Περὶ ὀρθογραφίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ ὀρθογραφίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

Τὰ εἰϲ νοϲ ὀξύτονα παρώνυμα διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφετι, εἰ μὴ καιρὸν ϲημαίνει, οἷον δεινόϲ παρὰ τὸ δέοϲ δεινόϲ καὶ δεινόϲ, [*](not. 7, l. 2 Καδμλοϲ addi ex Choer. 229, 13 coll. Arc. 56, 2. l. 3 περὶ ποϲ. 291, 13 Διόμιλοϲ cum Lob. Proll. 117 not. 10 ser. Ἀνθόμιλοϲ. Eundem causam plenius profert Choer. 276, 23, minus accurate 220, 34, 229, 13, εὔειλοϲ cf. eundem 210, 6. Ep. Cr. 1 303, 7, An. Ox. 1I 326, 10 et 473, 13, ubi adduntur Καδμῖλοϲ, ναυτίλοϲ, προπῖλοϲ (scr. Πορϲίλοϲ), κτίλοϲ. l. 13 Choer. 227 16, Theogn. 62, 10, Arc. 54, 12. l. 16 περὶ ποϲ. 290, 28. l. 17 περὶ ποϲ. 291, 27 cf. Theogn. 63, 8, Lob. Rhem. 282, de δεῖμοϲ Choer. 195, 4, E. M. 261 14, de λιμόϲ Choer. 235, 12, de μῖμοϲ 240, 11, ϲιμόϲ 259, 1, φιμόϲ 272, 8. l. 26 Choer. 240, 11, περὶ ποϲ. 293, 26, Theogn. 65, 6. 1. 29 Theogn. 65 9 cf. Lob. Proll. 156 cum not. 2. l. 32 περὶ ποϲ. 297, 26. l. 34 περὶ ποϲ.)

447
κλεινόϲ, ἐλεεινόϲ καὶ ἐλεινόϲ, ὀρεινόϲ, βορεινόϲ, ἐρατεινόϲ, ποθεινόϲ, κελαδεινόϲ, ϲκοτεινόϲ, αἰπεινόϲ, εὐδεινόϲ, ψυχεινόϲ, ταπεινόϲ, φαεινόϲ, φωτεινόϲ καὶ τὸ κύριον ὄνομά ὁμοίωϲ Φωτεινόϲ διὰ διφθόγγου τὸ δὲ χειμερινόϲ, θερινόϲ, αὐρινόϲ, ὀπωρινόϲ ἐπὶ καιροῦ διὰ τοῦ ι· τὸ ταχινόϲ καὶ ἀληθινόϲ, ἁδινόϲ, πυκινόϲ οὐκ εἰϲὶ παρώνυμα, ἀλλ’ ἐξ ἐπιρρήματοϲ τοῦ τάχα καὶ ἄληθεϲ καὶ ἄδην καὶ πύκα. τὸ φυζακινόϲ λεπτακινόϲ διὰ τοῦ ι γραφόμενα οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν. ἀπὸ οὖν τοῦ φύζα τοῦ ϲημαίνοντοϲ τὴν φυγὴν γέγονε φυζεινόϲ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου καὶ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ακ γέγονε φυζακινόϲ διὰ τοῦ ι τὸ λεπτακινόϲ καὶ αὐτὸ γέγονεν ἀπὸ τοῦ λεπτόϲ, λεπτεινόϲ διὰ διφθόγγου καὶ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ακ λεπτακινόϲ διὰ τοῦ ι.

Τὰ διὰ τοῦ ινοϲ διϲύλλαβα προϲηγορικὰ διὰ τοῦ ι γράφεται, λίνοϲ, ϲχῖνοϲ, πρῖνοϲ, ϲπίνοϲ εἶδοϲ ὀρνέου, πίνοϲ ὁ ῥύποϲ, δῖνοϲ ἡ ϲυϲτροφή, γρῖνοϲ.

