Περὶ παθῶν

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

429. E. M. 477, 18, Choer. Epim. in Psalm. 162, 13: ποταμόϲ. παρὰ τὸ ποτάζω ποτάϲω ποταϲμόϲ ποταμόϲ. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

430. E. M. 714, 34: ϲῖτοϲ. λέγει ὁ τεχνικόϲ, ὅτι ὥϲπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐργαϲτήϲ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ϲ ἐργάτηϲ βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεϲποϲτήϲ δεϲπότηϲ οἰϲτόϲ οἷτοϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ϲέϲειϲται ϲειϲτόϲ· ἀποβολῇ τοῦ ϲ καὶ ε ϲῖτοϲ.

431. E. M. 258, 7: δεϲπότηϲ: παρὰ τὸ δεϲπόζω δεϲπόϲω δεδέϲποκα δεδέϲποϲμαι τὸ τρίτον δεδέϲποϲται· δεϲποϲτήϲ ἐξ αὐτοῦ καὶ τῇ ἐλλείψει τοῦ ϲ ἀνεβιβάϲθη ὁ τόνοϲ.

432. E. Or. 29, 1: ἀγαθόϲ. παρὰ τὸ ἀγῶ τὸ θαυμάζω, οὗ παραγωγὸν ἄγημι, ὅθεν ἄγαμαι παθητικόν· παρὰ δὲ τὸ ἀγῶ ἀγάζω γίνεται, ὡϲ ϲκεδῶ ϲκεδάζω· ἀφ’ οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ἀγαϲτόϲ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ϲ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰϲ θ ἀγαθόϲ ὡϲ ἐπὶ τοῦ κρεμῶ κρεμάϲτρα κρεμάθρα. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ. ὁ δὲ Φιλόξενόϲ φηϲι ϲύνθετον αὐτὸ παρὰ τὸ ἄγαν θεῖοϲ καὶ ϲυνθέϲει καὶ ϲυγκοπῇ ἀγαθόϲ· ὅθεν οὐ λέγεται ἀγαθώτεροϲ, ἵνα μὴ ὦϲιν δύο ἐπιτάϲειϲ, ἀπὸ τοῦ ἄγαν καὶ τῆϲ ϲυγκριτικῆϲ παραγωγῆϲ.

433. Epim. Ϲr. An. Paris. II 329, 11: θυγάτηρ παρὰ τὸ θύειν κατὰ γαϲτέρα καὶ ὁρμᾶν. λέγεται τὰ θήλεια τάχιον κινεῖϲθαι ἐν γαϲτρὶ ὄντα. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

434. E. M. 557 , 26. λάταξ: παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ϲτάζω ϲτάξω ϲτάξ καὶ λάταξ ἡ μεγάλη ϲταγὼν. Ἡρωδιανόϲ.

[*](ad fr. *428. cf. Arcad. 110, 11 τὸ κόμη βαρύνεται ἁπὸ τοῦ κόϲμοϲ. γεγονυῖα, κόϲμη γάρ. cf. An. Par. III 317, 10.)[*](ad fr. 429. addit ποταϲμόϲ ex Il. Pr. Ω 228 τὸ ποταμὸϲ ἐγένετο παρὰ τὸ ποταϲμὸϲ καθ’ ὑφαίρεϲιν τοῦ ϲ.)[*](ad fr. 430. Quamquam Choer. Orth. 25. 12 simila habet (non memoratur tamen δεϲπότηϲ) et ob id τεχνικὸϲ Choeroboscus signifcari potest, tamen quominus ex ipso Herodiano hoc excerptum credatur, nihil obstat et vol s Choeroboscus intelligendus sit, nihil interest , quum is Herodianum ut in ceteris sic etiam hic exscripserit. Herodianeam originem comprobat etiam E. Orion. 146, 20 ubi inter alia Horodianea legitur: ϲῖτοϲ παρὰ τὸ ϲείω ϲειϲτόϲ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ϲ καὶ ἐναλλαγῇ τόνου ϲῖτοϲ ὡϲ ἐργαϲτὴϲ ἐργάτηϲ.)[*](ad fr, *431. Hoc et superiore fr. et Il. Pr, Λ 659, ubi disorte hypbesi literae ϲ accentum retrahi docetur, ab Herodiani profectum esse ostenditur.)[*](ad fr. 32. In initio τινέϲ omisi ut ab epitomatore appositun oblito se postea nomen auctoris addere. Landem originationem habet Choer. Dictat. 72, 29 tacito, ut solet , auctoris nomine.)
301

435. E. M.646, 37: πᾶα: τὸ πᾶα, ὡϲ λέγει Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν, ἀπὸ τοῦ πᾶϲα γίνεται.

436. EM. 678, 44: ποῖ: παρὰ Ἀργείοιϲ ἀντὶ τοῦ ποτί ἀφαιρέϲει τοῦ τ, εἶτα ϲυνόδῳ. περὶ παθῶν.

437. Choer. 268, 1 et 280, 25: τὸ τ πέφυκε ἐλλείπειν ἐν τῇ γενικῇ οἷον τάλαντοϲ τάλανοϲ, μέλοντοϲ μέλανοϲ. ὅτι δὲ τοῦ μέλαϲ μέλοντοϲ ἦν ἡ γενική, δηλοῖ τὸ κμελαντείουϲ δ’ ἐπὶ πέτραϲ» διὰ τοῦ ἐξενεχθὲν καὶ τὸ «μελάντερον ἠύτε πίϲϲα» (Δ 277) ὅτι δὲ καὶ τοῦ τάλαϲ τάλαντοϲ ἦν ἡ γενική, δηλοῖ ὁ Ἱππῶναξ εἰπὼν «τί τῷ τάλαντι Βουπάλῳ ϲυνῴκηϲαϲ καὶ ὁ Ἀντίμαχοϲ δὲ γινώϲκει τὴν διὰ τοῦ ντ κλίϲιν, ἐν οἶϲ φηϲιν «οἱ δὲ τὸν αἰνοτάλαντα κατέϲτυγον».

Choer. 386, 3. ἐπειδὴ τὰ εἰϲ αϲ λήγοντα οὐδέτερα πεφύκαϲι πολλάκιϲ. γενέϲθαι καὶ εἰϲ οϲ οἷον δέραϲ δέροϲ, κῶαϲ κῶοϲ, γῆραϲ γῆροϲ, τὰ δὲ εἰϲ οc οὐδέτερα διὰ καθαροῦ τοῦ οϲ κλίνονται οἷον βέλοϲ βέλεοϲ, τεῖχοϲ τείχεοϲ, εἰκότωϲ καὶ ταῦτα τὰ εἰϲ αϲ οὐδέτερα ἔϲχον ἀφορμήν, ὡϲ γινόμενα καὶ εἰϲ οϲ, τοῦ ἔχειν διὰ καθαροῦ τοῦ οϲ τὴν γενικήν καὶ τούτου χάριν ἀποβάλλουϲι τὸ τ οἱ Ἴωνεϲ οἷον κρέατοϲ κρέαοϲ, γήρατοϲ γήραοϲ, κέρατοϲ κέραοϲ.

439. E. M. 593, 34: μυελόϲ παρὰ τὸ ἐν τῷ μυχῷ εἰλεῖϲθαι, μνχελόϲ τιϲ ὤν.

435a. Herod. ap. Thoogn. 158, 19: ἐπὶ τῶν βακχευτικῶν ἐπιρρημάτων ἔϲθ· ὅτε τὸ δαϲὺ πνεῦμα ἀλόγωϲ ἐν τῇ ληγούϲῃ ϲυλλαβῇ ὁρᾶται ὡϲ ἔχει τὸ εὐοῖ εὔἁν εὐα τὸ γὰρ λέγειν, ὅτι εὖ ϲοι ἦν καὶ κατ’ ἕλλειψιν τοῦ ϲ γέγονεν εὖ ο καὶ κατὰ ϲυναφὴν εὐοῖ ἀμφίβολον, εἰ μὴ ἄρα παρὰ τὸ εὐοῖ ὁ Εὔιοϲ παρῆκται.

[*](ad fr. 434. pro subscriptione Ἡϲίοδοϲ secundum Ruhnkenii suspicionem exhibui Ἡρωδιανόϲ, idem fere suppresso auctore habent Eustath. 1170, 53 et Choer. 304, 25 in loco, qui simillimus est Dichr. 283, 25.)[*](ad fr. *437 cf. etiam Ep. Cr. 275, 8.)[*](ad fr. 439. Boe Herodianeum iudico, quia Arcadius p. 55 vocabula in ελοϲ gravari tradit nisi affecta sint et hanc ob causam notat oxytona ὀβελόϲ, quod prosthesi auctum est, et μυελόϲ, quod collato nostro loco Herodianus ellipsi affectum iudicavit)[*](ad fr. [435a]. cf. insignem locum E. M. 391, 15, ubi ellipsis literae c statuitur, quem ex Apollonii Dyscoli περὶ πνευμάτων libro manasse suspicatur Ahrens de dial. Dor. p. 75. ef. Pros. Cath. 503, 13 et Uhligium Mus. Rhen. XIX p. 34 seqq)
302

440. E. M. 620, 36: «ὅκκα δὲ γυνὰ εἴην »· παρ’ Ἀλκμᾶνι (fr. Bergk). τὸ ὅτε ὄκα λέγει ἡ διάλεκτοϲ, εἶτα διπλαϲιάϲαϲα ὄκκα. περὶ. παθῶν.

441. E. M. 582, 43: μέλλιχοϲ: κακῶϲ λέγουϲιν οἱ λέγοντεϲ μέλλιχοϲ γίνεϲθαι παρὰ τὸ μείλιχοϲ ὡϲ κείρω κέρρω, ὡϲ λέγει ὁ Ἡρωδιανόϲ, ὅτι οὐδέποτε οἱ Αἰολεῖϲ ἐπὶ τοῦ πλεοναϲμοῦ τοῦ ι ἀναδιπλαϲιάζουϲι τὰ ϲύμφωνα οἶον τὸ κενή γίνεται κεινή καὶ οὐ γίνεται παρ’ αὐτοῦ κέννη· τὸ γὰρ ξέννοϲ οὐκ ἀπὸ τοῦ ξεῖνοϲ, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ ξένοϲ ἐϲτίν· ἐπὶ γὰρ τῶν βραχειῶν ϲυλλαβῶν ποιοῦϲιν τοῦ ϲυμφώνου ἀναδιπλαϲιαϲμὸν οἷον θεράπων θεράπων, ἔνη ἔννη, ἔϲτι καὶ ὄνομα πόλεωϲ.

442. E. M. 344, 1: ἔννη: ἔϲτι νῶ, ϲημαίνει τὸ νήθω· ὁ παρατατικὸϲ καὶ ἐπὶ πρώτηϲ ϲυζυγίαϲ καὶ ἐπὶ δευτέραϲ. εἰ γάρ ἐϲτι νώμενοϲ ὡϲ κλώμενοϲ, δηλονότι ἐϲτὶ δευτέραϲ· τοῦ νῶ παρατατικὸϲ ἔνων ἔνηϲ ἔνη καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ν ἔννη. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

443. E. M. 659, 48: Πελοπόννηϲοϲ: δύναται καὶ τοῦτο πλεοναϲμῷ ἔχειν τὸ ν. παρὰ γὰρ τὴν Πέλοποϲ γενικήν· ὡϲαύτωϲ καὶ τὸ Προκόννηϲοϲ ἀπὸ τοῦ Προκόνηϲοϲ. περὶ παθῶν.

444. E. M. 579, 25: Μεννέαϲ. ὡϲ παρὰ τὸ θράϲοϲ Θραϲέαϲ καὶ θάλοϲ Θαλέαϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ μένοϲ Μενέαϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ν Μεννέαϲ.

445. E. M. 135, 40: ἀργεννόϲ: ὁ λευκόϲ· παρὰ τὸ ἀργόϲ γίνεται ἀργεινόϲ ὡϲ ἐρατόϲ ἐρατεινόϲ καὶ ἀργεννόϲ ἐνδείᾳ μὲν τοῦ ι, πλεοναϲμῷ δὲ τοῦ ν.

440a. Arcad. 34, 1: τὸ ἄγγριϲ ἡ ὀδύνη δεδιπλαϲίαϲται.

440b. Ι. Pr. Ε 203: ἄδδην: Νικίαϲ διὰ δύο δ γράφει διὰ τὸ μέτρον ὁμοίωϲ τῷ κύον ἀδδεέϲ» (ll. 5 481) καὶ ψιλοῖ. Ἀρίϲταρχοϲ δὲ δι’ ἑνὸϲ δ καὶ βραχέωϲ καὶ δαϲέωϲ.

[*](ad fr. 441. Verba οἱ λέγοντεϲ usque al κέρρω ex superioribus supplevi: adhibui praeterea L. Sorb. ap. Bastium ad Gregor. p. 610. Simillima docet Choer. Ortt. 242, 15 et quos citat Ahrens de dial. Aeol. p. 62 not. Caeterum Herodianus κέννοϲ non abiudicat Aeolibus, ut Ahrens putat, sed id tantum dicit κέννη non a κεινή formari. cf. Ttetsz. in Schol. ad Hesiod. p. 260, 32 266,6 et 420,23.)[*](ad fr. 443 cf. Strab. XIII 618 et Mein. ad St. B. 121, 12 Ἀρκόνηϲοϲ, qui duplex vv in nominibus a vocabulis tertiae declinationis compositis locum habere, simplex in reliquis perhibet.)[*](ad fr. *445. Quae in E. M. sequuntur, ubi traditur i in v mutari, sunt ex. Heraclide ap. Eustath. cf. Ahrens de dial. Dor. p. 164.)
303

446. Choer. Orth. 233, 9: κτείνω. οἱ Αἰολεῖϲ κτενῶ λέγουϲιν ἀποβάλλοντεϲ τὸ ι καὶ διπλαϲιάζοντεϲ τὸ ϲύμφωνον ὡϲ κείρω κέρρω.

448. Choer. Ortt. 259, 7: ϲίνονται: διὰ τοῦ ι· οἱ γὰρ Αἰολεῖε ϲίννονται λέγουϲι καὶ οὐχὶ ϲέννονται.

449. Choer. Orth. 209, 12: εἷμα: ἔμμα φαϲὶν οἱ Αἰολεῖϲ ἀποβάλλοντεϲ τὸ καὶ διπλαϲιάζοντεϲ τὸ ϲύμφωνον ὥϲπερ κείρω κερῶ καὶ φθείρω φθερῶ.

450. E. M. 65, 40. Πέρραμοϲ: Πρίαμοϲ Αἰολικῶϲ· πότε δύο ρρ καὶ πότε ἕν ; καὶ ἔϲτιν εἰπεῖν, ὅτι, ἐὰν ϲύμφωνον ἐπιφέρηται ἕν οἷον τρίτοϲ τέρτοϲ, οὐκέτι δύο ρρ· οὐ γὰρ ἠδύνατο δύο ρρ· καί γε ἐὰν μὲν ᾖ καθαρόν, δύο· ἐὰν δὲ ϲύμφωνον, ἕν, οἷον κοπρία κόπερρα ὑπερθέϲει, Πρίαμοϲ Πέρραμοϲ. περὶ παθῶν.

451. E. M. 587, 12: μετέρα· τοῦτο τὸ πάθοϲ τῆϲ Αἰολικῆϲ ἐϲτι διαλέκτου οἷον «αἰτιάο(?) τὰ μέτερα.» ὁ γὰρ μέτριοϲ μέτερροϲ παρ’ αὐτοῖϲ εἴρηται.

452. Ep. Cr. I 45, 13. ἀλλότεροϲ: ἐπὶ τούτου οὐκ ἔϲτι παραγωγή, ἀλλ’ ὑπέρθεϲιϲ Αἰολίδοϲ διαλέκτου, ἣ τὸν Πρίαμον Πέρραμον λέγει καὶ τὴν κοπρίαν κόπερραν· ἀλλότριοϲ οὖν ἦν καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν γέγονεν ἀλλότεροϲ.

453. E. M. 262, 53, Choer. Ortt. 194, 10: ἐκ τοῦ δέρω δέρη καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ι δειρή· οἱ μέντοι Αἰολεῖϲ δέρα λέγουϲι καὶ κατὰ μεταϲχηματιϲμὸν δέρριϲ.

454. S. B. 210, 18: οἱ Περραιβοὶ Αἰολεῖϲ ὄντεϲ ἐδίπλουν τὰ ϲύμ [*](ad fr. 446. Hoc et sequentia fragmenta ex Choer. Orth. recepi. Nam quamquam ex Herodiani Orthographia propter scripturam per ει vel ι deprompta videntur, tamen fragmenta Herodiani nomine subscripta dubitari non sinunt, quin Herodian. etiam in libro περὶ παθῶν huiuscemodi praecepta proposuerit. ef. Ahrens de dial. Aeol. p. 5 2 et 53 cum notis.) [*](ad fr. 449. et. Herod. Mon.. 43, 9 ἔρρω· οὐδὲν ῥῆμα λῆγον εἰϲ ρ διϲύλλαβον κατὰ τὴν τῶν ποιητῶν χρῆϲιν καὶ τῶν πεζῶν ἔχει τὴν πρὸ τέλουϲ ϲυλλαβήν εἰϲ p καταλήγουϲαν, ἀλλὰ μόνον τὸ ἔρρω. — τὰ δὲ τοιαῦτα Αἰολικὰ ἦν ἔχοντα κοινά, ἱμέρρω, ἀγέρρω, οἰκτίρω, ὀλοφύρω. εἴπερ οὖν Αίολικόν, ζητητέον τί αὐτοῦ ἧν κοινόν. οὐ γὰρ αὐτὸ τὸ φθείρω, ὡϲ οἴονταί τινεϲ.) [*](ad fr. 450. cf. Ahrens de hal. Aeol. p. 55 seq. cum not. 24.) [*](ad fr. *452. Etiam hoc praeceptum hic posui, quamquam de duplicata litera. p in hac voce nullum disertum testimonium monente Αhrensio (p. 56) adest, ne similis discerperem.) [*](ad fr. 453 cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 59 cum not. 39. Caeterum hanc materiam delibavimus tantum hoc loco plenior Orthographiae reservantes.)

304
φωνα Περραιβοὺϲ ἑαυτοὺϲ καλοῦντεϲ καὶ πόλιν Γόννον διὰ δύο νν τὴν πόλιν. γόννα γὰρ οἱ Αἰολεῖϲ τὰ γόνατα.

455. E. M. 381, 22 (Ep. Cr. 1 137, 6). ἔϲϲεται. τετραχῶϲ προφέρεται· ἔϲεται δι’ ἑνὸϲ ϲ κοινῶϲ, ἔϲϲεται διὰ δύο ϲϲ ποιητικῶϲ· οἱ γὰρ Ϲικελοὶ τὰ ἐπὶ μελλόντων ῥήματα, προηγουμένων βραχέων φωνηέντων, διπλαϲιάζουϲι τὸ ϲ, τελέϲϲω λέγοντεϲ· ὁμοίωϲ καὶ τὸ ἔϲω ἕϲϲω. ἐκ τοῦ ἔϲεται γίνεται ϲυγκοπῇ ἔϲται. λέγεται καὶ ἐϲϲεῖται Δωρικῶϲ Ἰλιάδοϲ B (393) «οὔ οἱ ἄρκιον ἐϲϲεῖται φυγέειν κύναϲ». τοῦ δὲ ἐϲϲεῖται ὁ κανών· ἐπὶ τῶν μέϲων μελλόντων οἱ Δωριεῖϲ παρεντιθέντεϲ τὸ ι προπεριϲπωμένωϲ προφέρουϲιν οἷον πλευϲεῖται, ῥευϲεῖται, ἐϲϲεῖται.

456. Choer. Dict. 608, 12. ὁ πρῶτοϲ ἀόριϲτοϲ ἢ φύϲει μακρᾷ θέλει παραλήγεϲθαι οἶον ἐποίηϲα ἐϲτεφάνωϲα, ἐδάνειϲα, ἢ θέϲει μακρᾷ οἷον ἔνυξα, ἔπλιξα, ἔγραψα, ἔκοψα ἢ καὶ φύϲει καὶ θέϲει μακρᾷ οἷον ἤλειψα ἤμειψα, ὅθεν ἀναλογώτεροί εἰϲιν οἱ ποιηταὶ ἐπὶ τῶν ἐχόντων ἕν c καὶ βραχὺ παραληγομένων ἀναδιπλαϲιάζοντεϲ τὸ ϲ οἷον ἐτέλεϲα ἐτέλεϲϲα, ἐϲύριϲα ἐϲύριϲϲα, ἐγέλαϲα ἐγέλαϲϲα, ἵνα εὑρεθῇ μακρὰ ἡ παραλήγουϲα.

457. Ep. Cr. I 218, 18: κονίῃϲι. ἡ διὰ τοῦ ϲι ἐπέκταϲιϲ εἰ μὲν ἔχει δύο ϲϲ, ἕν τὸ φωνῆεν θήρεϲϲι, κύνεϲϲι, εἰ δὲ δύο φωνήεντα, ἕν τὸ ϲ

455a. Arcad. 76, 15: τὸ κάϲϲοϲ ἀπὸ τοῦ κάϲοϲ γίνεται κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ϲ.

[*](ad fr. *455. Ι. Pr. B 393 ex Lehrsii emendatione: προπεριϲπαϲτέον τὸ ἐϲϲεῖται· οὐ γὰρ προπαροξυντέον, ὥϲ τινεϲ. ἐπεὶ Δώριον. ἤδη γὰρ πολλὴ χρῆϲι. τῶν τοιούτων παρὰ Ἀττικοῖϲ. Comparandus est Eustath. 655, 13, ubi λέγει (sc. antea nominatus παλαιόϲ τιϲ τεχικόϲ) καὶ δὲ καὶ Ϲικελικὸν εἶναι τὸ ἔϲϲεται, οὐ μὴν Αἰολικόν. Ϲικελοὶ γάρ, φηϲι, διπλαϲιάζουϲιν ἐν τοὶϲ τοιούτοιϲ τὸ ϲ, Δωριεῖϲ δὲ τοιούτουϲ μέϲουϲ παρενθέϲει τοῦ ι προφερόμενοι περιϲπῶϲι, πλευϲεῖται, πορευϲεῖται, ῥευϲεῖται· οὕτω γοῦν καὶ «ἄρκιον ἐϲϲεῖται φυγέειν». Δίων μέντοι ἔϲϲειται προπαροξυτόνωϲ φηϲὶ λέγων, ὅτι τὰ εἰϲ μακρὸν λήγοντα τῷ αὐτῷ λέγεται τόνῳ τοῖϲ ὁλοκλήροιϲ καὶ ἐν τῇ τοῦ ι παρενθέϲει οἶον ϲφέων ϲφείων, ϲπέουϲ ϲπείουϲ, δέουϲ δείουϲ, ὅθεν εἰ καὶ τὸ ἔϲϲεται εἰϲ μακρὸν περατοῦται, εἰϲ δίφθογγον γάρ, πάλιν ἐν τῇ τοῦ ι παρενθέϲει ἔϲϲειται γενήϲεται ἐν τῷ αὐτῷ τόνῳ· νικῶϲι δὲ ὅμωϲ τὸν Δίωνα οἱ προπεριϲπῶντεϲ τὸ ἐϲϲεῖται. Quod duplicationem literae ϲ apud Siculos attinet, non obliviscendum est Herodianum ap. Theogn. 56, 18 Ϲυρακόϲιοϲ scribere, οὕτω γὰρ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου διὰ δύο ϲϲ καὶ διὰ τοῦ ὃ γράφων τὸ ὄνομα παραδίδωϲιν. Do Eustathii loco et de technico iam dixi ad fr. [213f].)[*](ad fr. 457. Quae sequuntur. ϲεϲημείωται «λιμέϲι τε καὶ ἀκταῖϲ» (Μ 284) καὶ «ο τε παρὰ θεαῖϲ ἀγάαϲθαι» (ε 119) male praecedentibus ex Choer. libro περὶ)[*](ad fr. [445a]. cf. II. Pr. 80 ubi μέϲϲοϲ memoratur cum Lehrsii adnotatione et Herodianus (in Cathol.) ap. Eustath. 1746, 30: θαυμαϲτὸν οὐδέν, εἶπερ τὰ εἰϲ o2 λήγοντα τῷ ο παραληγόμενα φιλεῖ ἕν ἔχειν ϲ εἰ μὴ κατὰ πάθοϲ διπλοῦται ὡϲ τὸ τόϲϲοϲ· τοῦτο γὰρ μόνον ἔϲχεν διϲϲὸν αὐτό.)
305

ἀνθρώποιϲιν Ἀλχαιοῖϲιν καὶ «ἐϋξέϲτῃϲ ἐλάτῃϲι » (H 5)καὶ κονίῃϲι κὰδ δ’ ἔπεϲ’ ἐν κονίῃϲι μακών» (Π 469). ἔρρωται ὁ κανών χωρὶϲ εἰ μὴ μέτρον βιάϲαιτο ὡϲ ἐν τῷ «παρ’ οἴεϲιν ἢ παρὰ βουϲίν » (ο 386) «αἴγεϲιν ἢ ὀΐεϲϲι » (Κ 486).

458. Ep. Cr. I 323, 27: ὅττι: «ὅττι τοι ἐν μεγάροιϲι κακόν τ’ ἀγαθόν τε τέτυκται (δ 392). τὸ ὅτι πῇ μὲν ϲύνδεϲμοϲ αἰτιολογικόϲ, πῇ δὲ ὄνομα. καὶ τοῦτο διάφορον· ἤτοι γὰρ ἓν μέροϲ λόγου νοούμενον ἢ ἐν δύο λέξεϲι λαμβανόμενον· πῇ μὲν γὰρ ἀκόλουθον τῷ ὅϲτιϲ, ἐξ οὐ καὶ θηλυκὸν γίνεται ἥτιϲ καὶ οὐδέτερον ὅτι· καὶ ὡϲ ἐν τῷ ὅϲτιϲ δύο λέξειϲ, οὕτω καὶ τὸ ὅτι· ποτὲ δὲ ἓν μέροϲ λόγου· τοῖϲ γὰρ πύϲμαϲιν εἴωθεν προϲέρχεϲθαι ἀναφορικὸν μόριον τὸ ο, ποῖοϲ ὁποῖοϲ, πόϲοϲ ὁπόϲοϲ. τοῦτον τὸν τρόπον τὸ τίϲ γίνεται κατὰ ἀναφορὰν ὅτιϲ ἐν μιᾷ λέξει καὶ ἀνεδόθη ὁ τόνοϲ· τὰ γὰρ πύϲματα βαρύνεϲθαι θέλει ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν ὄντα· οὐκ ἀντίκειται τὸ ποδαπόϲ· τὰ γὰρ διὰ τοῦ δαποϲ ἅπαντα ὀξύνονται, παντοδαπόϲ, τηλεδαπόϲ, ἀλλοδαπόϲ, ἡμεδαπόϲ. ἔνθεν καὶ τὸ ποδαπόϲ ἠκολούθηϲε τῷ χαρακτῆρι· ἀλλ’ οὐδὲ τὸ ποϲαχῶϲ ἀντίκειται· καὶ γὰρ τὰ διὰ τοῦ αχωϲ ἐπιρρήματα περιϲπᾶται, ἑξαχῶϲ, ἑπταχῶϲ· τούτῳ τῷ λόγῳ καὶ τὸ ποϲαχῶϲ περιεϲπάϲθη. ἐπεὶ δὲ τὸ ἀναφορικὸν ο φυλάϲϲεται κατὰ πᾶν γένοϲ, ὁποῖοϲ καὶ ὁποία καὶ ὁποῖον, κεκοινώνηκε τὸ ὅτιϲ καὶ ἐν τῷ θηλυκῷ· τούτου γὰρ τὸ θηλυκὸν ὅτιϲ καὶ τὸ οὐδέτερον ὅτι τὸ γὰρ τίϲ φύϲει κοινὸν ἀρϲενικοῦ καὶ θηλυκοῦ. ἰϲτέον ὅτι ἐὰν φθάϲῃ γενέϲθαι ἀναδιπλαϲιαϲμὸϲ τοῦ ὅττι, ἐν μιᾷ λέξει ἐϲτὶ τὸ ὄνομα καὶ οὔτε τῷ ϲυνδέϲμῳ ϲυμπίπτει οὔτε τῷ ἑτέρῳ ὀνόματι τῷ ὅτι τῷ ἐν δύο λέξεϲι νοουμένῳ. καὶ εἰ μέν ἐϲτιν ὅτι δι’ [*](ποϲότητοϲ in E. M. 166, 43 (Cr. An. Ox. II 307, 14 ubi tamen locus non tam plenus est quam in E. M.) assuta sunt, non enim ad geminationem literae ϲ pertinent, sed ad terminationem αιϲ, quam Choerob. praeeunte, ut videtur, Herodiano in perpaucis tantum exemplis non in ηϲ sive ῃϲι transire docet. De duplicatione literae ϲ in dativis epectasi auctis egit Herod. in Pros. Odyss. ap. Choer. p. 462, 30: ὁ διπλαϲιαϲμὸϲ τοῦ ϲ ἴδιόϲ ἐϲτι τῶν ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ δοτικῶν πληθυντικῶν, αἵτινεϲ καὶ μόνωϲ βαρύνονται οἷον κύνεϲϲι θήρεϲϲιν· οὕτωϲ οὖν καὶ ϲπέεϲϲι, τοῦτο τοίνυν ϲυγκοπὲν καὶ γινόμενον ϲπέϲϲι διὰ μὲν τὴν διϲυλλαβίαν ὤφειλεν ὀξύνεϲθαι, διὰ δὲ τὸν διπλαϲιαϲμὸν τοῦ ϲ ὅϲτιϲ ἀεὶ ἐν βαρυνομέναιϲ δοτικαῖϲ θεωρεῖται, κατὰ τοῦτο ἐβαρύνθη· τὸ «ποϲϲὶ δ’ ὑπὸ λιπαροῖϲιν ἐδήϲατο» ἔχει διπλαϲιαϲμὸν τοῦ ϲ καὶ οὐ βαρύνεται, ἀλλ’ οὐ παραλήγοντοϲ τοῦ ε ὥϲπερ ἐπὶ τῶν προλεχθέντων παραδειγμάτων οἷον τοῦ κύνεϲϲι καὶ θήρεϲϲι καὶ τῶν τοιούτων cf. lo. Alex. 11, 21.) [*](ad fr. *458. Quamquam hoc egregium adnotamentum tota expositione congruit cum Apollonii doctrina de coniunct. p. 502, de pron. p. 33 seqq , et prae sertim de syntaxi p. 5ὁ seqq , tamen non dubitavi inter Herodiani περὶ παθῶν fragmenta recipere, quum cardo expositionis vetatur in passione diplasiasmi et quae de hac affectione disputantur, apud Apollonium desiderantur praeterea. si locos Apollonii citatos cum hoc articulo accurate comparaveris, Herodianeam simplicitatem explicationis et perspicuitatem prae Apollonii perplexitate et contorsione praelucere videbis. ln rebus antem et vel in verbis saepissime Herodianum cum patre concinere iam diu notum est. Caeterum post ἕν ἄρα μέροϲ pa ticulam, quam sb epitomatore insertam opinor omisi: ἔϲτιν οὖν ἐνταῦθα ὄνομα πυϲματικὸν κατὰ ἀναφορὰν εἰλημμένον οὐδέτερον ἑνικὸν ἁπλοῦν πτώϲεωϲ εὐθείαϲ, ἡνίκα γὰρ τοῦ οὐδετέρου ᾖ τὸ ῥῆμα, τηνικαῦτα τὸ οὐδέτερόν ἐϲτιν ὀρθόν, οἷον εβέλοϲ ἔπεϲεν» αὐτὸ τὸ βέλοϲ ἔχει τὸ πεϲεῖν εὐθείαϲ ἄρα, ὡϲ εἰ καὶ λέγοιϲ)

306
ἑνὸϲ τ, ἀμφιβάλλεται, ἕτε ἓν μέροϲ λόγου εἴτε δύο εἰ δὲ ὅττι διὰ δύο ττ, ἐπίκριϲίϲ ἐϲτι τοῦ ἑνὸϲ ὀνόματοϲ. ἐπὶ γὰρ τῶν πυϲμάτων γίνεται διπλαϲιαϲμὸϲ τοῦ ϲυμφώνου κατὰ ἀναφορὰν γινομένων, πῶϲ ὅππωϲ, ποῖοϲ ὁπποῖοϲ ὁπποίη « ὁπποίηϲ δ’ ἐπὶ νηὸϲ ἀφίκετο» (α 171), οὕτωϲ τί καὶ ὅτι καὶ ὅττι ἓν ἄρα μέροϲ λόγου.

