De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

143 ἐρυθρόδανον ἐρευθέδανον, ἔνιοι δὲ τεύθριον καλοῦσι. ῥίζα ἐστὶν ἐρυθρά, βαφική· ἡ μέν τις ἀγρία, ἠ δὲ σπαρτή, ὡς ἐν Ραβέννῃ τῆς Ιταλίας μεταξύ ἐλῶν ὠφελίμως σπείρεται διὰ τὸ γίνεσθαι ἐκ τούτου πλείστην πρόσοδον. εἰσὶ [*](113 RV: ἐρυθρόδανον· οἱ δὲ ἐρευθέδανος ῥίζα, οἱ δὲ τεύθριον, οἱ δὲ δάρκανος, οἱ δὲ κιννάβαρις, Ῥωμαῖοι ῥούβια σατίβα, Θοῦσκοι λάππα μίνορ, Αἰγύπτιοι σωφοβί.) [*](5 SIM.: Pl. l. s D. eup. II 108 (306).) [*](9 SIM.: Theophr.] h. p. IX 13, 6 P1. XIX 47 XXIV 94 (e S. N.).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐρυθρόδανον — ἐρυθρά); Gal. XI 878 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 διπάλαιστα] om. Orib.EDl: μεστά RA2 υονατώδη καλαμοειδῆ om. Di: γονατώδη κανατώδη καλαμ. P (dittogr.) 2 ἰσχνότερα — ζέας om. HADi (marg. add. A2) ἐν τῇ γεύσει Orib.E 8 δὲ (pr) om. Orib.A2 ὅμοια] ἐομεότμ Orib. τοῖς om. A2 ὕπεστι Orib.E 4 λευκοῦ Orib. 5 ἡ πόα post κοπτο- μένη transpos. RHADi μεθ᾿ βδατος E 6 ἢ οἴνου om. R: uino aut aquae mixta Dl ποιεῖν ante πρὸς τὰ transpos. RE: πυιεῖν πινομένη Di 7 δὲ γε FHA μεθʼ ὅδατος ἢ οἴνου E (corr. E2): μεθ᾿ ὅδατος post πλῆθος colloc. Di πινομένου HADi) [*](9 num. cap. υνζ O: υνθ Di: ρμη E tit. περὶ ἐρυθροδδάνου FHADi post ὲρυθρόδανον syn. e R add. Di. ἐρ. ἐξ οὔ τὸ λιθρίδιον (e C), deinde syn. add. A marg. H) ἐρυθέοδανον E: ἐρευθόδανον reliqui: ereuthodanum Pl.: ἐρευθέ- δανον [Theophr.] l. s.: correxi 10 βασιλική R (superscr. A2) 11 καὶ σκαρτή E ὡς om. R ῥαβέννη E: ῥατάννηι R: ΡΒΔΑΝΝΗ (sic) P: ῥαβδάνη V ῥεδάνη FA: ῥεδώνῃ H: θανάτη τῆε Γαλλίας καὶ ῥαβαίνη τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν καρύα Di: in Thebana Galileae et Rauennae in Italia nascitur. in Caria uero inter oleas Orib. (cum interpol. Ras.): sicut rabenna italie fiet, locis cultis semi- natur Dl Ἰταλίας] γαλλίας E ἑλῶν PV: ἐλαιῶν FHA: τῶν ἐλαιῶν EDi: inter oleas Orib. post ἑλῶν add. σπειρόμενον ὥσπερ ἐν ταῖς ἀρούραις DiOrib. σπερόμενον HA ὠφελίμως om. PV: ὠφελῶν R: ὠφελίμως δὲ HADiOrib. 12 σπήρεται καὶ κηπεύεται δὲ E πλείστην om. R: post γίνεσθαι transpos. Di) [*](13 C fol. 111v: N 66 marg. add. rubea tinctorum N (m. rec.) effigiei herb. pict. (foi. 112v) adscripsit C (m. rec.) κοινῶς λυθρίδιον οἱ δὲ ἐρυθρό- δκνος ῥίζα CDiHA: οἱ δὲ έρευθόδανος N: corr. Schulze 14 οἱ δὲ δάρκανος om. N: δράκανος HADi: suspectum πασσίβα R: πασίβα HA: σπασίβα Di: correxi 15 λάμπα μίνωρ HADi σοφοβί H: σοφοβοί A: σωφοβεί N)

