De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

75 πιτύα λαγωοῦ ἁρμόζει λαμβανομένη σὺν οἴνῳ ὁλκὴ τριωβόλου πρὸς θηριοδήκτους καὶ κοιλιακοὺς καὶ δυσεντερικοὺς καὶ πρὸς ῥοικὰς γυναῖκας καὶ πρὸς αἷματος θρόμβωσιν καὶ ἀναγωγὰς τὰς ἐκ θώρακος, προστιθεμένη δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν τῇ μήτρᾳ μετὰ βουτύρου συλλήψει συνεργεῖ, ποθεῖσα δὲ μετὰ τὴν ἄφεδρον ἀτόκιόν ἐστιν. ἡ δὲ τοῦ ἵππου, ὐπʼ ἐνίων δὲ ἱππάκη καλουμένη, ἰδίως ἁρμόζει ἐπὶ κοιλιακῶν καὶ δυσεντερικῶν.

2 ἐρίφου δὲ καὶ ἀρνὸς καὶ νεβροῦ καὶ δορκάδος καὶ πλατυκέρωτος καὶ δόρκου καὶ ἐλάφου καὶ μόσχου καὶ βουβάλου ὁμοίαν ἔχουσι δύναμιν, ἁρμόζουσαν πρὸς ἀκονίτου πόσιν σὺν οἴνῳ λαμβανόμεναι καὶ πρὸς γάλακτος θρόμβωσιν μετʼ ὄξους. ἡ δὲ τοῦ νεβροῦ ἰδίως μετὰ τὰς καθάρσεις προστεθεῖσα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἀτόκιόν ἐστιν. ἡ δὲ τῆς φώκης ἔοικε κατὰ τὴν δύναμιν τῷ καστορίῳ, δοκεῖ δὲ ἁρμόζειν μάλιστα ἐπιλημπτικοῖς καὶ ὑστερικαῖς πνιξὶ πινομένη.

3 δοκιμάζεται δέ, εἰ ἔστι φώκης, τὸν τρόπον [*](9 SIM. Pl. XI 239; schol. Nic. Th. 577 — Nic. Th. l. s. D. eup. I 114 (314) Pl. XXVllI 154 — eup. II 49 (263) Pl. XXVIII 204 — eup. II 82 (294) — eup. II 159 (335) — Pl. XXVIII 239. 194 eup. I 210 (204) — eup. II 91 (297) Pl. XXVIII 248 — eup. II 95 (299) — Pl. XXVIII 205 — eup. II 137 (327) — eup. II 159 (335) Pl. XXX 135 — eup. l 95 (299) — eup. I 18 (103) — eup. II 88 (296).) [*](9 EXC. Gal. XII 274 (═ Aet. II 105 Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 καὶ (pr.) om. Di 3 τὰς E: dolorem aurium et beretri curat DI ἐν αἰδοίῳ καὶ, ὠσὶν E fort. στέατι ἁρμόζει 4 πρὸς] εἰς EDi 6 μέχρι F: κέχρις HDi: μέχρη (om. ἂν) E τεφρωθὲν] πυροθεὶς E: πυρωθὲν Aet.) [*](9 num. cap. οδ Di: οε E: νβ΄ DI πυτία E λαμβανομένη addidi ex E ὄξει ἢ οἴνῳ E ὁλκὴ τριοβόλον Ε 11 πρὸς (pr.) om. E πρός τε αἵματος (om. καὶ) Di θρόμβους E 12 δὲ E: τε reliqui τὸν addidi 13 βοηθεῖ E post δὲ add. φθείρει ἔμβρυα HDi μετὰ δὲ Di 14 ἀτόκιος HDi nov. cap. (ο𝔮) inc. E: νγ΄ Dl ad rem cf. D. II 71 δὲ om. HDi ἱππιακὴ E 15 κοιλιακοῖς δυσεντερικοιε (om. ἐπὶ) H ab ἐρίφου cap. οζ inc. E: νδ΄ DI πιτύα ἐρίφου καὶ ἀρνοῦ E 16 καὶ (quart.) om. E πλετυκέρατος E 20 ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς E 21 ab ἡ δὲ cap. οη inc. E: νε΄ DI κατὰ δύναμιν ἔοικε E τῷ om. HEDi 22 ὑστερικαῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς πινομένη E)

151
τοῦτον· λαβὼν πιτύαν ζῴου τινός, μάλιστα δὲ ἀρνός, καὶ ἐπιχέας ὕδωρ ἔασον βραχὺν χρόνον, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίχει τὸ ἀπόβρεγμα κατὰ τῆς πιτύας τῆς φώκης· ἡ γὰρ ἀληθινὴ ἐξυδατοῦται ταχέως, ἡ δὲ μὴ τοιαύτη διαμένει ὁμοία. λαμβάνεται δὲ ἐκ τῆς φώκης πιτύα μηδέπω δυναμένων τῶν σκύμνων νήχεσθαι. κοινῶς δὲ πᾶσα πιτύα πήσσει μὲν τὰ διαλελυμένα, λύει δὲ τὰ συνεστῶτα.