Τὰ διὰ τοῦ ινοϲ ὀνόματα διϲύλλαβα πρὸ μιᾶϲ τὸν τόνον ἔχοντα μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεοναϲμοῦ τὸ διὰ τοῦ ι γράφεται οἷον ϲχῖνοϲ, πρῖνοϲ, δῖνοϲ· τὸ δὲ ξεῖνοϲ διὰ διφθόγγου γράφεται· ὥϲπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ κενόϲ γίνεται κεινόϲ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ι οἶον «κεινὴ δὲ τρυφάλεια ἅμ’ ἕϲπετο χειρὶ παχείῃ» (Γ 376), τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ξένοϲ γέγονε ξεῖνοϲ. καὶ πάλιν οἱ Αἰολεῖϲ ξέννοϲ λέγουϲιν· μηδεὶϲ δὲ οἰέϲθω ὅτι τὸ ξέννοϲ ἀπὸ τοῦ ξεῖνοϲ γέγονεν· οὐδέποτε γὰρ οἱ Αίολεῖϲ τὸ ὸ πὸ πλεοναϲμοῦ ἀποβάλλουϲι καὶ διπλαϲιάζουϲι τὸ ϲύμφωνον οἷον ὁ κενόϲ γίνεται κεινόϲ καὶ οὐ λέγουϲι παρ’ αὐτοῦ κέννοϲ· ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ ξένοϲ γέγονε ξέννοϲ· καὶ γὰρ πολλάκιϲ καὶ ἐπὶ βραχείαϲ ϲυλλαβῆϲ ποιοῦνται τοῦ ϲυμφώνου διπλαϲιαϲμὸν οἷον Ἔννη ἔϲτι δὲ ὄνομα πόλεωϲ, θεράπων θεράπων. οὕτω καὶ ξένοϲ ξέννοϲ.

Τὰ διὰ τοῦ ινοϲ ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ πρὸ τέλουϲ τὸν τόνον ἔχοντα μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεοναϲμοῦ τὸ ι ἀποϲτρέφεται τὴν ει δίφθογγον καὶ πάντα ἐκτείνει τὸ ι καὶ προπεριϲπᾶται οἶον Ἀγαθῖνοϲ, Κωνϲταντῖνοϲ, [*](297, 28 et 298, 9 coll. Theogn. 65, 16 et p. 67, Choer. 190, 26, 194, 19, 231, 5 208, 28; 245, 29, 186, 2 210, 19. 179, 22; 207, 33, 279, 23, 268, 26. 273, 30. 179, 32 243, 2. de adiectivis ab adverbiis derivatis cf. praeter Choer. 179, 33 E. 5.17, 33, 58, 50, Ep. Cr. l 315 et 349, 26; 432, 23, ub1 additur ὡϲ δίψα διψηρόϲ πλεοναϲμῷ τοῦ ακ διψακηρόϲ ὅμα τῷ πλεοναϲμῷ ϲυϲταλέντοϲ τοῦ η, E. M. 801, 42. l. 12 Theogn. 65, 33. l. 15 Choer. Orth.190, 28 et 142, 15 geminum de Aeohico displasiasmo adnotamentum ex Herodiano profert E. M. 582, 43, unde post λέγουϲι l. 23 inserui παρ’ αὐτοῦ. l. 27 περὶ ποϲ. 297, 33 Choer. 170, 26, 197, 31 188, 15, 198, 1 et 3; 228, 18; 236, 14 et 19; 247, 9 et 13 260, 1. 264, 6 et 8, 276, 17 cf. Ep. Cr. 1 125, 13 ἐκεῖνοϲ: καθόλου αἰ ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν λήγουϲαι μονοπρόϲωποι ἀντωνυμίαι φιλοῦϲι διφθόγγῳ παραλήγεϲθαι οἷον αότόϲ, οὗτοϲ, ὁ δεῖνα· ϲεϲημείωται τὸ ὅδε «ἀλλ’ὅδ ἀνὴρ έθελεια» (Α 287). πρόϲκειτοι ὑπέρ μίαν ϲυλλαβὴν διὰ τὸ μίν καὶ νίν. πρόϲκειται μονοπρόϲωποι, ἐπειδὴ δεύτερον καὶ πρῶτον (pro τρίτον) πρόϲωπον κατὰ ἀκολουθίαν οὐκ ἔχουϲιν. E. M. 793, 45. Verbis canonis μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεοναϲμοῦ τὸ ι sigmificari videtur scriptura Ἀγαθψῖνοϲ, Ἱππαρεῖνοϲ Lobeckio Proll. 191, sed quum haec scripura ipso canone reprobetur, potius ex sequente canone ea verta in hunc rrepsisse suspicor.)

