De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

πλανῶνται δὲ οἱ νομίζοντες τὸν ἀκέραιον ἐπισταγέντα 3 ὕδατι χωρεῖν εἰς βάθος πρῶτον, εἶτα ἀναπλεῖν εὐδιάχυτον.

τὸ δὲ ξύλον τὸ καλούμενον ξυλοβάλσαμον δόκιμόν ἐστι τὸ πρόσφατον καὶ λεπτόκαρφον καὶ πυρρόν, εὐῶδες, βραχὺ πνέον ὀποβαλσάμου. τοῦ δὲ καρποῦ — καὶ γὰρ τούτου ἡ χρῆσις ἀναγκαία — ἐκλέγου τὸν ξανθόν, πλήρη, μέγαν, βαρύν, δάκνοντα τὴν γεῦσιν καὶ πυροῦντα, μετρίως παραπνέοντα τοῦ ὀποβαλσάμου. φέρεται δέ τι ἀπὸ τῆς Πέτρας, ᾧ δολίζουσι τὸν καρπόν, σπέρμα ὑπερικῷ ὅμοιον, ὅπερ γνώσῃ ἐκ τοῦ μεῖζόν τε εἶναι καὶ κενὸν καὶ ἀδύναμον, πεπερίζον τῇ γεύσει.

δύναμιν δὲ ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπὸς θερμαντικώτατος ὤν, 4 σμήχων τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις καὶ τὰς περὶ μήτραν ψύξεις ἰώμενος, προστιθέμενος μετὰ ῥοδίνης κηρωτῆς. ἄγει δὲ καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα, καὶ ῥίγη συγχρισθεὶς λύει· καθαίρει δὲ καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν. ἔστι δὲ καὶ πεπτικὸς καὶ οὐρητικὸς πινόμενος, δυσπνοοῦσιν ἁρμόζων καὶ τοῖς ἀκόνιτον πεπωκόσι μετὰ γάλακτος καὶ θηριοδήκτοις μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ μαλάγμασι καὶ ἀντιδότοις, καὶ καθόλου δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν ὁ ὀπὸς τοῦ βαλσάμου, δευτέραν δὲ ὁ καρπός, [*](3 SIM. Pl. XII 119) [*](17 SIM. Pl. XXIII 92 D. eup. I 41 (113) — Zop. Orib. II (598) — eup. II 25 (237) Pl. l. s. — eup II 112 (311) Pl. l. s. — Apollod. (Nic. Al. 64) Pl. l. s. eup. II 137 (327) — Apollod. (Nic. Th. 947) Pl. l. s. eup. II 115 (316).) [*](1 πήγνυσι — 2 γάλακτι om. F 2 ὁ om, HDi 3 χεῖται εἰς ταχέως γαλακτοῦται F: χεῖται καὶ ταχέως γ. HDa: si instillatus aquae aut admixtus facile- fuerit resolutus Isid. 4 καὶ] ἢ Di 5 παχυνόμενος ἑαυτοῦ Di 6 οἱ νομίζοντες] auctoris Pl. XII 123 sententiam impugnat 7 εἰσχωρεῖν Di διάχυτον H: αὐδιάχυτσν F: εὐδιάχυτον Dl: ἀδιάχυτον reliqui 9 nov. cap. (κ΄) περὶ ξυλοβαλσάμου inc. Di: ιθ΄ Dl ξύλον ἑαυτοῦ Di ὃ καλεῖται Di 10 βραχὺ Di: τραχὺ QDa post βραχὺ spat. reliquit H 13 τῇ γεύσει H 14 δέ τι] δὴ F: τι om. Da τῆς om. H 18 σμίχων F 20 ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα H: ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα Di: secundas mulierum deponit et abortum provocat Dl 21 ῥυπαρὰ ἕλκη Da 22 δυσπνοοῦσιν — πινόμενος (26, 1) om. Da 25 δευτέρως HDi.)

26
ἐλαχίστην δὲ τὸ ξῦλον.