διὰ τί τὰ πυϲματικὰ ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν ὄντα οἶον πηνίκα, ὅταν ἀναφορικὰ γένηται, τὸν αὐτὸν τόνον φυλάϲϲει οἶον ὁπηνίκα, τὰ δὲ μονοϲύλλαβα ἀνοβιβάζει; ἐπειδὴ τὰ μονοϲύλλαβα οὐκ εἶχε τὸν τόνον φυϲικόν. τὰ γὰρ πύϲματα βαρύνεϲθαι θέλει, χαρακτῆροϲ μὴ ἀντικειμένου, ὡϲ εἴπομεν διὰ τὸ ποδαπόϲ καὶ ποϲαχῶϲ, ποῖοϲ, πόϲοϲ, πηνίκα· τὰ δὲ μονοϲύλλαβα οὐκ ἠδύνατο βαρύνεϲθαι, ἐκώλυε γὰρ ἡ μονοϲυλλαβία ὅταν οὖν προϲλάβῃ τὸ ἀναφορικὸν ο καὶ γένηται ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβήν, ἀναλαμβάνει τὸν ὀφειλόμενον τόνον καὶ βαρύνεται οἷον ποῦ, ὃ καὶ πῇ λέγεται, καὶ πῶϲ ταῦτα οὐ φυϲικῶϲ περιεϲπάϲθη, ἀλλὰ κατ’ ἀνάγκην. οὐ γὰρ ἠδύνατο βαρύνεϲθαι μονοϲύλλαβα ὄντα· ἀναγκαίωϲ ἄρα περιϲπᾶται καὶ δυνάμει διὰ τῆϲ περιϲπωμένηϲ βαρύνεται· ἐὰν οὖν προϲέλθῃ τὸ ο καὶ ϲχῇ τὴν ποϲότητα τῆϲ βαρείαϲ, ἀναλαμβάνει καὶ τὴν βαρεῖαν ὅπωϲ· τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ τίϲ· τοῦτο γὰρ βαρύνεϲθαι μὲν οὐ δύναται διὰ τὴν μονοϲυλλαβίαν οὐδὲ περιϲπᾶται διὰ τὴν βραχεῖαν κατάληξιν· ἀναγκαίωϲ ἄρα ὀξύνεται· ὅταν δὲ γένηται μετὰ τοῦ ο, ἀποδίδοται αὐτῷ ἡ βαρεῖα καὶ ἀναδίδοται ὁ τόνοϲ· οὐ μὴν ἐπὶ τοῦ ϲυνδέϲμου οὐδ’ ἐπὶ τοῦ ἑτέρου ὀνόματοϲ. ὁ γὰρ κανὼν ἐπὶ τῶν ἔχόντων ἀναφορικὸν τὸ ο μόριον.

Τινὲϲ δὲ ψιλοῦϲι τὸ ὅττι καὶ τὰ λοιπά, Αἰολικὸν ἀναδιπλαϲιαϲμὸν οἰόμενοι εἷναι· διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἀναπέμπουϲι τοὺϲ τόνουϲ. ἀλλ’ οὐκ ἔϲτιν ὁ διπλαϲιαϲμὸϲ ἐπὶ τούτων Αἰολικόϲ, ἀλλ’ ἴδιοϲ αὐτῶν τῶν ἀναφορικῶν. εἴπωμεν οὖν, ποίων ϲυμφώνων γίνονται παρ’ ἡμῖν διπλαϲιαϲμοὶ καὶ τίνων παρ’ Αἰολεῦϲι· παρ’ ἡμῖν τοίνυν τῶν ψιλῶν ἀναδιπλαϲιαϲμοὶ γίνονται, τοῦ π ἐν τῷ πάπποϲ, ἵπποϲ, τοῦ τ ἐν τῷ κόττοϲ, τοῦ κ ἐν τῷ μίκκοϲ· ἐπὶ δὲ τῶν ἀμεταβόλων Ὕλλοϲ, κόμμο, θύννοϲ, ὄρροϲ, πυρρόϲ καὶ τοῦ ϲ κιϲϲόϲ καὶ τοῦ γ φθόγγοϲ. εἴ που δὲ ποιητικῶϲ καὶ διὰ τοῦ δ ἄδδην. παρ’ Αἰολεῦϲι δὲ τῶν ἀμεταβόλων γίνεται, ἀγείρω ἀγέρρω, ἐγείνατο ἐγέννατο, ϲτειλάμεναι ϲτελλόμεναι, εἰμα ἕμμα καὶ τοῦ ϲ τοϲοῦτον τοϲϲοῦτον. ἄλλου δὲ ϲυμφώνου παρ’ αὐτοῖϲ οὐ γίνεται, ἔνθεν ϲημειούμεθα τὸ «πεφύγγων». οὐ γὰρ εἰώθαϲιν αὐτοὶ τὸ γ διπλαϲιάζειν· ἐὰν οὖν ἕτερον διπλαϲιαϲμὸν παρ’ αὐτοῖϲ εὕρῃϲ, τῷ κοινῷ ἐχρήϲαντο καὶ οὐκ ἰδίωϲ ἐποίηϲαν. εἰ οὖν παρακολουθεῖ τοῖϲ ἀναφορικοῖϲ τὸ διπλαϲιάζεϲθαι, κοινὸν καὶ οὐ τῆϲ διαλέκτου [*](«οἶκοϲ ἔπεϲεν »· ἐὰν δὲ γένηται «βέλοϲ ἥρπαϲε» τὸ ἁρπάϲαι ἕτερον ἔχει· καὶ τοῦτο γίνεται αἰτιατικῆϲ, ὡϲ εἰ καὶ λέγοιϲ «λίθον ἥρπαϲεν» εἰ οὖν τέτυκται ῥῆμα, τὸ ὅττι ἐϲτὶν εὐθείαϲ ἄρα, ὡϲ εἰ καὶ λέγοιϲ «τὶϲ τέτυκται». Leviora menda, quae tacite correxi, ne commemorem, inserui post διὰ τί πυϲματικὰ verba ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν usque ad οἶον, tum post τὰ μονοϲύλλαβα interieci οὐκ, post ἀναδίδοται· ὁ τόνοϲ; ante καὶ ου τῆϲ διαλέκτου ἐϲτίν posui κοινόν.)

307
ἐϲτίν, οἷον ποῖοϲ ὁπποῖοϲ, πόϲοϲ ὁππόϲοϲ, ὅϲοϲ ὅϲϲοϲ. κακῶϲ ἐκεῖνοι ψιλοῦϲιν. —οὐ ϲύνδεϲμοϲ οὖν τὸ ὅττι ἐνταῦθα οὐδὲ ὄνομα ἐν δυϲὶ λέξεϲιν, ἀλλ’ ἐν μιᾷ. ὁ γὰρ διπλαϲιαϲμὸϲ ἀναφορικὸν τοῦτο ἐξηγεῖται, τὸ δὲ ἀναφορικὸν τὸ ἓν ὄνομα δεικνύει ὡϲ τὸ ὁποῖοϲ.

ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν προκειμένων ἡγοῦνται τὸ ο ἄρθρον εἶναι· κωλύει δὲ καὶ τὸ τοῦ ϲημαινομένου καὶ τὸ τῆϲ φωνῆϲ· εἰ γὰρ κατὰ παράθεϲιν τὸ ο ὡϲ ἄρθρον κατὰ παράθεϲιν, πῶϲ φυλάϲϲεται καὶ ἐπὶ τοῦ θηλυκοῦ καὶ οὐδετέρου ὁποῖοϲ ὁποία ὁποῖον· ἐχρῆν γὰρ ἐπὶ τοῦ θηλυκοῦ τὸ η, ἐπὶ τοῦ οὐδετέρου τὸ το πῶϲ δὲ καὶ οὐκ ἀνεδόθη ὁ τόνοϲ; τὰ γὰρ εἰϲ οϲ περιϲπώμενα ἀναδίδονται κατὰ ϲύνθεϲιν, δοῦλοϲ ϲύνδουλοϲ, κοῦροϲ ἐπίκουροϲ· εἰ οὖν ποῖοϲ, ὤφειλεν, εἰ ὁ κατὰ ϲύνθεϲιν ἦν, προπαροξύνεϲθαι ὅποιοϲ. εἰ δὲ οὐ προπαροξύνεται, οὐ ϲυντέθειται· ἀλλ’ οὐδὲ ἄρθρον ποτὲ μετὰ πύϲματοϲ ϲυντάϲϲεται. ἐναντίον γὰρ ἄρθρον πύϲματι· τὸ μὲν γὰρ πύϲμα ἀγνοεῖ, τὸ δὲ ἄρθρον ἀναφέρει τὸ προεγνωϲμένον. ἔϲτιν οὖν τὸ ο μόριον προϲιὸν τοῖϲ πύϲμαϲιν.

459. E.M. 729,38: Ϲτράττιϲ: ὥϲπερ παρὰ τὸ Βάκχοϲ γίνεται Βάκχιϲ, Κρόνοϲ Κρόνιϲ, δῆμοϲ Δῆμιϲ καὶ Δᾶμιϲ, οὕτω ϲτρατόϲ Ϲτράτιϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ τ Ϲτράττιϲ.

460. St. B. 196, 16: Γαλάται παρήχθη τὸ Γαλάτηϲ ἐκ τοῦ Γάλλοϲ ὑφέϲει τοῦ ἑνὸϲ λ.

461. Favorin. Ecl. 268, 16: κέληϲ. ὁ Ἡρωδιανὸϲ καὶ ῥίων λέγει ὅτι παρὰ τὸ κέλλειν τὸ τρέχειν εἴρηται κέληϲ.

462. St. B. 455, 10: Μολοϲϲία. ὁ οἰκήτωρ Μολοϲϲόϲ καὶ Μολοττοί καὶ Μολοτο δι’ ἑνόϲ τ.

463. St. B. 643, 15: Τυρρηνία. λέγονται καὶ Τυρρηνοί οἱ Ἀδριᾶται ἀπὸ Τυρρηνοῦ. — καὶ Τυρρανόϲ κατὰ Δωρίδα διάλεκτον, ἀφ’ οὗ κατ’ ἀφαίρεϲιν καὶ γράμματοϲ πρόϲθεϲιν τύραννοϲ ἐκλήθη.

464. Ep. Cr. I 425, 3: φόωϲ: πλεοναϲμὸν ἔπαθε τὸ φόωϲ ἢ διαίρε-

464a. II. Pr. Ε 256. ἔθοϲ Ὁμήρῳ τὰ τῆϲ δευπτέραϲ ϲυζυγίαϲ κατὰ τὸ

[*](ad fr. 461. et. Orion. 83, 17, E. M. 502, 38, Zonar. 1185 et Ritschl. de Oro et Orione p. 64.)[*](ad fr. *462. Μολοττοί καὶ cum Mefnekio addidi.)[*](ad fr. *463. καὶ Τυρρανόϲ Meinekius adiiciendum esse iure existimat cf E. M. 771. 54 Τύραννοι ἤτοι ἀπὸ τῶν Τυρρηνῶν ὧμοι γὰρ οὗτοι.)[*](ad fr. *464. ct. supra fr. 20.)[*](ad fr. [464a] . In Epia I 14 haec dialysis vocatur pleonasmus poeticus et)
308

ϲιν; καὶ τί διαφέρει διαίρεϲιϲ πλεοναϲμοῦ; ὅτι ὁ μὲν πλεοναϲμὸϲ τὸν οἰκεῖον τόνον φυλάττει, ὥρων ἑώρων, ἥνδανε ἑήνδανε· τὸ δὲ φόωϲ, ἐπειδὴ τὸν οἰκεῖον τόνον οὐκ ἐφύλαξεν, δηλονότι διαίρεϲιν ἔπαθεν.

δεύτερον καὶ τρίτον πρόϲωπον πολλάκιϲ διαλύειν εἰϲ δύο αα, ων τὸ μὲν πρότερον ϲυνεϲταλμένον ἐϲτί, τὸ δὲ δεύτερον ἐκτεταμένον καὶ ϲὺν τῷ ι γραφόμενον, ὁρᾶϲ «οὐχ ὁράᾳϲ οἷοϲ κἀγώ (Ιl. φ 108) καὶ ἐπὶ τοῦ τρίτου «ἰϲχανάᾳ δοκέειν» (ΙΙ. P 572) καὶ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα (0d. ι 323) οὐκ ἐάᾳ Κρονίδηϲ » (Ιl. Θ 414).

464b. II. Pr. Z 268: εὐχετάαϲθαι: Ἀρίϲταρχοϲ τὸ δεύτερον α ϲυϲτέλλει, καὶ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ, ἄλλοι δὲ ἐκτείνουϲιν, οὐχ ὑγιῶϲ. ὅϲα γὰρ εἰϲ θαι λήγει ἀπαρέμφατα μὴ κατ’ Αἰολίδα διάλεκτον, τρίτην ἀπὸ τέλουϲ ἔχοντα τὴν ὀξεῖαν, φιλεῖ πρὸ τέλουϲ βραχύνεϲθαι, λέγεϲθαι, τίθεϲθαι, ῖϲταϲθαι, κίχραϲθαι, πίμπραϲθαι. ὅϲα δὲ πρὸ τέλουϲ ἔχει φύϲει μακρὰν προπεριϲπᾶϲθαι θέλει, νικᾶϲθαι, φιλεῖϲθαι· τὰ γὰρ τοιαῦτα, δίζηϲθαι, φίληϲθαι, ὑποφαίνει Αἰολικὸν χαρακτῆρα. ὅθεν οἱ ἀξιοῦντεϲ ἐκτείνειν τὸ δεύτερον α ἐν τῷ εὐχετάαϲθαι, πάντωϲ καὶ προπεριϲπῶϲιν· εἰ δὲ δεδώκαϲι τρίτην ἀπὸ τέλουϲ τὴν ὀξεῖαν, δώϲουϲι καὶ τὴν παραλήγουϲαν βραχυνομένην. οὕτωϲ οὖν πάντα τὰ τοιαῦτα ἀναγνωϲτέον· «ἀλλ’ ἤτοι ϲε γυναῖκαϲ ἐγὼ δεδάαϲθαι ἄνωγα » (Od. π 316) «ἐν μεγάροιϲι δ’ ἕκητι ϲέθεν κακὰ μηχανάαϲθαι» (Od. γ 213), «ἄλλα τε μέν ϲε καὶ αἰτιἀαϲθαι ἄνωγα » (Ιl. K 210), καὶ ἑδράαϲθαι ἄνωγον » (Od. γ 35), «μήτε μνάαϲθαι ἄκοιτιν» (Od. α 39).

464c. II. Pr.Ε 326. ἰδέειν: οὐκ ἐϲτιν ἐντελὲϲ τὸ ἰδέειν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀπὸ τοῦ ἰδεῖν γέγονε κατὰ διάλυϲιν, ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ εὐφρανεῖν εὐφρανέειν. οἱ γὰρ δεύτεροι ἀόριϲτοι καὶ μέλλοντεϲ οὐκ ἔχουϲι τήν περιϲπωμένην ἀπὸ ἐντελείαϲ ὥϲπερ οἱ περιϲπώμενοι ἐνεϲτῶτεϲ.

464d. Choer. Dict. 754, 27: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διὰ τί τὸ ἐλθέ καὶ εἰπέ καὶ εὑρέ ὀξύνονται· ἰϲτέον ὅτι ἀπολογεῖται περὶ αὐτῶν ὁ Ἡρωδιανὸϲ κατὰ δύο τρόπουϲ· φηϲὶ γὰρ ὅτι τὰ ἀπαρέμφατα τοῦ β′ ἀορίϲτου εἴωθεν ὁ ποιητὴϲ κατὰ διάλυϲιν προφέρειν οἷον φαγεῖν φαγέειν, πεϲεῖν πεϲέειν, ἰδεῖν ἰδέειν ταῦτα δὲ οὐ προφέρεται κατὰ διάλυϲιν. τὸ γὰρ ἐλθεῖν οὐκ εἶπεν ἐλθέειν οὐδὲ τὸ εἰπεῖν εἰπέειν οὐδὲ τὸ εὑρεῖν εὑρέειν.

[*](additur: καί ἐϲτι τὸ μὲν ἕν α πρὸ τέλουϲ βραχύ, τὸ δὲ α τὸ ἐπὶ τέλουϲ μακρόν, ἐπειδὴ κανών ἐϲτιν ὁ λέγων, ὅτι πᾶϲα ϲυλλαβὴ πλεονάζουϲα βραχυτέρα θέλει εἶναι τῆϲ ἐν ἡ πλεονάζει ϲυλλαβῆϲ. cf. etiam Schol. ad Od. ε 129: ἄγαϲθε ὡϲ δύναϲθε τοῦ δευτέρου α ϲυϲτελλομένου. δυνατὸν δὲ καὶ ὡϲ ἠγᾶϲθε· οἶδε γὰρ αὐτοῦ καὶ τὸ κατὰ διαίρεϲιν ὡϲ τὸ «θεαῖϲ ἀγάαϲθε» (119) καὶ «τόφρα οἱ ἠγάαϲθε Θεοί» (122). Steph. Βyz. 404. 5 Λᾶ πόλιϲ Λακωνικὴ· ταύτην διαλύϲαϲ μηρόϲ φηϲιν «οἵ τε Λάαν εἶχον ἡδ’ Οἴτθλον ἀμφενέμοντο» (II. B 585).)
309

465. St. B. 402, 15: Κῶϲ: λέγεται καὶ Κώωϲ διὰ δύο ωω καὶ Κόωϲ, ἀφ’ οὐ τὸ παρ’ Ὁμήρῳ τοπικὸν «καί μιν ἔπειτα Κόων δ’ εὐναιομένην ἀπένεικαϲ» (Ιl. Ξ 255). λέγεται καὶ Κόοϲ διὰ δύο oo· ἔοικεν οὖν τὸ πρωτότυπον Κῶϲ. οὕτωϲ γὰρ ὁ κτίϲτηϲ.

466. Ep. Cr. I 168, 15: ἑάφθη: Ἀμμώνιοϲ μὲν οὖν παρὰ τὸ ἐῶ φηϲὶν ἐάθη καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ φ ἑάφθη ὡϲ ἐν τῷ ϲιφλόϲ, ϲίλλοϲ γάρ, καὶ παρὰ τὸ ϲύρω ϲυρετόϲ καὶ ϲυρφετόϲ οἱονεὶ ἐκ τῆϲ ϲεϲυρμένηϲ ὕληϲ οὐϲία, ἀλλὰ τὸ ἐῶ ῥῆμα τὴν ὑπὸ ἐμψύχων ἔφεϲιν ϲημαίνει «οὐκ ἐάϲουϲιν ἐμοὶ δοῦναι» (φ 223), «οὐδ’ εἴα κλαίειν » (H 427), «οὐδὲ μὲν οὐδ ἔμ’ ἔαϲκεϲ» (Ι 295) ἐφίηϲι γάρ τίϲ τινι· τὸ δ’ «ἐπ’ αὐτῷ ἀϲπὶϲ ἑάφθη ὑπό τινοϲ ἀψύχου. Ἀρίϲταρχοϲ οὖν ἕπώ τι ὑποτίθεται ῥῆμα, ἀφ’ οὗ τὸ ἕπομαι, ὁ παθητικὸϲ ἀόριϲτοϲ εἵφθην, τὸ τρίτον εἵφθη καὶ κατὰ διάϲταϲιν ἑάφθη δαϲέωϲ. ἐπιφέρει οὖν αὐταῖϲ λέξεϲιν οἷον «ἐφέϲπετο καὶ ἐπηκολούθηϲεν ». ἔϲτιν οὖν πρώτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν βαρυτόνων. πῶϲ δὲ ἡ ει δίφθογγοϲ εἰϲ τὸ ἑ καὶ τὸ α διῃρεῖτο, καί φηϲι Τρύφων ὅτι

ἐπειδὴ οὖν, φηϲί, ταῦτα ἡμαρτήθηϲαν κατὰ τοῦτο, φημὶ τὸ μὴ διαλύεϲθαι, τούτου χάριν καὶ ἐν ταῖϲ προϲτακτικοῖϲ κατὰ τὸν τόνον ἡμαρ-τήθηϲαν καὶ ὠξυτονήθηϲαν.

464e. IΙ. Pr. 221: ἄπρηκτόν γε νέεϲθαι. τουτέϲτι πορεύεϲθαι. οὕτωϲ Ἀρίϲταρχοϲ. Δημήτριοϲ δὲ γενεέϲθαι ἀντὶ τοῦ γενήϲεϲθαι, βιαίωϲ πάνυ· οὐδὲ γὰρ τὸ πυθέϲθαι πυθεέϲθαι γίνεται οὐδὲ τὸ λαβέϲθαι λαβεέϲθαι, ῖνα καὶ τὸ γενέϲθαι γενεέϲθαι γένηται.

464f. Schol. Od. ε 377. ἀλόω διαίρεϲίϲ ἐϲτι τοῦ ἀλῶ.

465a. II. Pr. Θ 557: πρώονεϲ ὡϲ ϲώφρονεϲ. τὸ γὰρ πρῶνεϲ πληθυντικὸν διῃρέθη καὶ εἰϲ ὀξεῖαν καὶ βαρεῖαν ἡ περιϲπωμένη μετηνέχθη.

466a. Io. Al. 4 ,28: τὸ Μηδέϊα παρὰ Ϲαπφοῖ τὴν ει δίφθογγον διεῖλεν.

Mon. 14, 11: Νεῖλοϲ: Nέϊλοϲ κατὰ διάλεκτον. ?

[*](ad fr. *466. Comparatio cum Il. Pr. N 543 ostendit hoc adnotamentum Herodiani esse hoc aliquid privum habet , refutationem Ammonii. qui ἑάφθη ex ἐάθη ortum voluit, aliquid peculiare inest in Il. Pr., ubi Tyrannionis ab ἅπτω repetentis: ἥφθη καὶ ποιητικῶϲ ἅφθη, προϲόδῳ τοῦ ϲ ἑάφθη opinio probatur cum additaamento: εἰ δὲ ἠβούλετο καὶ διαίρεϲιν παραλαμβάνειν ὁ ἀνήρ, οὐδὲν ῆν τὸ κωλῦον. Caeterum quaedam corrupta sanavi pro τὴν ἀπὸ ἐμψύχων ἀφαίρεϲιν scripsi τὴν ὑπὸ ἐμψύχων ἔφεϲιν et pro ἀφίηϲι ἐφίηϲι, nam poscitur verbum synonymum verbo ϲυγχωρῶ, per quod ἐῶ explicatur in E. Gud. 228, 25 et post ὑπό τινοϲ ad fr. [465a] Choer. 294,18: πρώονεϲ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ o. Lob.Il.II 122.)
310

καὶ τὸ ταχεῖϲ ταχέαϲ ἐγένετο, ὅπερ ἀδύνατον· τὸ γὰρ ταχεῖϲ ἐκ τοῦ ταχέαϲ ϲυνείληπται· τὸ δὲ ε καὶ α ἐκ τοῦ η διαιρεῖται οἷον ἤγη ἐάγη «ἐν καυλῷ δ’ ἐάγη» (N 162), ἤλη « Αἰνείαϲ δ’ ἐάλη ( 278), ἧδον ἕαδον, οὕτωϲ οὖν ἥφθη ἑάφθη ὤφειλε. καὶ γὰρ τὰ ἀπὸ τοῦ ε ἀρχόμενα ῥήματα καὶ εἰϲ τὸ η κινεῖται καὶ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον , ἐλέγχω ἤλεγχον καὶ ἕρπω εἷρπον. εἰ οὖν ἕπω, ὤφειλε τὸ παθητικὸν διὰ τοῦ η ἥφθην καὶ ἐν διαϲτάϲει ἑάφθη ἀλλ’ οὐ πάντα τὰ ἀπὸ τοῦ η ἀρχόμενα εἰϲ ε καὶ α διίϲτανται, ἀλλ’ ὧν τὰ θέματα ἀπὸ τοῦ α ἄρχεται ἢ η, οὐκ ἀπὸ τοῦ ε ἕπω δὲ τὸ θέμα· ἡ δὲ ει δίφθογγοϲ, ἐὰν διίϲτηται, ἢ εἰϲ δύο εε διίϲταται οἰον εἶρτο «αὐτὰρ ἠλέκτροιϲιν ἔερτο » (ο 459), εἶργε «ἐκτὸϲ ἔεργε Νῆα » (μ 219), ἢ εἰϲ ε καὶ οἷον ἐΐϲκω ἀρνειῷ μιν ἔγωγε ἐΐϲκω» (Γ 197). ἐχρῆν ἢ ἑέφθη ἢ ἑΐφθη· ἀλλ’ ἔϲτι μονῆρεϲ τὸ πάθοϲ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ὅμοιον.

467. Choer 561, 17: τὸ ᾔδειν ὑπερϲυντέλικοϲ διαλύεται Ἰωνικῶϲ εἰϲ ε καὶ α καὶ γίνεται ἥδεα τοῦ ν ἀποβληθέντοϲ, διότι τὸ α ἀποβλητικόν ἐϲτι τοῦ ν οἷον ἦν ἔα «ἤ κε ζὼϲ ἀμενηνὸϲ ἔα χαλκοῖο τυπῇϲι» (Ε 887 ), Ξέρξην Ξέρξεα, Πολυδεύκην Πολυδεύκεα. καὶ τὸ δεύτερον τὸ ᾔδειϲ καὶ τὸ τρίτον τὸ ἤδει διαλύεται εἰϲ δύο εε καὶ γίνεται ᾔδεε· ὤφειλε δὲ καὶ ἐν τῷ πρώτῳ προϲώπῳ εἰϲ δύο εε διαλυθῆναι ἡ ει

446b. II. Pr. Ε 856: ἔγχεϊ: εἴρηται περὶ τῶν τοιούτων δοτικῶν πότε κατὰ διάϲταϲιν, ὡϲ νῦν, καὶ πότε κατὰ ϲυναλοιφήν, καὶ ὅτι τὸ μέτρον πολλάκιϲ αἴτιον· καὶ τὰ ἀντικείμενα, καίτοιγε μέτρου μὴ ἐμποδίζοντοϲ, ὡϲ τὸ «πλήθει πρόϲθε βαλόντε (Ιl. ψ 693). IΙ. Pr. 297 : ὑπεραέι. ὡϲ εὐϲεβέι κατὰ διάϲταϲιν.

466c. St. B. 545, 19. Ῥόβεια: τὸ ἐθνικὸν Ῥοβειάτηϲ καὶ Ῥοβείτηϲ καὶ κατὰ διάλυϲιν Ῥοβεΐτηϲ.

466d. II. Pr. K 466: δέελον. ταὐτόν ἐϲτι τῷ δῆλον.

[*](addidi ἀψύχου et pro ἐπεπέϲθην exhibui ἐφέϲπετο, porro post ἐάλη omisi verba. ἤναϲϲε εκαὶ πλείϲτοιϲ ἤναϲϲε λεοῖϲ», quae corrupta videntur ex B 580 «πολὺ δὲ πλείϲτουϲ ἄγε λαούϲ» ut ab hoc loco aliena et pro iis posui ἧδον ἕαδον Ξ 340 quod in nostro loco ut in Il. Pr. N iam desideravit Lehrsius. cf. Choer. 625 6 ἦδε καὶ κατὰ διάλυϲιν τοῦ η εἰϲ ε καὶ α γίνεται ἕαδα ὥϲπερ ἥλω ἑάλω.)[*](ad fr. *467. cf. Choer. 601, 1.)[*](ad fr. [466 b] cf Anecd. Par. I11 344, 30 Ἀργει. ἰϲτέον ὅτι αἰ τοιαῦται δοτικαί, ἐὰν μὲν ἔχωϲιν ἐπιφερόμενον ϲύμφωνον, διαιροῦνται οἶον Διομήδει Παλλὰϲ Ἀθήνη» (Ε 1), εἰ δὲ φωνῆεν, οὐ διαιροῦνται οἶον «ϲῷ θάρϲει, ὅτ’ ἐμὸν δολιχόϲκιον» (Z 126), ἐὰν μὴ μέτρον κωλύϲῃ χαριζομένη πόϲει ῷ» (Ε 71). τινὰ δὲ χωρὶϲ μέτρου παρήλλακται οἷον «πρῶτα μελικρήτῳ μετέπειτα δὲ ήδέϊ οἴνῳ» (Od. k 519, λ. 27, ν 69).)
311

δίφθογγοϲ, ἐπειδὴ οἱ Ἵωνεϲ τὴν ει δίφθογγον εἰϲ δύο εε διαλύουϲιν ὡϲ ἐν τῷ εἴργω ἐέργω, ἀλλὰ διὰ τοῦτο οἱ Ἴωνεϲ ἐν τῷ πρώτῳ προϲώπῳ τὴν ει δίφθογγον εἰϲ εα διαλύουϲιν οἷον ᾔδειν ἤδεα, ἐπειδὴ τὸ ε οὐκ ἔϲτι χαρακτηριϲτικὸν τοῦ πρώτου προϲώπου τῶν ἑνικῶν, τὸ δὲ α ναὶ οἶον τέτυφα, ἔτυψα· τούτου χάριν ἐν τῷ πρώτῳ προϲώπῳ τὴν ει δίφθογγον εἰϲ τὴν ἑ καὶ α διαλύουϲιν· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ εἰϲ δύο εε, ἐπειδὴ τὸ ἔ χαρακτηριϲτικὸν εὑρίϲκεται καὶ δευτέρου καὶ τρίτου προϲώπου τῶν ἑνικῶν οἶον ἔτυπτεϲ ἔτυπτε, ἔλεγεϲ ἔλεγε.

468. E. Gud. 156, 49, E. M. 307, 36: ἐάων: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἑόϲ ὁ ἀγαθόϲ, ἀφ’ οὐ τὸ θηλυκὸν ἑή, τὸ πληθυντικὸν ἑαί ἑῶν καὶ ἐν διαλύϲει ἑάων θεοὶ δωτῆρεϲ ἑάων » (θ 325) ὡϲ πυλάων.

469. Ep. Cr. I 399, 3: τευ: ὥϲ τέ τευ ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονοϲ ἠὲ πενιχροῦ» (Od. γ 348) τὸ τευ ὄνομα νῦν ἀόριϲτον, τὸ δὲ «τεῦ δμώϲ εἰϲ ἀνδρῶν; τεῦ δ’ ὄρχατον» (ω 257) πυϲματικόν ἐϲτι. τὸ μὲν οὖν πρῶτόν ἐϲτι τοῦ, ὅπερ ϲύνηθεϲ Ἀττικοῖϲ, ὃ κατὰ διάλυϲιν τέο «τέο μέχρι ὀδυρόμενοϲ» (Ω 128), ϲυναλειφόμενον δὲ γίνεται τεῦ ὡϲ ἐμοῦ ἐμεῦ, ϲοῦ ϲεῦ ἐκ τοῦ ἐμέο καὶ ϲέο· τὸ τεοῦ τετόλμηκεν Ἀρχίλοχοϲ τεοῦ χολούμενοϲ » (fr. 93 B) εἰπεῖν ἀντὶ τίνοϲ. ἡ δοτικὴ τέῳ καὶ τὸ ἀόριϲτον αὐτοῦ ὅτεῳ καὶ ἐπὶ γενικῆϲ «ὅττεό ϲε χρή » (α 124). τοῦτο τὸ ὄνομα αἰτιατικήν καὶ ὀρθὴν οὐκ ἔχει· ὡϲαύτωϲ καὶ ἐπὶ τῶν πληθυντικῶν κοτέων τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνω» (κ 39) καὶ »ὁτέοιϲιν» (0 491).