448
Ϲαβῖνοϲ, Ἐχῖνοϲ, Ἀκραγαντῖνοϲ, Πραξῖνοϲ, Ἐρυθῖνοϲ, Καλλῖνοϲ, ατῖνοϲ, Λεοντῖνοϲ, ἶρηξῖνοϲ, παλλακῖνοϲ, Τελεϲῖνοϲ, Ταυρῖνοϲ, Χαρῖνοϲ. τὸ δὲ καρκίνοϲ βραχὺ ἔχει τὸ ι καὶ προπαροξύνεται. πρόϲκειται «  ὀνόματα» διὰ τὴν ἐκεῖνοϲ ἀντωνυμίαν. αὕτη γὰρ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται καὶ προπεριϲπᾶται.

Τὰ διὰ τοῦ ινο προπαροξύτονα διὰ τοῦ ῖ γράφεται, φήτινοϲ, λίθινοϲ, δρύινοϲ, ξύλινοϲ, κόφινοϲ, ἀνθρώπινοϲ, κάμινοϲ,ἔνδινοϲ ὅθεν ἔνδινον. πλὴν εἰ μὴ ὦϲιν ἀπὸ ἁπλοῦ ἔχοντα τὴν ει δίφθογγον οἷον ἀπὸ τοῦ ξένοϲ γίνεται ξεῖνοϲ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ι καὶ ἐκεῖθεν εὔξεινοϲ καὶ ἀπὸ τοῦ πεῖνα ὀξύπεινοϲ.

Πάντα τὰ εἰϲ ποϲ λήγοντα ὀνόματα παρὰ τὸν ἵππον γινόμενα διὰ τοῦ ι γράφεται οἰον Χρύϲιπποϲ, Ἀρίϲτιπποϲ, Ἕριμπποϲ. καὶ τὰ θηλυκὰ ὡϲαύτωϲ οἰον Ξανθίππη, Λευκίππη, Μελανίππη.

Τὰ εἰϲ κρδϲ γινόμενα διϲύλλαβα εἴτε κύρια εἴτε μὴ κύρια ἀποϲτρέ`φεται τὴν ει δίφθογγον, μικρόϲ, πικρόϲ, ῖγκροϲ. Τὰ εἰϲ ροϲ ἔχοντα προηγούμενον ϲύμφωνον εἴτε διϲύλλαβα εἴτε ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ἀποϲτρέφεται τὴν ει δίφθογγον, Ἴμβροϲ ὄνομα πόλεωϲ, Κίμβροϲ ἐθνικόν, λιβρόϲ ἡ ϲκοτεινὴ νύξ, φιτρόϲ,δικροϲ, ἶγκροϲ ὁ ἐγκέφαλοϲ, λίϲτροϲ ὁ ξυϲτήρ.

