρας περιρρήττει καταπλασθέντα [*](65 RV: μήκων κερατῖτις· οἱ δὲ παράλιον, οἱ δὲ ἀγρίαν μήκωνα, οἱ δὲ θαλάσσιον, Ῥωμαῖοι φαβίολουμ μαρίνουμ, Ἄφροι σισσιμα⟨ν⟩σεσσά.) [*](1 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 12, 3 Pl. XX 205 (e S. N.) — Pl. XX 206 D. eup. I 237 (218) — Pl. l. s. — [Theophr.] l. s. Ruf. (Orib. II 106) — eup. I 187 (193) 1 [Theophr.] l. s. Pl. l. s.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (μήκων — τραχέσι); med Gal. XII 74 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 54.) [*](1 num. cap. φλζ ODi: ξδ E tit. περὶ μήκωνος κερατίτιδος FHADi post κερατῖτις syn. e R add. Di: post ἀγρίαν μήκωνα A: mg. H2 καλοῦσι παράλιον FHA 2 φύλλα δὲ Orib.E λευκά] om. Dl: foliis albis Ps. Ap.: λεπτά coni. Marc. δασέα] παχέα Dl: ad rem cf. [Theophr.] ταύτης τὸ φύλλον ὥσπερ φλόμου τῆς μελαίνης, ἧττον δὲ μέλαν πεπρισμένα δὲ E 4 καρπὸν δὲ μωρόν om. R: δὲ om. Orib. ἔχει μικρόν, μέλανα E μακρὸν coni. Serap. et Cornar. (non recte) 5 τήλεως RDi: τίλεως E ὅθεν καὶ ἐπωνόμασται om. Orib. 6 μέλαν post μήκωνος transpsos. E ῥίζα ἐξ ἐπιπολῆς φυομένη μέλαινα παχεῖσα R: ῥίζαν δὲ E: ad rem cf. [Theophr.] ῥίζα δὲ παχεῖα καὶ ἐπιπόλαιος 7 τραχεῖαν καὶ παχεῖαν E (corr. E2) φύεται δὲ RE παραθαλαττίοις COrib. 9 ἑψηθεῖσα μεθ᾿ ὅδατος R ἄχρις HADi ἡμίσεως E ἐν ὕδατι om. Di: σὺν ὕδατι E 10 ἰσχιάδας καὶ om. Dl: ἰσχιαδικὰς R 11 παχέα καὶ τραχέα ἱδροῦντας R: ἀραχνώδη ἢ τραχέα οὐρ. Di ἢ] καὶ E ὠφελεῖν EDi: ὠφελεῖ reliqui σπέρμα ποθέν RE 12 καθαίρειν FHA.: καθαίρει reliqui 13 περιρρήττειν FHA) [*](14 C fol. 226r: N 96 marg. add. N (man. rec.) mikon keratitis i. s. cornulata 15 φαβιηλούμ A: φαβίολουμ reliqui (superscr. A2): sic vocari videtur quod fructus fabaceis siliquis similis sit cf. Marc. Emp. XXVII 13 (275 H) ceratitidos quam herbam nos fabiolam (violam cod.) marinam appellamus 17 σισσιμασεσσα R: σισιμασεσά Di: σισιμασεσσά H: om. A cf. D. III 96 Löw l. s 409)

223
σύν ἐλαίῳ, ἐγχρισθέντα δὲ τὰ ἐπὶ κτηνῶν ἄργεμα καὶ νεφέλια ἀποκαθαίρει. ἔνιοι δὲ ἐπλανήθησαν νομίσαντες ἐκ ταύτης τὸ γλαύκιον γίνεσθαι διὰ τὴν τῶν φύλλων ἐμφέρειαν.