470. Choer. 663, 4 : οὐδέποτε ὁ μέλλων ὁριϲτικὸϲ διαλύεται, ἄρα οὖν γαμέω καὶ τελέω ἐντέλειαί ἐϲτιν ἐνεϲτῶτοϲ τοῦ γαμῶ καὶ τελῶ. εἰϲὶ δὲ ἐνεϲτῶτεϲ ἀντὶ μελλόντων· πρόϲκειται «ὁριϲτικόν », ἐπειδὴ τὸ εὐφρα-

470a. Mon. 10, 7: τὰ εἰϲ ων περιϲπώμενα, εἰ λέγοιτο ἐν πλείοϲι ϲυλλαβαῖϲ, διὰ τοῦ ο λέγεται, Δημοφόων, Καλλίμαχοϲ «νυμφίε Δημοφόων, ἄδικε ξένε », Καλλικόων, Εὐφορίων κακώτερε Καλλικόωντοϲ » Ἱπποθόων, Εὔμολποϲ Δόλιχόϲ τε καὶ Ἱπποθόων μεγάθυμοϲ ». τὸ μέντοι Ποϲειδῶν ἢ Ποϲειδέων ἢ Ποϲειδάων.

470b. Il. Pr, 65: δῃῶν: περιϲπαϲτέον, ἐπεὶ καὶ ἐν ἑτέροιϲ λέγει κατὰ διαίρεϲιν ϲὺν τῷ ο ἔγχει δηιόων » (Ιl. Ϲ 195).

[*](ad fr. * 469. cf. Schol. ad Od. β 114: τῶ ὅτεῳ: ὅτεῳ ὡϲ Πηνέλεῳ. τὸ γάρ τῷ μετὰ τὸ γενέϲθαι ὅτῳ διῃρέθη ὡϲ τὸ ὅτου ὅτεο καὶ ἐν πλεοναϲμῶ τοῦ τ «εἰρήϲεται ὅτεό ϲε χρὴ» (Od. α 124), de ἐμέο ϲέο ἕο Io Al. 23, 16, Lob. El. 1 422 et II 97.)
312

νέειν ἀπαρέμφατον γίνεται κατὰ διάλυϲιν «εύφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν» (Ε 688).

471. Choer. 585, 3: ἤϊα. εἴω τὸ πορεύομαι· ὁ μέϲοϲ παρακείμενοϲ εἶα καὶ κατὰ ἔκταϲιν Ἀττικὴν τοῦ ε εἰϲ η ᾖα διὰ τοῦ η καὶ κατὰ διάλυϲιν τοῦ ἤϊα ὡϲ παρὰ τῷ ποιητῇ ἤια πολλὰ θεοὺϲ γουνούμενοϲ » (δ 433), οὗ τὸ τρίτον πρόϲωπον ἤϊε «ὁ δ’ ἤϊε νυκτὶ ἐοικώϲ » (Α 47).

472. Ep. Cr. I 182, 19: «ἥ τε ξείνων θέμιϲ ἐϲτίν» (ι 268) τοῦτο ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ υ ἠύτε ἀναγκαίωϲ τοῦ η ψιλωθέντοϲ· τὸ γὰρ υ πλεονάζον ψιλοῖ τὰ πρὸ ἑαυτοῦ φωνήεντα· καὶ πῶϲ δεῖ ἀναγινώϲκειν ἠύτε ἢ ἠύτε, ἐν διαϲτάϲει δεῖ ἀναγινώϲκειν, ἐπειδὴ κανών ἐϲτιν ὁ λέγων, ὅτι οὐκ ἔϲτιν ἐπινοῆϲαι τὸ η καὶ τὸ υ ἐν μιᾷ ϲυλλαβῇ χωρὶϲ εἰ μὴ ἐν κλίϲει ῥηματικῇ ὡϲ τὸ αὐδῶ ηὔδων καὶ αὐχῶ ηὔχουν. ἀναγκαία ἄρα ἡ διάϲταϲιϲ τοῦ ἠύτε ὁμοίωϲ τῷ γρηύϲ καὶ νηΰϲ.

473. Choer. 332. λέγει ὁ Ἡρωδιανὸϲ ὅτι οὐδέποτε εὑρίϲκομεν ἐν χρήϲει ταύτην τὴν δοτικὴν διάϲταϲιν ἔχουϲαν τοῦ ο καὶ ι· οὐδὲ γὰρ

470c. Mon. 12, 19: οὐδὲν εἰϲ υρ λῆγον οὐδέτερον μονοϲύλλαβον, ἀλλὰ μόνον τὸ πῦρ ὅπερ Ϲιμωνίδηϲ καὶ ἕνεκα μέτρου διϲυλλάβωϲ ἀπεφήνατο «τοῦτο γὰρ μάλιϲτα φῆρεϲ ἔϲτυγον πύϊρ ».

470d. Il. Pr. Δ 228. Πειραΐδαο: ἐν τέϲϲαρϲι ϲυλλαβαῖϲ προφέρεται (? Ἡρωδιανόϲ) τὴν εὐθεῖαν τοῦ πατρωνυμικοῦ καὶ οἱ ἄλλοι. Τυραννίων δὲ τριϲυλλάβωϲ, λέγων ὡϲ ὅτι οὐδὲν πατρωνυμικὸν παρὰ τῷ ποιητῇ ἔχει πρὸ τέλουϲ διεϲταλμένον τὸ ι ἀπὸ ἑτέρου φωνήεντοϲ οἷον Πανθοίδηϲ, Βοηθοίδηϲ, Πηλείδηϲ· οὐδ’ ἄρα τοῦτο. ὑπὲρ δὲ τοῦ τετραϲυλλάβωϲ ἀναγινώϲκειν ἔχομεν ἐκεῖνο λέγειν, ὡϲ ὅτι ἐντελέϲ ἐϲτι τὸ κατὰ διάλυϲιν τοῦ ι, καὶ ὅτι οὐκ ἔχομεν τοιοῦτό τι πατρωνυμικόν, ὃ κατὰ ϲύλληψιν ἐξηνέχθη τοῦ α καὶ τοῦ ι πρὸ τέλουϲ· παρὰ τὸ Πείραιοϲ οὖν Πειραΐδηϲ ἐγένετο.

473a. II Pr. Γ 198. ὄων: Ἀρίϲταρχοϲ διϲυλλάβωϲ ὡϲ αἰγῶν καὶ Πτολεμαῖοϲ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ Ἀριϲτόνικοϲ δὲ τριϲυλλάβωϲ «ὅϲ τ’ ὀΐων μέγα

[*](ad fr. 172 Quamquam simillima leguntur ap. Apollon. de adverb. 560, tamen hoc praeceptum Herodiano assignavi, quia forma et conceptio adnotamentis in libro περὶ παθῶν convenientissima est et ex Il. Pr. 0 365 et Α 554 apparet hoc modo Horodianum de hac specie iudicasse.)[*](ad fr [473a] cf. Lob. EI. 11 18 seqq. Choer. 409, 32: τὸ οἶϲ οἰόϲ οὐκ ἔπαθεν ἐν τῇ γενικῇ ϲυναίρεϲιν, ἀλλ’ ἐν τῇ εὐθείᾳ μόνον οἷον ὄϊϲ οἶϲ καὶ λοιπὸν)
313

εὑρίϲκεται ἐν χρήϲει ἡ τριϲύλλαβοϲ δοτικὴ ἐπὶ τούτων, φημὶ δὲ ἡ Λητόϊ καὶ Ϲαπφόι, ἀλλ’ ἡ διϲύλλαβοϲ οἷον ἡ Λητοῖ καὶ Ϲαπφοῖ.

474. Ep. Cr. I 347, 17: οἱ Ἴωνεϲ καὶ οἱ ποιηταὶ τὰϲ εἰϲ ου ληγούϲαϲ γενικὰϲ ἀπὸ τῶν εἰϲ ηϲ εὐθειῶν γινομέναϲ διὰ τοῦ εω προφέρουϲιν οἷον Ξέρξηϲ Ξέρξου Ξέρξεω, Ἀτρείδηϲ Ἀτρείδου Ἀτρείδεω ἐναντίωϲ . τοῖϲ Βοιωτοῖϲ καὶ Αἰολεῦϲιν· ἐκεῖνοι γὰρ διὰ τοῦ αο ποιοῦϲι· τὸ α ἐκ

πῶϋ»·ὁ μέντοι Πτολεμαῖοϲ οὐχ ὑγιὲϲ αἴτιον ἐπιφέρει τῆϲ διϲυλλάβου ἀναγνώϲεωϲ· φηϲὶ γὰρ ὅτι ἡ εὐθεῖα μονοϲύλλαβόϲ ἐϲτιν οἶϲ ὡϲ αἴξ. διαμαρτάνει δέ· οὐδέποτε γὰρ ὁ ποιητήϲ μονοϲυλλάβωϲ εἶπε τὴν εὐθείαν, διϲυλλάβωϲ δὲ «τοῖϲι δ’ ὄϊϲ λάϲιοϲ» (l. 125) καὶ «μῆλ’ ὄϊέϲ τε καὶ αἶγεϲ» (Od.ι 184) καὶ «Τειρεϲίῃ δ’ ἀπάνευθεν ὄν » (Od.κ524) ἕνεκα δὲ μέτρου «οἰὸϲ ἀωτῷ» (Od. α 443) καὶ « οἰῶν τε βληχήν ( Od. μ 226). ὥϲτε εἰ καὶ ἐνθάδε μέτρον οὐ κωλύει, οὐδὲν ἦν ἐμποδὼν παραδέξαϲθαι τὴν τοῦ Ἀριϲτονίκου ἀναγνωϲιν. καὶ γὰρ ἄλλωϲ τὸ ὄϊϲ ἀναλογώτερον ἔϲται διϲύλλαβον ὂν τοῦ μονοϲυλλάβου· πολλὰ γὰρ τὰ εἰϲ ιϲ λήγοντα ἐπ’ εὐθείαϲ, οὐδὲν δὲ εἰϲ οιϲ, ὅτι μὴ μόνον τὸ οἶϲ καὶ ταρὰ Ἀττικοῖϲ τὸ φθοῖϲ.

473b. Arcad. 165, 6: τὸ οἴω οἴομαι κατὰ διάϲταϲιν τοῦ ι ὀΐω γίνεται. Mon. 24, 6: τὸ οἶδα οἱ περὶ Ἀλκαῖον ὄϊδα λέγουϲι τριϲυλλάβωϲ. St. B. 359, 5: Ἡρωδιανὸϲ ὑπομνηματίζων τὸ περὶ γενῶν Ἀπολλωνίου «ἔϲτιν ὅτε μετὰ τὴν διαίρεϲιν ἔκταϲιϲ γίνεται ὀΐομαι, ὄϊγον, ὄϊδα παρ’ Αἰολεῦϲιν ἀντὶ τοῦ οἶδα ». Theogn. 6 16: τὸ κοῖλοϲ εὕρηται καὶ ἐν διαλύϲει κόϊλοϲ.

473c. Arcad. 121, 25: τὸ πλοῖον προπεριϲπᾶται ὡϲ πάϲχον διαίρεϲιν Αίολικῶϲ· πλόϊον γὰρ λέγεται.

473d. IΙ. Pr. Α 129: δῷϲι πόλιν Τροΐην: ἔϲτι τὸ τῆϲ χρήϲεωϲ τῆϲ Ὁμηρικῆϲ ἰδίωμα παραφυλάξαι οὕτωϲ, ὡϲ ὅτι εἴ που λέγει τὸ Τροία διϲυλλάβωϲ, οὐδέποτε ἐπιφέρει τὸ πόλιϲ, οἷον «εἰϲόκε περ Τροίην διαπέρϲομεν» (Ιl. I 46) καὶ «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷεϲ» (Ιl. Π 698) καὶ « Τροίῃ ἐν εὐρείῃ » (Ιl. 256) καὶ ἀλλαχοῦ. ἐπὶ μέντοι τούτων τῶν δύο ὁμοιοπτώτωϲ ἐπήνεγκε τὸ πόλιν τῷ Τροΐην «δῷϲι πόλιν Τροΐην» καὶ τὸ «ἤτοι ἀμφὶ πόλιν Τροίην (Od. λ 510).

[*](ad fr. *474 cf. Choer. 413, 11, Ahrens de dial. Aeol. 203 cum not. 1.)[*](ἀπὸ τῆϲ ϲυνῃρημένηϲ εὐθείαϲ ἐκλίθη ἡ οἰόϲ γενικὴ καὶ τούτου χάριν ὡϲ μὴ οὖϲα ἡ γενικὴ τριϲύλλαβοϲ δυνάμει, ἀλλὰ κυρίωϲ διϲύλλαβοϲ ὠξύνθη.)[*](ad fr. [473b] cf. Lehre ad Mon. p. 21, 10, Herodian. in Epimerism. Choer. 592, 3 ubi οἱ Αἰολεϲ τὸ Προίτου καὶ κοίλου διαλύουϲι καὶ λέγουϲι Προίτου καὶ κοΐλου, quae eadem exempla habet Io. Al. 6, 19.)
314

τεινόμενον· πᾶϲα γὰρ γενικὴ ὀνόματοϲ εἰϲ φωνῆεν λήγουϲα καὶ περιττοϲυλλαβοῦϲα τῆϲ ἰδίαϲ εὐθείαϲ ἢ ἐκτείνει τὴν παραλήγουϲαν καὶ ϲυϲτέλλει τὴν λήγουϲαν οἷον καλόϲ καλοῦ καλοῖο, ϲοφόϲ ϲοφοῦ ϲοφοῖο. ἢ ἐκτείνει τὴν λήγουϲαν καὶ ϲυϲτέλλει τὴν παραλήγουϲαν οἷον Ἀτρείδεω, Πριαμίδεω, Πηλϊάδεω.

475. Choer. Dict. 389, 10: τὸ κρέα ἀπὸ τοῦ κρέαα γέγονε κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο αα εἰϲ ἓν α μακρὸν ὥϲπερ Καυϲικάα Nαυϲικᾶ.τὸ γὰρ «κρέα λυγκὸϲ ἔταμνε» ( Callimach. Dian. 88) ἀπὸ τοῦ κρέατα γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν τῆϲ τα ϲυλλαβῆϲ, ϲυνεϲταλμένον γὰρ ἔχει τὸ α.

476. Choer. Dict. 408, 16: λᾶοϲ. ἀπὸ τριϲυλλάβου γενικῆϲ λάαοϲ ἐγένετο λᾶοϲ, κράϲεωϲ παρακολουθηϲάϲηϲ τῶν δύο αα εἰϲ ἕν α, μακρὸν δηλονότι, διὸ καὶ προπεριϲπᾶται οἷον «λᾶοϲ ὑπὸ ῥιπῆϲ» (Μ 462).

477. Ε. M. 24, 48: Ἀθηνᾶ: Ἀθήνη Ἀθηναία ὡϲ δίκη δικαία. καὶ ὤϲπερ αυϲικάα κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο αα εἰϲ α μακρὸν γίνεται Ναυϲικᾶ, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀθηναία ἀποβολῇ τοῦ ι γίνεται Ἀθηνάα καὶ κράϲει τῶν δύο αα εἰϲ α μακρὸν Ἀθηνᾶ καὶ περιϲπᾶται.

478. E. M. 163, 43: ἔϲτιν ἀάτη καὶ κατὰ κρᾶϲιν γίνεται ἄτη.

[*](ad (r. *475, Hoc Choeroboscum ex Herodiano petivisse docent II. Pr, Λ 385 κέρα ἀγλαέ: οἱ δὲ ἐξέτεινον τὸ α πάλιν πληθυντικὸν ἐκδεχόμενοι —ϲυναλοιφὴν ἐκδεχόμενοι τοῦ κέραα περὶ δὲ τῆϲ τοιαύτηϲ ἀναγνώϲεωϲ δεδήλωται ἡμῖν, ὁπότε διελάβομεν περὶ τοῦ «κέρα ἐκ κεφαλῆϲ» (Δ 404, add quem locum cf. Lehrsium). Dicht. 282, 4 καθόλου τὰ τρία δίχρονα τὰ ἐκ ϲυναλοιφῆϲ ἐκτείνεϲθαι θέλει, ἀέκων ἄκων, κρέαα κρέα, κέραα κέρα· εἰ μέντοι ἀποκοπήν τινα δέξεται τῆϲ τα ϲυλλαβῆϲ, τοῦ κέρατα κέρα καὶ κρέατα κρέα ϲυνεϲταλμένον ἐϲτὶ τὸ δίχρονον.)[*](ad fr. 476. II. Pr. Μ 462 : λᾶοϲ περιϲπαϲτέον ὡϲ κλῆροϲ. ἀπὸ γὰρ εὐθείαϲ πέπτωκε διϲυλλάβου κατὰ τὴν τοῦ ποιητοῦ χρῆϲιν. καὶ ὤφειλε τριϲυλλαβεῖν ἡ γενικὴ, ϲυναλοιφὴν δὲ λαβοῦϲα βαρύνεται. ef. Choer. Dict. 93, 27, Io. Alex. 19, 1, Arcad. 128, 13 134, 15 et 24.)[*](ad fr. * 477. et. Dichr. 288, 6 τὸ Ἀθηνᾶ καὶ μνᾶ καὶ Δανᾷ καὶ ὅϲα τοιαῦτά ἐϲτι κατὰ πάθοϲ. Man. 7, 32. Accuratius res exposita in An. Par. IV 250, 22 ἰϲτέον ὅτι τὸ Ἀθηνᾶ περιϲπᾶται, διότι κρᾶϲιν ἔπαθε τῶν δύο αα. ἔϲτι μὲν γὰρ ἡ πρωτότυποϲ αὐτῆϲ εὐθεῖα Ἀθήνη, ἐξ ἡϲ κατὰ ϲυϲτολὴν Ἀθάνα γέγονεν, ᾧ καὶ Ϲοφοκλῆϲ χρῆται καί Εὐριπίδηϲ καὶ ἕτεροι πολλοί. ἐπεὶ δὲ πολλὰ τῶν εἰϲ α καὶ εἰϲ η θηλικῶν διὰ τοῦ αια προφέρονται οἷον ἁμαξαία ἡ ἅμαξα καὶ ϲεληναία ἡ ϲελήνη, οὕτω κατὰ παραγωγὴν Ἀθηναία ἐλέχθη η Ἀθήνη· ἐξελόντεϲ δ’ ἔτι οἱ ὕϲτερον ἐκ τοῦ Ἀθηναία τὸ ι Ἀθηνάα εἰπὸν ὥϲπερ καὶ τὴν ἐλαίαν ἐλάαν Ἀττικῶϲ, τοῦτο μὲν οὖν ἄχρηϲτον εἴαϲαν, κρᾶϲιν δὲ ποιηϲάμενοι τῶν δύο αα Ἀθηνᾶν καλοῦϲι περιϲπωμένωϲ Arcad. 98, 7 et 96, 24.)[*](ad fr. *478. Mon. 42, 25 ϲημειῶδεϲ τὸ ἄτη ἐκτεῖνον τὸ α. λέγεται δὲ καὶ τριϲυλλάβωϲ ἐν ϲυϲτολῇ, ὡϲ παρὰ τῷ Κυρηναίῳ «εἴτε μιν Ἀργείων χρὴ καλέειν Ἀάτην». τὸ δὲ σἴτιον τῆϲ ἐκτάϲεωϲ ἐν τῇ διϲυλλάβῳ προφορῇ ἐν ἑτέροιϲ εἴπομεν. cf. Lob. El. II 50. «patet eum (sc. Herodianum) ἄτη non nativum putasse, tunc enim causa disserendi nulla erat, sed affectione aliquapiam corruptum, hoc est. ni fallor, crasi τῶν δύο αα, quae integra emergunt in verbo ἀάω et hinc transfluxere in nomen anapaesticum ἀάτη».)
315

479. Choer. 529, 22: ἔϲτιν ἐβόαον καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ο εἰϲ τὸ ω γίνεται ἐβόων ὥϲπερ ἐλούϲαο ἐλούϲω, τούτου τὸ δεύτερεν πρόϲωπόν ἐϲτιν ἐβόαεϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ἑ εἰϲ α μακρὸν γίνεται ἐβόαϲ ὡϲ τὰ ἐμά τἀμά.

530, 11. πάλιν ἐϲτὶν ἔζαον καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ο εἰϲ ω γίνεται ἔζων, εἶτα τὸ δεύτερον πρόϲωπόν ἐϲτιν ἔζαεϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν Δωρικὴν τοῦ α καὶ ε εἰϲ η γίνεται ἔζηϲ. τὸ γὰρ α καὶ ἕ εἰϲ η κιρνῶϲιν οἱ Δωριεῖϲ οἶον τὰ ἐμά τἠμά. οὕτω καὶ τὸν ἐνεϲτῶτα λέγομεν, ὅτι Δωρικὴν κρᾶϲιν πεπονθὼϲ γίνεται ζῇϲ διὰ τοῦ η καὶ ι ὥϲπερ πεῖνῇϲ διψῇϲ.

480. Ep. I 191, 19: τοῦ ηὔδα τὸ δυϊκὸν ηὐδάτην· πῶϲ οὖν «προϲαυδήτην» (Λ 136); ὡϲαύτωϲ ἐφοίτων ἐφοιτάτην, ἀλλὰ « πάντοϲε φοιτῆ-

479a. II Pr. 6 163: ἀἕκονταϲ. — τὸ ἄκοντα ϲυναλοιφή ἐϲτι τοῦ ἀέκοντοϲ.

479b. Dichr. 297, 17: τὸ ἀργόϲ ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ ἀεργόϲ ἐϲτι ϲυναληλιμμένον.

479c. Ep. Cr. I 5, 10, E. M. 172, 34. αὔτωϲ τὶν ἐπίρριωα μεϲότητοϲ καὶ ψιλοῦται πρὸϲ ἀντιδιαϲτολὴν ἑτέρου ϲημαινομένου τοῦ οὕτωϲ· ὁμοίωϲ δέ, εἰ τὸ μάτην ϲημαίνει, ψιλοῦται, τὸ γὰρ ϲτερητικὸν α ψιλοῦται. ἔϲτιν οὖν ἐτόϲ καὶ ϲημαίνει τὸ ἀληθέϲ. τὸ γὰρ ἀληθὲϲ ὑπάρχει, τὸ δὲ ψεῦδοϲ οὐκ ὑπάρχει. καὶ μετὰ τοῦ ϲτερητικοῦ α ἄετοϲ καὶ ἀνεβίβαϲε τὸν τόνον, τὰ γὰρ εἰϲ τοϲ διϲύλλαβα ἀναβιβάζουϲι τὸν τόνον ἐν τῇ ϲυνθέϲει καὶ κλίνεται ἀετοῦ, ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν οἱ ἄετοι ἀετῶν καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐπίρρημα μεϲότητοϲ ἀέτωϲ καὶ κράϲει τοῦ αε εἰϲ τὴν αυ δίφθογγον αὔτωϲ ὡϲ ἀέρα αὔρα καὶ γρᾶεϲ γραῦϲ καὶ νᾶεϲ ναῦϲ.

[*](ad fr. *479. comparari potest etiam Schol. ad d. Θ 477 τῆ: τὸ τῆ δῆμα προϲτακτικόν ἐϲτι παρὰ ποιηταῖϲ εἰρημένον χρόνου ἐνεϲτῶτοϲ καὶ παρατατικοῦ. καὶ ἔϲτιν ἀπὸ θέματοϲ τοῦ τῶ ὡϲ λῶ λῇϲ λῇ, ζῶ ζῇϲ ζῇ, οὕτω τῶ τῇϲ τῇ. τούτου ὁ παρατατικὸϲ ἐτῶν ὡϲ ἔζων. τὸ δεύτερον καὶ τρίτον ἔτηϲ ἔτη ὡϲ ἔζηϲ ἔζη. τούτου τοῦ τρίτου κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ε γίνεται προϲτακτικὸν ὡϲ ἐχρύϲου.)[*](ad fr. *480. Docta expositio Herodianum proditneque tamen plene eius sententia explanata est, nam ex fragm. 272 in E. M. 121, 10. ἀπειλήτην ϲυγκοπῇ τῆϲ)[*](ad fr. [479c]. Hoc quamvis dubitanter assignavi Herodiano propter similem locum in Il. Pr. Ϲ 410: Φιλόξενοϲ φηϲὶ τὸ ἄητον ϲύνθετον εἰναι παρὰ τὸ ἐτόϲ ὡϲ θετόϲ, ὃ ϲημαίνει τὴν ὕπαρξιν, ἐξ οὖ τὸ ἀληθέϲ, ὃ καὶ γίνεται ἐτεόϲ τὸ παρὰ μηδενὶ οὖν ὑπαρκτόν, τουτέϲτι μέγα, ἄετον καὶ ἄητον. καὶ δῆλον ὅτι ἀπολέλυται ὁ τόνοϲ· ὁρᾶται γὰρ ϲύνθετα τοιαῦτα βαρυνόμενα, ἄρρητον, ἄκλητον, ἄκμητον· οθτωϲ ἄητον sed accentus mentio et dictio ὁρᾶται Philoxeni placitum ab Herodiano allatum esse demonstrant; de αὔρα ex ἀέρα nato simile habent. An. Ox. II 335, 10.)
316

την» (Μ 266), ἐϲυλᾶτον ἐϲυλάτην «τεύχεα ϲυλήτην» (N 202). καὶ οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ α χρῶνται «φοιτάτην ποτ’ εἰϲ διδαϲκάλου» καὶ πάλιν κτῶ δ’ οὐκ ἐβοάτην» ἔϲπων ἔϲπαϲ «ἐϲπάτην γνάθον εὔχρηϲτον». φαμὲν οὖν, ὅτι μικτῇ γίνεται διαλέκτῳ. Δωριεῖϲ γὰρ τὸ ἐφοίτα ἐφοίτη λέγουϲι καὶ τὸ ἐϲύλα ἐϲύλη καὶ τὸ ηὔδα ηὔδη· ὁ γοῦν Ϲτηϲίχορόϲ φηϲι «ποταύδη», ὃ λέγει ὁ ποιητὴϲ « προϲηύδα. τὸ μὲν οὖν ὅλον Δώριον φοιτήταν, γέγονε δὲ φοιτήτην μικτόν· τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ «τεύχεα ϲυλήτην» (N 202) καὶ «προϲαυδήτην ».

481. Choer. 388, 14: ἰϲτέον ὅτι τῷ κρέατι κοινῶϲ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ Ἰωνικῶϲ γίνεται τῷ κρέαϊ καὶ κατὰ ϲυναίρεϲιν τοῦ α καὶ ι εἰϲ τὴν ᾳ δίφθογγον γίνεται τῷ κρέᾳ Ἀττικῶϲ. ἰϲτέον δὲ ὅτι ἅμα ϲυναίρεϲιϲ ἐγένετο, ἅμα καὶ ἔκταϲιϲ διὸ καὶ τὸ ι ἀνεκφώνητόν ἐϲτι· τὸ γὰρ ι, ἡνίκα εὑρεθῇ ἢ μετὰ τοῦ η ἢ μετὰ τοῦ ω ἢ μετὰ τοῦ α μακροῦ ἐν μιᾷ ϲυλλαβῇ, ἀνεκφώνητον εὑρίϲκεται οἷον τῷ Χρύϲῃ τῷ ϲοφῷ, τῇ Μηδείᾳ.

Ἄξιον δέ ἐϲτι ζητῆϲαι, διατί ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ κέραι καὶ γήραι γίνεμὲν κατὰ ϲυναίρεϲιν τοῦ α καὶ ι εἰϲ τὴν ᾳ δίφθογγον κρέα καὶ γήρᾳ, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπὶ τοῦ νοΐ καὶ γραΐ γίνεται κατὰ ϲυναίρεϲιν νᾷ καὶ γρᾷ. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν τὴν ἀπολογίαν ταύτην· πᾶϲα δοτικὴ ἑνικῶν εἰϲ ι ἀνεκφώνητον λήγουϲα τὴν γενικὴν ἔχει ἰϲοϲύλλαβον τῇ εὐθείᾳ οἷον τῷ κοχλίᾳ ὁ κοχλίαϲ τοῦ κοχλίου, τῷ ϲοφῷ ὁ ϲοφόϲ τοῦ ϲοφοῦ, τῇ μνᾶ ἡ μνᾶ τῆϲ μνᾶϲ, τῷ γήρᾳ τὸ γῆραϲ τοῦ γήρωϲ, τῷ κρέα τὸ κρέαϲ τοῦ κρέωϲ· τὸ γὰρ κρέαοϲ καὶ γήραοϲ πρὸϲ τὸ κρέαϊ καὶ γήραϊ ἐϲτίν. εἰ οὖν ἐγένοντο ταῦτα κατὰ ϲυναίρεϲιν, ἤμελλον ἔχειν τὸ ι ἀνεκφώνητον, ὅπερ ἐϲτὶν ἄτοπον· οὐδὲ γὰρ ἔχουϲιν ἰϲοϲύλλαβον τὴν γενικὴν τῇ εὐθείᾳ ὡϲ ναῦϲ ναόϲ, γραῦϲ γραόϲ. τούτου οὖν χάριν οὐ

481a. lo. Al. 18, 27: παῖδεϲ παίδων: βαρύνεται ἴϲωϲ ἐπειδὴ ὡϲ ἀπὸ ἐντελεϲτέρου τοῦ πάιϲ γέγονεν ὡϲ μὴ εἶναι φύϲει διϲύλλαβον.

δᾷδεϲ δᾴδων. δαΐδεϲ δαίδων γὰρ τριϲυλλάβωϲ τὸ ἐντελέϲ.

481b. lo. Al. 7, 20: τῶν ἀρϲενικῶν ἐν μὲν τοῖϲ εἰϲ ξ λήγουϲι τὸ Θρᾷξ περιϲπᾶται, ἐπεὶ καὶ ἐντελέϲτερον αὐτοῦ τὸ Θράξ διϲύλλαβον.

[*](ϲα ἢ ἀπὸ τοῦ ἠπείλουν τροπῇ τῆϲ ει εἰϲ τὸ η. Ἡρωδιανόϲ hic omissa esse suspicari licet huiuscemodi verba: ἢ φοιτήτην ϲυγκοπῇ ἐκ τοῦ φοιτηϲάτην καὶ τὸ αὐτὸ ἐπὶ τῶν ἄλλων.)[*](ad fr. * 481 cf. II. Pr. 385: κέρα ἀγλαέ: ϲὺν τῷ ι ἔγραψάν τινεϲ τὸ κέρᾳ ἵνα ῇ δοτική, ὁμοίωϲ τῷ «δέπᾳ μελιηδέοϲ οἴνου» (γ 46, ubi nunc δέπαϲ) καὶ «γήρᾳ ὑπὸ λιπαρῷ» (Od. λ 136). οὕτωϲ δὲ καὶ δοκεῖ ἐπικρατεῖν ἡ παράδοϲιϲ, ὡϲ καὶ Ἀλεξίων ἀξιοῖ. cf. Lob. El. 11 300 seqq)[*](ad fr. [481 b]. cf. Il. Pr. I 605: λόγοϲ ἐϲτίν, ὡϲ πᾶϲα εὐθεῖα ἀρϲενικοῦ ὀνόματοϲ ἐν τῇ τελευταίᾳ δύο ἔχουϲα φωνήεντα ταῦτα ἐκφωνεῖ χωρὶϲ τοῦ Θρᾴξ.)
317

ϲυναιροῦνται ταῦτα κατὰ τὴν δοτικήν, ἵνα μὴ εἰϲ ι ἀνεκφώνητον λήγωϲιν κατὰ τὴν δοτικὴν καὶ ἔχοντα τὴν γενικὴν περιττοϲύλλαβον τῆϲ εὐθείαϲ.

482. Choer. 22, 5: ἡ γενικὴ λάαοϲ τριϲυλλάβωϲ μετάγεται εἰϲ εὐθεῖαν καὶ γίνεται ὁ Λάαοϲ ὥϲπερ ὁ Καππάδοξ τοῦ Καππάδοκοϲ ὁ Καππάδοκοϲ καὶ λοιπὸν κατὰ κρᾶϲιν Δωρικὴν τοῦ α καὶ ο εἰϲ α μακρὸν γίνεται Λάαϲ ὥϲπερ Πτερέλαοϲ Πτερέλαϲ καὶ Μενέλαοϲ Μενέλαϲ, ὡϲ παρ’ Εὐριπίδῃ ἐν Ἀνδρομάχῃ (486) «τοῦ ϲτρατηλάτα — Μενέλα».

