De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

ταύτης κεφαλάς πέντε ἢ ἓξ ἐν οἴνου κυάθοις τρισὶν ἐψήσας, 2 ὥστε εἰς δύο ἀγαγεῖν, πότιζε οὓς ἂν βούλῃ ὑπνῶσαι. τοῦ [*](63 RV: μήκων δοιάς· οἱ δὲ ὀξύγονον, Ῥωμαῖοι παπάβερ ἂλβου⟨μ⟩, Αἰγύπτιοι ναντί.) [*](1 SIM.: [Theophr.] IX 12, 4 Pl. XIX 169 XX 204 (e S. N.).) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (μήκων — πάχος); med. Gal. XII 72 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 54; Hes. s. v. μήκωνες.) [*](9 SIM.: Pl. XX 204 D. eup. I 12 (99).) [*](1 num. cap. φλε ODi: ξᾱ E tit. περὶ μήκωνος HADi mg. adscr. man. rec. paparina P: μύκων ἀγρία ἡ παῤ ἡμῖν λεγομένη παπαρίνα V post ῥοιάς syn. e R add. Di: post ἀποβάλλειν A: mg. H2 ὠνόμασται δὲ COrib. FHDi 2 δὲ om. HDi ἀρούραις] κριθαῖς R (superscr. A2): ἀρούραις καὶ ἐν κριθαῖς Di cf. [Theophr.] ἐν τοῖς ἀρουραίοις δὲ φύεται, μάλιστα ἐν ταῖς κριθαῖς Pl. XIX 169 ἔαρος ROrib. EDi: superscr. A2 ὅθεν N: τότε Orib. καὶ om. FHA 3 τὰ δὲ φύλλα ἔοικεν C: δὲ om. PV ὀριγάνῳ ἢ εὐζώμῳ ἢ om. REDl: del. A2: ὀριγάνω ἢ add. E2: ἢ εὐζώμῳ superscr. Orib. (man. rec.): post θύμῳ inser. E2: seclusi (incerta sedes evincit gloss.) cf. [Theophr.] ἑτέρα δὲ μήκων ῥοιὰς καλουμένη παρομοία κιχορίῳ τῷ ἀγρίῳ κικωρίῳ R: coriandro Dl ἢ θύμῳ om. N ἐπεσχισμένα ROrib. Di 4 μικρότερα R: superscr. A2 δὲ καὶ τραχύτερα om. Orib.: τραχέα FHADi (τραχύτερα superscr. A2): set divisa et oblonga et aspera Dl ἔχει addidi χνοώδη coni. Marc. vix recte: astas habens similes iunco Dl 5 ὄρθρον P: ὀρθόν REOrib. V παχύν Orib. (τρα superscr. O2): παχὺν καὶ τραχὺν E (corr. E2) ἄνθος δὲ E ἔνιοι PFH (corr. H2) δὲ καὶ CDi 6 ἀγρίας om. Orib. ἀργεμώνης E κεφαλὴ — ἀνεμώνης om. Orib. EF 7 ἥττων EDiH2 (in corr.) μέντοι ἢ REHADi ῥίζα δὲ COrib. ἡπομήκης COrib.: εὐμήκης N 8 ὑπόλευκος καὶ Orib. post ὑπόλευκος transpos. πικρά N πικρά] μικρὰ μήκων (cum lemm. cap. 64 coni.) Orib. 9 κεφάλια R: τὰ κεφάλια Di: κεφαλῆς PV μετ᾿ οἴνου κυάθων τριῶν RDi: σὺν οἴνου κυάθοις E ἑψησαν P 10 ὡς RDi ἀγαγεῖν ἢ ἕνα Di πότισον R ὃν E βούλει HDi) [*](11 C fol. 224r: N 96 μήκων ῥυάς N (superscr. man. rec. in agro nata) ὀξύτονον libri: oxiconon Ps. Ap. (oxytonon Aek.): corr. Marc. cf. Köbert l. s. 45 12 ΑΛΛΟΥ CHADi: Itali vocant papaver album Ps. Ap.: papaver erraticum Pl. XIX 169: correxi)

