Dialexeis

Maximus of Tyre

Maximus of Tyre. Maximi Tyrii philosophumena. Hobein, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1910.

Λέγε, τίνας εἶδες καρποὺς ἐν τῷ λόγῳ; τίνας ἔλαβες; [*](2 μήπω sq. ut or. 30. 2g; 40. 3 g al. || 3 Κιμμερίῳ . . ἥλιον nam terram eorum tenebrae premunt vi or. 10. 9c; 16. 6 c τὰ δὲ Ὀδυσσέως sq. cf. lulian. ep. 53. 439 c Κιμμερίων ἀχλὺς || 4 τῷ ἠπειρώτῃ vi. ad or. 10. 5 i || 9 ὁ . . γεωργός sq. vi. or. 19. 4 f simil. modo opponuntur αἱ στεφηπλόκοι et αἱ μέλισσαι Plut. rect. rat. aud. 8 || 10 σκιάν cf. Aesopi fabul. 315 || 17 καρποὺς sq. cf. Plut. rect. rat. aud. 8 δεῖ τὸ πολὺ καὶ κενὸν ἀφαιροῦντα τῆς λέξεως αὐτὸν διώκειν τὸν καρπόν) [*](3 in mge κιμμέριοι (schol. rec.) R!) [*](2 μήπω μέ φ α (δ Δ) | ὦʼ τὰν Duebn. | ερη (sine acc. et spir.) | αὐτὸ ὂν Hob. αὐτὸν codd. αὐτὸ Dav. (Duk.) αὐτὸς Markl. (Duebn.) || 3 εἰδεῖν R | κιμερίω MN (pr. man.) || 7 ἀπισ- τεῖς φ α (θ) ἄπεστι Markl. (Duebn.) || 9 θεατὴς] ἐπαινέτης Markl. γεωργός, 〈κριτὴς〉 ὑγιής Heina. || 10 φυτῶν Ϛ (δ Δ) || 12 ὁδοι- πόρον 〈παρατρέχοντα, ἐπαινῶν〉 πλησιάζει φ α (δ) 13 νεμεσῶ 〈αὐτὸν τὸ〉 τῆς Reiske | παρατρέχον Reiske om. φ α (δ) 14 ἐπαινεῖν om. φ α (δ) | τὸν γεωργὸν Markl. || 17 λέγε 〈δή〉, τίνας Reiske)

302
πῶς ἔχοντας; ἐπειράθης, ἐξήτασας, εἰ τελεσιουργοὶ καὶ γόνιμοι ἑτέρων καρπῶν; ἐξέφυσέ τι σοι ἡ ψυχὴ ἀπʼ αὐτῶν χρηστὸν καὶ ἔγκαρπον; Ἢ ‘ὄγχνη μὲν ἐπὶ ὄγχνῃ γηράσκει’ (Hom. η 120), καὶ ἐπὶ μήλῳ μῆλον, καὶ σταφυλὴ

σταφυλῇ’ ἐπιφύεται, καὶ ‘σῦκον σύκῳ·’ λόγου δὲ ἄρα ἐφήμερος μὲν ἡ γένεσις, ἄσπερμος δὲ ὁ καρπός, καὶ οὐ τρόφιμος, οὐδὲ ἀνακιρνάμενος τῇ ψυχῇ, (Β 754) ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρεῖ, ἠΰτ᾿ ἔλαιον;

Ταύτην μοι διήγησαι τὴν γεωργίαν, τοὺς δὲ ἐπαίνους ἔα. Ἐὰν γὰρ ἀφέλῃς αὐτῶν τὴν χρείαν, ὑποπτεύω τὴν αἰτίαν, καὶ τὸν ἐπαινέτην ἐλεῶ, καὶ τὸν | ἔπαινον [*](109 a) μέμφομαι.