483. E. M. 598, 23: ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ ταναόποδοϲ γίνεται ταναύποδοϲ κράϲει τοῦ αο εἰϲ τὴν αυ, ϲημαίνει δὲ ϲύροντα τὸν πόδα, οὕτωϲ ἀπὸ τοῦ ναῦϲ ναόϲ γίνεται ναόφι καὶ κατὰ κρᾶϲιν «ναῦφιν ἀμυνόμενοι » (N 700) ἀντὶ τοῦ ἐκ τῶν νεῶν ἀποϲοβοῦντεϲ.

484. Choer. 386, 9: ἐπὶ γενικῆϲ τῶν εἰϲ αϲ οὐδετέρων ἀποβάλλουϲι τὸ οἱ Ἴωνεϲ οἷον κρέατοϲ κρέαοϲ, γήρατοϲ γήραοϲ, κέρατοϲ κέραοϲ καὶ λοιπὸν οἱ Ἀττικοὶ ϲυναιροῦϲι τὸ α καὶ ο εἰϲ ω καὶ λέγουϲι τοῦ κρέωϲ, τοῦ γήρωϲ καὶ κρέωϲ.

485. Choer. 882, 34: τὸ ἐκρέμαϲο γίνεται κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ϲ Ἰωνικῶϲ ἐκρέμαο καὶ κατὰ κρᾶϲιν Ἀττικὴν τοῦ αο εἰϲ ω ἐκρέμω «ἢ οὐ μέμνῃ ὅτε τ’ ἐκρέμω ὑψόθεν, ἐκ δὲ ποδοῖιν» (0 18). μηδεὶϲ δὲ οἰέϲθω

484a. lo. Al. 7, 31: τὸ ϲῶϲ ἀπὸ τοῦ ϲάοϲ ϲυνῄρηται καὶ περιϲπᾶται.

484b. Ι. Pr. Γ 35: ὦχροϲ: οὕτωϲ ὦχροϲ ὡϲ ὦμοϲ εἰϲ ἀποφυγὴν τοῦ ἐπιθετικοῦ. τάχα δὲ καὶ ἄχροόϲ ἐϲτιν, 5 ἐν ὑπερθέϲει γίνεται ἄοχροϲ καὶ κατὰ ϲυναλοιφὴν ποιεῖ τὸ ὦχροϲ βαρυνόμενον.

484c. Schol. V ad Il. 238: αἱ Ἀριϲτάρχου βῶν, ἡ Ἀριϲτοφάνουϲ βοῦν, ἡ Ἡρωδιανοῦ βῶ, ὡϲ Βορέαο «Βορέω ὑπ’ ἱωγῇ» (Od. ξ 533).

[*](ad fr. *482 ef. supra fr. 228.)[*](ad fr. *483 cf. II. Pr. Ε 289. ταλαύρινον. Ἀρίϲταρχοϲ ψιλοῖ τὸ ρ οὐ γάρ φηϲι ϲύνθετον δεῖ νοεῖν τὸν ϲχηματιϲμόν, ἀλλὰ κατὰ ἁπλῆν ἔννοιαν, τὸν εὔτολμον` καὶ ἰϲχυρόν. ὁμοίωϲ δὲ καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· Τρύφων δὲ ϲύνθετον αὐτὸ ἐκδέχεται παρὰ τὸ ταλαόν καὶ τὴν ῥινόν, ὁμοίωϲ τῷ ταναόποδα ταναύποδα.)[*](ad fr. [484a]. II. Pr Ε 887: μόνον τὸ ϲῶϲ περιϲπώμενον μονοϲύλλαβον εἰϲ ωϲ λῆγον ἀρϲενικὸν γεγονὸϲ ἐκ τοῦ ϲόοϲ, ὡϲ οἴεται Φιλόξενοϲ, ἢ ἐκ τοῦ ϲάοϲ, ὅπερ κρεῖττον.)[*](ad fr. [484 b] cf. E. Or.170,8. ὦχροϲ.χροῦϲ χρόοϲ ἄχροοϲ. ἐϲτὶ δὲ κακόχρουϲ. καθ’ ὑπέρθεϲιν τοῦ ὁ ἄοχροϲ. ϲυναλοιφῇ τοῦ ο καὶ ε εἰϲ ω ὦχροϲ.)
318

τὸ ἐκρέμω ὡϲ ἀπὸ τοῦ εἰϲ ω εἶναι ὡϲ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμᾶϲ, ἐπειδὴ κρεμῶμαι καὶ ἐκρεμώμην ἤμελλεν εἶναι τὸ παθητικὸν ὥϲπερ βοῶμαι ἐβοώμην· νῦν δὲ κρέμαμαι καὶ ἐκρεμάμην ἐϲτὶν ὥϲπερ ἵϲταμαι ἱϲτάμην ἄλλωϲ τε εἰ ἦν ἀπὸ τῶν εἰϲ ω, ἐκρεμῶ ἤμελλεν εἶναι περιϲπωμένωϲ ὥϲπερ ἐβοῶ, νῦν δὲ ἐκρέμω ἐϲτὶ παροξυτόνωϲ.

486. Choer. 253, 19: τὸ ζώϲ ἀπὸ ϲυναιρέϲεωϲ ἐγένετο· ἀπὸ γὰρ τοῦ ζωόϲ τοῦ ζωοῦ ἐγένετο καὶ κατὰ κρᾶϲιν ὁ ζώϲ τοῦ ζῶ τῆϲ βαρείαϲ καὶ ὀξείαϲ εἰϲ ὀξεῖαν ϲυναιρεθειϲῶν ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ ἑϲταώϲ ἑϲτώϲ, βεβαώϲ βεβώϲ, Nηρηΐϲ Nηρῄϲ.

487. Choer. 889, 17 : ἰϲτέον ὅτι τὸ κρεῶν ἀπὸ τοῦ κρεάων γέγονε κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ω εἰϲ τὸ ω, διὸ καὶ περιϲπᾶται.

488. E.M. 291, 9: τὸ ἀείδω ᾄδω κράϲει τοῦ καὶ ε καὶ ϲυναιρέϲει τοῦ αϊ εἰϲ τὴν ᾳ δίφθογγον.

489. Choer. 498, 20: ἐϲτι βοάω καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ω εἰϲ ω γίνεται βοῶ. τούτου τὸ δεύτερον πρόϲωπον βοάειϲ, τὸ δὲ α καὶ ε εἰϲ α μακρὸν κιρνᾶται παρ’ ἡμῖν καὶ παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ οἷον τὰ ἐμά τἀμά· οὕτωϲ οὖν καὶ βοάειϲ βοᾶϲ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ ε εἰϲ τὸ α μακρὸν καὶ μένει τὸ ι προϲγεγραμμένον· παρὰ μὲν τοῖϲ Δωριεῦϲιν εἰϲ η κιρνᾶται τὸ α καὶ ἑ οἷον τὰ ἐμά τἠμά· οὕτωϲ οὖν καὶ ἐν τῷ ὁράειϲ ποιοῦϲι τὸ α καὶ ε εἰϲ η κατὰ κρᾶϲιν καὶ λέγουϲιν ὁρῇϲ καὶ πάλιν διψάειϲ διψῇϲ, πεινάειϲ πεινῇϲ καὶ μένει τὸ ι προϲγεγραμμένον· κέχρηνται δὲ τούτοιϲ ἀπὸ Δωρίδοϲ διαλέκτου οὖϲι καὶ οἱ Ἀθηναῖοι· φημὶ δὲ τὸ πεινῇϲ καὶ διψῇϲ καὶ ὁρῇϲ. μὴ νομίϲωμεν δὲ ὅτι τὸ α παρ’ ἡμῖν, φημὶ δὲ ὡϲ ἐν τῷ πεινᾷϲ καὶ διψᾷϲ καὶ ὁρᾷϲ, ἐτράπη παρὰ τοῖϲ Δωριεῦϲιν εἰϲ η ἐν τῷ πεινῇϲ καὶ διψῇϲ καὶ ὁρῇϲ· οὐδέποτε γὰρ τὸ παρ ἡμῖν α εἴτε μακρὸν εὑρεθῇ εἴτε βραχύ, τρέπεται εἰϲ η παρὰ τοῖϲ Δω-

486a. Arcad. 169, 22: τὸ ἐριώλη ἡ μεγάλη πνοὴ ἀπὸ τοῦ ἔρι καὶ τοῦ ἄω τὸ πνέω βαρύνεται..

488a. Arcad. 21, 25: τὸ ἱλᾶϲ περιϲπᾶται ἀπὸ τοῦ ἱλάειϲ.

488b. Arcad. 22, 3: τὸ ἀλλᾶϲ ἔχει τὸ ἀλλάειϲ ἐντελέϲτερον.

[*](ad fr. *486. cf. II. Pr. Ε 887.)[*](ad fr. *487. cf. Il. Pr. Λ 551 : κρειῶν. περιϲπαϲτέον ἡ γὰρ κρεῶν γενικὴ ἐπλεόναϲε τῷ ι, ἥτιϲ περιϲπᾶται διὰ τὸ ἔχειν ἐντελεϲτέραν τὴν κρεάων.)[*](ad fr. *489. Quod ὁρῇϲ Atticum esse dicitur, id spectare videtur ad Homerica ὁρῆαι et ὁρῆτο)
319

ριεῦϲι· τοὐναντίον γὰρ τὸ η εἰϲ α μακρὸν τρέπουϲιν οἶον ἡδύ ἁδύ «ἀδύ τι τὸ ψιθύριϲμα», ἀλλ’ ὡϲ εἴρηται κρᾶϲιϲ Δωρικὴ τοῦ α καὶ ε εἰϲ η. τοιοῦτόν ἐϲτι καὶ τὸ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ἐπικρατῆϲαν, λέγω δὲ τὸ ζῇϲ.

490. Choer. 488, 33: ἰϲτέον ὅτι τὸ κρεοῖν ἀπὸ τοῦ κρεάοιν γέγονε κατὰ κρᾶϲιν τοῦ α καὶ τῆϲ οι διφθόγγου εἰϲ τὴν οι δίφθογγον, διὸ καὶ περιϲπᾶται. ἐὰν δὲ θελήϲωϲι λέγειν ὅτι κρᾶϲιϲ παρηκολούθηϲε τοῦ α καὶ ο εἰϲ ω, ὀφείλει διὰ τοῦ ω γενέϲθαι τοῖν κρεῷν προϲγραφομένου τοῦ ἡ δὲ παράδοϲιϲ διὰ τῆϲ οι διφθόγγου ἐπίϲταται τὴν λέξιν.

491. Choer. 160, 25: ἰϲτέον ὅτι γέγονε Δημοϲθένεα κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ α εἰϲ η Δημοϲθένη ὥϲπερ τείχεα τείχη, βέλεα βέλη. δεῖ γινώϲκειν ὅτι ἐὰν εὑρεθῇ τὸ ε ἔχον προηγούμενον φωνῆεν, τότε τὸ ε καὶ α εἰϲ η κιρνῶνται καὶ εἰϲ α μακρὸν οἷον εὐφυέα εὐφυᾶ, ὑγιέα ὑγιῆ καὶ. ἐὰν δὲ εὑρεθῇ ἔχον προηγούμενον ϲύμφωνον, τότε τὸ ε καὶ α εἰϲ η μόνωϲ κίρνανται οἷον Δημοϲθένεα Δημοϲθένη, εὐγενέα εὐγενῆ.

490a. Arcad. 86, 24: τὸ ὑμνάοιδοϲ, ἐπάοιδοϲ, λυράοιδοϲ προπαροξύνεται· τὰ δὲ ἐξ αὐτῶν ὀξύνεται, ὑμνῳδόϲ, ἐπῳδόϲ, λυρῳδόϲ.

490b. 11. Pr. 72: ϲῶκοϲ: εἰϲὶν οἳ ἀξιοῦϲι καὶ καθότι ϲύνθετόν ἐϲτι βαρύνεϲθαι αὐτό. ἐκ γὰρ τοῦ ϲάοικοϲ γεγενῆϲθαι τὴν κρᾶϲιν· οὕτω δὲ δώϲουϲι καὶ προϲκείμενον τῷ ω τὸ ι, τῆϲ παραδόϲεωϲ οὐχ οὕτωϲ ἐχούϲηϲ.

491a. lo. Al. 8, 5: τὰ εἰϲ η θηλυκὰ μονοϲύλλαβα ἐκ ϲυναιρέϲεωϲ περιϲπᾶται, γέα γῆ, νέα νῆ, πλέα πλῆ.

491b. lo. Al. 2, 5: τὰ θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν περιϲπαϲθέντα ἐκ ϲυναιρέϲεωϲ ἔϲχε τὴν περιϲπωμένην ὡϲ τὸ ἀργυρέα ἀργυρᾶ, Ἀθηνᾶ τε καὶ μνᾶ,καὶ χαλκέα τε καὶ χαλκῆ, φωκέα φωκῆ. τοιοῦτόν ἐϲτι καὶ ϲηϲαμῆ καὶ ἀμυγδαλῆ ἐπὶ τοῦ δένδρου, γαλῆ, κωλῆ, ϲυκῆ, παρδαλῆ, μυγαλῆ, κυνῆ καὶ εἴ τι ὅμοιον.

[*](ad fr. *491. cf. lo. Al. 16, 13: πᾶϲα εὐθεῖα πληθυντικὴ οὐδετέρου ὀνόματοϲ ἐντελὴϲ εἰϲ α λήγει καὶ ἐπὶ τῆϲ αὐτῆϲ ϲυλλαβῆϲ ἔχει τὸν τόνον, ἐφ’ ἦϲ καὶ ἡ ἑνικὴ εὐθεῖα, γράμμα γράμματα, φίλον φίλα, καλόν καλά· κάνεον μὲν κάνεα προπαροξυτόνωϲ, κανοῦν δὲ κανᾶ περιϲπωμένωϲ διὰ τὴν ϲυναίρεϲιν. αἰ δὲ εἰϲ η ἐκ ϲυναιρέϲεωϲ εἰϲὶ καὶ πρὸϲ τὴν ϲυναίρεϲιν τὸν τόνον ποιοῦνται, τείχεα τείχη αἰ γὰρ δύο βαρεῖαι εἰϲ βαρεῖαν ϲυναιροῦνται τὰ εὐϲεβέα δὲ τὰ εὐϲεβῆ ἡ γὰρ ὀξεῖα καί βαρεῖα εἰϲ περιϲπωμένην ϲυναιρεῖται — l. Pr. Θ 441: πᾶϲα αἰτιατικὴ ἑνικὴ)[*](ad fr [491 a]. cf. Mon. 7, 5, unde Ῥέα Ῥῆ addendum.)
320

Ἀποροῦϲι δέ τινεϲ λέγοντεϲ, καὶ πῶϲ ἐπὶ τοῦ χάλκεα χαλκᾶ καὶ χρύϲεα χρυϲᾶ καὶ ὀϲτέα ὀϲτᾶ καὶ κανέα κανᾶ ϲυμφώνου προηγουμένου τῷ ε εἰϲ α ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ; ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι οὐκ ἐγένετο τὸ χαλκᾶ ἀπὸ τοῦ χάλκεα κατὰ κρᾶϲιν οὕτε τὰ κανᾶ ἀπὸ τοῦ κάνεα, ἀλλὰ λέγομεν ὅτι αἱ εὐθεῖαι τούτων αἱ ἑνικαὶ διχῶϲ λέγονται καὶ ἐντελῶϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν. καὶ αἱ μὲν οὖν ἐντελεῖϲ εὐθεῖαι πληθυντικαὶ ἀπὸ τῆϲ ἐντελοῦϲ ἑνικῆϲ εὐθείαϲ ἐκλίθηϲαν οἶον ἀπὸ τοῦ χάλκεον χάλκεα καὶ ἀπὸ τοῦ χρύϲεον χρύϲεα καὶ ἀπὸ τοῦ ὀϲτέον ὀϲτέα καὶ ἀπὸ τοῦ κάνεον κάνεα· αἱ δὲ κατὰ κρᾶϲιν εὐθεῖαι πληθυντικαὶ ἀπὸ τῆϲ κατὰ κρᾶϲιν εὐθείαϲ τῶν ἑνικῶν εἰϲιν, οἷον ἀπὸ τοῦ χαλκοῦν χαλκᾶ καὶ ἀπὸ τοῦ χρυϲοῦν χρυϲᾶ καὶ ἀπὸ τοῦ ὀϲτοῦν ὀϲτᾶ καὶ ἀπὸ τοῦ κανοῦν κανᾶ, τουτέϲτιν ἐν τῇ εὐθείᾳ τῶν ἐνικῶν ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ καὶ ἐκεῖθεν ἡ κλίϲιϲ ἐν τοῖϲ πληθυντικοῖϲ.

492. Choer. 213, 25: Δεῖ παραφυλάξαϲθαι, ὅτι ἐπὶ τῶν Ἀττικῶν τῶν γινομένων κατὰ ϲυναλοιφὴν ἐν τῇ γενικῇ τοῦ ε καὶ ω εἰϲ τὸ ω οἷον τοῦ Ἐρετριέωϲ τοῦ Ἐρετριῶϲ, τοῦ Ϲτειριέωϲ τοῦ Ϲτειριῶϲ οἱ Ἀθηναῖοι τὰϲ αἰτιατικὰϲ ϲυναλείφοντεϲ εἰϲ α μόνον ποιοῦϲιν αὐτὰϲ οἷον τὸν Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ, τὸν Ϲτειριέα Ϲτειριᾶ καὶ οὐκέτι εἰϲ η. καὶ λέγουϲί τινεϲ ταύτην τὴν ἀπολογίαν ὅτι ὃν τρόπον ἐποίηϲαν κρᾶϲιν οὐκ ἀπὸ

491c. Arcad. 126, 9: τὸ κρῆϲ ἀπὸ τοῦ κρέαϲ καὶ οὐδέτερον ὂν περιϲπᾶται.

491d. lo. Al. 10,5 et 11, 1: τὸ κῆροϲ καὶ ἦροϲ ἐκ τοῦ κέαροϲ καὶ ἔαροϲ ϲυναλήλιπται, ὁμοίωϲ καὶ αἱ δοτικαὶ κῆρι καὶ ἦρι.

491e. lo. Al. 19, 33: τὸ φρεάτων ϲυναιρεθὲν ἐν τῇ παραληγούϲῃ ὀφείλει βαρύνεϲθαι· εἴπομεν γὰρ ὡϲ ἡ βαρεῖα καὶ ὀξεῖαεἰϲ ὀξεῖαν ϲυναιροῦνται· νῦν δὲ παραλόγωϲ περιϲπᾶται ϲυνεξελθὸν τῷ Κρητῶν θητῶν καὶ τοῖϲ ὁμοίοιϲ.

492a. Choer. 861: ὁ μὲν Ἡρωδιανόϲ φηϲιν, ὅτι κυρίωϲ διαίρεϲίϲ ἐϲτιν αὕτη ἡ ἐν τῷ τιθεῖϲι τιθέαϲι καὶ διδοῦϲι διδόαϲι καὶ ζεύγνυϲι ζευγνύαϲι καὶ πιϲτοῦται τοῦτο ἐκ τῶν πληθυντικῶν αἰτιατικῶν· ἰδοὺ γάρ, φηϲίν, ἐν τῷ Δημοϲθένεαϲ Δημοϲθένειϲ τὸ εα εἰϲ τὴν ε δίφθογγον ϲυναιρεῖται καὶ πάλιν ἐν τῷ ἰχθύαϲ ἰχθῦϲ τὸ υ καὶ τὸ α εἰϲ τὸ υ ϲυναιρεῖται καὶ πάλιν ἐν τῷ βόαϲ βοῦϲ τὸ καὶ α εἰϲ τὴν ου δίφθογγον ϲυναιρεῖται.

[*](ἀπαθὴϲ εἰϲ α λήγουϲα βαρύνεται ὑπεϲταλμένηϲ τῆϲ τινά. ἀπαθὴϲ διὰ τὸ εὐφυᾶ διφυᾶ καὶ τὰ τοιοῦτο.)[*](ad fr *492. Dichr. 291, 14. πᾶϲα αἰτιατικὴ ἀπαθὴϲ εἰϲ α λήγουϲα ϲυϲτέλλεϲθαι θέλει Ἀλκμᾶνα, ποιμένα, Ἕκτορα, θώρακα, Αἴαντα, Ἀχιλλέα, βασιλέα. Ἀττικοὶ μέντοι ἐκτείνουϲι τὰϲ ἀπὸ τῶν εἰϲ ευϲ Ἀτρέα λέγοντεϲ καὶ ἱερέα. πρόϲκειται δὲ ἀπαθἑϲ διὰ τὸ χοᾶ καὶ Ἐρετρία καὶ Πειραιᾶ καὶ Ϲτειριᾶ. — II Pr. Λ,)
321

τῆϲ κοινῆϲ γενικῆϲ, τῆϲ διὰ τοῦ ε καὶ ο, ἀλλ’ ἀπὸ τῆϲ Ἀττικῆϲ τῆϲ διὰ τοῦ ε καὶ ω οἷον Πειραιέωϲ Πειραιῶϲ, Ἐρετριέωϲ Ἐρετριῶϲ, Ϲτειριέωϲ Ϲτειριῶϲ, τὸν αὐτὸν τρόπον ἐν τῇ αἰτιατικῇ οὐκ ἀπὸ τῆϲ κοινῆϲ αἰτιατικῆϲ ἐποίηϲαν τὴν κρᾶϲιν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆϲ Ἀττικῆϲ, τουτέϲτι τῆϲ ἐχούϲηϲ τὸ α ἐκτεταμένον, καὶ λοιπὸν εὐλόγωϲ εἰϲ α μόνον ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ· τὰ γὰρ ἀναδεχόμενα κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ α εἰϲ η ἢ εἰϲ α μακρὸν πρὸ τῆϲ κράϲεωϲ ϲυνεϲταλμένον ἔχουϲι τὸ α ἤγουν τὸν ὑγιέα, τὸν εὐφυέα. ἐπὶ τούτων οὖν, φημὶ δὴ τοῦ Ἐρετριᾶ, Πειραιᾶ, Ϲτειρεᾶ εἰϲ α μόνωϲ ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ· τὰ γὰρ ἀναδεχόμενα κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ α πρὸ τῆϲ κράϲεωϲ μακρὸν ἔχουϲι τὸ α.

Ἰϲτέον δὲ ὅτι οὐκ ἔϲτι καταναγκαϲτικὸϲ ὁ λόγοϲ οὗτοϲ· πολλάκιϲ εὑρίϲκεται τὸ ε καὶ α μακρὸν εἰϲ η κιρνάμενα ὡϲ ἐπὶ τοῦ Ἑρμέαϲ Ἑρμῆϲ, Ϲωϲέαϲ Ϲωϲῆϲ. ἰδοὺ γὰρ ἐνταῦθα τὸ ε καὶ α μακρὸν εἰϲ η κίρνανται. τὸ γὰρ Ἑρμέαϲ καὶ Ϲωϲέαϲ μακρὸν ἔχουϲι τὸ α, ἐπειδὴ τὰ εἰϲ αϲ ἀρϲενικὰ βαρύτονα μακρὸν ἔχουϲι τὸ α οἷον Αἴαϲ, Θόαϲ, κοχλίαϲ, Αἰνείαϲ, γίγαϲ, Κάλχαϲ, χωρὶϲ τοῦ μέγαϲ τοῦ ἐπιθέτου καὶ τοῦ λᾶαϲ τοῦ προϲηγορικοῦ καὶ τοῦ Αἶαϲ παρ’ Ἀλκμᾶνι· τί οὖν ἄτοπον καὶ ἐπὶ τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Ϲτειριέα Ϲτειριᾶ, εἰ καὶ ἀπὸ τῆϲ Ἀττικῆϲ αἰτιατικῆϲ, φημὶ δὴ τῆϲ ἐχούϲηϲ τὸ α ἐκτεταμένον, ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ, γενέϲθαι καὶ εἰϲ η τὴν κρᾶϲιν. κρεῖττον οὖν ἐϲτιν εἰπεῖν τὴν αἰτίαν ταύτην· διὰ τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἐρετριέα Πειραιέα Ϲτειριέα Ἐρετριᾶ Πειραιᾶ καὶ Ϲτειριᾶ οὐκ ἐγένετο εἰϲ η ἡ κράϲιϲ, ἀλλ’ εἰϲ α μόνον, ἐπειδὴ τούτων ἡ κλητικὴ εἰϲ φωνῆεν λήγει οἷον ὦ Ἐρετριεῦ καὶ ὦ Πειραιεῦ καὶ ὦ Ϲτειριεῦ. οὐδέποτε δὲ τῆϲ κλητικῆϲ εἰϲ φωνῆεν ληγούϲηϲ ὀφείλει ἡ αἰτιατικὴ εἰϲ η καταλήγειν οὕτε παρ’ ἡμῖν οὕτε παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ οἷον ὤ Χρύϲη τὸν Χρύϲην, ὦ τοξότα τὸν τοξότην, ὤ Δημοϲθένη Ἀττικῶϲ καὶ τὸν Δημοϲθένην Ἀττικῶϲ μετὰ τοῦ ν παρ’ ἡμῖν καὶ παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ» πρόϲκειται, ἐπειδὴ παρὰ τοῖϲ Δωριεῦϲιν εὑρίϲκεται ἡ κλητικὴ εἰϲ φωνῆεν λήγουϲα, τῆϲ αἰτιατικῆϲ εἰϲ η καταληγούϲηϲ οἷον ὦ Τυδεῦ καὶ τὸν Τυδῆ, ὡϲ παρὰ τῷ ποιητῇ (Δ 384) «ἔνθ’ αὐτ’ ἀγγελίην ἔπι Τυδῆ ϲτεῖλαν Ἀχαιοί». τούτου χάριν ἐπὶ τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ, καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Ϲτειριέα Ϲτειρι εἰϲ α μόνωϲ ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ, οὐκέτι δὲ εἰϲ η, ἵνα μὴ εὑρεθῇ τῆϲ κλητικῆϲ εἰϲ φωνῆεν ληγούϲηϲ ἡ αἰτιατικὴ εἰϲ η καταλήγουϲα.

493. E. M. 265, 12: Δημάδηϲ. ἀπὸ τοῦ Δημέαϲ γίνεται Δημεάδηϲ καὶ. [*](223: Κιϲϲῆϲ: ὡϲ Ἑρμῆϲ· καὶ μήποτε παρὰ τὸ Κιϲϲόϲ παρὥνυμόν τι ἐγένετο Κιϲϲέαϲ καὶ κατὰ ϲυναλοιφὴν Κιϲϲῆϲ. lo. Al. 8. 27: Ἑρμῆϲ Θαλῆϲ Ϲωϲῆϲ ἐκ τοῦ Ἑρμέαϲ Θαλέαϲ Ϲωϲέαϲ ϲυνῃρημένα. l. Pr. Ο 339. Μηκιϲτῆ. ὁμοίωϲ τῷ «ἔνθ’ αὕτ’ ἀγγελίην ἐπι Τυδῆ ϲτεῖλαν Ἀχαιοί». καὶ ἤτοι ἀπεκόπη ἡ Μηκιϲτῆα αἰτιατική, ἢ Δωρικῶϲ κέκλιται, ὅπερ μοι δοκεῖ καὶ ἄμεινον.— De accusativo plurahlis lo. Al 20, 32. τὸ Ἐρετριέαϲ Ἐρετριᾶϲ καὶ ἁλιέαϲ ἁλιᾶϲ κατὰ ϲυναίρεϲιν περιϲπῶνται παρ’ Ἀθηναίοιϲ.) [*](ad fr. * 493. omisi verba initio posita οὐκ ἔχει τὸ ι, quae ad orthographiam)

322
κατὰ ϲυναίρεϲιν Δημάδηϲ καὶ ὤφειλεν εἰϲ η γενέϲθαι ἡ κρᾶϲιϲ, ἀλλὰ διὰ τὸν χαρακτῆρα εἰϲ α ἐγένετο. τὰ γὰρ εἰϲ δηϲ πατρωνυμικὰ ἢ τύπου πατρωνυμικοῦ ὄντα ἢ τῷ ι θέλει παραλήγεϲθαι ἢ τῷ α οἷον Πηλείδηϲ Αἰακίδηϲ, Εὐρυμάδηϲ, Πυλάδηϲ οὕτωϲ οὖν καὶ Δημάδηϲ.

494. Choer. 417, 11: ἔϲτι ϲπέοϲ ϲπέεοϲ ϲπέεϊ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο εε εἰϲ η ϲπῆϊ «εὗρε δὲ ϲπῆϊ» (Ω 83) ὥϲπερ Ἡρακλέεοϲ Ἡρακλῆοϲ «τεῖχοϲ ἐϲ ἀμφίχυτον Ἡρακλῆοϲ θείοιο» (Υ 145).

495. Choer. Dict. 164, 12: Δεῖ γινώϲκειν ὅτι ἐν μὲν τοῖϲ δυϊκοῖϲ τὰ δύο εε εἰϲ η κίρνανται οἶον Δημοϲθένεε Δημοϲθένη, Διομήδεε Διομήδη, ἐν δὲ τοῖϲ πληθυντικοῖϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον οἷον Δημοϲθένεεϲ Δημοϲθένειϲ, Διομήδεεϲ Διομήδειϲ, ϲπανίωϲ δὲ καὶ ἐν τοῖϲ δυϊκοῖϲ, ἀλλ’ εὑρίϲκονται τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κιρνάμενα οἷον ταρίχεε ταρίχει, πόλεε πόλει, ὡϲ παρ’Αἰϲχίνῃ τῷ Ϲωκρατικῷ «τούτω τὼ πόλει» (λέγει δὲ περὶ Ἀθηνῶν καὶ Λακεδαιμονίων) καὶ ἐν τοῖϲ πληθυντικοῖϲ εἰϲ η οἷον ἱππέεϲ ἱππῆϲ, καὶ βαϲιλέεϲ βαϲιλῆϲ. ταῦτα δὲ Ἀττικά εἰϲι καὶ ἐπὶ μόνων τῶν εἰϲ ευϲ τοῦτο ποιοῦϲιν οἱ Ἀττικοί, φημὶ δὴ τὸ κιρνᾶν τὰ δύο εε εἰϲ η ἐν τῇ εὐθείᾳ τῶν πληθυντικῶν.