218
δὲ σπέρματος ὅσον ὀξύβαφον ποθὲν σὺν μελικράτῳ κοιλίαν ἠπίως μαλάσσει· μείγνυται δὲ καὶ μελιτώμασι καὶ ἰτρίοις πρὸς τὸ αὐτό. τὰ δὲ φύλλα σὺν ταῖς κωδύαις καταπλασθέντα φλεγμονὰς ἰᾶται· καὶ τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῶν προσαντληθὲν ὑπνοποιόν ἐστιν.

64 μήκων· ἡ μέν τίς ἐστιν ἥμερος καὶ κηπευτή, ἧς τὸ σπέρμα ἀρτοποιεῖται εἰς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν· καὶ σὺν μέλιτι δὲ ἀντὶ σησάμης αὐτῷ χρῶνται· καλεῖται δὲ θυλακῖτις, ἐπίμηκες ἔχουσα τὸ κεφάλιον καὶ τὸ σπέρμα λευκόν. ἡ δέ τις ἀγρία, ἐγκαθημένην ἔχουσα τὴν κωδύαν, σπέρμα μέλαν, ἣ δὴ καὶ πιθῖτις ὀνομάζεται, ὐπ᾿ ἐνίων δὲ ῥοιὰς καὶ αὐτὴ διὰ τὸ [*](64 RV: μήκων ἥμερος κηπαῖος· οἱ δὲ χαμαισύκη, οἱ δὲ μήκων δοιάς, οἱ δὲ ὀξύγονον, Ῥωμαῖοι παπάβερ, Αἰγύπτιοι ναντί.) [*](μήκων ἄγριος· οἱ δὲ μήκων μέλας, Ῥωμαῖοι παπάβερ νίγρουμ.) [*](1 SIM.: [Hipp.] περὶ διαίτης II 45 (VI 544) [Theophr.] l. s. Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 118).) [*](6 SIM.: Pl. XIX 168 XX 188. 198 sq. (e S. N.); Garg. Mart. 19 (152 R); Sim. Seth. 68 L.) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (μήκων — ἐπιμήκη); med. Gal. XII 72 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); cf. Gal. VI 548, XIII 37 sq.; Ps. D. de h. f. 45 (e D. lat.); Ps. Ap. 54 (unde Ps. Orib. I 43 ~ A. Hai l. s. VII 442); Ps. Orib. I 42 ~ A. Mai VII 415; Isid. XVII 9, 31.) [*](1 δὲ om. FH ποθὲν ὅσον ὀξύβ. HADi: σὺν μελικράτῳ ποθὲν F μελικράτῳ ἢ ὀξυκράτω E (corr. E2) 2 ἐκμαλάσσει E καὶ ἰτρίοις πρὸς om. R: ἠτρίοις AHDi εἰς τὸ αὐτὸ HA: πρὸς τὰ αὐτὰ E: τὰ αὐτὰ δὲ φύλλα R (om. πρὸς) 3 κωδίαις FV: κωδύαις reliqui 4 καὶ τὸ (om. Di) προσάντλημα δὲ αὐτῶν ἀποζεσθὲν (προσκλυσθὲν Di) RDi ἀφέψημα E αὐτῆς FHADl ἀποζεσθὲν RE τῶν ὑπνοποιῶν ἐστίν E) [*](6 num. cap. φλϚ ODi: ξβ E tit. περὶ ἑτέρας μήκωνος HDi: om. F μήκων ἥμερος Di initio syn. e R add. Di: mg. H2 αὐτῶν ἐστιν C καὶ om. E 7 εἰς] πρὸς Orib. 8 σησάμου FH αὐτῇ RDi θυλακῖτις δὲ καλεῖταί τις Orib θυλακίς CENic. Th. 852: θύλακος N: qui et filacitis nominatur Dl: quae etiam folliculosa nocatur Ps. Ap. 9 ἔχουσα////// (1 litt. eras. E2) τὴν κοδύαν ἢ τὸ βυ (secl. E2) κεφάλιον· ἧς καὶ τὸ σπ. λ. E 10 σπέρμα — κωδύαν om. R σπέρμα δὲ E μέλαν σπέρμα Di ἣ δὴ om. E: ἤδη V: ἡ δὲ Orib.: δὴ om. Di 11 πιχῖτις Orib.: πιθι/// /τις (σ post alt. ι eras.) E2: cepitetis Dl: πιθίτις reliqui: ἐπιτηλίς Nic. Th. l. s. ὀνομάζεται E: ὀνομαζομένη E2) [*](12 C fol. 222v: N 97 post κηπαῖος add. οἱ δὲ μήκων κηπαῖος N χαμαισύκην R 13 ῥυας N ὀξύτονον libri: alii oxiconon Ps. Ap.: corr. Marc. 15 C fol. 222r: N. 97: om. DiH2 ΝΙΓΡΟΥΜ᾿ C)