Τὰ διὰ τοῦ ιροϲ διϲύλλαβα κύρια καὶ βαρύνεται καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται οἰον Ἶροϲ, εἰ καὶ παρὰ τὸ εἴρειν κοὕνεκ’ ἀγγέλεϲκε κιών ὅτε κέν τιϲ ἀνώγοι» (ϲ 7), Πῖροϲ ὄνομα ποταμοῦ, Τίροϲ ὄνομα ποταμοῦ, Ϲκίροϲ τὸ κύριον, μεθ’ ὧν ἱρόϲ ὁ ἱερόϲ, λιρόϲ ὁ ἀναιδήϲ, ϲιρόϲ τὸ προϲηγορικὸν ὁ κατώγειοϲ οἰκὸϲ.

Τὰ διὰ τοῦ ἑιροϲ προπαροξύτονα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται, οἷον μάϲϲω μάγειροϲ, πέπτω πέπειροϲ, ὀνῶ τὸ ὠφελῶ ὄνειροϲ, ἀῖϲϲω αἴγειροϲ, ηδω Ἄνδειροϲ ὄνομα ποταμοῦ. κονῶ όνειροϲ ὄνομα ἔθνουϲ, καίω καυϲτειρόϲ, οἰϲ ἴϲωϲ ϲυνέδραμε τὸ Κάβειροι, ὅπερ Ἀλεξίων καὶ Φιλόξενοϲ διὰ τοῦ ι, ἡ δὲ παράδοϲιϲ δίφθογγον ἔχει.

[*](6 Choer. 170, 30; 201, 11; 246, 17. 1. 11 περὶ ποϲ. 290. 14. 1. 14 Ϲhoer. 239, 16, Arc. 74, 4. 1. 16 Choer. 235, 6; 239, 16. E. M. 387, 40. l. 20 Theogn. 69, 31, Arc. 68, 12; Ep. Cr. 1 210, 6, unde Ιροϲ explevi. ln E.M. 475, 93 τὰ διὰ τοῦ ιροϲ διϲύλλαβα κύρια καὶ βαρύνονται καὶ διἀ τοῦ ι γράφονται οἰον Κίροϲ ὄνομα κύριον, Πῖροϲ ὄνομα ποταμοῦ, καὶ Τίροϲ ὄνομα ποταμοῦ, λίροϲ ποταμὸϲ Φρυγίαϲ. ϲκῖροϲ ὁ γύψοϲ. Ϲβῆροϲ (? Ϲῆροϲ) δὲ ὄνομα κύριον. πρόϲκειται κύρια διὰ τὸ λῆροϲ η φλυαρία καί νειρόϲ ὀξύτονον. οὐκ ἔϲτι δὲκύριον. ϲημαίνει δὲ τὸν ὁρμητικόν. praeter vocabula, quae Theogn. et  Arcad. proferunt, Κίροϲ et Μίροϲ propria proponuntur omisso Ϲκίροϲ ex appellativis ϲκῖροϲ ὁ γνψοϲ, quod ap. Hesych. ϲκεῖροϲ scriptum est, et adiectivum νειρόϲ, quod Hesych. explicat ϲψοδρόϲ, ἔϲχατοϲ. Hinc apparet grammaticum E. Magni non ab omni parte Herodianea tradere, sed suspicio oritur Herodianum eoam quaedam vocabδula per ει scribi adnotasse, licet id fortasse non probaret. De ίρόϲ ef. Choer. 223, 33, de λιρόϲ 235, 3 et 238, 25. l. 25 Theogn. 71, 19, E. M. 28, 39, Choer. 177, 29 245, 7, E. Orion. 17, 14. Ep. Cr. 1 306, 6 ubi τὰ διὰ τοῦ ειροϲ ῥήματα (scr. ῥηματικὰ δίφθογγον (οὐκ omittendum) ἔχει. cf. supra C 15, 16, 17.)
449