Καὶ ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι διὰ ποίαν αἰτίαν ἐν μὲν τοῖϲ δυϊκοῖϲ τὰ δύο εε εἰϲ η κιρνῶνται, ἐν δὲ τοῖϲ πληθυντικοῖϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον. ἀπολογούμεθα οὖν ἡμεῖϲ περὶ τούτων οὕτωϲ· τὸ ι χαρακτηριϲτικόν ἐϲτι τῆϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν , ο μὴν τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν οἷον φίλοι, Ὅμηροι, κοχλίαι, Αἰνεῖαι. ἐπειδὴ οὖν τὸ ι χαρακτηριϲτικόν ἐϲτι τῆϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν, εὐλόγωϲ οὖν ἐν τοῖϲ πληθυντικοῖϲ τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κίρνανται, ἐν δὲ τοῖϲ δυϊκοῖϲ εἰϲ τὸ η, ἐπειδή, εἰ ἐγένετο τῶν δύο εε κρᾶϲιϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐν τοῖϲ δυϊκοῖϲ, εὑρίϲκεται τὸ ι ἐν τῇ τελευταίᾳ ϲυλλαβῇ, ὅπερ ἐϲτὶ γνήϲιον, [*](spectare solent, ab hoc loco aliena, nisi forte epitomator his verbis cavere voluit, ne quis a Δῆμοϲ derivatum putet, a quo Δημίδηϲ non Δημάδηϲ descenderet. Sed Herodianus sic non loquitur res autem ab eo profecta est, nam traditur in fragmento Herodianeo ex libro περί κλίϲεωϲ ὀνομάτων An. Ox. IV 334, 10 Δημάδηϲ ἐκ τοῦ Δημεάδηϲ ὅν. Etiam Priscianus II 7, 37 Demades paenultimam producere perhibet (cf. Lob. Parall. p. 6). Quum autem in E. M. p. 210, 16 in loco, qui item Herodianeae originis videtur, tradatur Δημέαϲ Δημεάδηϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν Δημάδηϲ, suspicari licet Herodianum de boc nomine dubitasse et sic fere pronunciasse: τὸ Δημάδηϲ ἀμφίβολον· εἰ μὲν τὸ α ϲυνεϲταλμένον ἐϲτίν ἀπὸ τοῦ Δημέαϲ Δημεάδηϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν Δημάδηϲ, εἰ δὲ ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ Δημεάδηϲ κατὰ ϲυναίρεϲιν. ef. Lob. El. II 82. I 254.) [*](ad fr. *494. cf. eundem p. 179, 22, Lob. El. II 52) [*](ad fr. 495. In verbis οὐκ ἀντίκεινται ἡμῖν, ἐπειδὴ οὐκ ἔϲτινοὐδέτερα, ἀλλὰ θηλυκά alteram ex duabus a Lobeckio in El. II 56 propositis emendationibus τὸ μὲν οὐδέτερον, τὸ δὲ θηλυκόν recepi, quia paullo ante eaedem formae ταρίχει et πόλει commemoratae sunt. Altera emendatio, quam Lob. ipse praeoptat, est τὰ ῥάχει pro ταρίχει. — Similiter Theogn. p. 153, 20 οὐκ ἔϲτι τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν τελικὸν τὸ ι· πίϲτιϲ δὲ τοῦ λόγου τὸ βαϲιλεύϲ, ὅτι ἐπὶ μὲν τῆϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κίρναται· τὸ γὰρ ι εὑρίϲκεται τελικὸν ἀρϲενικῶν ὀνομάτων οἷον ὅμηροι, ἄνθρωποι, εἰϲ δὲ τὴν εὐθεῖαν)

323
ὡϲ εἴρηται, τῆϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν. τούτου χάριν ἵνα μὴ εὑρεθῇ τὸ ι τελικὸν ἐπὶ τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυϊκῶν, οὐκ ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ τῶν δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον, ἀλλ’ εἰϲ τὸ η. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν καὶ ἑτέραν τοιαύτην ἀπολογίαν· οὐδέποτε εὑρίϲκεται ἐν ἀρϲενικοῖϲ ὀνόμαϲι εὐθεῖα δυικῶν εἰϲ οἱανδήποτε δίφθογγον λήγουϲα οἶον τὼ Αἴαντε, τὼ λέβητε, τὼ Ἀτρείδα, τὼ Ὀρέϲτα. ὅθεν καὶ ἐπὶ τῆϲ εἰϲ α καὶ εἰϲ ω ληγούϲηϲ δοτικῆϲ τῶν ἑνικῶν, δηλονότι μετὰ τοῦ ι οὔϲηϲ, ἡ εὐθεῖα τῶν δυικῶν οὐκ ἔχει τὸ ι προϲγεγραμμένον οἷον τῷ κοχλίᾳ τ κοχλία, τῷ ὁμήρῳ τ ὁμήρω. τούτων οὖν χάριν ἐν τοῖϲ δυϊκοῖϲ οὐ κίρνανται τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον. πρόϲκειται ἀνωτέρω «έν ἀρϲενικοῖϲ ὀνόμαϲιν » διὰ τὸ ταρίχεε ταρίχει, πόλεε πόλει· ταῦτα γὰρ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται. ἀλλ’ οὐκ ἀντίκεινται ἡμῖν, ἐπειδὴ οὐκ ἔϲτιν ἀρϲενικά, ἀλλὰ τὸ μὲν οὐδέτερον, τὸ δὲ θηλυκόν, ἄλλωϲ τε δὲ καὶ ϲπάνιά εἰϲιν, ἅτινα οὐκ ἔρρωνται εἰϲ κανόνα. ἔϲτι δὲ εἰπεῖν καὶ ἄλλην ἀπολογίαν τοιαύτην· ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν πλείοϲι φωνήεϲι κέχρηται πολλάκιϲ ὡϲ πρὸϲ τὴν εὐθεῖαν τῶν δυικῶν οἷον τὼ ὁμήρω οἱ ὅμηται τῶ κοχλία οἱ κοχλίαι. ἰδοὺ ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν δύο ἔχει φωνήεντα, τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν ἕν φωνῆεν ἐχούϲηϲ. εἰκότωϲ οὖν ἐν μὲν τοῖϲ πληθυντικοῖϲ τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κίρνανται, ἐν δὲ τοῖϲ δυϊκοῖϲ εἰϲ τὸ η, ἵνα πλείονα ϲχῇ φωνήεντα ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν. ἡ γὰρ ει δίφθογγοϲ δύο φωνήεντά εἰϲι, τὸ δὲ η ἕν ἐϲτιν. ἔϲτι δὲ εἰπεῖν καὶ ἄλλην ἀπολογίαν ταύτην· ἡ εὐθεῖα τῶν δυικῶν μείζονι χρόνῳ κέχρηται πολλάκιϲ ὡϲ πρὸϲ τὴν εὐθεῖαν τῶν πληθυντικῶν οἷον τὼ ὁμήρω οἱ ὅμηροι· τὸ ω μεῖζόν ἐϲτι τῆϲ οι διφθόγγου. τὰ Μηδεία αἱ Μήδειαι, τὸ α τὸ φύϲει μακρὸν μεῖζόν ἐϲτι τῆϲ αι διφθόγγου. ἐπεὶ οὖν καὶ τὸ η μεῖζόν ἐϲτι τῆϲ ει διφθόγγου, εἰκότωϲ ἐν μὲν τοῖϲ δυικοῖϲ τὰ δύο εε εἰϲ η κίρνανται, ἐν δὲ τοῖϲ πληθυντικοῖϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον, ἵνα εὑρεθῇ μείζονα χρόνον ἔχουϲα ἡ εὐθεῖα τῶν δυικῶν ὡϲ πρὸϲ τὴν εὐθεῖαν τῶν πληθυντικῶν. ὅτι δὲ τὸ η μεῖζόν ἐϲτι τῆϲ ει διφθόγγου, δῆλον ἐντεῦθεν· ὤϲπερ ὁ εἰϲ ϲτρατιώτηϲ ὁ δυνάμενοϲ ἔργον δύο ϲτρατιωτῶν ποιῆϲαι ἰϲχυρότεροϲ ἐκείνων ἐϲτί, καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ ἓν φωνῆεν ποιοῦν ἔργον, δ δύναται δύο φωνήεντα ποιῆϲαι, ίϲχυρότερον ἐκείνων ἐϲτίν· ὅπερ γὰρ ἡ ει δίφθογγοϲ ποιεῖ, τοῦτο καὶ τὸ η μόνον ποιεῖ. καὶ γὰρ ἡ ει δίφθογγοϲ φύϲει μακρὰν ἀποτελεῖ τὴν ϲυλλαβὴν καὶ τὸ η δὲ ὡϲαύτωϲ.

496. Choer. 440, 14: ἰϲτέον ὅτι ἡ εἰϲ ε λήγουϲα εὐθεῖα τῶν δυικῶν [*](τῶν δυικῶν τὰ δύο εε εἰϲ η τὼ Δημοϲθένεε τὼ Δημοϲθένη, οὐκ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον, ὅτι μὴ τὸ ι τελικὸν τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν. lo. Al. 16. 7 7 αἱ εἰϲ ειϲ ἀπὸ μὲν βαρυτόνων ἑνικῶν βαρύνονται, Δημοϲθένηϲ Δημοϲθένειϲ, ἀπὸ δὲ ὀξυνομένων ἢ περιϲπωμένων περιϲπῶνται εὐγενήϲ εὐγενεῖϲ, Ἡρακλῆϲ Ἡρακλεῖϲ. τῶν δὲ τοιούτων οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ϲυναίρεϲιν ποιοῦνται διὰ τοῦ η καὶ ὁμοίωϲ περιϲπῶϲιν, ίππῆϲ ἐκ τοῦ ἱππέεϲ, βαϲιλέεϲ βαϲιλῆϲ.) [*](ad fr * 496. Io. Al. 14, 22 τὰ δύο εε εἰϲ η ϲυναιροῦϲιν Ἀθηναῖοι «ἐγὼ δέ)

324
παροξυνομένη ἐν τῇ ἐντελείᾳ καὶ ϲυναιρουμένη περιϲπᾶται οἷον εὐγενέε εὐγενῆ, εὐϲεβέε εὐϲεβῆ· προπαροξυνομένη δὲ ἐν τῇ ἐντελείᾳ καὶ ϲυναιρουμένη παροξύνεται οἷον Δημοϲθένεε Δημοϲθένη, Διομήδεε Διομήδη· ἰϲτέον δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν τῶ πρέϲβη παρὰ τοῖϲ ῥήτορϲι βαρυτόνωϲ ἀναγινώϲκεται ὡϲ ἀπὸ τοῦ πρέϲβυϲ πρέϲβεοϲ πρέϲβεε πρέϲβη, παρὰ δὲ Ἀριϲτοφάνει περιϲπωμένωϲ (fr. Dind.) « ἥκετον πρεϲβῆ δύο» ὡϲ ἀπὸ εὐθείαϲ ὀξυτόνου οἷον ὡϲ ἀπὸ τοῦ ὁ πρεϲβεύϲ τοῦ πρεϲβέοϲ τὼ πρεϲβέε τὼ πρεϲβῆ.

497. Choer. 230, 20: οὐ ϲυναιρεῖται ἐπὶ τῶν εἰϲ υϲ τριγενῶν ἡ εὐθεῖα τῶν δυικῶν. οὐδὲ γὰρ λέγομεν τυ ἡδέε τὺ ἡδῆ ὥϲπερ τὼ Δημοϲθένεε τῶ Δημοϲθένη. δεῖ δὲ γινώϲκειν ὅτι τὸ τραχύϲ μόνον εὑρίϲκεται ϲυναιρούμενον κατὰ τὴν εὐθεῖαν τῶν δυικῶν εἰϲ τὴν ει δίφθογγον παρὰ Ἴωνι τῷ τραγικῷ οἷον τὼ τραχέε τὼ τροχῇ.

498. Choer. 217, 15: ἰϲτέον ὅτι ἐπὶ τῶν εἰϲ ευϲ κυρίων ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν διὰ δύο εε εἰϲ τὴν εἰ δίφθογγον ϲυναλείφει μόνωϲ, ἐπὶ δὲ τῶν μὴ ὄντων κυρίων εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ϲυναλείφει τὰ δύο εε καὶ εἰϲ τὸ η Ἀττικῶϲ, βαϲιλέεϲ βαϲιλεῖϲ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου καὶ βαϲιλῆϲ Ἀττικῶϲ διὰ τοῦ η. ἡ δὲ τούτων αἰτιατικὴ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου μόνωϲ λέγεται, οὐκέτι δὲ καὶ διὰ τοῦ η οἷον τοὺϲ βαϲιλεῖϲ τοὺϲ ἱππεῖϲ, καὶ τοῦτο εὐλόγωϲ, ἐπειδὴ οὔτε ἐν τῇ εὐθείᾳ τῶν πληθυντικῶν ἐϲτι γνηϲία ἡ κρᾶϲιϲ ἡ τῶν δύο εε εἰϲ η. ἐμάθομεν γάρ, ὅτι τὰ δύο εε ἐν τοῖϲ πληθυντικοῖϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κίρνανται οἷον Δημοϲθένεεϲ Δημοϲθένειϲ, Διομήδεεϲ Διομήδειϲ. ϲημειοῦται δὲ ὁ Ἡρωδιανὸϲ παρὰ τῷ Ϲοφοκλεῖ τοὺϲ βαϲιλῆϲ διὰ τοῦ η γραφομένουϲ κατὰ τὴν αἰτιατικὴν οἷον (Ai. 390) « τούϲ τε διϲτάρχαϲ ὤλεϲαϲ βαϲιλῆϲ ». ἔϲτι δὲ καὶ παρὰ τῷ Ξενοφῶντι (Cyrop. l l, 2) τρὺϲ νομῆϲ διὰ τοῦ η.

499. E.M. 764,56 (E. Or. 153, 16): τρήρων ἐπὶ περιϲτερᾶϲ ἡ δειλή· παρὰ τὸ τρεῖν· εὐλαβὲϲ γὰρ τὸ ζῷον. παρὰ τὸ τρέω τὸ φοβοῦμαι

499a. II. Pr. Θ 240. ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ λέγει τὸ δῆμοϲ τὸ ἐπὶ τοῦ πλήθουϲ παρὰ τὸ δέμαϲ γεγενῆϲθαι οἱονεὶ ϲῶμά τι τυγχάνον ἢ παρὰ τὸν δαϲμόν. δύναιτο δ’ ἄν τιϲ καὶ ἄλλωϲ ἐτυμολογεῖν, εἰ παρὰ τὸ δέω γένοιτο δέεμοϲ καὶ ἐν ϲυναλοιφῇ δῆμοϲ, τὸ ϲυνδεδεμένον πλῆθοϲ. τὸ γὰρ ἐναντίον λύη ἀπὸ τῆϲ διαλύϲεωϲ.

[*](τοι πεπόνηκα κομιδῆ τὼ ϲκέλη», «οὐκ ἐμοῦ κινοῦντοϲ αὐτὼ τὼ ϲκέλη χορεύετον», «καὶ πρόϲ γε τούτοιϲ ἥκετον πρεϲβῆ δύο ».)
325

τρεερόϲ κατὰ ϲυναλοιφὴν τρηρόϲ καὶ παρώνυμον τρήρων ὡϲ ἁβρόϲ Ἄβρων.

500. Choer. 667 25. ἔϲτιν ἕω καὶ κέω βαρύτονα· ταῦτα περιϲπωμένωϲ γίνεται ἐῶ καὶ κεῶ· εἷτα ἐκ τούτων τῶν περιϲπωμένων γίνονται παραγωγὰ εἰϲ μι οἷον ἕημι καὶ κέημι καὶ λοιπὸν ὁ παθητικὸϲ ἐνεϲτὼϲ ἕεμαι κα κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο εε εἰϲ η γίνεται ἧμαι, πῇ δὲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κεῖμαι.

501. Choer. 509, 14. διὰ τοῦτο ἐν τῷ ποιεῖτε τὰ δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐκράθηϲαν καὶ οὐκ εἰϲ τὸ η, ἐπειδὴ τὰ εἰϲ μὲν καὶ εἰϲ τε τὰ ἴϲα φωνήεντα θέλουϲιν ἔχειν κατὰ τὴν παραλήγουϲαν οἷον τύπτομεν τύπτετε ἐτύψαμεν ἐτύψατε, βοῶμεν βοᾶτε, ἐτύφθημεν ἐτύφθητε, χρυϲοῦμεν χρυϲοῦτε. εἰ οὖν τὸ ποιοῦμεν διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεται κατὰ τὴν παραλήγουϲαν, δηλονότι ἀναγκάζεται καὶ τὸ ποιεῖτε διὰ δύο φωνηέντων ἐκφερεϲθαι κατὰ τὴν παραλήγουϲαν , καὶ δῆλον ὅτι εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ καὶ οὐκ εἰϲ τὸ η.

502. Choer. 528. 20. διὰ τοῦτο ἐν τῷ ἐποίειϲ τά δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐκράθηϲαν καὶ οὐκ εἰϲ τὸ η, ἐπειδὴ καθόλου ἐπὶ τῶν παρῳχημένων τῶν ὁριϲτικῶν τὰ δεύτερα καὶ τρίτα πρόϲωπα τῶν ἑνικῶν τὰ ἴϲα φωνήεντα θέλουϲιν ἔχειν κατὰ τὴν λήγουϲαν τῶν ἰδίων πρώτων προϲώπων, ἡνίκα ἰϲοϲυλλαβοῦϲιν αὐτά, οἷον ἔτυπτον ἔτυπτεϲ ἔτυπτε, τέτυφα τέτυφαϲ τέτυφε, ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε, ἐτύφθην ἐτύφθηϲ ἐτύφθη, ἐβόων ἐβόαϲ ἐβόα, ἐπεποιήκειν ἐπεποιήκειϲ ἐπεποιήκει, ἐχρύϲουν ἐχρύϲὸυϲ ἐχρούϲου, Ἵδρουν ἵδρουϲ ἵδρου. εἰ οὗν τὸ ἐποίουν διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεται κατὰ τὴν λήγουϲαν, δηλονότι καὶ τὸ ἐποίειϲ καὶ ἐποίει ἀναγκάζονται διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεϲθαι κατὰ τὴν λήγουϲαν, ἵνα εὑρεθῶϲι τὰ ἴϲα φωνήεντα ἔχοντα κατὰ τὴν λήγουϲαν τῷ ἰδίῳ πρώτῳ πρωϲώπῳ, καὶ τούτου χάριν εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ καὶ οὐκ εἰϲ τὸ η.

499b. II. Pr. T 26: τὸ δείλη βαρυνόμενον ἔχει ἔννοιαν ϲυνθέϲεωϲ· ἐτυμολογεῖται γὰρ παρὰ τὸ ἐνδεῖν τῇ ἕλη δεέλη.

[*](ad fr. *501. 0b similem causam etiam ποιέεται in ποιεῖται et ἐποιεῖτο contrahuntur Choer. 675, 3 : ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διὰ ποίαν αἰτίαν ἐν τῶ ποιεῖται τά δύο εε εἰϲ τὴν ει δίφθογγον κιρνᾶται καὶ μὴ εἰϲ τὸ η; καὶ ἔϲτιν εἰπεῖν τὴν ἀπολογίαν ταύτην· τὰ εἰϲ μαι καὶ τὰ εἰϲ ται τὰ ἴϲα φωνήεντα θέλουϲιν ἔχειν κατὰ τὴν παραλήγουϲαν οἶον τύπτομαι τύπτεται, λέγομαι λέγεται, βοῶμαι βοᾶται, χρυϲοῦμαι χρυϲοῦται, ϲτεφανοῦμαι ϲτεφανοῦται· εἰ οὖν τὸ ποιοῦμαι διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεται κατὰ τὴν παραλήγουϲαν, δηλονότι καὶ τὸ ποιεῖται ἀναγκάζεται διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεϲθαι κατὰ τὴν παραλήγουϲαν καὶ εὐλόγωϲ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ἐγένετο ἡ κρᾶϲιϲ καὶ οὐκ εἰϲ τὸ η; 681, 15.)
326

503. Choer. 562, 4 : ἔϲτιν εἰδῶ τούτου ὁ μέϲοϲ παρακείμενοϲ εἴδα καὶ κατὰ τροπὴν Αἰολικὴν τοῦ ε εἰϲ ο οἶδα, ὁ ὑπερϲυντέλικοϲ εἴδειν. τούτου τοῦ ἔδειν τὸ ε ἐν τῇ ἀρχῇ Ἀττικῶϲ ἐξετάθη εἰϲ τὸ η ὡϲ ἐν τῷ ἔμελλον ἤμελλον, ἐβουλόμην ἠβουλόμην, ἐδυνάμην ἠδυνάμην, εἰκάζω ᾔκαζον καὶ ἔμεινε τὸ ι προϲγεγραμμένον τῷ η καὶ ἐγένετο δεῖν, τούτου τὸ δεύτερον ἤῇδειϲ, τὸ τρίτον ᾔδει. ταῦτα Ἰωνικῶϲ διαλύεται ῇδεα καὶ ῇδεε καὶ Ἀττικῶϲ κιρνῶνται καὶ ἀποτελεῖται τὸ ᾔδη ἐγώ ὥϲπερ Εὐριπίδηϲ ἐν Ἱππολύτῳ (405) τὸ δὲ ἔργον ᾔδη τὴν νόϲον τε δυϲκλεᾶ» καὶ ἤδη ἐκεῖνοϲ οἶον ὡϲ παρὰ τῷ ποιητῇ « ὃϲ ᾔδη τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐϲϲόμενα πρό τ’ ἐόντα» (Α 70). ἀλλ’ ἡ τοιαύτη κρᾶϲιϲ ἡ διὰ τοῦ η κατὰ τὸ πρῶτον πρόϲωπον τῆϲ νέαϲ Ἀτθίδοϲ ἐϲτὶν ἰδίωμα οἷον «ἐπεποιήκη ἐκεῖνοϲ ». ἐπειδὴ δὲ εὑρίϲκομεν παρὰ τῷ ποιητῇ χρήϲειϲ τοῦ τρίτου προϲώπου, λέγω δὴ ἤδη ἐκεῖνοϲ οἷον «ὃϲ ᾔδη τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐϲϲόμενα πρό τ’ ἐόντα» καὶ πάλιν «νήπιοϲ οὐδὲ τὰ ᾔδη ἅ ῥα Ζεὺϲ μήδετο ἔργα» (B 38), ὄντοϲ δὲ τοῦ ποιητοῦ τῆϲ παλαιᾶϲ Ἀτθίδοϲ, λέγομεν, ὅτι Ἀριϲτάρχειόν ἐϲτι τὸ ἁμάρτημα· ὁ γὰρ Ἀρίϲταρχοϲ εἰδὼϲ τοῦτο τὸ ἰδίωμα τῆϲ νέαϲ Ἀτθίδοϲ ὑπάρχον οὐκ ὤφειλεν ἐᾶϲαι αὐτὸ παρὰ τῷ ποιητῇ ὄντι τῆϲ παλαιᾶϲ Ἀτθίδοϲ.

Choer. 600, 35: οἱ Ἴωνεϲ τὴν ει δίφθογγον τὴν οὖϲαν ἐν τῷ ὑπερϲυντελίκῳ διαλύουϲιν ἐν τῷ πρώτῳ προϲώπῳ εἰϲ α οἷον ἐτετύφειν ἐτετύφεα, ἐπεποιήκειν ἐπεποιήκεα τοῦ ν ἀποβληθέντοϲ. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὸ διαλυθὲν ἐκ τῶν Ἰώνων ϲυναιροῦϲ καὶ ποιοῦϲιν εἰϲ η ἐπεποιήκη λέγοντεϲ, ὅθεν καὶ τὸ «ἐκεχήνη ἐγώ» παρ’ Ἀριϲτοφάνει ἐν Ἀχαρνεῦϲιν (10) «ὅτε δὴ ἐκεχήνη προϲδοκῶν τὸν Αἰϲχύλον » ὥϲπερ τείχεα τείχη. καὶ πάλιν τὸ ᾔδειν οἱ Ἵωνεϲ λέγουϲιν ᾔδεα κατὰ διάλυϲιν ὡϲ παρὰ Καλλιμάχῳ «ᾔδεα μᾶλλον ἔγωγε» ἀντὶ τοῦ ᾔδειν· καὶ λοιπὸν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ἕ καὶ α εἰϲ η ᾔδη· ὁμοίωϲ δὲ καὶ. τὸ «ἦν ἐγώ » ἀντὶ τοῦ ὑπῆρχον διαλύουϲιν οἱ Ἴωνεϲ εἰϲ ἔ καὶ α καὶ. λέγουϲιν ἔα ὡϲ παρ’ Ὁμήρῳ κε ζὼϲ ἀμενηνὸϲ ἔα χαλκοῖο τυπῇϲι» (Ε 887) καὶ λοιπὸν οἱ Ἀθηναῖοι ϲυναιροῦϲι τὸ ἕ καὶ α εἰϲ η καὶ λέγουϲι χωρὶϲ τοῦ ν ἦ ἀντὶ τοῦ ὑπῆρχον ὡϲ παρ’ Ἀριϲτοφάνει ἐν Ὄρνιϲιν (97) «ἦ γὰρ ἐγὼ ὦ ξένοι ἄνθρωποϲ » καὶ παρὰ Πλάτωνι ἡ χρῆϲιϲ εὕρηται. καὶ ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι τοῦτο, εἰ εὐλόγωϲ ἐν τῷ πρώτῳ προϲώπῳ οἱ Ἀττικοὶ εἰϲ η ποιοῦϲι τὴν ϲυναίρεϲιν, ἐπειδὴ ἡ ἐντέλεια τὸ ἕ καὶ α ἔχει οἷον ἐκεχήνεα ἐκεχήνη, τὸ δὲ ε καὶ α εἰϲ η κιρνᾶται οἷον τείχεα τείχη, ἐν τῷ τρίτῳ προϲώπῳ τῆϲ ἐντελείαϲ διὰ τῶν δύο εε οὕϲηϲ, διατί εἰϲ η ἐποίηϲαν τὴν ϲυναίρεϲιν οἷον ἐκεχήνεε ἐκεχήνη ἐκεῖνοϲ καὶ μὴ εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ὡϲ ἐπὶ τοῦ Πηλέεϲ Πηλεῖϲ; ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι καθόλου ἐπὶ τῶν παρῳχημένων τῶν ὁριϲτικῶν τὰ δεύτερα καὶ τρίτα πρόϲωπα τῶν ἑνικῶν τὰ ἴϲα φωνήεντα θέλουϲιν ἔχειν τῷ ἰδίῳ πρώτῳ κατὰ τὴν λήγουϲαν, ἡνίκα ἰϲοϲυλλαβοῦϲιν αὐτῷ οἷον ἔτυπτον ἔτυπτεϲἔτυπτε, τέτυφα τέτυφαϲ τέτυφε, ἐποίουν ἐποίειϲ ἐποίει,

327
ἐβόων ἐβόαϲ ἐβόα, ἐχρύϲουν ἐχρύϲουϲ ἐχρύϲου· εἰ οὖν τὸ πρῶτον τὸ «ἐκεχήνη ἐγώ » δι’ ἑνὸϲ φωνήεντοϲ ἐκφέρεται κατὰ τὴν λήγουϲαν, πῶϲ δύναται τὸ τρίτον τὸ ἐκεχήνη ἐκεῖνοϲ διὰ δύο φωνηέντων ἐκφέρεϲθαι κατὰ τὴν λήγουϲαν; ἀναγκαίωϲ οὖν καὶ ἐπὶ αὐτοῦ ἐποίηϲαν εἰϲ η τὴν ϲυναίρεϲιν.

504. Choer. 175, 6: ἀποροῦϲί τινεϲ, λέγοντεϲ, τί δήποτε τὰ παρὰ τὸ κλέοϲ ϲύνθετα, δηλονότι κύρια, δύο ἔχουϲιν εὐθείαϲ, μίαν ἐντελῆ καὶ μίαν ϲυνῃρημένην οἷον Ἡρακλέηϲ Ἡρακλῆϲ, τῶν ἄλλων τῶν ἀπὸ οὐδετέρων ϲυνθέτων μίαν καὶ μόνην εὐθεῖαν ἐχόντων, ϲθένοϲ Δημοϲθένηϲ, γένοϲ Διογένηϲ, φάοϲ παμφαήϲ; καὶ ἐπιλύονται λέγοντεϲ, ὅτι ἐν τούτοιϲ, φημὶ δὴ τοῖϲ παρὰ τὸ κλέοϲ ϲυνθέτοιϲ, δηλονότι κυρίοιϲ, καθαριεύουϲι τὰ φωνήεντα καὶ εἰκότωϲ ἔϲχον ϲυνῃρημένην εὐθεῖαν. τὰ γὰρ ἄλλα ὡϲ ἔχοντα ϲύμφωνον πρὸ τοῦ φωνήεντοϲ, οἷον ἀϲθενήϲ εὐγενήϲ, εἰκότωϲ ϲυναίρεϲιν παθεῖν οὐκ ἠδύναντο. εἰ δέ τιϲ ἀπορήϲει, πῶϲ οὖν τὸ παμφαήϲ καὶ χρυϲοφαήϲ καθαρεύοντα οὐκ ἔχουϲι ϲυνῃρημένην εὐθεῖαν. λέγομεν ὡϲ μὴ ὄντα κύρια οὐ ϲυνῃρέθηϲαν, ἀμέλει καὶ ἐν τοῖϲ παρὰ τὸ κλέοϲ ϲυνθέτοιϲ τὰ κύρια μόνα ϲυναιροῦνται κατὰ τὴν εὐθεῖαν οἷον Ἡρακλέηϲ Ἡρακλῆϲ, Νικοκλέηϲ Νικοκλῆϲ, ἐπεὶ τὰ ἐπίθετα οὐ ϲυναιροῦνται κατὰ τὴν εὐθεῖαν οἷον εὐκλεήϲ δυϲκλεήϲ.

505. St. B. 708, 19: Ωρεόϲ πόλιϲ Εὐβοίαϲ. τούτου τὸ ἐθνικὸν διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται ὡϲ Ζελείτηϲ, Ϲαμαρείτηϲ, Μαρωνείτηϲ. μέμνηται τοῦ ἐθνικοῦ καὶ Χάραξ ἐν χρονικῶν ιϚ’ κἈθηναῖοι ἅμα Χαλκιδεῦϲι τοῖϲ ἐν Εὐβοίᾳ καὶ Μεγαρεῦϲι ϲτρατεύϲαντεϲ εἰϲ Ὡρεὸν Φιλιϲτίδην τὸν Τύραννον ἀπέκτειναν καὶ Ὠρείταϲ ἠλευθέρωϲαν ». Ἀπολλόδωροϲ δὲ τετραϲυλλάβωϲ φηϲίν, οὐ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου, ἀλλὰ διὰ τοῦ ε καὶ τοῦ ι Ὠρεΐταϲ «οὕτω δὲ τὴν τῶν Ὠρεϊτῶν νυκτὸϲ αἱροῦϲιν πόλιν ». καὶ δοκεῖ ἀναλογώτερον εἶναι. τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ διὰ τοῦ ιτηϲ παρ-

504a. IΙ. Pr. (Ϲ 100: τὸ δῆϲεν διϲύλλαβον ἐκδεκτέον ποιητικόν.

[*](ad fr. *504. Arcad 25, 12 τὰ παρὰ τὸ κλέοϲ ἐπίθετα ὄντα ὀξύνεται εὐκλεήϲ ἀκλεήϲ· κύρια δὲ ὄντα ἐν μέν τῇ ἐντελείᾳ βαρύνεται, ἐν δὲ τῇ ϲυναιρέϲει περιϲπᾶται Ἡρακλέηϲ Ἡρακλῆϲ. Apud Choer. 172, 8— 174, 32 longa expositio est. qus demonstratur adiectiva a κλέοϲ composita et propter accentum et propte declinationem contrahi non posse qua in disputatione complura insunt , quae ab Herodiano abhorrent primum distinctio synaereseos (in Nηρῄϲ ex Nηρηΐϲ) a crusi (in ζωόϲ ζώϲ) Herodiano ignota est porro νηλεὴϲ a νὴ et ἐλεῶ, νηλήϲ vero a. λῶ derivatur contra Herodiani sententiam cf ad fr. 211.)[*](ad fr. *505. cf. St. B. p. 176, 23 e. Βορυϲθενηϲ. Ἕλεοϲ Ἑλεΐτηϲ [καὶ Ἑλείτηϲ ὁ τὸ Ἕλοϲ οἰκῶν, Ὠρεόϲ Ὠρεΐτηϲ καὶ Ὠρείτηϲ.)[*](ad fr. [504a]. cf. Lob. Ml. 1 243, qui de hoe recte E. M. 138, 8 ἀνδτὶ τοῦ ἐδέηϲε κατὰ ϲυγκοπὴν iudicare, sed Herodianum crasin dicturum fuisse arbitratur.)
328

αγόμενα μιᾷ ϲυλλαβῇ πλεονάζει τῆϲ τοῦ πρωτοτύπου γενικῆϲ, Ϲτάγειροϲ Ϲταγείρου Ϲταγειρίτηϲ, Ἄβδηροϲ Ἀβδήρου Ἀβδηρίτηϲ, Πεντάϲχοινοϲ Πενταϲχοίνου Πενταϲχοινίτηϲ, Δίολκοϲ Διόλκου Διολκίτηϲ· οὕτωϲ Ὠρεόϲ Ὠρεοῦ Ὠρεΐτηϲ καὶ κατὰ ϲύνοδον τοῦ ἑ καὶ τοῦ ι Ὠρείτηϲ. οὐχ ὅμοιον δὲ τούτῳ τὸ Ζηλείτηϲ καὶ Ϲαμαρείτηϲ· ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰϲ α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται.