219
ῥεῖν ἐξ αὐτῆς τὸν ἀπόν. τρίτη δὲ ἀγριωτέρα καὶ μικροτέρα καὶ φαρμακωδεστέρα τούτων, ἔχουσα τὴν κωδύαν ἐπιμήκη.

κοινὴ δὲ αὐτῶν δύναμις ψυκτική, ὅθεν τὰ φύλλα καὶ αἱ 2 κωδύαι καθεψηθεῖσαι ἐν ὕδατι καὶ προσαντλούμεναι ὑπνοποιοῦσι· καὶ πίνεται δὲ πρὸς ἀγρυπνίαν τὸ ἀφέψημα, καὶ εἰς καταπλάσματα δὲ λεῖαι αἱ κωδύαι μετὰ ἀλφίτου πρὸς φλεγμονὰς καὶ ἐρυσιπέλατα μειγνύμεναι ἁρμόζουσι. δεῖ δὲ κόπτοντας αὐτὰς χλωρὰς ἀναπλάττειν εἰς τροχίσκους καὶ ξηραίνοντας ἀποτίθεσθαι καὶ οὕτως χρῆσθαι. καθ᾿ ἑαυτὰς δὲ ἑψηθεῖσαι αἱ κωδύαι ἐν ὕδατι ἄχρι ἡμίσους, εἶτα σὺν μέλιτι πάλιν ἑψηθεῖσαι, μέχρι ἂν συστραφῇ τὸ ὑγρόν, ποιοῦσι φάρμακον ἐκλεικτὸν ἀνώδυνον πρὸς βῆχας καὶ ῥευματισμούς ἀρτηρίας καὶ κοιλιακάς διαθέσεις·

ἐνεργέστερον δὲ γίνεται μιγέντων 3 αὐτῷ ὑποκιστίδος χυλοῦ καὶ ἀκακίας. τὸ δὲ σπέρμα τῆς μελαίνης μήκωνος λεῖον ποτίζεται σὺν οἴνῳ πρὸς ῥεῦμα κοιλίας καὶ γυναικεῖον ῥοῦν· καταπλάσσεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀγρυπνούντων μετὰ ὕδατος ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ τῶν κροτάφων. ὁ δὲ ὀπὸς καὶ αὐτὸς ψύχων ἐπὶ πλέον καὶ παχύνων καὶ ξηραίνων ληφθεὶς βραχύς ὅσον ὄροβος ἀνώδυνός ἐστι καὶ ὑπνοποιὸς καὶ πεπτικός, βοηθῶν βηξὶ καὶ κοιλιακαῖς διαθέσεσι· πλείων δὲ ποθεὶς βαπτίζει ὕπνῳ ληθαργωδῶς καὶ ἀναιρεῖ.