Τὰ διὰ τοῦ ιροϲ ἐπὶ πόλεωϲ λεγόμένα καὶ μὴ οὐδέτερα διὰ τοῦ ι γράφεται, ίϲτιροϲ, Ϲτάλιροϲ, Κύϲτιροϲ, Δύϲιροϲ, Ϲίτιροϲ, Βεδύϲιροϲ. Κάμιροϲ ὄνομα πόλεωϲ. τὸ ἤπειροϲ οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν. οὐκ ἐπὶ πόλεωϲ γὰρ ἀλλ’ ἐπὶ χωρίου. οὕτε τὸ Ϲτάγειροϲ· ἔχει γὰρ οὐδέτερον τὰ Ϲτάγειρα. κατὰ δὲ τὴν παράδοϲιν διὰ τοῦ ι γράφεται. τὰ δὲ ἄλλα πάντα διὰ τῆϲ ει γράφεται, μάτειροϲ, Κάμειροϲ (sc. ὁ ἥρωϲ) χωρὶϲ εἰ μὴ ὦϲιν ἀπὸ διϲυλλάβου οἷον ἄϊροϲ.

Τὰ διὰ τοῦ ιϲοϲ διϲύλλαβα κύρια μονογενῆ βαρύτονα διὰ μακροῦ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουϲαν οἰον Κρῖϲοϲ, Νῖϲοϲ, Ἶϲοϲ, Κῖϲοϲ, Πῖϲοϲ.

Τὰ εἰϲ ιϲϲοϲ ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ διὰ τοῦ ι γράφεται οἷον κυπάριϲϲοϲ, νάρκιϲϲοϲ, Μέλιϲϲοϲ, λύρμιϲϲοϲ, Βόλιϲϲοϲ, Ἀρχέμιϲϲοϲ ὄνομα ποταμοῦ, περιϲϲόϲ.

Τὰ εἰϲ ἱϲοϲ ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ὀξύτονα καὶ βαρύτονα διὰ τοῦ ι γράφεται, ίηφιϲόϲ, ἰλιϲόϲ, εδριϲόϲ, Ἀμιϲόϲ, Ἀμνιϲόϲ, Ἄρνιϲοϲ, Λάριϲοϲ, Μήριϲοϲ, Μάριϲοϲ, Πάμιϲοϲ, Κρίμιϲοϲ,Μόρμιϲοϲ,Nάιϲοϲ, ὕριϲοϲ. τὸ δὲ παράδειϲοϲ ἀπὸ τοῦ δεῖϲα ἔχει τὴν ει δίφθογγον.

Τὰ διὰ τοῦ ιϲοϲ ἐπὶ ποταμῶν ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται Ἰλιϲόϲ, Κηφιϲόϲ, Ἀμνιϲόϲ. εἰ δέ τι βεβαρυτόνηται, τοῦτο παρώνυμον ὤφθη ἀπὸ θηλυκοῦ Ἄρνιϲοϲ Ἄρνιϲα, άριϲοϲ Λάριϲα.

Τὰ εἰϲ ϲτοϲ ὑπερθετικὰ διϲύλλαβα ὄντα φυλάττει τὴν δίφθογγον, λῶν λῷϲτοϲ, ῥᾴων ῥᾷϲτοϲ, μείων μεῖϲτοϲ, πλείων πλεῖϲτοϲ. εἰ δὲ εἴη ὑπὲρ δύο ϲυλλαβάϲ, ἀποβάλλει τὸ ε, ἀρείων ἄριϲτοϲ, χερείων χείριϲτοϲ.

Τὰ διὰ τοῦ ιτοϲ ἀποϲτρέφεται τὴν ἑι δίφθογγον οἶον ἄτιτοϲ ὁ ἀτιμώρητοϲ, ἀκόνιτοϲ, Ἐπαφρόδιτοϲ, ἀδήριτοϲ, ϲῖτοϲ, μίτοϲ, λιτόϲ, Τρῖτοϲ, ῥῖτοϲ· δεῖ προϲθεῖναι χωρὶϲ τοῦ κλειτόϲ ὁ εὔδοξοϲ καὶ τὰ παρ’ αὐτό· ταῦτα γὰρ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται οἶον πολύκλειτοϲ, ἀγάκλειτοϲ, Ἡράκλειτοϲ. τὸ δὲ ἄϲειϲτοϲ πολύϲειϲτοϲ οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν, ἐπειδὴ οὐκ ἔϲτι διὰ τοῦ ιτοϲ ἀλλὰ διὰ τοῦ ειϲτοϲ.