153
δὲ αὐτοῦ οἱ καυλοὶ τετράγωνοι, μακροί, τραχεῖς, ὅμοιοι τοῖς τῆς ἀπαρίνης κατά πάντα, μείζονες δὲ καὶ ῥωμαλεώτεροι, ἔχοντες ἐκ διαστημάτων τά φύλλα καθ᾿ ἕκαστον γόνυ ὥσπερ ἀστέρας ἐν κύκλῳ περικείμενα, καρπὸν στρογγύλον, τά πρῶτα χλωρόν,

εἶτα ἐρυθρόν, πεπαινόμενον δὲ μέλανα· ῥίζα λεπτή, μακρά, 2 ἐρυθρά, διουρητική, ὅθεν ἰκτερικοῖς μετὰ μελικράτου πινομένη βοηθεῖ ἰσχιαδικοῖς τε καὶ παραλελυμένοις· ἄγει δὲ καὶ οὖρα πολλὰ καὶ παχέα, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ αῐμα· λούειν μέντοι δεῖ καθʼ ἡμέραν τούς πίνοντας· θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ ὁ καυλὸς μετὰ τῶν φύλλων ποθείς· ὁ δὲ καρπὸς μετʼ ὀξυμέλιτος πινόμενος σπλῆνα τήκει. προστεθεῖσα δὲ ἡ ῥίζα ἄγει ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα, θεραπεύει δὲ καὶ ἀλφούς λευκούς μετʼ ὄξους καταχριομένη.

144 λογχῖτις· φύλλα ἔχει πράσῳ καρτῷ ὅμοια, πλατύτερα δὲ καὶ ὑπέρυθρα, πλεῖστα πρὸς τῇ ῥίῃ, περικλώμενα ὡς [*](144 RV: λογχῖτις· οἱ δὲ κέστρον ἡ Μέδουσα, Ῥωμαῖοι βενέρικαμ, οἱ δὲ λαγκίολα.) [*](6 SIM.: [Theophr.] 1. s. Pl. XXIV 94 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. II 56 (266) — [Theophr.] Pl. eup. I 237 (218) — Pl. l. s. eup. II 115 (316) — eup. II 61 (272) — Pl. l. s. eup. II 76 (290) — Pl. l. s.) [*](13 SIM.: Pl. XXV 137 e S. N.).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (λογχιτις — τόπος); Gal. XII 63 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 57 (═ Ps. Orib. I 45)) [*](1 οἱ καυλοὶ αὐτοῦ FHA μακροί, τετράγωνοι R 2 post ἀπαρίνης distinx. Orib.EDi πάντα δὲ Orib.EDi (om. δὲ post μείζονες) ῥωμαλεέστεροι R: ῥωμαλέστεροι E ἔχοντες om. E 4 εἰς κύκλον Orib.EDi καρπὸν στρουυύλον om. R 5 εἶτα πεπαινόμενον (om. δὲ) HDi ῥίζα δὲ E: ῥίζα μία N μακρά] μικρά R: μικρά, λεπτή, μακρὰ E 6 καὶ ἰκτερικῖς E: ἰκτέροις R 7 καὶ (alt.) om. RDi 8 πολλὰ καὶ N) om. R λούεσθαι REHADi at cf. D. eup. I 237 (218) δεῖ] χρή E 9 πίνοντας καὶ ὁρᾶν τῶν κενουμένων τήν διαφορὰν Di ἐχιοδήκτοις RDi: superscr. A2 τε] om, C: δὲ E καυλὸς αὐτῆς RDi 10 νῦν ὀξυμέλιτι E 11 δὲ] τε Di ἔμμηνα ἄγει καὶ δεύτερα om. καὶ ἔμβρ.) R: ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα E: ἔμμηνα ἔμβρυα καὶ δεύτερα A: καὶ ἔμβρυα superscr. H2: ἔμβρυα καὶ ὲμμηνα ἄγει καὶ δεύτερα Di 12 καταπλασσομένη RDi: superscr. A2: καταχριόμενος E cf. Pl. XXIV 94) [*](13 num. cap. υνη O: νξ Di: ρυθ E tit. περὶ λογχίτιδος FHA Di post λογχ. syn. e R add. Di, post ὅμοια A: mg. H2 πλατυκάρπου πρράσου (i. e. πλατύτερα καρτοῦ πράσου) ὅμοια R (unde): πλατυκάρπῳ πράσῶ ὅμοια Di καρπῷ E: κάρτα Orib.HA cf. D, II 178 πλατύτερα — ὅμοια om. R 14 post ὑπέρυθρα distinxi coll. Pl. XXV 137 habet enim folia porri, rubentia ad radicem et plura quam in caule τὰ πλεῖστα Orib. τὸν ῥίζαν FHADi) [*](15 C fol. 213r: N 113 λονχεῖτις N (lanciola marg. inser. man. rec.) ἢ om. R μήδουσα libri: correxi βενερίκ CHDi 16 λανκίολα N: λαγκίλολα CH λακιῥλα A: λαμιόλα Di)