506. Choer. 15, 24: τὸ ε καὶ ο τριχῶϲ ϲυναιροῦνται· καὶ γὰρ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον, καὶ παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ οἷον Δημοϲθένεοϲ Δεμοϲθένουϲ, εὐϲεβέοϲ εὐϲεβοῦϲ· παρὰ δὲ τοῖϲ Δωριεῦϲι καὶ τοῖϲ Ἴωϲιν εἰϲ τὴν ευ δίφθογγον οἷον Ἰδομενέοϲ Ἰδομενεῦϲ (N 424) «Ἰδομενεῦϲ δ’ οὐ λῆγε μένοϲ μέγα» ἀντὶ τοῦ Ἰδομενέωϲ οὐκ ἔληγεν ἡ δύναμιϲ. καὶ πάλιν Ὀδυϲϲέοϲ Ὀδυϲϲεῦϲ (ω 397) « Ὀδυϲϲεῦϲ δὲ λαβὼν κύϲε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ» ἀντὶ τοῦ Ὀδυϲϲέωϲ τὴν χεῖρα ἐφίληϲε. καὶ. πάλιν Ἐρέβεοϲ Ἐρέβευϲ » (Θ 868) «ἐξ Ἐρέβευϲ ἄξοντα κύνα ϲτυγεροῦ Ἀΐδαο». ϲπανίωϲ δὲ παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ εὑρίϲκεται τὸ ε καὶ τὸ ο εἰϲ τὴν ει δίφθογγον ϲυναιρούμενα οἷον πλέον πλεῖν, δέον δεῖν, ὡϲ παρ’ Ἀριϲτοφάνει ἐν Βατράχοιϲ (91) Εὐριπίδου πλεῖν ἢ ϲταδίῳ λαλίϲτερα ». καὶ πάλιν δέον δεῖν « δεῖν τόδε γενέϲθαι» ἀντὶ τοῦ δέον τόδε γενέϲθαι.

Chor. 321, 33: ἰϲτέον δὲ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ οὐδέποτε εὑρίϲκεται ἡ γενικὴ τῶν εἰϲ οϲ οὐδετέρων εἰϲ ουϲ καταλήγουϲα, ἀλλ’ ἢ εἰϲ ευϲ οἷον Ἐρέβευϲ, θάρϲευϲ «τοίου μιν θάρϲευϲ πλῆϲε φρέναϲ ἀμφιμελαίναϲ (P 573) ἢ ἐντελῶϲ ἤγουν διὰ τοῦ εο ϲ οἷον βέλεοϲ « βέλεοϲ δέ ϲε τείρει ἀκωκή. (Ν 251), ϲτήθεοϲ ἀλλ’ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ ϲτήθεοϲ ἵει» (Γ 221), τείχεοϲ λεξάϲθων παρὰ τάφρον ὀρυκτὴν τείχεοϲ ἐκτόϲ (Ι 67), ἄχεοϲ « τὸν δ’ ἄχεοϲ νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα» (P 591). δύο δὲ μόναϲ γενικὰϲ ἐποίηϲε εἰϲ ουϲ ἐπὶ τῶν εἰϲ οϲ δηλονότι οὐδετέρων « χλωροὶ ὑπὸ δείουϲ » ( 4), ἀντὶ τοῦ ὑπὸ τοῦ δέουϲ καὶ [ἥ ρα κατὰ ϲπείουϲ κέχυται» (ι 330), ἀντὶ τοῦ κατὰ τοῦ ϲπέουϲ. τοῦτο δὲ οὐκ ἐποίηϲε διὰ τὸ μέτρον (καὶ εἰ εἰϲ ευϲ γὰρ ἐποίηϲε ταύταϲ τὰϲ γενικάϲ, ἡ αὐτὴ μακρὰ εὑρίϲκετο), ἀλλὰ διὰ τὴν κακοφωνίαν τῆϲ ἐπαλληλίαϲ τοῦ ε· ἔϲτι γὰρ δέοϲ καὶ ϲπέοϲ· καὶ εἰ ἐγένετο ἡ γενικὴ παρὰ τῷ ποιητῇ δέευϲ καὶ ϲπέευϲ, ἐπαλληλία ἤμελλεν εἶναι τοῦ ε καὶ τούτου χάριν τῇ εἰϲ ουϲ γενικῇ ἐχρήϲατο, φημὶ δὲ τῇ δέουϲ καὶ ϲπέουϲ, ἅτινα ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ ι γίνονται δείουϲ καὶ ϲπείουϲ.

[*](ad fr. 506 He genetivo Ἰδομενεῦϲ ef. 11 Pr Ν 424 Ἰδομενεύϲ. τινέϲ περιϲπῶϲιν «δομενεῦϲ ἀντὶ τοῦ Ἰδομένουϲ, οἱ δὲ ὡϲ «μέθυ χίλια μέτρα » (II. H 471). οἱ δὲ «μέγα ἵετο» μεγάλωϲ ἐπεθύμει. ἄμεινον δὲ τὸ εὐθεῖαν εἶναι ὡϲ τὸ «οὐδὲ Ϲκάμανδροϲ ἔληγε τεὸν μένοϲ» (Il. Φ 305), unde Herodianum etiam in libro περὶ παθῶν huiuscemodi forma commemorasse quidem, sed in suspicionem vocasse concluditur cf. Lob. El. II 89. De δείευϲ, ϲπείευϲ cf. Parall. p. 25.)
329

507. Choer. Orth. 253, 7 (E. 31. 517, 52). Κλειϲθένηϲ. παρὰ τὸ κλέοϲ καὶ τὸ ϲθένοϲ Κλεοϲθένηϲ καὶ κράϲει τοῦ ε καὶ ο εἰϲ τὴν ει δίφθογγον Κλειϲθένηϲ ὥϲπερ δέον δεῖν καὶ πλέον πλεῖν.

508. Choer. Dict. 246, 7: τὸ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ τινεϲ μὲν ἔδοξαν ἀπὸ ϲυναιρέϲεωϲ εἷναι οἷον ἐκ τοῦ θυγατριδεόϲ. ἀδελφιδεόϲ, τινὲϲ δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου δοξάζουϲιν, ὅτι κατὰ διάλυϲιν ἐγένοντο οἷον ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ τὸ ἀδελφιδεόϲ καὶ θυγατριδεόϲ κατὰ διάλυϲιν τῆϲ ου διφθόγγου, λέγοντεϲ ὅτι οὐ δύναται τὸ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδεόϲ καὶ θυγατριδεόϲ γενέϲθαι κατὰ κρᾶϲιν, ἐπειδὴ ἡ βαρεῖα καὶ ἡ ὀξεῖα εἰϲ ὀξεῖαν ϲυναιροῦνται οἷον ζωόϲ ζώϲ, ἑϲταώϲ ἑϲτώϲ, Νηρηΐϲ Νηρῄϲ, Βριϲηΐϲ Βριϲῄϲ. πῶϲ οὖν τὸ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ, εἰ ἐγένοντο ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδὲόϲ καὶ θυγατριδὲόϲ, περιϲπῶνται καὶ οὐκ ὀξύνονται, ὤφειλον γὰρ ἀπὸ βαρείαϲ καὶ ὀξείαϲ ϲυναιρεθέντα ὀξύνεϲθαι καὶ μὴ περιϲπᾶϲθαι. ἐϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδὲόϲ καὶ θυγατριδὲόϲ γεγόναϲι τὸ ἀδελφιδοῦϲ κατὰ κρᾶϲιν καὶ θυγατριδοῦϲ. οὐδὲ γὰρ δυνάμεθα λέγειν ὅτι τοὐνανπεῖν, ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ γεγόναϲι τὸ ἀδελφιδεόϲ καὶ θυγατριδεόϲ κατὰ διάλυϲιν τῆϲ ου διφθόγγου εἰϲ τὸ ο καὶ ε, ἐπειδή, ὥϲ φηϲιν Ἡρωδιανόϲ, οὐδέποτε εὐθεῖα διαλέλυται· τὸ γὰρ εἰϲ ἕειϲ κατὰ πλεοναϲμὸν ἔχει τὸ ε, οὐ μὴν διελύθη. ἄρα οὖν οὐδὲ τὸ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ δύναται διάλυϲιν ἀναδέξαϲθαι καὶ ποιῆϲαι τὸ αδελφιδεόϲ καὶ θυγατριδεόϲ. πρὸϲ δὲ τοὺϲ λέγονταϲ, ὅτι εἰ ἐγένοντο τὸ ἀδελφιδοῦϲ καὶ θυγατριδοῦϲ ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδεόϲ καὶ θυγατριδεόϲ, ὤφειλον ὀξύνεϲθαι, λέγομεν ὅτι πρὸϲ τὸν χαρακτῆρα περιϲπῶνται. τὰ γὰρ εἰϲ ουϲ ὀνόματα ἀποϲτρέφονται τὴν ὀξεῖαν τάϲιν καὶ ἢ βαρύνονται ἢ περιϲπῶνται. καὶ περιϲπῶνται μέν, ἡνίκα ὦϲιν ἁπλᾶ οἷον βοῦϲ νοῦϲ χροῦϲ χαλκοῦϲ οὖϲ διπλοῦϲ, τριπλοῦϲ ἁπλοῦϲ Ϲιμοῦϲ πλακοῦϲ χωρὶϲ τοῦ πούϲ καὶ ὀδούϲ. ταῦτα γὰρ ὀξύνονται· βαρύνονται δέ, ἡνίκα ὦϲι ϲύνθετα οἷον εὔχρουϲ, εὔπλουϲ, Ἀλκίνουϲ, Οἰδίπουϲ· ἐπειδὴ οὖν τὸ θυγατριδοῦϲ καὶ ἀδελφιδοῦϲ ἁπλᾶ εἰϲιν, εὐλόγωϲ περιϲπῶνται.

509. Choer. 247, 5: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲοι, εἰ ἄρα τὰ ἀπὸ ὀξείαϲ καὶ δύο βαρειῶν ϲυναιρούμενα εἰϲ ὀξεῖαν καὶ βαρεῖαν ϲυναιροῦνται οἷον Δημοϲθένεοϲ Δημοϲθένουϲ, Πολυδεύκεα Πολυδεύκη, τείχεα τείχη, βέλεα βέλη, διατί τὸ χάλκεοϲ χαλκοῦϲ καὶ χρύϲεοϲ χρυϲοῦϲ καὶ ἀργύρεοϲ ἀργυροῦϲ, ἀπὸ ὀξείαϲ καὶ δύο βαρειῶν ϲυναιρεθέντα οὐ ϲυνῃρέθηϲαν εἰϲ ὀξεῖαν καὶ βαρεῖαν, ἀλλ’ εἰϲ περιϲπωμένην. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι πρὸϲ τὸν χαρακτῆρα περιεϲπάϲθηϲαν. τὰ γὰρ εἰϲ ουϲ ὀνόματα ἁπλᾶ περιϲπῶνται.

[*](ad fr. 508. cf. lo. Al. 6, 24.)[*](ad fr. *509 cf. lo. Al. 6, 30.)
330

510. Choer. 528, 10: τοῦ ἐποίουν τὸ ἐντελὲϲ ἦν ἐποίεον καὶ λοιπὸν κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ἕ καὶ ο εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεται ἐποίουν ὥϲπερ χάλκεοϲ χαλκοῦϲ· τὸ γὰρ ἕ καὶ ο εἰϲ τὴν ου δίφθογγον κιρνᾶται παρ’ ἡμῖν. πρόϲκειται «παρ’ ἡμῖν», ἐπειδὴ παρὰ τοῖϲ Δωριεῦϲι καὶ Ἴωϲιν εἰϲ τὴν ευ δίφθογγον κιρνᾶται οἶον ἐποίεον ἐποίευν.

511. Choer. 195, 15: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ εἰϲ ιϲ διὰ τοῦ εοϲ κλινόμενα οὐ ϲυναιροῦνται κατὰ τὴν γενικὴν καὶ γίνονται εἰϲ ουϲ οἶον ὄφιϲ ὄφεοϲ, μάντιϲ μάντεοϲ, οὐδὲ γὰρ γίνονται ὄρουϲ καὶ μάντουϲ ὥϲπερ Δημοϲθένεοϲ Δημοϲθένουϲ. καὶ ἔϲτιν εἰπεῖν, ὅτι οὐδέποτε γενικὴ εἰϲ ουϲ λήγουϲα γίνεται διὰ τοῦ ε καὶ ω Ἀττικῶϲ οἷον Δημοϲθένηϲ Δημοϲθένεοϲ Δημοϲθένουϲ, Διομήδηϲ Διομήδεοϲ Διομήδουϲ, τεῖχοϲ τείχεοϲ τείχουϲ, βέλοϲ βέλεοϲ βέλουϲ. ἐπειδὴ οὖν τὰ εἰϲ ιϲ διὰ τοῦ εοϲ κλινόμενα κλίνονται διὰ τοῦ ε καὶ ω Ἀττικῶϲ οἷον ὄφεωϲ μάντεωϲ, τούτου χάριν οὐ δύναται κρᾶϲιν ἀναδέξαϲθαι κατὰ τὴν γενικὴν καὶ γενέϲθαι εἰϲ ουϲ. ἄλλωϲ τε δὲ οὐδ’ ἐϲτὶ γνήϲιον ἐπὶ τούτων τὸ ε τῆϲ κλίϲεωϲ· ὄριοϲ γὰρ ἦν καὶ μάντιοϲ καὶ Ἀττικῶϲ γέγονεν ὄφεωϲ μάντεωϲ καὶ κατὰ ϲυϲτολὴν ὄφεοϲ καὶ μάντεοϲ διὰ τοῦ ο.

512. E.M. 259,28. Δεόνυϲοϲ ὁ Διόνυϲοϲ. Ἀνακρέων « πολλὰ δ’ ἐρίβρομον Δεύνυϲον». τοῦ ι τραπέντοϲ εἰϲ ἕ γίνεται Δεόνυϲοϲ (οὕτω γὰρ Ϲάμιοι προφέρουϲι) καὶ ϲυναιρέϲει Δεύνυϲοϲ ὡϲ Θεόδοτοϲ Θεύδο-

512a. Mon. 6, 9: τὸ θεόϲ ἐκ ϲυναλοιφῆϲ ἐϲτι ποιητικόν.

212b. lo. Al. 23, 18: ἡ ἐμεῦ ϲυνῃρημένη παρ’ Ἴωϲι περιϲπᾶται «ἐμεῦ δ’ ἕλετο μέγαν ὅρκον » (δ 746).

512c. Arcad. 200, 1: εὗ ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ ο εἰϲ τὴν ευ δίφθογγον Δωρικῶϲ.

512d. E. M. 398, 45: εὖτε. ὁ μὲν Ἀπολλώνιοϲ λέγει, ὅτι ἐκ τοῦ ὅτε γίνεται πλεοναϲμῷ τοῦ υ οὗτε καὶ μεταθέϲει τοῦ ο εἰϲ ε εὖτε· ὁ δὲ Ἡρωδιανόϲ, ὅτι ἐκ τοῦ ὅτε πλεοναϲμῷ τοῦ ε καὶ κράϲει Δωρικῇ τοῦ εο εἰϲ τὴν ευ γίνεται εὖτε.

[*](ad fr *512. cf. E. M. 277, 37, ubi Ἰόβαϲ, ad cuius testimonium saepius Herodianus provocat, auctor huius explicationis perhibetur.)[*](ad fr. [512a]. ct. Arcad. 130, 20, Choer. 421, 27 qui κρᾶϲιν Δωρικὴν ἢ Ἰωνικὴν appellat.)
331

τοϲ ἔνιοι δέ φαϲιν, ὅτι ἐπειδὴ ἐβαϲίλευϲε Νύϲηϲ· κατὰ δὲ τὴν Ἰνδῶν φωνὴν δεῦνοϲ ὁ βαϲιλεύϲ.

513. Choer. 670, 27 : ποιοῦμαι ποιεῖται καὶ κατ’ ἀποβολὴν τοῦ τ γίνεται ποιεῖαι καὶ κατ’ ἀποβολὴν τοῦ ι γίνεται ποιέαι καὶ κράϲει τοῦ εαι εἰϲ η ποιῇ περιϲπωμένωϲ· τὸ δὲ ι ἀπεβλήθη, ἐπειδὴ οὐδέποτέ τοῦ ι μέϲου ὄντοϲ ϲυναίρεϲιϲ γίνεται τῶν φωνηέντων· ἀμέλει ἐν «τῶ ἐμῷ» πρῶτον ἀποβάλλεται τὸ ι τοῦ τῷ ἄρθρου καὶ οὕτω γίνεται ἡ κρᾶϲιϲ· καὶ γὰρ τὠμῷ ἐϲτίν. ἔϲτι δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἐντελοῦϲ τοῦ τρίτου προϲώπου κινῆϲαι, φημὶ δὲ τὸ ποιῇ· ἔϲτι γὰρ τὸ ἐντελὲϲ τρίτου προϲώπου ποιέεται καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ τ γίνεται ποιέεαι καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ αι εἰϲ τὴν ῃ γίνεται ποιέῃ ὡϲ τύπτεαι τύπτῃ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ἑ καὶ τῆϲ ῃ διφθόγγου τῆϲ διὰ τοῦ η καὶ ι εἰϲ τὴν ῃ δίφθογγον ποιῇ.

514. E. M. 392, 15: εὔκλεια. ὡϲ εὐγενήϲ εὐγένεια, οὕτωϲ εὐκλεήϲ εὐκλέεια καὶ ἐνδεήϲ ἐνδέεια καὶ κράϲει εὔκλεια καὶ ἔνδεια. κρᾶϲιϲ γὰρ ἐπιφερομένου φωνήεντοϲ καὶ οὐ ϲυμφώνου· ὅπου γὰρ φωνῆέν ἐϲτι, καὶ κρᾶϲιϲ, ὅπου δὲ ϲύμφωνον, ϲυγκοπή. Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.

515. Choer. 180, 23: Ἡρακλῆϲ Ἡρακλέουϲ Ἡρακλοῦϲ. ἰϲτέον, ὅτι ἡ Ἡρακλοῦϲ γενικὴ οὐχ εὑρίϲκεται ἐν χρήϲει.

516. E. Gud. 294, 37: καλήζω κατὰ διάλεκτον. οἱ Αἰολεῖϲ τὰ τῆϲ πρώτηϲ ϲυζυγίαϲ διὰ τοῦ η προφέρουϲιν οἷον ἀδικέω οἱ Ἰωνεϲ, οἱ δὲ

512e. Mon. 9, 23: οὐδὲν τῶν εἰϲ ων ὀξυτόνων διὰ τοῦ ἑῶν καὶ αων λέγεται, τὸ δὲ Ποϲειδῶν εἴρηται καὶ Ποϲειδέων καὶ Ποϲειδάων.

514a. Theogn. 65, 18, Choer. Orth. 208, 28: ἁπὸ τοῦ δέοϲ παρωνύμωϲ γέγονε δεινόϲ ὡϲ κλέοϲ κλεεινόϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ε καὶ τῆϲ ει δεινόϲ.

514b. lo. Al. 15, 16: αἱ γενικαὶ τῶν δυικῶν εἰϲ οιν λήγουϲαι ἀπὸ τῶν ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ εὐθειῶν πρὸ μιᾶϲ ἔχουϲι τὸν τόνον Αἴαντε Αἰάντοιν, Πάριδε Παρίδοιν. εἰ δὲ ϲυναλοιφὴ παρακολουθήϲῃ, καὶ αὗται περιϲπῶνται, ϲκελέοιν ϲκελοῖν, Δημοϲθενέοιν Δημοϲθενοῖν.

[*](ad fr. *513. cf. Choer. 669, 18 τύπτομαι τύπτεται τύπτεαι καὶ κράϲει τοῦ ε καὶ εἰϲ η τύπτῃ ὥϲπερ βέλεα βέλη et de formis μέμνῃ δύνῃ κάθῃ supra fr. 425.)[*](ad fr. 514. Pro φαϲὶ γάρ scripsi κρᾶϲιϲ. cf. Lob. El. 1 243, 11 130.)[*](ad fr. 516. dem fere habet E. M. 845, 40 auctoris nomine suppresso, de)
332

Αἰλεῖϲ ἀδικήω οἷον «ὦ Ψάπφ’ ἀδικήει » (Sapph.I20) ποθέω ποθήω οἷον «καὶ ποθήω καὶ μάομαι», οὕτωϲ οὖν παρὰ μὲν Ἴωϲι καλέω, παρὰ δ’ Αἰολεῦϲι καλήω, παρὰ δὲ Κυπρίοιϲ καλήζω τοῦτ’ ἔϲτι τὸ λέγω· τοῦτο δὲ ἡγοῦνται κατὰ ϲυγκοπὴν γεγονέναι κλῄζω. οὐκ ἔϲτι δέ. εὑρίϲκομεν γὰρ αὐτὸ ϲὺν τῷ ι. ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ κλέοϲ κλείζω καὶ κληίζω καὶ κλῄζω ὡϲ χρέοϲ χρείζω χρηίζω καὶ χρήζω. τὸ δὲ κληδών οὐκ ἔχει τὸ ι, ἐπειδὴ οὐκ ἔϲτιν ἀπὸ τοῦ κληΐζω, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ κλῶ τοῦ ϲημαίνοντοϲ τὸ καλῶ γέγονε κλήϲω καὶ κληδών. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.

516a. Arcad. 96, 3: τὰ εἰϲ ϲα ὑπερδιϲύλλαβα παρεϲχηματιϲμένα προπαροξύνεται, εἰ μὴ κατὰ ϲυναλοιφὴν εἴη ἢ ἀπὸ ὀξυτόνων εἰϲ ηϲ, δαφνήεϲϲα, φωνήεϲϲα. τὸ δὲ τεχνῆϲϲα ἀπὸ τοῦ τεχνήεϲϲα. καὶ τὰ ἀπὸ ὀξυτόνων εἰϲ ηϲ· χερνήϲ χερνῆϲϲα, Κρήϲ Κρητόϲ Κρῆϲϲα, θήϲ θῆϲϲα.

516b. Dichr. 285, 15: τὸ Θρήικοϲ ϲυϲτέλλει τὸ ι, ἔχον διαλλαγήν· λέγεται γὰρ κατὰ ϲυναλοιφὴν Θρῃκόϲ.

516c. Mon. 40, 17: τὸ λῃϲτήϲ ἀπὸ τοῦ ληιϲτήϲ τριϲυλλάβου ἐϲτί· διὸ ἔχει προϲκείμενον τὸ ι.

516d. Io. Al. 8, 30: τιμῆϲ τιμῆντοϲ, φθογγῆϲ φθογγῆντοϲ ϲυνῄρηται ἐκ τοῦ τιμήειϲ, φθογγήειϲ.

516e. II, Pr. Μ 202: ὑψιπέτηϲ. Ἀρίϲταρχοϲ ἐβάρυνεν εὑρὼν τὸ « ὠκυπέτα χρυϲέῃϲιν ἐθείρῃϲιν (ll. H 42) οὕτωϲ κεκλιμένον. ὡϲεὶ καὶ ἀπὸ τοῦ παντοπώληϲ παντοπῶλα. πρόδηλον δὲ κἀκ τῶν διαλέκτων· ὑψιπέταϲ γὰρ εὺρέθη κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰϲ τὸ α, ὅπερ ζητεῖ καὶ ἡ κλίϲιϲ καὶ ἡ βαρεῖα τάϲιϲ· τινὲϲ μέντοι ἐτόλμηϲαν ὡϲ τὸ «τιμῆϲ ἔϲεται» (Il. l 605), οὕτωϲ ὑψιπετήειϲ ὑψιπετῆϲ. ἀλλ’ ἐπὶ μὲν τοῦ τιμῆϲ εὕρομεν αἰτιατικὴν «καὶ χρυϲὸν τιμῆντα » (ΙΙ. Ϲ 475), ἥτιϲ ἐδίδαϲκε τὸ τῆϲ εὐπέταϲ` πάθοϲ· ἐπὶ δὲ τοῦ προκειμένου οὐδὲν εὕρομεν τοιοῦτο, ἔνθεν ἐπείϲθημεν τῷ Ἀλριϲτάρχῳ.

516f. lo. Al. 40, 26: ὁ μῶν παρ’ Ἀθηναίοιϲ διαπορητικὸϲ ὢν περιϲπᾶται· ἀπὸ γὰρ τοῦ μὴ καὶ οὖν ϲύγκειται δωρικώτερον τραπείϲηϲ τῆϲ ου διφθόγγου εἰϲ τὸ ω.

[*](χρήζω pariter disputatur in libello περὶ ποϲότητοϲ Cr. An. Ox II 312, 22. cf. Lehrs ad Herod. p. 131, Ahrens de dial. Aeol. 133, Lob. El II 39, qui hic κλήδην omissum esse observat. de Nηρηΐϲ Νηρῄϲ similibus cf. supra fr. 508.)[*](ad fr. [516d]. cf. II. Pr. 605, Αrcad. 24, 20 τὸ ϲθενῆϲ, τεχνῆϲ, λαχνῆϲ, ζαχρῆϲ ἀπὸ ϲυναλοιφῆϲ γίνονται, Lob. El. 1 342 seqq.)
333

517. E. M. 279, 46: διφῶ ϲημαίνει τὸ ψηλαφῶ· Ἰλιάδοϲ Π (747) τήθεα διφῶν » ζητῶν ἐρευνῶν. Καλλίμαχοϲ «μὴ δ’ ἀπ ἐμεῦ διφᾶτε μέγα ψοφέουϲαν ἀοιδήν » (fr. 165 Bentl.). παρὰ τὸ πτῶ ἁφή ἁφῶ καὶ διαφῶ καὶ κράϲει διφῶ τὸ τῇ ἁφῇ ὑποβάλλω. τὸ δὲ ἁφῶ Ὄμηρὸϲ «καὶ ἀγκύλα τόξ’ ἁφόωντα » (Z 322). ἐκ δὲ τοῦ ἁφή γίνεται ἁφῶ ἁφάϲϲω ὡϲ αἱμῶ αἱμάϲϲω.

518. Ep. Cr. l 215, 5, E.M. 467, 57: ἱερόc. κατὰ κρᾶϲιν ἱρόϲ· ἡνίκα προτερεύει τοῦ ι τὸ ε, εἰϲ ι γίνεται ἡ κρᾶϲιϲ οἷον ἱέραξ ἵραξ « ὥϲτ’ ἴρηξ ὠκυπέτηϲ » (Ν 62), ἡνίκα δὲ ἐν διφθόγγῳ ἐϲτί, τότε ἡ ει δίφθογγοϲ ἐπικρατεῖ οἷον ὑγίεια ὑγεία.

517a. ll. Pr. K 292: νιν ὡϲ μῆνιν. —τάχα οὖν καὶ ἦνιν ἐκτείνει ὁ Τυραννίων διὰ τὸ μέτρον, οὐχὶ διὰ τὸ πληθυντικὸν «ἤνιϲ ηκέϲταϲ » (ll. 99) καὶ γὰρ πόλιϲ λέγουϲι καὶ πόλἵν καὶ μάντιϲ καὶ μάντἴν.

518a. Choer. Orth. 266, 27: τρεῖϲ τὸ περιϲπώμενον διὰ τῆϲ ει διφθόγγου· καὶ ὤφειλε διὰ τοῦ ι γράφεϲθαι, ἐπειδὴ τριῶν ἐϲτιν ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν καὶ τριϲίν ἡ δοτική. τὰ δὲ ἔχοντα κατὰ τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν ἐν τῇ παραληγούϲῃ τὸ ι καὶ ἐν τῇ εὐθείᾳ τῶν πληθυντικῶν ἔχουϲι τὸ ι κατὰ τὴν παραλήγουϲαν οἷον πόλιϲ πολίων πόλιεϲ· ὄφιϲ ὀφίων ὄφιεϲ· εἰ οὖν τριῶν καὶ τριϲίν, δῆλον ὅτι καὶ τρίεϲ διὰ τοῦ ι· καὶ λοιπὸν κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ι καὶ τοῦ ε εἰϲ ι δηλονότι μακρὸν τρῖϲ διὰ τοῦ ι ὥϲπερ πόλιεϲ πόλιϲ, μάντιεϲ μάντιϲ. ἀλλὰ λέγει ὁ τεχνικόϲ, ὅτι, ἵνα μὴ ϲυνεμπέϲῃ τῷ τρίϲ ἐπιρρήματι, τούτου χάριν οὐκ ἐγράφετο διὰ τοῦ ι, ἀλλὰ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου.

[*](ad fr. *517. ex Cod. Paris. 346 in annott. ad E. M. adieci verba καὶ ἁφῶ Ὅμηροϲ ἁφόωντα et post ἐκ addidi δέ sed quod idem cod. habet pro κράϲει κατὰ ϲυγκοπήν reiiciendum putavi. Caeterum hoc fr. ex Herodiano fluxisse ostendit Arcad. 150, 8 ϲεϲημείωται (sc. ut perispomenon in φω) τὸ διφῶ τὸ ζηπῶ καὶ ἀμφαφῶ καὶ ἴϲωϲ παρὡνυμα ἄν εἴη ἀπὸ τοῦ ἁφή. cf. etiam E. Orion. 46, 10.)[*](ad fr. *518. Eustath. 515, 37: τὸ ἰρεύϲ ψιλοῦται, ὡϲ ἐν τοῖϲ Ἀπίωνοϲ κεῖται καὶ Ἡροδώρου ϲυναλιφὲν ἐκ τοῦ ἱερεύϲ ὡϲ τ πόλιεϲ πόλιϲ. καὶ λέγουϲιν οἱ αὐτοὶ κανόνα αἰτιολογικὸν τῆϲ ψιλώϲεωϲ οὐ πάνυ ἀναγκαῖον. κάλλιον οὖν λέγειν ἐψιλῶϲθαι αὐτὸ ὡϲ Ἰωνικόν. ψιλωτικοὶ γὰρ καὶ οἱ Ἴωνεϲ.)[*](ad fr. [517a]  Herodianum πόλιϲ ex πόλιαϲ contractum putasse concludi potest inde, quod etiam ἰχθῦϲ ex ἰχθύαϲ et Δημοϲθένειϲ ex Δημοϲθένεαϲ contracta. existimavit ap. Choer. 861, non igitur Herodianum secutuo est Choer. 861, 2 et. 27 pronuncians τὸ ι καὶ α οὐδέποτε κιρνᾶται ὡϲπερ τὸ ε καὶ α τὸ γὰρ τοὺϲ μάντιϲ καὶ τοὺϲ ὄφιϲ Ἰωνικὰ οὐ γεγόναϲι κατὰ κρᾶϲιν ἀπὸ τοῦ μάντιαϲ καὶ ὄφιαϲ, ἀλλ’ ὁμοφωνία ἐϲτὶ τῆϲ αἰτιατικῆϲ πρὸϲ τὴν εὐθεῖαν οἱ μάντιεϲ μάντιϲ, οἱ ὄφιεϲ ὄφιϲ. et Lob. El. II 105.)
334

519. Choer. 196, 26: τὼ ὄφιε κατὰ τὴν ἀκρίβειαν οὐ δύναται κρᾶϲιν ἀναδέξαϲθαι τοῦ ι καὶ ε εἰϲ τὸ ι, ἐπειδὴ τὸ ι οὐκ ἔϲτι τελικὸν τῆϲ ἰδίαϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν.

520. Excerpt. E. Or. 186, 13: δῖοϲ τὸ ἐπίθετον κτητικῷ τύπῳ ἀπὸ τῆϲ Διόϲ γενικῆϲ δίϊοϲ ἐϲτὶ καὶ ϲυναλοιφῇ δῖοϲ· διὸ καὶ μακρὸν τὸ ι. οὕτωϲ Ἡρωδίανόϲ.