Τὰ εἰϲ φοϲ μονογενῆ μὴ ὄντα οὐδέτερα ἁπλᾶ μὴ ὄντα Ἰταλικὰ ἑνὶ φωνήεντι θέλει παραλήγεϲθαι οἰον λόφοϲ, ζόφοϲ, κέκφοϲ, ϲέρφοϲ, γρῖφοϲ, ἔριφοϲ,Τήλεφοϲ, Κίνυφοϲ, Ϲέριροϲ. πρόϲκειται «μονογενῆ» διὰ τὸ ὁ [*](l. 1 E. M. 488, 7, Theogn. 71, 33, ubi de Πύϲτιροϲ· τοῦτο καὶ διὰ διφθόγγου γράφεται, Choer. 259, 22, ubi idem de urbibus canon atque in E. M. proponitur, unde κατὰ δὲ τὴν παράδοϲιν διὰ τοῦ ι γράφεται addidi. περὶ ποϲ. 283 10 de ἤπειροϲ Choer. 217, 7, An. Ox. II 327, 1. 1 8 Theogn. 72, 13. 1.11 Theogn. 73, 5, Arc. 77, 9. 1 14 Theogn. 73, 12, Arc. 77, 14, παρόδειϲοϲ ex Choer. 251, 17 apposui. l. 18 Choer. 172, 12; 220, 26, 228, 25 verba εἰ δέ τι l. usque ad finem ipse addidi, quum ex superiore canone appareat hunc non plenum esse praetermissis barytonis fluviorum nominibus. cf. Lob. Proli, 414. l. 21 E. M. 676, 13, An. Paris. Ill 398, 20. 1. 25 περὶ ποϲ. 293, 3, Theogn. 74, 25 et 75, 21, Arc. 79, 3 et 82, 8, E. M. 703, 15, Choer. 170, 4, 180, 29 238, 12, 252, 26, 256, 16, 257,12. ct. fr. 44 1. 31 Choer. 257, 3, 188, 5 περὶ ποϲ. 294, 1, Theogn. 76, 13.)

450
κοῦφοϲ, ἡ κοῦφοϲ τὸ κοῦφον· «μὴ ὄντα » δὲ «οὐδέτερα » διὰ τὸ λαῖφοϲ· κἁπλᾶ » δὲ διὰ τὸ φιλοῖφοϲ ὁ ϲυνουϲιαϲτήϲ· «Ἰταλικὰ » δὲ διὰ τὸ Ῥοῦφοϲ.

Τὰ εἰϲ φδϲ λήγοντα οὐ θέλει τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγεϲθαι οἱον τρῖφοϲ, ἔριφοϲ, Κίνυφοϲ, Ϲέριφοϲ, ξίφοϲ, ϲτῖφοϲ.

Τὰ εἰϲ βοϲ οὐ θέλει τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγεϲθαι οἰον Ϲωτήρχοϲ, Ἰάμβλιχοϲ, Φρύνιχοϲ, ὅϲϲιχοϲ, μείλιχοϲ ὁ πράοϲ, δόλιχοϲ τὸ ὄϲπριον, δολιχόϲ ὁ μακρόϲ· τάριχοϲ, λέγεται δὲ καὶ ἀρϲενικῶϲ καὶ οὐδετέρωϲ. δεῖ προϲθεῖναι χωρὶϲ τοῦ τεῖχοϲ καὶ τῶν παρ’ αὐτοῦ, εὔτειχοϲ, δίτειχοϲ, καλλίτειχοϲ. ταῦτα γὰρ διὰ τῆϲ εἰ γράφεται.

Πρὶ τῶν εἰϲ ῦϲ.