154
ἐπὶ τὴν γῆν· ἔχει δὲ καὶ περὶ τὸν καυλὸν ὀλίγα, ἐφ᾿ οὖ ἄνθη ὅμοια πιλίσκοις, τῳ τύπῳ δὲ κωμικοῖς προσωπείοις κεχηνόσι, μέλανα, λευκὸν δέ τι ἐξ αὐτῶν ἐξέχει ἀπὸ τοῦ χάσματος πρὸς τῳ κάτω χείλει ὥσπερ γλωσσάριον· τὸ σπέρμα δὲ ὅμοιον λόγχῃ, τρίγωνον, ἐν περικαρπίοις, ὅθεν καὶ τῆς ἐπωνυμίας ἠξιώθη, ῥίζα ὁμοία δαύκῳ. φύεται ἐν τραχέσι καὶ ἀνίκμοις τόποις.

ταύτης ἡ ῥίζα διουρητικὴ πινομένη σὺν οἴνῳ.

145 λογχῖτις ἑτέρα τραχεῖα· φύλλα ἀνίησιν ὅμοια σκολοπενδρίῳ, τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα τραυματικήν, ἀφλέγμαντον τήκει δὲ καὶ σπλῆνα μετʼ ὄξους πινομένη.

146 ἀολθαία, ἣν ἔνιοι ἐβίσκον καλοῦσι, μολόχης ἐστὶν [*](145 RV: λογχῖτις ἑτέρα τραχεῖα· οἱ δὲ λογχῖτιν τραχεῖαν, Ῥωμαῖοι λογγίνα, οἱ δὲ καλαβρίνα.) [*](9 SIM.: D. εup. I 162 (177) — Pl. XXVI 76 eup. II 61 (272).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (λογχῖτις — ἐσχισμένα); Gal. XII 33, Ps. Ap. 57) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 18, l. 15, 5 Pl. XX 29. 222. 229 e S. N. et I. B.) cf. schol. Nic. Th. 89 Erot. s. v. ῥίζη ἀλθαίας (e S. N.).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀλθαία — ἔνδοθεν), cf. Gal. XI 867 s. v. ἐβί- σκον), unde Aet. I (s. v. ἐβίσκος ἢ ἀλθαία) et Paul. Aeg. VII 3 (s. v. ἀλθαία ἢ ἐβίσοκς) Ps. Ap. 39, Pa. Orib. I 23 ~ A. Mai VII 454 (ex Ps. Ap. et D. lat). Isid. XVII 9, 75. Hes. s. v. ἀλθαία.) [*](2 πειλίσκοις ἢ καὶ πελεκίσκοις E (corr, E2) προσώποις CE κεχη- νόσι] κεχρημένοι F: κεχηνόσι μὲν CDi 3 μέλανα om. RDi: μέλαινα PFH ἀπ᾿ αὐτῶν RFHADi ἔχει O: προέχει ἢ ἐξέχει E (corr. E2) 4 τὸ κάτω χείλει P: τὸ κάτω χεῖλος FHDi γλωτταρίονα Orib. τὸ om. ROrib.E ὥσπερ λόγχη R 5 προκαρπίλοις libri: corr. Marc.: ἐν περικαρπίοις λόγχῃ ὁμοίοις τριγώνοις male coni. Spr. cf. al. l. s. λογχίτιδος τῆς μὲν τὸ σπέρμα τρίγοννον ἐχούσης ἐοικὸς λόγχῃ κατὰ τὸ σχῆμα ὅθεν] ἔνθεν P ὅθεν — ἠξιώθη om. Orib. 6 ἠξιώθη καὶ λογχίτης προσηγόρευται E ἡ ῥίζα (dittogr.) Orib.E: ἡ δὲ ῥίζα R: ῥίζα δὲ AHDi ἐνίκμοις Orib.EODi: ἐνίγμοις R: nasci- tur in sitientibus Pl.: nascitur locis asperis et siccis Dl 7 χωρίοις Orib. 8 οὑν] ἐν E) [*](9 num. cap. υνθ O: ρν E: om. DiDl tit. περὶ λογχίτιδος F: περὶ ἑτέ- ρας AH: περὶ ἑτέρας λογχίτιδος Di τραχεία ad insequ. trahit Dl post τραχεῖα syn. e R add. Di: marg. HG ὅμοια ἀνίησιν Orib. 11 ἔχουσι O τὰ φύλλα om. RDi cf. Gal l. s. 12 πινόμενα Gal.) [*](13 num. cap. υξ 0: υξα Di: ρνα E tit. περὶ ἀλθαίας FHADi de R cf. D. III 147 ἀλθαία ἢ ιβισκος Orib. post ἀλθαία syn. e R add. Di ἐβίσκον OGal. l. s. D. eup. I 215 (206): ἰβίσκον E (in ras.) Di Erot. s. v.: hibis- cum Pl. μαλάχης Orib.EHADi cf. Pl. pastinacae simile hibiscum, guod molo- chen agrian uocant) [*](14 C fol. 214r: N 113 15 λογίνα N: λογγίνα reliqui)

155
ἀγρίας εἶδος· ἔχει δὲ φύλλα περιφερῆ ὥσπερ κυκλάμινος, ἔγχνοα, ἄνθος ῥοδοειδές, καυλὸν δὲ πηχυαῖον, ῥίζαν δὲ γλίσχραν, λευκὴν ἕνδοθεν. ὠνόμασται δὲ ἀλθαία διὰ τὸ πολυαλθὲς καὶ πολύχρηστον αὐτῆς· ἑψηθεῖσα γὰρ ἐν μελικράτῳ ἢ οἴνῳ ἢ καθʼ ἑαυτὴν κοπεῖσα ποιεῖ πρὸς τραύματα, παρωτίδας, χοιράδας, ἀποστήματα, μαστούς φλεγμαίνοντας, φλεγμονὰς δακτυλίου, θλάσματα, ἐμφυσήματα, συντάσεις νεύρων διαφορεῖ γάρ καὶ ἐκπέσσει καὶ ῥήγνυσι καὶ ἀπουλοῖ.