ποιεῖ δὲ 4 [*](3 SIM.: Cels. II 32 Pl. XX 198 D. eup. I 11. 12 (99) — Pl. XX 208. cf. Garg. Mart. 19, 152 R. Gal. XII 37 sq. Orib. I 376 Alex. Tall. II 162 — Scrib. Larg. 73 — eup. II 82 (294) — eup. I 11. 12 (99) Pl. l. s. 199 — eup. II 31 (242) — Ruf. (Orib. II 118) Pl. l. s. 202 — Pl. 201 eup. I 6 (97) — Pl. 201 eup. I 57 (121) Apllonius (Gal. XII 616) — eup. I 29 (107) — Pl. 201 eup. I 168 (181).) [*](1 ἐξ αὐτῆς om. Orib. τρίτη δὲ μήκων E (incip. cap. ξγ) καὶ μικροτέρα post φαρμ. transpos. Orib.Di: μακροτέρα DiH (corr. H2): tertium genus est agrestis, minor et viscidus (?) Dl 3 ἡ δύναμις E 4 ὕπνον ποιοῦσι RE 5 καὶ (pr.) om. Di: post δὲ colloc. RE 6 τὰ καταπλάσματα EDi αἱ om. O ἀλφίτων μιγνύμεναι Di 8 ξηράντας E (αν superscr. E2) 9 οὕτως PFF: οὕτω reliqui καθ᾿ αὑτὰς PF: καθ᾿ ἑαυτὰς reliqui 10 αἱ κωδύαι — ἑψηθεῖσαι om R. ἄχρι PFF: μέχρις HDi ἡμίσους PV: ἡμίσεως reliqui σὴν]ἐν E 11 μέχρι ἂν P: μέχρι (om. ἂν) E: μέχρις ἂν VFH: μέχρις οὗ ἂν R 12 ἀνώδυνον ἐκλεικτὸν R 13 μιγέντων] διδόντος R 14 ὑποκυστίδος REO: ὑποκισθίδος Di χυλοῦ τι E 15 post λεῖον del. ὀλίγον E2 ποτιζόμενον R: ποτίζεται post οἴνῳ transpos. FHDi σὺν οἴνῳ om. E πρὸς om. R post κοιλίας inser. ἰᾶται R 16 δὲ ἐν ὕδατι R: τε ἐπὶ E 17 ἐπὶ] κατὰ FHDi 18 marg. add. ὄπιον P (pr. m.) 19 βραχὺς om. R οἶον R ἐστι καὶ ὑπνοποιὸς om. R 20 πλείω ποθεῖς R 21 βλαπτείζεει (i. e. βλαπτίζει) δὲ ληθάργως C: λάπτει δὲ ληθάργως N: βλαπτίζει ληθαργωδῶς H: βλάπτει ποιῶν ληθαργικοὺς Di (superscr. H2): usque ad periculum mortis soporat Ps. D. de h. f.: letargicos facit Dl: ὕπνῳ addidi δὲ (alt.) om. CE)

220
καὶ κεφαλαλγίαις σύν ῥοδίνῳ ἐμβρεχόμενος, ὠταλγοῦσι δὲ σὺν ἀμυγδαλίνῳ καὶ κρόκῳ καὶ σμύρνη ἐγχεόμενος, ἐπὶ δὲ φλεγμονῆς ὀφθαλμῶν σὺν λεκίθῳ ὠοῦ ὀπτῇ καὶ κρόκῳ, πρὸς ἐρυσιπέλατα δὲ καὶ τραύματα σὺν ὄξει, ποδάγραις τε σύν γάλακτι γυναικείῳ καὶ κρόκῳ· προστεθεὶς δὲ δακτυλίῳ ἀντὶ βαλανίου ὕπνον ποιεῖ.