5 ὁ δὲ καρπὸς πινόμενος ἁρμόζει πλευριτικοῖς, πριπνευμονικοῖς, βήσσουσιν, ἰσχιαδικοῖς, ἐπιλημπτικοῖς, σκοτωματικοῖς, ὀρθοπνοικοῖς, στροφουμένοις, δυσουροῦσι, θηριοδήκτοις, καὶ εἰς τὰ γυναικεῖα δὲ ὑποθυμιάματα εὐθετεῖ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα ἀφεψόμενος, ἀναστομῶν τὴν μήτραν καὶ ἐπισπώμενος ὑγρασίαν. τὸ δὲ ξύλον τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν τῷ καρπῷ, ἥσσονα μέντοι. βοηθεῖ δὲ ἀφεψηθὲν ἐν ὕδατι καὶ πινόμενον ἀπεψίαις, στρόφοις, θηριοδήκτοις, σπωμένοις, οὖρά τε ἄγει καὶ πρὸς τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ τραύματα μετὰ ἴριδος ἁρμόζει ξηρᾶς· ἀνάγει δὲ καὶ λεπίδας. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ τῶν μύρων στύμματα.

20 ἀσπάλαθος, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ σφάγνον, Σύροι δὲ διάξυλον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ ξυλώδης, ἀκάνθαις πολλαῖς κεχρημένος, γεννώμενος ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ καὶ τῇ Ῥοδίᾳ, ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι ὑπέρυθρος ἢ πορφυρίζων, πυκνός, εὐώδης, πικρίζων ἐν τῇ γεύσει. ἔστι δέ τι καὶ ἕτερον εἶδος αὐτοῦ, λευκόν, ξυλῶδες, ἄνοσμον, ὃ δὴ καὶ χεῖρον καθέστηκε.

2 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν μετὰ στύψεως, ὅθεν πρός τε τὰς ἄφθας ἑψηθεὶς μετ᾿  οἴνου καὶ διακλυζόμενον ἁρμόζει καὶ πρὸς [*](1 SIM. D. eup. II 35 (248) II 36 (249) II 31 (241) I 237 (219) I 18 (103) I 15 (101) II 39 (251) II 41 (256) II 112 (311) lI 115 (316) II 72 (286) cf. Zop. Orib. II (553) eup. II 14 (232) II 11 (256).) [*](12 SIM. Theophr. de od. 25. 33. Pl. XII 110; XXIV 112 (e S. N.); schol. Theocr. IV 57.) [*](12 EXC, Orib. XI s. v. (ἀσπάλαθος καλός ἐστιν — καθέστηκεν); Orib. t. V 70 (ed. Dar.), unde Aet. II 196 s. v. 12; cf. Gal. XI 840 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Orib. de simpl. V 12; Hes. s. v.) [*](20 SIM. Pl. XXIV 113 — Pl. l. s. D. eup. I 194 (195) — Pl. l. s. eup. (I 161 (177) — Pl. 113 eup. II 47 (259) II 30 (240) II 109 (307) — Pl. 113.) [*](4 post ἰσχιαδικοῖς transpos. θηριοδήκτοις H 5 εἰς om, FDa ἀναστομοῖ τὴν μήτραν καὶ ἐπισπᾶται Di 7 ἐν addidi 9 τῇ om. Di 10 καὶ (alt.) om. Da) [*](12 num. κ QDiDl ἀσπάλαθον Q, at cf. D. I 4 ἐρῖοΐκησκῆπρον (sic) F: aerissceptron Dl: ἰρίσκηπτον coni Salm. cf. D. I 4 Pl. l. s. οἱ δὲ σφάγον scripsi coll. Dl Pl. XXIV 112: φάσγανον QDa: σφάγνον, οἱ δὲ φάσγανον Di (var. lect.) 13 διάξυρον coni. Salm, at cf. Pl. XXIV 112 14 ἐν νησούρω καὶ τῆ ῥουδία F: ἐν ἴστρω καὶ νησύρω καὶ συρία καὶ ῥόδω HDiDa: in Nisyro et Rhodiorum insulis Pl.: in squiroscla (ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ ?) et aput rodos Dl: correxi 16 περιφλοιωθῆναι (φλοισθῆναι V 70) Orib. 18 καὶ ἄνοσμον Orib. (καὶ post δὴ om.) ὃ χεῖρον δὴ Da 21 καὶ διακλυζόμενος HDiDa: καὶ del. F)

27
τὰς ἐν αἰδοίοις ἀκαθαρσίας καὶ νομὰς ἐγκλυζόμενος καὶ πρὸς τὰς ὀζαίνας, ἔμβρυά τε κατασπᾷ μειγνύμενος πεσσῷ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ κοιλίαν ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγὴν ποθὲν δυσουρίαν τε καὶ ἐμπνευμάτωσιν λύει.