521. E. M. 271, 3: Δίαϲ· ὡϲ ἀπὸ τοῦ δράκων δράκοντοϲ δρακοντίαϲ. οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ Διόϲ γίνεται Διίαϲ καὶ κράϲει Δίαϲ.

522. Choer. Orth. 192, 16, E. M. 275, 6: διίφιλοϲ ὥϲπερ παρὰ τὴν Ἄρηϊ δοτικὴν γίνεται ἀρηΐφιλοϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ Διΐ διίφιλοϲ καὶ κράϲει τῶν δύο ιι εἰϲ ι μακρὸν Δίφιλοϲ.

523. Choer.195, 32 coll. 240, 15: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διατί ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ ὄφιι γίνεται ὄφι κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο ιι εἰϲ ἓν δηλονότι μακρόν, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ τοῦ Ζεύϲ Διόϲ Διΐ γίνεται Δῖ κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο ιι εἰϲ ἕν μακρόν· ἔϲτιν εὖν εἰπεῖν, ὅτι οὐ δύναται γενέϲθαι ἡ Διΐ δοτικὴ κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο ιι Δῖ, ἐπειδὴ οὐδέποτε ἡ δοτικὴ τῶν ἑνικῶν ἐπ’ ὀνομάτων μονοϲυλλάβων ἐκφωνεῖ τὸ ι.

524. Choer. 314, 26 et E. M. 218, 29: βῶξ ἐϲτιν εἶδοϲ ἰχθύοϲ, ὅϲτιϲ ἱϲτορεῖται ἔχων βοήν· γέγονε δὲ τοῦτο παρὰ τὸ βοή βόαξ καὶ κατὰ

523a. St. B. 355, 21: Καπετώλιον: Ἡρωδιανὸϲ Καπετωλίειον καὶ ἐν ϲυναιρέϲει Καπετώλειον.

[*](ad fr. 520. in Cod. Ἡρω. Similia habet E. M. 278, 13, sed explicatissime de hoc Ep. Cr. I 123, 20: Δῖοϲ (ll. Α 7) ὄνομα κύριον κτητικὸν ἁπλοῦν πεπον θόϲ οὐδὲν γὰρ εἰϲ οϲ λῆγον κτητικὸν διϲύλλαβόν ἐϲτιν, εἰ δέ τι διϲυλλαβεῖ, τοῦτο πέπονθε· πέπονθεν οὖν τὸ δῖοϲ ὡϲ τὸ Χῖοϲ θεῖοϲ Κεῖοϲ. καὶ τὸ μὲν θεῖοϲ καὶ Κεῖοϲ ἐκ τοῦ θεόϲ θεϊόϲ καὶ Κέωϲ Κέϊοϲ τοῦ ε καὶ ι ϲυναιρεθέντων εἰϲ τὴν ει δίφθογγον τὸ δὲ Χῖοϲ διὰ τοῦ ι ἀπὸ γὰρ τοῦ Χίϊοϲ· τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν νήϲων παραγόμενα ἐθνικὰ διὰ τοῦ ι παράγεται, Κνίδοϲ Κνίδιοϲ, Ῥόδοϲ Ῥόδιοϲ, Λίνδοϲ Λίνδιοϲ, Ϲάμοϲ Ϲάμιοϲ. εἰ οὖν Χίοϲ ἡ νῆϲοϲ, Χίϊοϲ ὤφειλεν εἶναι τὸ ἐθνικόν, ἀλλὰ κατὰ ϲυναίρεϲιν τῶν δύο ιι εἰϲ ἕν μακρὸν γίνεται Χῖοϲ· τὸ δὲ δῖοϲ, ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ νυχόϲ νύχιοϲ καὶ Ϲτυγόϲ Ϲτύγιοϲ καὶ χθονόϲ χθόνιοϲ, οὕτω καὶ ἀπὸ τῆϲ Διόϲ γενικῆϲ δίϊοϲ καὶ κατὰ ϲυναίρεϲιν δῖοϲ τινὲϲ δὲ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου τὸ δῖοϲ λόγῳ τοιῷδε κτλ., quae ex Ortbographia desumpta sunt.)[*](ad fr. *524. cf. Dichr. 282: καθόλου τὰ τρία δίχρονα τὰ ἐκ ϲυναλοιφῆϲ ἐκτείνεϲθαι θέλει— Θέτιϊ θέτι «πάντα Θέτι καλλιπλοκάμῳ» (Ϲ 407) μήτιι μήτι «μήτι δ’ ἡνίοχοϲ περιγίγνεταια» (ψ 318), ἱερεύϲ ἱρεύϲ.)[*](ad fr. 523. Prior pars ex Choer. deprompa est, qui idem fere etiam p. 83, 23 profert inde a verbis ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ sunt ex E. M., ubi quae praecedunt et)
335

κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ α εἰϲ ω βῶξ. Ἡρωδιανὸϲ δέ φηϲι καὶ διϲυλλάβωϲ λέγεϲθαι ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ (fr.400 Dind.) «ἀλλ’ ἔχουϲα γαϲτέρα μεϲτὴν βοάκων » καὶ Φερεκράτηϲ εἰπὼν «τί ληρεῖϲ ἀλλὰ φωνὴν οὐκ ἔχειν Ἰχθῦν γέ φαϲι τὸ παράπαν — ἐπιφέρει, νὴ τ θεώ, Κοὐκ ἔϲτιν ἰχθῦϲ ἄλλοϲ οὐδεὶϲ ἢ βόαξ» (Mein. p. 110 ed. min.).

524. Eust. 1896, 5 coll. Choer. 394, 25: εὐθεῖα ἑνικὴ καθ’ Ἡρωδιανὸν ὄαϲ ὡϲ φόαϲ, διὸ καὶ ϲυναιρεθέντα εἰϲ φῶϲ καὶ ὦϲ ἃ δὴ μόνα ἐν τοῖϲ οὐδετέροιϲ εἰϲ ωϲ λήγει, διὰ τοῦ τ κλίνεται. τὸ δὲ φόαϲ γίνεται καθ’ ὑπερβιβαϲμὸν ἐκ τοῦ φάοϲ.

525. Choer. 347, 17: βούλονταί τινεϲ ἀναπλάττειν ἀπὸ τοῦ «ἀμύνεμεν ὤρεϲιν» (Ε 486) ἀντὶ τοῦ ταῖϲ γυναιξίν εὐθεῖαν τῶν ἑνικῶν ὦρ ἀπὸ τοῦ ὄαρ γενομένην κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ α εἰϲ ω ὥϲπερ κρείττονα κρείττω, ὦν ἐϲτι καὶ Ἡρωδιανόϲ.

525a. II. Pr. Β 2e2. ἐχρῆν μὲν τὸ Πυθώ περιϲπᾶϲθαι, ἐπειδή περ Πυθόα ἐϲτί, καὶ τοῦτο ἀπῄτει ἡ ϲυναλοιφή· ἀλλὰ πάλιν τὸ πτωτικὸν ω ἀπέϲτραπται τὸν περιϲπώμενον τόνον· κατὰ τοῦτο ὠξύνετο. ταύτῃ γοῦν καὶ τοῦ χρυϲοῦϲ περιϲπωμένου τὸ δυϊκὸν ὀξύνομεν·— δεύτεροϲ δὲ λόγοϲ ἀληθήϲ ἐϲτιν, ὅτι εὐθεῖα καὶ αἰτιατικὴ ὁμόφωνοϲ οὖϲα κατὰ φωνὴν ἐν τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ πάντωϲ καὶ τὸν αὐτὸν τόνον ἀποφέρεται οἱ ταχεῖϲ —τοὺϲ ταχεῖϲ. εἰ δὲ ἡ εὐθεῖα ὀξύνεται πάντωϲ καὶ ἡ αἰτιατική. διὰ τοῦτο οὖν ἡ μὲν αἰδῶ αἰτιατικὴ καὶ ἠῶ μὴ κρατούμεναι ὑπὸ τῆϲ ϲυνεμπτώϲεωϲ κατὰ τὴν εὐθεῖαν περιϲπῶνται, κατεχόμεναι τῷ λόγῳ τῆϲ ϲυναλοιφῆϲ, οὐχ ὑπὸ τοῦ πτωτικοῦ χαρακτῆροϲ· ἡ δὲ Λητώ καὶ Πυθώ καθάπερ κατεχόμεναι ὑπὸ τῆϲ ϲυνεμπτώϲεωϲ τῆϲ φωνῆϲ κατέχονται καὶ τῷ τόνῳ.

525b. lo. Al. 9, 4: τὸ Τηλεβῶϲ ἐκ τοῦ Τηλεβόαϲ ϲυνῄρηται.

[*](quae sequuntur non ab Herodiano, qui profecto βόαξ non ab βοάζω βοάξω repetivit, profecta videntur. Caeterum cf. Athen. II 286 extr. et 287 init., ubi locus Pherecratis non tam plene quam in E. M. prolatus, sed titulus fabulae Μυρμηκάνθρωποι additus est. lo. Al. 7, 24: τὸ βῶξ περιϲπᾶται, ἐπεὶ καὶ τούτου ἐντελέϲτερόν φηϲι τὸ βόαξ· μόνον γὰρ τῶν ἰχθύων φωνὴν ἁφιέναι. cf. Pros. Cath. 396, 10.)[*](ad fr. 524 2. Ex Choerobosco addidi extrema verba τὸ δὲ φόαϲ γίνεται κτλ., de ὄαϲ cf. supra fr. 340.)[*](ad fr. 525. Portasse ex Herodiano duxit E. Οr. 17, 25. ἄορεϲ αἰ γυναῖκεϲ, κατὰ ὑπέρθεϲιν παρὰ τὸ ὀαρίζειν, ἔνθεν καὶ τὸ ὀάρων, nam inter alia Herodianea relatum est in E. M. 823, 40: ὁ δὲ Ὦροϲ λέγει, ὅτι παρὰ τὸ ὁμοῦ ἀρηρέναι γίνεται ὄαρ καὶ ὑπερθέϲει ἄορ καὶ ϲυναλοιφῇ ὦρ, ubi nisi pro Ὦροϲ Ἡρωδιανόϲ)[*](ad fr. [525a]. cf. lo. Al. 12, 31, Choer. 241. 20)[*](ad fr [525b). Τηλεβόαϲ scripsi pro Τηλεβέοϲ de βῶ ex βόα contracto cf. supra fr. [485c].)
336

526. Ep. Cr. l 444, 16, Choer. Orth. 225, 33: χειροάναξ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ α γίνεται χειρῶναξ ὡϲ Ἱπποάναξ Ἱππῶναξ.

527. Choer. 242, 16 coll. p. 861: ἐν τῷ βόαϲ βοῦϲ τὸ ο καὶ τὸ α εἰϲ. τὴν ου δίφθογγον ϲυναιρεῖται ὡϲ ἐν Κόλαξιν Εὐπόλιδοϲ «θὲϲ νῦν ἀγροὺϲ καὶ πρόβατα καὶ βοῦϲ» (Mein. p. 189 ed. min.) καὶ παρὰ τῷ Ἡρακλείδῃ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆϲ Λέϲχηϲ.

528. Choer. 395, 22: τὸ « πεδία λωτεῦντα» (Μ 285) ἐὰν ἀπὸ τοῦ λωτόεντα εἴπωμεν λωτοῦντα ἤμελλεν εἶναι διὰ τῆϲ ου διφθόγγου· τὸ γὰρ ο καὶ ἑ οὐδέποτε εἰϲ τὴν ευ δίφθογγον κίρναται, ἀλλ’ εἰϲ τὴν ου οἷον τὸ ἐμόν τοὐμόν, προέϲτη προὔϲτη, προέβη προὔβη· ἀλλὰ λέγομεν ὅτι ἀπὸ τοῦ λωτόεντα καθ’ ὑπερβιβαϲμὸν τοῦ ε γέγονε λωτέοντα καὶ κατὰ κρᾶϲιν Δωρικὴν ἢ Ἰωνικὴν τοῦ ε καὶ ο εἰϲ τὴν ευ δίφθογγον λωτεῦντα, ὤϲπερ Ἐρέβεοϲ Ἐρέβευϲ «ἐξ Ἐρέβευϲ ἄξοντα κύνα ϲτυγεροῦ Ἀΐδαο » (Θ 368).

529. Choer. 242, 10: ἰϲτέον ὅτι κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ἑ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεται βοῦϲ ὥϲπερ οἱ κρείττονεϲ καὶ οἱ ἀρείονεϲ καὶ οἱ βελτίονεϲ οἷον κρείττονεϲ κρείττοεϲ καὶ κρείττουϲ, ἀρείονεϲ ἀρείοεϲ ἀρείουϲ, βελτίονεϲ βελτίοεϲ βελτίουϲ. ἰϲτέον δὲ ὅτι ϲπανία ἐϲτὶν ἡ χρῆϲιϲ τῆϲ βοῦϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν, μᾶλλον δὲ οἱ βόεϲ εὕρηνται. Choer. 241, 33: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διατί, ὥϲπερ ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν γίνεται κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ἕ εἰϲ ου δίφθογγον οἷον βόεϲ βοῦϲ, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν γίνεται κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ἑ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον οἷον βόε θοῦ. καὶ ἔϲτιν εἰπεῖν, ὅτι οὐ δύναται ἡ εὐθεῖα τῶν δυικῶν γενέϲθαι κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ἕ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον, ἐπειδή, εἰ ἐγένετο τοῦτο, ἤμελλεν εἰϲ υ καταλήγειν, ὅπερ ἐϲτὶν ἀδύνατον, τὸ γὰρ υ οὐκ ἔϲτι τελικὸν τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν.

528a. Mon. 37, 21: τὸ λουτρόν καὶ τριϲυλλάβωϲ λέγεται λοετρόν «εἰϲ ὅ κε θερμὰ λοετρά » (Ξ 6), ἐπεὶ καὶ τὸ ῥῆμα διϲϲὸν λοέω καὶ λούω « ἀλλ’ ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον » (δ 252).

[*](ponere vis, certe Ὠρίων, unde p. 169, 1 hoc sumptum est scribendum videtur. Hia locis comparatis prior Orionis locus sic emendandus sit: παρὰ τὸ ὁμοῦ ἀρηρέναι, ἔνθεν καὶ τὸ ὀαρίζειν. ef. Eustath. 573, 29, Lob. El. II 73 seqq.)[*](ad fr. *527. Mein. Anall. Alex. p. 381, qui pro ἐν ἀρχῇ τῆϲ λέϲχηϲ scribendum proponit ἐν τῇ α (vel δ ).)
337

530. Choer. 530, 27: ἔϲτιν ἐχρύϲοον καὶ κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο οο εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεται ἐχρύϲουν ὥϲπερ νόοϲ νοῦϲ· εἶτα τὸ δεύτερον πρόϲωπον ἐχρύϲοεϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ε εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεται ἐχρύϲουϲ ὥϲπερ τὸ ἐμόν τοὐμόν.

531. E. M. 608, 18. «νῶϲατο δ· Ὀρφεόϲ» (Apoll. Rhod. IV 1409) ἀντὶ τοῦ ἐπέγνω. ἀπὸ τοῦ νοήϲατο κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ η εἰϲ ω ὡϲ ὀγδοήκοντα ὀγδώκοντα.

532. Choer. 237, 26. ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διὰ ποίαν αἰτίαν τὸ βοῦϲ βοόϲ οὐ κιρνᾶται κατὰ τὴν γενικήν. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι, εἰ ἐκίρνατο τὸ βοῦϲ βοόϲ κατὰ γενικήν, εἰϲ ουϲ ἤμελλεν εἶναι οἷον πλόοϲ πλοῦϲ, νόοϲ νοῦϲ, ῥόοϲ ῥοῦϲ· τὰ γὰρ δύο oo εἰϲ τὴν ου δίφθογγον κιρνῶνται· καὶ λοιπὸν πρῶτον μὲν ἤμελλεν ϲυνεμπίπτειν ἡ εὐθεῖα τῇ γενικῇ, δεύτερον δὲ πᾶϲα γενικὴ ἀρϲενικὴ εἰϲ ουϲ λήγουϲα θέλει ἔχειν τὴν αἰτιατικὴν εἰϲ η καταλήγουϲαν οἷον τοῦ Δημοϲθένουϲ τὸν Δημοϲθένη, τοῦ εὐϲεβοῦϲ τὸν εὐϲεβῆ, τοῦ εὐγενοῦϲ τὸν εὐγενῆ. ἀλλὰ μὴν ἡ αἰτιατικὴ οὐ καταλήγει εἰϲ η, τὸν βόα καὶ τὸν βοῦν· δηλονότι τῆϲ αἰτιατικῆϲ μὴ καταληγούϲηϲ εἰϲ η οὐδὲ ἡ γενικὴ δύναται εἷναι εἰϲ ουϲ. διὰ τοῦτο οὖν οὐ ϲυναιρεῖται.

533. Choer. 244, 21: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διὰ ποίαν αἰτίαν, ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ πλόοϲ γίνεται πλοῦϲ κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο oo εἰϲ τὴν ου δίφθογγον καὶ ἀπὸ τοῦ νόοϲ νοῦϲ καὶ ἀπὸ τοῦ ῥόοϲ ῥοῦϲ, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἀπὸ τοῦ γόοϲ καὶ θοόϲ γίνεται κατὰ κρᾶϲιν τῶν δύο οο εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γοῦϲ καὶ θοῦϲ. καὶ περὶ μὲν τοῦ γόοϲ ἔϲτιν εἰπεῖν, ὅτι ἔχει ῥῆμα παρακείμενον τῆϲ δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων, τῶν ἄλλων μὴ ἐχόντων οἷον πλόοϲ πλέω πλέειϲ, ῥόοϲ ῥέω ῥέειϲ, νόοϲ νοέω νοέειϲ, θρόοϲ θροῶ θροεῖϲ. ἐπειδὴ γοῦν τὸ γόοϲ ἔχει ῥῆμα

533a. II Pr. Δ 452: χείμαρροι. Πτολεμαῖοϲ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ παροξύνει, ἐπεὶ τὸ ἑνικόν ἐϲτι χειμάρρουϲ, Νικίαϲ δὲ ὡϲ εὔζωνοι, καὶ μήποτε πιθανώτερον, ἵνα ἐκ τοῦ χειμάρροοϲ ᾖ γεγονόϲ, εἴγε μᾶλλον ἐντελέ-

[*](ad fr *530. de χρυϲόετε χρυϲοῦτε ef. Choer. 509, 3 et de χρυϲόεται χρυϲοῦται 675, 16.)[*](ad fr. *531. cf. supra fr. 240.)[*](ad fr. *583. Hunc locum exscripsit E. M. 452, 54. Ad eandem causam pertinet etiam alter locus E. M. 677, 1: πλόοϲ. ἀπὸ τοῦ πλέω γίνεται πλόοϲ καὶ πλοῦϲ. καὶ τί δήποτε τὸ γόοϲ καὶ θοόϲ (sic emendat Lob. El. II 62 pro χλόοϲ) μὴ ἐποίηϲε γοῦϲ καὶ θοῦϲ (pr. χλοῦϲ), εἴπερ τὸ πλόοϲ γίνεται πλοῦϲ καὶ τὸ νόοϲ νοῦϲ. καί φαμεν, ὡϲ τὰ ἀπαθῆ οὐκ εἰϲὶ διηνεκῆ ὅθεν οὐδεὶϲ ἐγκαλεῖ τοῖϲ ἀπαθέϲιν· ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπέρ πεπονθότων ἀπολογοῦνται, quae sententia Herodiano non indigna fortasse cum praecedentibus sic comparata fuit, ut diceretur)
338

παρακείμενον τῆϲ δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων, γοῶ γὰρ γοᾷϲ, εἰκότωϲ ὡϲ παραλλάξαν τοῦτο πρὸϲ τὰ διὰ τοῦ οοϲ παρήλλαξε καὶ κατὰ τὸ μὴ κίρναϲθαι. περὶ δὲ τοῦ θοόϲ, ὅτι, ἐπειδὴ τῶν διὰ τοῦ οοϲ διϲυλλάβων πάντων βαρυνομένων οἷον πλόοϲ, ῥόοϲ, θρόοϲ, γόοϲ, νόοϲ, τὸ θοόϲ μόνον ὀξύνεται, εἰκότωϲ ὡϲ παραλλάξαν κατὰ τὸν τόνον παρήλλαξε καὶ κατὰ τὴν κρᾶϲιν, καὶ οὐ κίρναται ὁμοίωϲ τοῖϲ ἄλλοιϲ· ἄλλωϲ τε δὲ τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῇ ἁπλότητι ἐν τῇ ϲυνθέϲει ἀναδέχεται· ἐν γὰρ τῇ ϲυνθέϲει κίρναται, ἐπειδὴ καὶ βαρύνεται οἷον Πάννθοοϲ Πάνθουϲ.

534. Choer. 332, 8: ἐπειδὴ πᾶϲα γενικὴ εἰϲ ουϲ λήγουϲα ἔχει ἄλλην γενικὴν ὥϲπερ ἐντελῆ οἷον Δημοϲθένεοϲ Δημοϲθένουϲ, Διομήδεοϲ Διομήδουϲ, τούτου χάριν διάλυϲιϲ ἐγένετο τῆϲ ου διφθόγγου εἰϲ δύο oo καὶ ἐγένετο Ϲαπφόοϲ καὶ Λητόοϲ ἡ ἐντελὴϲ γενική, ἡ δὲ Ϲαπφοῦϲ καὶ. Λητοῦϲ κατὰ ϲυναίρεϲιν· ἰϲτέον δὲ ὅτι τῇ μὲν διὰ τοῦ δῦϲ γενικῇ κέχρηνται οἱ Ἴωνεϲ οἷον τῆϲ Ϲαπφόοϲ τῆϲ Λητόοϲ, τῇ δὲ εἰϲ ουϲ οἱ Ἀττικοὶ καὶ ἡ κοινὴ διάλεκτοϲ οἷον Ϲαπφοῦϲ Λητοῦϲ.

535. St. B. 36, 9: Ἄθωϲ ὄροϲ Θράκηϲ. εἴρηται δὲ καὶ Ἄθοοϲ ὡϲ τὸ Κῶϲ Κόοϲ. λέγεται καὶ κατὰ ϲυναίρεϲιν Ἄθουϲ.

ϲτερον οἶδε τὸ ἑνικὸν ἐν τῇ ϲυνθέϲει ἤπερ τὸ ϲυναληλιμμένον «ὅϲϲουϲ Ἑλλήϲποντοϲ ἀγάρροοϲ» (Ιl. B 845), «ϲτήῃ ἐπ’ ὠκυρόῳ ποταμῷ » (Ιl. Θ 598), «ἐϲ ποταμὸν εἰλεῦντο βαθύρροον» (Ιl. Φ 8), «ἀψορρόου Ὠκεανοῖο» (Il. Ϲ 399). ϲπανίωϲ δὲ τὸ ἕτερον χειμάρρουϲ κατ’ ὄρεϲφιν ὄπαζεν» (Ιl. 493), «ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼϲ χειμάρρῳ» (Ιl. Θ 87). τὸ μέντοι γε ἁπλοῦν ἀεὶ ἐντελῶϲ ἀποφαίνεται ῥόοϲ «ὤθει δ’ ἐν ϲακέϊ πίπτων ῥόοϲ» (Ιl. Φ 240).

533b. Il. Pr. K 373: ἐΰξου: Πτολεμαῖοϲ περιϲπᾷ, λέγων ἐκ τοῦ ἐυξόου ϲυνηλεῖφθαι· οὐκ ἀναγκαῖον δέ· εἰ γὰρ ἤδη τέτριπται εὔξου ὡϲ ἡϲύχου, δῆλον ὅτι τὸ ἐΰξοοϲ πολὺ πρότερον ἐΰξουϲ ἐγένετο ὡϲ εὔνουϲ· καὶ οὕτωϲ τὸ εὔξου ὡϲ εὔνου.

533c. Arcad. 47, 26. τὸ φροῦδοϲ ἀπὸ τοῦ πρόοδοϲ ϲύνθετον.

535a. Arcad. 51, 21: μόνοικοϲ τὸ κατὰ ϲυναλοιφήν (sc. ἐκ τοῦ μονόοικοϲ).

[*](ἄλλωϲ δὲ καί φαμεν κτλ. De contractis in οῦϲ ef. Mon. 14, 35, ubi proferuntur χνοῦϲ, κνοῦϲ, χροῦϲ, Γλοῦϲ, θροῦϲ, φλοῦϲ, πλοῦϲ, ῥοῦϲ, de accentu vocis θοόϲ Mon. 41, 29 et Choer. 245, 8. Arcad. 42. 10: τὰ εἰϲ πλοοϲ ἐντελῆ τῶν εἰϲ πλουϲ ληγόντων ἁπλᾶ ὄντα παροξύνονται διπλόοϲ, τριπλόοϲ, ἁπλόοϲ. ad fr. *535. cf. supra fr. 465.)
339

536. Choer. 244, 5: τὸ πλακοῦϲ πλακοῦντοϲ καὶ Ϲιμοῦϲ Ϲιμοῦντοϲ γέγονε τοῦτον τὸν τρόπον. ἔϲτι δὲ πλακόειϲ πλακόεντοϲ, Ϲιμόειϲ Ϲιμόεντοϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ἕ καὶ ο εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεται πλακοῦϲ καὶ Ϲιμοῦϲ, τὸ δὲ ι ἀπεβλήθη, ἐπειδὴ οὐ δύνανται τρία φωνήεντα ἐν μιᾷ ϲυλλαβῇ παραλαμβάνεϲθαι· τὸ γὰρ ο οὐκ ἠδύνατο ἀποβληθῆναι, ἐπειδὴ οὐδέποτε μετὰ τὴν υι δίφθογγον ϲύμφωνον εὑρίϲκεται ἐπιφερόμενον, ἀλλὰ ωνῆεν οἷον μυῖα ἅρπυια, υἱόϲ. εἰ ἀπεβλήθη οὖν τὸ ο καὶ ἐφυλάχθη ἡ υι δίφθογγοϲ, εὑρίϲκετο μετὰ τὴν υι δίφθογγον ϲύμφωνον ἐπιφερόμενον τὸ ϲ, ὅπερ ἐϲτὶν ἀδύνατον. τὸ δὲ οὐκ ἀπεβλήθη, ἵνα μὴ γένηται ὑπόνοιά τιϲ, ὅτι τὸ ο καὶ ε εἰϲ τὴν ο δίφθογγον κίρνανται τὸ γὰρ ο καὶ ἕ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον κίρναται οἷον τὸ ἐμόν τοὐμόν, πρόεϲτι προὖϲτι, προέβη προὔβη. ἐξ ἀναγκῆϲ οὖν ἀπεβλήθη τὸ ι καὶ ἔμεινεν ἡ ου δίφθογγοϲ.

537. Choer. 499, 7: ἐϲτι χρυϲόω καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ω εἰϲ ω γίνεται χρυϲῶ· τούτου τὸ δεύτερον πρόϲωπον χρυϲόειϲ καὶ ὤφειλε κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ἕ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον γίνεϲθαι χρυϲοῦϲ, τὸ γὰρ ο καὶ ἕ εἰϲ τὴν ου δίφθογγον κιρνᾶται οἷον τὸ ἐμόν τοὐμόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἤμελλε τρία φωνήεντα εἶναι ἐν μιᾷ ϲυλλαβῇ, φημὶ δὲ τὸ ο καὶ υ καὶ ι, οὐδέποτε δὲ ἐν μιᾷ ϲυλλαβῇ τρία φωνήεντα εὑρίϲκονται, ἀνάγκην ἔχει ἕν ἐκ τούτων τῶν τριῶν φωνηέντων ἀποβληθῆναι. καὶ τὸ μὲν ι οὐ δύναται ἀποβληθῆναι, ἐπεὶ τὰ εἰϲ ω λήγοντα ῥήματα θέλουϲιν ἔχειν ἐν τῷ δευτέρῳ καὶ τρίτῳ προϲώπῳ δίφθογγον τὴν μετὰ τοῦ ι οἷον τύπτω τύπτειϲ τύπτει, βοῶ βοάϲ βο τὸ δὲ ο οὐκ ἠδύνατο ἀποβληθῆναι, ἐπειδὴ ἤμελλεν εἶναι μετὰ τὴν υι δίφθογγον ἐπιφερόμενον ϲύμφωνον τὸ ϲ, ὅπερ ἐϲτὶν ἀδύνατον. — μὴ δυνάμενον οὖν μήτε τὸ ι ἀποβάλλειν διὰ τὸ ἔχειν τὸ πρῶτον πρόϲωπον εἰϲ ω καταλῆγον, μήτε τὸ ο διὰ τὸ μηδέποτε μετὰ τὴν υι δίφθογγον εὑρίϲκεϲθαι ϲύμφωνον ἐπιφερόμενον, ἐξ ἀνάγκηϲ ἀπέβαλε τὸ ε τοῦ χρυϲόειϲ ἐντελοῦϲ καὶ ἔμεινεν ἡ οι δίφθογγοϲ καὶ ἐγένετο χρυϲοῖϲ.

538. Choer. 799, 20: ἄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ μὲν ὑποτακτικὰ τῆϲ πρώτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων διὰ τοῦ η καὶ ι ἐκφέρονται κατὰ τὸ δεύτερον καὶ τρίτον πρόϲωπον ὁμοίωϲ τοῖϲ βαρυτόνοιϲ οἶον ἐὰν ποιῶ ἐὰν ποιῇϲ ἐὰν ποιῇ ὥϲπερ ἐὰν τύπτω ἐὰν τύπτῃϲ ἐὰν τύπτῃ,  τὰ δὲ ὑποτακτικὰ τῆϲ δευτέραϲ καὶ τρίτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων [*](ad fr. *536. cf. St. B. 494, 9 Ὁπόειϲ· λέγεται καὶ Ὀποῦϲ Ὀποῦντοϲ κατὰ κρᾶϲιν et 19, 12: παρ’ αὐτοῖϲ (sc. τοῖϲ Ἀττικοῖϲ) οὐ λέγεται Ἀγνόειϲ ἢ Φηγόειϲ ἢ Μυρρινόειϲ. τὸ δὲ Ϲιμοῦϲ Ϲιμόειϲ διαιρεῖται καὶ Ὀποῦϲ Ὀπόειϲ.) [*](ad fr. *537. expuli in fine verba ἀπέβαλε τὸ υ καὶ ἐγένετο χρυϲοῖϲ διὰ τῆϲ οι διφθόγγου ἤ ὡϲ ἔχει τινὰ τῶν ἀντιγράφων, quae spectant ad Theodosii exemplaria, apud q uem nunc p. 1008 legitur ἐκθλιφθέντοϲ τοῦ ε, quod veriue est et probatur a Lobeckio El. II 136 not.)

340
οὐκ ἐκφέρονται κατὰ τὸ δεύτερον καὶ τρίτον πρόϲωπον διὰ τοῦ η καὶ. ι, ἀλλ’ ὁμοφωνοῦϲι τοῖϲ ἰδίοιϲ ὁριϲτικοῖϲ οἷον βοῶ βοάϲ βοᾷ, ἐὰν βοῶ ἐὰν βοᾶϲ ἐὰν βοᾶ, χρυϲῶ χρυϲοῖϲ χρυϲοῖ, ἐὰν χρυϲῶ ἐὰν χρυϲοῖϲ ἐὰν χρυϲοῖ. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν τὴν ἀπολογίαν ταύτην· εἰ ἐγένετο τὰ ὑποτακτικὰ τῶν τριῶν ϲυζυγιῶν τῶν περιϲπωμένων κατὰ τὸ δεύτερον καὶ τρίτον πρόϲωπον διὰ τοῦ η καὶ ι ὁμοίωϲ τοῖϲ βαρυτόνοιϲ οἷον ἐὰν ποιῶ ἐὰν ποιῇϲ ἐὰν ποι, ἐὰν βοῶ ἐὰν βοῇϲ ἐὰν βοῇ, ἐὰν χρυϲῶ ἐὰν χρυϲῇϲ ἐὰν χρυϲῇ ὥϲπερ ἐὰν τύπτω ἐὰν τύπτῃϲ ἐὰν τύπτῃ, ϲύγχυϲιϲ ἤμελλεν εἷναι καὶ οὐδεμία διάκριϲιϲ τῶν ϲυζυγιῶν ἐν τοῖϲ ὑποτακτικοῖϲ.