21 βρύον, ὑπό τινων δὲ σπλάγχνον καλεῖται, εὑρισκόμενον ἐπὶ δένδρων κεδρίνων ἢ λευκίνων ἢ δρυίνων. διαφέρει δὲ τὸ κέδρινον, δεύτερον δὲ τὸ λεύκινον. ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ εὐωδέστερον καὶ λευκὸν καλόν, τὸ δὲ μελανίζον χεῖρον.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦν πρὸς τὰ περὶ μήτραν ἐν ἀφεψήματι εἰς ἐγκάθισμα. μείγνυται δὲ καὶ μύροις βαλανίνοις καὶ χρίσμασι διὰ τὸ ἐν αὐτῷ στυπτικόν, καὶ εἰς θυμιαμάτων δὲ καὶ ἀκόπων σκευασίαν ἐστὶν εὔθετον.

22 ἀγάλοχον ξύλον ἐστὶ φερόμενον ἐκ τῆς Ἰνδίας καὶ Ἀραβίας, ἐοικὸς θυίας, ἐστιγμένον, εὐῶδες, παραστῦφον ἐν τῇ γεύσει μετὰ ποσῆς πικρίας, φλοιὸν ἔχον δερματώδη καὶ ὑποποίκιλον.

ποιεῖ δὲ διαμασώμενον καὶ διακλυζόμενον τὸ ἀφέψημα πρὸς εὐωδίαν στόματος, καὶ διάπασμα δὲ ὅλου τοῦ σώματός ἐστι, καὶ θυμιᾶται δὲ ἀντὶ λιβανωτοῦ. ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς πινομένη στομάχου πλάδον καὶ ἀτονίαν καὶ καύσωνα [*](5 SIM. Pl. XII 108. 132. XXIV 27 (e S. N.) cf. Hes. s. v. σφάκος, φάσκος.) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. (βρύον — χεῖρον); Gal. XI 855 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM. D. eup. I 84 (136) II 13 (231) II 35 (247) II 48 (260).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (ἀγάλοχον — ὑποποίκιλον); Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.) cf. Sim. S. s. v. ξυλαλόη (74 L.).) [*](1 αἰδ. καὶ (om. H.) νομὰς καὶ ἀκαθαρσία HDiDa καὶ πρὸς τὰς ὀζαίνας om. Di at cf. Pl. XXIV 113 2 πεσσῷ] μέσω F) [*](5 num. cap. κα QDiDl βρύον ἢ σπλάγχνον Orib.: σπλάχνον HDi: splacnon Dl: sphagnos sive sphacos Pl. l. s. cf. Gal. l. s. Hes. s. σφάκος εὑρίσκεται Orib. 6 δένδρω κέδρω ἢ λεύκη ἢ δρυί Orib. 7 κνίδιον Orib. (κέδρινον superscr. 02): his melior est de montibus onidis Dl post κέδρινον add. χλωρόν, ὀρεινόν Orib δὲ (pr.) om. Orib. λυκιακόν Orib. (λεύκινον superscr. 02): secundus est autem licius Dl αὐτοῦ καλὸν Orib. εὐῶδες Orib. 9 post στυπτικὴν add. μέσην θερμοῦ καὶ ψυχροῦ H 10 καὶ βα (spatio relicto) καὶ χρίσμασι H βαλανίνοις om. Da 12 δὲ] τε H) [*](13 num. cap. κβ QDiDl ἀγάλοχον FOrib.Dl: ἀγάλλοχον H (ἀγάλλοχον ἢ ξυλαλόη ind.) Di D. eup. II 35 (247) Paul. Aeg. l. s.: ἀγάλοχον τὸ νῦν ὀνομαζόμενον ξυλαλόη Da: cf. Salm. de hom. 7 14 ἐοικὸς om. H θυίας F: θυεία Orib.: θυίνης H: θυίνω Da: θυίνῳ ξύλῳ Di: similis thinepero Dl ἐστιγμένοι] om. Dl: ἔστὶ μὲν οὖν Orib.: ἐστιμένον Ald.: ἐστιμμένον (α στίβειν) coni. Sar. 19 καὶ om. Di ἔστι δὲ καὶ θυμίαμα Paul. Aeg. l. s. ἡ δὲ ῥίζα ἀυτοῦ om. H ⩹ ὁλκῆ Di 20 μιᾶς addidi καὶ (alt.) om. F)

28
παρηγορεῖ, τοῖς τε ἀλγοῦσι πλευρὸν καὶ ἧπαρ ἢ δυσεντερικοῖς ἢ στροφουμένοις ἀρήγει πινομένη μεθ᾿  ὕδατος.

23 νάσκαφθον, οἱ δὲ νάρκαφθον· καὶ τοῦτο ἐκ τῆς Ἰνδικῆς κομίζεται. ἔστι δὲ φλοιῶδες, συκαμίνου λεπίσματι ἐοικός, θυμιώμενον διὰ τὴν εὐωδίαν καὶ μειγνύμενον τοῖς σκευαστοῖς θυμιάμασιν, ὠφελοῦν καὶ μήτραν ἐστεγνωμένην ὑποθυμιαθέν.

24 κάγκαμον δάκρυόν ἐστι Ἀραβικοῦ ξύλου, σμύρνῃ ποσῶς ἐοικός, βρωμῶδες ἐν τῇ γεύσει, ᾧ θυμιάματι χρῶνται· ὑποκαπνίζουσι δὲ καὶ τὰ ἱμάτια μετὰ σμύρνης καὶ στύρακος.

δύναμιν δὲ ἱστορεῖται ἔχειν ἰσχναντικὴν τῶν καταπιμέλων τριωβόλου πλῆθος πινόμενον σὺν ὕδατι ἢ ὀξυμέλιτι ἐφ᾿  ἱκανὰς ἡμέρας· δίδοται καὶ σπληνικοῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς καὶ ἀσθματικοῖς, ἔμμηνά τε ἄγει σὺν μελικράτῳ. καθαίρει δὲ καὶ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς οὐλὰς ταχέως καὶ ἀμβλυωπίας ἰᾶται διεθὲν οἴνῳ, πρός τε μυδήσεις οὔλων καὶ ὀδονταλγίας ὡς οὐδὲν ἕτερον ποιεῖ.

25 κῦφι θυμιάματός ἐστι σκευασία κεχαρισμένη θεοῖς· χρῶνται δὲ αὐτῷ κατακόρως οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἱερεῖς. μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις, καὶ ἀσθματικοῖς δίδοται ἐν ποτήμασι. σκευασίαι δὲ αὐτοῦ ἐμφέρονται πλείονες, ἐν αἷς ἐστι καὶ αὕτη· κυπέρου ἡμίξεστον, ἀρκευθίδος ἁδρᾶς τὸ αὐτό, σταφίδος λιπαρᾶς ἐκγεγιγαρτισμένης μνᾶς δεκαδύο, ῥητίνης ἀποκεκαθαρμένης [*](3 EXC. Orib. XII s. v. (νάσκαφθον — εὐωδίαν); Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.).) [*](8 SIM. Pl. XII 98. Arr.] peripl. m. Er. 8.) [*](8 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.); Hes. s. v. κάγκαμον.) [*](18 SIM. Damocr. et Ruf. (Gal. XIV 117) Plut. de Is. et Os. 81 (383 c cf. ed. Parthey 278 sq.); Aet. XlII 99. 116; Paul. Aeg. VII 22 (fol. 299 Ald.) Ps. Orib. de simpl. V 76; cf. Papyros Ebers ed. Ioachim 180.) [*](3 num. cap. κγ QDiDl νάσκαφυν Orib.: νασκάνθον F (ind.): nacafton Dl: ναόκαφθον Salm. de hom. 182 νάκαφθον (θ superscr.) Orib.: nacafton Dl: νάρκυνθον Da καὶ τοῦτο om. Orib. 5 σκευαστικοῖς H 6 ὑπατμιζόμενον Paul. Aeg. l. s.: ὑποθυμιασθέν Q) [*](8 num. cap. κδ QDiDl σμύρνῃ προσεοικός HPaul. Aey. l. s. 9 βρομῶδες Q: εὐῶδες Paul. Aeg. ᾧπερ ὡς H: ᾧ reliqui: ᾧ καὶ Paul. Aeg. 12 ἢ] καὶ H 13 ἐπιληπτικοῖς καὶ σπληνικοῖς H 14 τε om. QDa) [*](18 num. cap κε QDiDl 22 κυπέρου FPlut. Ps. Orib. l. s.: κυπείρου reliqui cf. D. I 4 σταφίδων λιπαρῶν H 23 ἐκγιγαρτισμένης DiDa: ἐκγιγαρτημένης F: ἐκγιγαρτισμένων H δεκαδύο scripsi: ιβ libri)

29
μνᾶς πέντε, καλάμου ἀρωματίτου, ἀσπαλάθου, σχοίνου, ἑκάστου μνᾶν μίαν, σμύρνης δραχμὰς δεκαδύο, οἴνου παλαιοῦ ξέστας ἐννέα, μέλιτος μνᾶς δύο.