539. E. M. 775, 20 (Cod. Peris. 2426). Cram. Anecd. Paris. I 396

539a. Il. P. 390: ἐχρῆν μὲν διὰ τὸ κλιτύαϲ οὐρῆαϲ (οὐρείαϲ?) περιϲπᾶϲθαι τὸ κλιτῦϲ, ἀνεγνώϲθη δὲ κατ’ ὀξεῖαν τάϲιν ἐν ἐγκλίϲει, ὁμοίωϲ τῷ «κνημῖδαϲ ῥαπτὰϲ δέδετο, γραπτὺϲ ἀλεείνων » (Od. ω 229). ϲχόλιον· ἐν μέντοι τῇ Ὀδυϲϲειακῇ προϲῳδίᾳ φανερῶϲ τὸ γραπτῦϲ περιϲπ καί φηϲιν ὅτι εἴη εἰρηκὼϲ ὡϲ καὶ τὸ κλιτῦϲ δεῖ περιϲπᾶϲθαι. ἀμφίβολοϲ οὖν ἐφ’ ἑκατέρων ὁ τόνοϲ· εἰ γὰρ τοῖϲ ἐνταῦθα εἰρημένοιϲ πειϲθείημεν, ἐκεῖνο ἀνθέλκει, εἰ δὲ ἐκείνοιϲ, τοῦτο πάλιν ἀντίκειται.

539b. II. pr. 665: τῇ δεκάτῃ τέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαόϲ: προπεριϲπαϲτέον, ὡϲ καὶ Φιλοξένῳ δοκεῖ, ἴν’ ῇ ἐκ τοῦ δαινύατο (ϲ 248) ϲυναλοιφή, ὡϲ πυθοίατο (Α 257). ὡϲ οὖν τοὺϲ νέκυαϲ νέκυϲ ἔφη, καὶ. τὸ δαινύατο δαινῦτο, οὕτωϲ ἔχει καὶ τὸ «λελῦτο δὲ γυῖα ἑκάϲτου (Od. ϲ 237 ἡ οὐδὲν δὲ θαυμαϲτὸν εἰ πληθυντικόν ἐϲτι τὸ δαινῦτο καὶ τὸ λαόϲ ἑνικόν. τῷ γὰρ ϲημαινομένῳ ἡ ϲύνταξιϲ ἐγένετο ὁμοίωϲ τῷ ἀγρόμενοι πᾶϲ δῆμοϲ» (ΙΙ. 166) Φιλοξένῳ δὲ ἀρέϲκει ἐν τοῖϲ εἰϲ μι λήγουϲι καὶ ἑνικὸν αὐτὸ εὐκτικὸν εἶναι ἀκολούθωϲ κεκλιμένον.

539c. Arcad. 196, 17: πᾶν δίχρονον ἐκ κράϲεωϲ ὂν ἐκτείνεται, οἱ νέκυϲ, οἱ βότρυϲ, ῥῦϲθαι.

539d. II. Pr. M 286: εἴλυται: προπεριϲπῶϲιν, ἵνα ἐκ τοῦ εἰλύαται ϲυναλοιφὴ ὑπάρχῃ ἢ ἐκ τοῦ εἰλύεται· δύναται γὰρ καὶ ἑνικῶϲ ϲυντάϲϲεϲθαι καὶ πληθυντικῶϲ. οὐκ ἀήθηϲ δὲ ἡ τοιαύτη ϲυναλοιφή, εἴγε καὶ τὸ ἐρύεϲθαι ῥῦϲθαι ἔφη «πάντων ἀνθρώπων ῥῦϲθαι γενεήν τε τόκον τε

[*](ad fr. 539. ln Epim. Cr. I 419, 15 dem articulu exstat auctore tacito, ubi)[*](ab fr. [539a]. et. Choer. 861. Ἡρωδιανόϲ φηϲι, ὅτι ἐν τῷ ἰχθύαϲ ἰχθῦϲ τὸ υ καὶ τὸ α εἰϲ τὸ υ ϲυναιρεῖται.)[*](ad fr [539c]. cf. Dichr. 282 βότρυεϲ βότρυϲ, νέκυεϲ νέκυϲ.)
341

ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν οὕτωϲ, τοῦτο (sc. υἷοϲ) ϲχηματίζων, φηϲίν, ὅτι ἐϲτὶν υἷϊϲ διὰ τῆϲ υ διφθόγγου κατὰ τὴν παραλή-

(ΙΙ. 141). καὶ τὸ ἄρχετε νῦν νέκυαϲ φορέειν» (Od. χ 437), ἐν τοῖϲ ἑξῆϲ ἔφη «ἐκ δὲ νέκυϲ οἴκων φόρεον » ( Od. ω 417 ). τινὲϲ δὲ προπαροξύνουϲιν ὡϲ ἀπὸ τοῦ εἴλυμι.

539c. II. Pr. Δ 138. τὸ ἔρυτο ψιλοῦται καὶ προπαροξύνεται· οὕτωϲ Ἀρίϲταρχοϲ καὶ ἐπείϲθη αὐτῷ ἡ παράδοϲιϲ. δύναται δὲ καὶ προπεριϲπᾶϲθαι. ἔϲτι γάρ τι ῥῆμα ἐρύω. τούτου ὁ παρατατικὸϲ παθητικὸϲ γίνεται εἰρυόμην, τὸ τρίτον εἰρύετο, ὃ ἐν ϲυναλοιφῇ ἔρυτο.

539f. II. Pr. Π 542: εἴρυτο. Ἀρίϲταρχοϲ τρίτην ἀπὸ τέλουϲ τὴν ὀξεῖαν ποιεῖ, ὑγιῶϲ πάνυ· ὁ δὲ Τυραννίων προπεριϲπᾶ, ἐκ τοῦ εἰρύετο φάϲκων αὐτὸ ϲυνηλεῖφθαι. δύναται δὲ τὸ εἴρυτο κλιθὲν ἀπὸ τῶν εἰϲ μι ὁμοίωϲ τῷ ἐζεύγνυτο, ἤνυτο «θοῶϲ δέ οἱ ἤνυτο ἔργον » ( Od. ε 243) ἐκτετάϲθαι. οὕτωϲ ἀξιοῦμεν καὶ ἐπὶ τοῦ εἴλυτο (Μ 286) καὶ εἴρυτο (Δ 138).

539g. II. Pr. Ω 1: λυτο: εἰ μὲν μέϲοϲ δεύτεροϲ ἀόριϲτόϲ ἐϲτιν ἀπὸ τῶν εἰϲ μι, ὥϲπερ ἤδη ἐπίϲταται λέγων «νῦν δὲ λύμην τρὶϲ τόϲϲα πορών » (II. Φ 80) καὶ τῆϲ δ’ ἄρα κλαιούϲηϲ λύτο γούνατα » (δ 703 et υ 92), ἔκταϲιϲ ἐγένετο διὰ τὸ μέτρον. εἰ δὲ παρατατικόν τινεϲ ἐκδέχονται, δύναται κρᾶϲιϲ τοῦ ἐλύετο γεγενῆϲθαι ὥϲπερ ἐκ τοῦ ἰχθύεϲ ἰχθῦϲ, μύεϲ μῦϲ, ῥύεϲθαι ῥῦϲθαι «πάντων ἀνθρώπων ῥῦϲθαι γενεήν τε τόκον τε » (0 141). ἢ ἀπὸ τοῦ λέλυτο λύτο ὡϲ βέβλητο βλῆτο.

539h. Choer. 258, 34: ἰϲτέον ὅτι φηϲὶν ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ Καθόλου, ἐν τῇ περὶ τῆϲ εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν διδαϲκαλίᾳ, ὡϲ οἱ ἥρωεϲ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν εὕρηται κατὰ κρᾶϲιν παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἐν Ἥρωϲιν (Mein. ed. m. p. 285) «οἱ γὰρ ἥρωϲ ἐγγύϲ εἰϲιν ».

539i. lo. Al. 32,6: τὸ πρῷ μονοϲύλλαβον παρ’ Ἀττικοῖϲ ὀξύνεται, ἐπεὶ ἐκ τοῦ πρωΐ διϲυλλάβου ὀξυνομένου κατὰ ϲυναίρεϲιν γέγονε.

539k. lo. Al. 23, 30: αἱ δυϊκαὶ γενικαὶ πρώτου καὶ δευτέρου νῶϊν, ϲφῶιν προπεριϲπῶνται. ταύταϲ δὲ κατὰ ϲυναίρεϲιν Ἀττικοὶ προφέρονται μο-

[*](additur: ἡ εὐθεῖα υἷϊϲ οὐ ϲυναιρεῖται, ἐπειδὴ κανών ἐϲτιν ὁ λέγων, ὅτι οὐδέποτε τῇ υι διφθόγγῳ τῇ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ καὶ ι προϲγεγραμμένου ϲύμφωνον ἐπάγεται,)[*](ad fr. [539k]. cf. Arcad.178, 22.)
342

γουϲαν· τούτου ἡ γενικὴ υἵἱοϲ καὶ κατὰ ϲυναίρεϲιν τῶν δύο ιι εἰϲ ἐν δηλονότι μακρὸν υἷοϲ ὥϲπερ Θέτιϲ Θέτι καλλιπλοκάμῳ» (Ϲ 407).

540. Steph. B. 704, 6: ψυττάλεια νῆϲοϲ περὶ Ϲαλαμῖνα. Ἡρόδοτοϲ «εἰϲ τὴν νηϲῖδα τὴν Ψυττάλειαν, τὴν μεταξὺ Ϲαλαμῖνοϲ κειμένην καὶ. τῆϲ ἠπείρου » (8, 76). Ἡρωδιανὸϲ μέντοι Ψυττάλην αὐτὴν καλεῖ. ἔοικε δὲ τὸ Ψυττάλεια πρωτότυπον εἶναι ὡϲ Ἀγάμμεια Μαντίνεια Ἐρύθεια Ζέλεια, ἀφ’ οὖ κατὰ ϲυναλοιφὴν ἐγένετο ὡϲ Ἀγάμμη Μαντίνη Ζέλη Ἐρύθη.

541. Ep. Cr. I 249, 7: οἶδεν ὁ ποιητὴϲ διφορουμένην τὴν ἐκεῖνοϲ. κείνου μέντοι ὅδ’ υἱόϲ» (δ 157), «ὡϲ κείνῳ ἀναφανδόν » (δ 222) οἶδε δὲ τὴν ἐκεῖνοϲ μηδ’ ἀντιάϲειαϲ ἐκείνῳ (d. ϲ 146), διὸ ἐν τῷ ἐπεὶ καὶ κεῖνοϲ ἐπίϲτροφοϲ ἦν ἀνθρώπων » (α 177). Ἀρίϲταρχοϲ ἀπαξιοῖ ἐπεὶ κἀκεῖνοϲ κατὰ ἔκθλιψιν τοῦ ι καὶ κρᾶϲιν· εἰ γὰρ ἠγνόει

νοϲυλλάβωϲ τοῦ ι γραφομένου μὴ ϲυνεκφωνουμένου, ὦν καὶ η περιϲπωμένη μένει μετὰ τὴν ϲυναίρεϲιν οἷον νῷν ϲφῷν.

539l. Arcad. 134, 17: τὸ φῴδων ἀπὸ τοῦ φωΐδων.

539m. II. Pr. Θ 887: τὸ ζώϲ ἐξ ὀξυνομένου τοῦ ζωόϲ γενόμενον δεῖ ὀξύνειν.

540a. Eustath. 117, 41: τὸ «ᾤτε χερνῆτιϲ γυνή » (Μ 433) γίνεται κατὰ Ἡρωδιανὸν οὕτωϲ· ὡϲείτε καὶ ὡϲείπερ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ϲ καὶ κράϲει τοῦ ω καὶ ἕ εἰϲ τὴν ῳ δίφθογγον διὰ τὴν τοῦ ι ϲυναίρεϲιν ὥτε καὶ ᾤπερ.

541a. II. Pr. Α 278. Πηλείδη θέλ’:  Ἀρίϲταρχοϲ ἀποφαίνεται ὡϲ κατὰ τὴν Ὀμηρικὴν ϲυνήθειαν τὸ ῥῆμα κατὰ τὸν ἐνεϲτῶτα ἀπὸ τοῦ ε ἄρχεται. ἀλλὰ μὴν καὶ ἡ κίνηϲιϲ ἡ τοῦ παρατατικοῦ « ἀλλ’ ὅδ’ ἀνὴρ ἐθέ-

[*](sed Herod. in Il. Pr. Ε 266 diserte υἷιϲ dicit εὐθεῖαν μὴ εἰρημένην. Idem docet. etiam Choer. 409, 1 cf. Arcad. 128. 13, Lob. El. I 293.)[*](ad fr. 540. St. B. addit περὶ ὧν κατὰ τοὺϲ οἰκείουϲ εἰρήκαμεν τόπουϲ, qui sunt hi: 13, 3 Ἀγάμμειαι λέγεται καὶ Ἀγάμμη ὡϲ πρέϲβεια πρέϲβη καὶ τὸ βαϲίλεια κατὰ ϲυναλοιφὴν βαϲίλη· οὕτωϲ Ἀγάμμεια Ἀγάμμη· δύναται δὲ καὶ τὸ Ἀγάμμεια ἐκ τοῦ Ἀγάμμη ὡϲ τὸ Πηνελόπεια ἐκ τοῦ Πηνελόπη — p. 279, 8 Ἐρύθεια. —λέγεται καὶ Ἐρύθη κατὰ ϲυναλοιφὴν ὡϲ Ἀγάμμεια Ἀγάμμη καὶ Ζέλεια Ζέλη, Ματίνεια Μαντίνη, unde apparet Herodianum ipsum de his vocabulis inter synuloephen et paragogen fluctuasse. Lobeckius El. II 139 nullum horum vocabulorum vel contractum vel distractum esse concedit, sed fingentium arbitrio tribuit.)[*](ad fr. *541. Schol. ad Οd. α177 ἐπεὶ καὶ κεῖνοϲ: ἐκ πλήρουϲ καί· τῇ γὰρ ἐκεῖνοϲ οὐ χρῆται, εἰ μὴ ἀναγκαϲθῇ ὑπὸ μέτρου. οὕτωϲ Ἀρίϲταρχοϲ. Hoc est Herodiani)[*](ad fr. [540a]. Accentum ex lo. Al. 32, 5 mutavi. cf. Bergk Philol. XXI 8.)
343

τὴν ἐκεῖνοϲ ὁ ποιητήϲ, ἐχρῆν τὸ πάθοϲ παραλαμβάνειν· εἰ δὲ οἶδε τὴν διϲύλλαβον, παραλάβωμεν ὥϲπερ κἀν τούτῳ «καὶ κεῖθι θεῷ ὡϲ εὐχετοῴμην» (Θ 467), οὐχὶ κἀκεῖθι· οἶδε γὰρ καὶ τὸ κεῖθι κεῖθι δὴ αἰνό-

λει (287) «ἤθελε Μηριόνηϲ» (Ιl.K 229). καὶ ἐνθάδε οὖν ἄμεινον τ ϲυνηθεϲτέρᾳ ἀναγνώϲει προϲέχονταϲ ἐπὶ τὴν δη ϲυλλαβὴν ὀξεῖαν παραλαμβάνειν, ἵνα κρᾶϲιϲ ᾖ τοῦ ἔθελε τριϲυλλάβου γενομένου, ὡϲ καὶ ϲύνηθέϲ ἐϲτι τῷ ποιητῇ. τὸ μέντοι ῥῆμα τῶν παραλόγων κατὰ τόνον ἐϲτὶ τριϲύλλαβον ὄν, ὡϲ δείκνυται ἐν τοῖϲ περὶ ῥημάτων.

541b. II. Pr. Θ 229. ὅτε δὴ φάμεν· οὐκ ἀναγκαῖον ὀξύνειν τὸν δή, ἵνα κρᾶϲιϲ γένηται ὁμοίωϲ τῷ «μήτε ϲὺ Πηλείδήθελε». ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ ἐθέλω πᾶϲα ἀνάγκη τὸ ε μένειν κατὰ τὸν ποιητὴν ὡϲ εἴρηται· ἐπὶ δὲ τούτου τοῦ παρῳχημένου δύναται ποιητικῶϲ ἀποβεβλῆϲθαι τὸ ε, ὥϲτε ἐπὶ τὴν φᾶ ϲυλλαβὴν θετέον τὴν προϲῳδίαν, καί ἐϲτιν ὅμοιον τῷ ἐν Ὀδυϲϲείᾳ Τηλεμάχῳ ὁδὸϲ ἧδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεϲθαι» (Od. 347)

541c. II. Pr, 614: ἴνα μημοι ἀπέχθηαι φιλέοντι: ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ ἀναγινώϲκει ἵνα μημοι τὰ δύο βαρυτόνωϲ, οἷον ἵνα μὴ ἐμοὶ κατ’ ὀρθὴν τάϲιν· ϲυγκριτικὴ γάρ ἐϲτι, φηϲίν, ὡϲ πρὸϲ τὸν Ἀγαμέμνονα. καὶ ὑγιῶϲ φηϲιν. ἡ μέντοι παράδοϲιϲ ἐγκλιτικῶϲ ἀνέγνω, ἐπὶ τὴν μή τὴν ὀξεῖαν τιθεῖϲα, ὁμοίωϲ τῷ «μή μοι οἶνον ἄειρε» (Ιl. Z 264), τῷ μὴ εἶναι ἐν τῇ ἀντωνυμίᾳ τὸ ε, ἀλλ’ ἀποβεβλῆϲθαι. καὶ ὁμοία ἐϲτὶν ἡ πλάνη τῷ «ἤ μ’ ἀνάειρε ἢ ἐγώ ϲε» (II. ψ 724), καὶ τῷ «  τάχα δή με διαρραίϲουϲι. καὶ αὐτόν (Od. α 251), εἴγε ἐχρῆν καὶ ταῦτα ὀρθοτονεῖϲθαι. ἀλλὰ τῷ μὴ ὁρᾶϲθαι κατ’ ἀρχὴν τὸ ε οὕτωϲ ἀνέγνωϲαν· τοῦτο γὰρ τοῖϲ πρωτοτύποιϲ. ἐχρῆν δὲ αὐτοὺϲ ἐπιγνῶναι ὅτι κρᾶϲιϲ δύναται ἐπακολουθεῖν, καὶ οὕτωϲ ῥῶϲαι τὴν ὑγιῆ ἀνάγνωϲιν.

541d. II. Pr. Z 260. δέ κ’ αὐτόϲ: τοῦτο διχῶϲ ἀναγινώϲκεται. ὅϲοι γὰρ ἡγοῦνται ἐγκεῖϲθαι τὸν κέ ἐγκλιτικόν, ῥωννύουϲι τοῦ δέ τὴν ὀξεῖαν, ὡϲ καὶ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ. οὕτω γὰρ καὶ τὸ ἐν τῇ Ὁδυϲϲείᾳ (γ 255) ἀναγινώϲκει « ἤτοι μὲν τόδε κ’ αὐτὸϲ ὀΐεαι ». ὅϲοι δὲ τὸν καί κατὰ κρᾶϲιν καὶ ἔκθλιψιν, καὶ αὐτόϲ —καύτόϲ, ἐγκλίνουϲι τὸν δέ.

541e. II. Pr. N 377: τὸ ταῦτα περιϲπαϲτέον κατὰ τὴν πρὸ τέλουϲ ϲυλ

[*](adnotamentum, quum ad passionem et scripturam spectet. Eade sententia explicatius in nostro fragmento profertur. Diverso statuit Aristarchuls de ἐθέλω, quod quum Homero trisyllabum esse observasset, in ll. Α 287 crasin sumpsi.)[*](ad fr. [541c] cf. Lehre quaest. ep. p. 112.)
344

τατον (θ 119). οἶδε δὲ καὶ τὸ κεῖϲε «αἳ κεῖϲέ γε φέρτεραι ἦϲαν» (ψ 461), καὶ τὸ κεῖθεν κεῖθεν δ· ἐϲ Ϲπάρτην τε» (α 285).

542. E. M. 821, 39, Schol. ad Apollon. I 108 1. ὦλλοι: ἀντὶ τοῦ οἱ ἄλλοι· αἱ τοιαῦται δὲ ϲυναλοιφαὶ τῆϲ δευτέραϲ εἰϲὶν Ἰάδοϲ, ἡ Ὅμηροϲ οὐκ ἐχρήϲατο. διόπερ Ζηνοδότῳ μέμφονται εἰπόντι δεῖν ἀναγινώϲκειν «ὦλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρεϲ» (Β 1).

543. E. Or. 74, 15, E. M. 443, 27: eάτερονι παρὰ τὸ ἅτερον· Δῶριον·

λαβήν, ἵνα ᾖ ἡ φράϲιϲ δεικτική. τινὲϲ μὲν ὤξυναν, ἵνα τοῦ τὰ αὐτὰ ὑπάρχῃ ϲυναλοιφή· ὅπερ οὐ πιθανόν.

542a. II Pr. Λ 636: ἄλλοϲ. — τινὲϲ βούλονται δαϲύνειν τὸ α καὶ ἐκτείνειν, ἵν’ ᾖ ὁ ἄλλοϲ μὲν μογέων, τουτέϲτιν ὁ Μαχάων. ἡμεῖϲ δὲ ἐκεῖνο παραφυλάξαι ἔχομεν, ὡϲ ὅτι παρὰ τῷ ποιητῇ οὐ δύναται ἡ τοιαύτη κρᾶϲιϲ εἶναι· εἰ γὰρ καὶ κρᾶϲιν ἠβούλοντο παραλαμβάνειν, ἐχρῆν εἰϲ τὸ ω, ὁμοίωϲ τῷ οἴχετ’ ἀνὴρ ὤριϲτοϲ » (288).

542b. II. Pr. Α 464: μίϲτυλλον τ’ ἄρα τἆλλα: τὸ τἆλλα κατὰ ϲυναλοιφήν ἐϲτιν ὡϲ τἆργα. ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ τὸν τέ πληρωματικὸν ἀποδέχεται· καὶ λείπει τὸ ἄρθρον Ὁμηρικῷ ἔθει.

542c. II. Pr. N 510 ἔτ’ ἄλλα: οἱ μὲν τὸ πλῆρεϲ ἐκδέχονται τὰ ἄλλα, ἐν ϲυναλοιφῇ δὲ γενέϲθαι τἆλλα ὡϲ τὰ ἆθλα τἆθλα. προείρηται δὲ περὶ

[*](ad fr. *542. Aristonicus ad Il. l. formam ὦλλοι reiicit, quod Hom erus articulo abstineat. Quod idem etiam Herodianum fecisse sumi potest, qui tamen addidit vel si articuli usus concederetur, οἱ ἄλλοι apud Homerum non in ὦλλοι contrahi potuisse. Si quis quaerat, quomodo οἱ ἄλλοι apud Homerum commisceri debuerit, respondendum est nullo modo, quum recentior demum las huiuscemodi crases receperit. Sed dicat quispiam Herodianim ipsum ad Λ 636 pronunciare scripturam ἅλλοϲ i. e. ὁ ἄλλοϲ reiiciendam esse, quod talis contractio Homero ignota esset, qui per ω pronunciaturus fuisset ut wpictoc (ib. 288). At valde dubium est, num Herodianus in ὤριϲτοϲ re vera crasin ex οα in ω statuerit, equidem putaverim eum ὤριϲτοϲ, qua, formam Homerus hoc loco, quia. longa syllaba opus erat, adoptavit. non ex contractione, sed ex trope ut in E. M. 823, 26 ὤριϲτοϲ ἀντὶ τοῦ ἄριϲτοϲ Βοιωτικῶϲ τραπέντοϲ τοῦ α εἰϲ ω repetivisse: cui explicationi locus II. Pr. 636 non repugnat, nam id tantum dicit, si ὁ ἄλλοϲ per crasin proferendum sit, similiter atque ὀ ἄριϲτοϲ ὤριϲτοϲ ὦλλοϲ pronunciandum fnisse litem autem de interpretatione speciei ὤριϲτοϲ, quum hoc loco nibil referret, intactam reliquit. Caeterum Herodianus in maltis vocabulis mutationem vocalis α in ω sumpsit, ut infra demonstrabitur. His omnibus perpensis dubitari licet, num recte apud Homerum nunc ὤριϲτοϲ per asperum exhib eatur. cf. Duentzer ad Zenod. p. 75 et quem citat Apollon. de synt. p. 5 et p. 77.)[*](ad fr. *543. Quamquam Apollon. de coniunctione p.495 simillima habet (cf.)
345

τὸ γὰρ ἕτεροϲ ἅτεροϲ λέγουϲιν οἱ Δωριεῖϲ ὡϲ τρέχω τράχω. οὕτωϲ οὖν καὶ τὰ ἅτερα θάτερα κατὰ ϲυναίρεϲιν τῶν δύο αα εἰϲ α καὶ

τῆϲ τοιαύτηϲ παρ’ αὐτῷ ϲυναλοιφῆϲ καὶ ϲυντάξεωϲ τῶν ἄρθρων· ἄμεινον οὖν ἐκδέχεϲθαι ἔτι καὶ ἄλλα.

543a. II. Pr. Α 464: μῆρ’ ἐκάη: Πτολεμαῖοϲ τὸ ε τελευταῖον λαμβάνει τοῦ μῆρε, ἵνα ἰακώτερον ἐκδέξηται τὸ κάη. καὶ Ἀρίϲταρχοϲ δὲ οὕτωϲ· δύναται δὲ καὶ ἐκάη εἶναι τὸ πλῆρεϲ, ἐκθλίψεωϲ γενομένηϲ τοῦ α, ὥϲπερ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐντελεϲτέρου αὐτοῦ ὁρῶμεν «ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα» (40) τὸ δὲ τοιοῦτο πολὺ παρὰ τῷ ποιητῇ, λέγω δὲ τὸ καὶ τὸν χρόνον τὸν ἔξωθεν φυλάϲϲειν τὸ ῥῆμα καὶ ϲυνάρχεϲθαι τῷ ἐνεϲτῶτι.

543b. Mοn. 17, 15: εἴ τιϲ λέγοι, ὅτι τὸ ζαήν καθαρεύει, οὖ καὶ αἰτιατικὴ παρὰ τῷ ποιητῇ κατ’ ἔκθλιψιν τοῦ α «ὦρϲε δ’ ἐπὶ ζαῆν’ ἄνεμον» (μ 313), πρῶτον μὲν εἴϲεται, ὡϲ οὐχ ὑγιῶϲ τοῦτο παραλήψεται, οὗ πίϲτιν ὀφείλει ἐξ ἄλλων πτώϲεων παραθέϲθαι. προείπομεν δέ, ὅτι κατὰ χρῆϲιν τῶν Ἑλλήνων, οὐχὶ καθ’ ὑπόϲταϲιν λέγομεν ἅπαντα. ἀλλ’ οὐδὲ ὁμολογούμενον τὸ ζαῆνα.

543c. II. Pr. Δ 27: ἱδρῶτ’: αἰτιατική ἐϲτι κατ’ ἔκθλιψιν εἰλημμένη, ἔνθεν προπεριϲπῶμεν. ὀξύνεται γὰρ ἡ εὐθεῖα ὁμοίωϲ τῷ εὐρώϲ. — δύ.ναται μέντοι καὶ ἱδρῶ τε εἶναι τὸ πλῆρεϲ, ἐπεὶ ϲύνηθεϲ αὐτῷ οὕτωϲ τὴν αἰτιατικὴν προφέρεϲθαι «ἱδρῶ ἀπεψύχοντο » (l. 621).

543d. II. Pr. Θ 233: Τρώων ἀνθ’ ἑκατόν: ἐπὶ τὴν ἀνθ’ ϲυλλαβὴν ἡ ὀξεῖα, ἵνα τὸ πλῆρεϲ ᾖ ἄντα. οὕτωϲ δὲ ἀξιοῖ Δημήτριοϲ ὁ γονύπεϲοϲ· καὶ ἐμοὶ δὲ οὕτωϲ ἀρέϲκει τὸ τῆϲ διανοίαϲ· ἄντικρυϲ γὰρ Τρώων ἑκατὸν καὶ διηκοϲίων εἰϲ ἕκαϲτοϲ ϲτήϲεϲθαί φηϲιν. οὐ γὰρ κωλύεται η τοῦ ἄντα ϲύνταξιϲ, εἴγε ἐπὶ γενικὴν φέρεται.

543e. II. Pr. Α 519: ὅταν: τὸ τέλειον ὅτε ἄν ἐϲτι, καὶ κατὰ ϲυναλοιφὴν ὅτ’ ἄν. ἐν δὲ τῇ ϲυντάξει κεκοίμιϲται ἡ ὀξεῖα τοῦ ἄν, ὡϲ τὸ «οὐκ ἂν ἐφ’ ὑμετέρων ὀχέων » (ll Θ 455), «οὐκ ἂν δὴ μείνειαν» (Ιl. Γ 52). ἀεὶ οὖν οὕτωϲ ὀφείλομεν ἀναγινώϲκειν ἐπὶ τὴν ἄρχουϲαν ὁξεῖαν ποιοῦντεϲ: « ὡϲ δ’ ὅταν ὠδίνουϲαν » (II. Λ 209).

543f. Il. Pr. Κ 546. ἦ τίϲ ϲφωε πόρεν: τὸ ῥῆμα ἀπὸ τοῦ π ἄρχεται. καὶ ἡ ϲφωέ τρίτου προϲώπου ἐγκλιτική ἐϲτι, ϲημαίνουϲα τὸ αὐτούϲ

[*](Αhrens de dial. Dor. 114), tamen hunc locum, qui concisior est et praeterea spiritus mentionem continet, Herodiano assignare malui,)
346

τὸ ἅτερον θάτερον ὡϲ τὸ ἀγαθόν τἀγαθόν· ἔμεινε δὲ τὸ τ ἄτρεπτον, ἐπεΐδὴ ψιλοῦται τὸ ἀγαθόν, τὸ ἅτερον δὲ δαϲύνεται. εἰ γὰρ ἦν παρὰ

«τίϲ τ’ ἄρ ϲφωε θεῶν» (II. Α 8) «ἀλλά ϲφωε δόλοϲ καὶ δεϲμόϲ (0d. Θ 317 ) ὥϲτε οὐκ οἶδεν ὁ ποιητὴϲ οὐδὲ μονοϲύλλαβον τὴν ϲφώ, εἰ μή ποτε ὀρθοτονεῖται καὶ δευτέρου προϲώπου ἐϲτὶ καὶ ϲημαίνει ὑμεῖϲ ἤ ὑμᾶϲ· «ϲφὼ δὲ μάλ’ ἠθέλετον» (l. Λ 782) ἐνθὲν οὖν οἱ ἀκριβέϲτερον αὐτὰ παραφυλάξαντεϲ ἔκθλιψιν δεδώκαϲι τοῦ ἕ ἐν τῷ «εἰ μή ϲφω Αἴαντε διέκρινον» (II. P 531), ἵνα τὸ διηνεκὲϲ φυλαχθῇ.

534g. II. Pr. Z 465: πρίν γ’ ἔτι: Διονύϲιοϲ ὁ Ϲιδώνιοϲ τόν γέ ἐκ πλήρουϲ ποιεῖ. οὕτωϲ καὶ Ἀλεξίων καὶ οἱ περὶ Ἡρακλέωνα· οὐ γὰρ πιθανὸν ἐγκεῖϲθαι τὸ ἔτι· οὐ γὰρ δή γε καὶ πρότερον ϲυνέβη ταῦτα τῇ Ἀνδρομάχα. ἔϲτιν οὖν τὸ τί καθ’ ὕπαρξίν τινα λεγόμενον ἢ καὶ παρελκόμενον ὁμοίωϲ τῷ ἤ νύ τοι οὔτι μέλει Τρώων πόνοϲ (II. X 11), καὶ «μήτι φόβον δ’ ἀγόρευε » (II. Ε 252), καὶ «μή τί μευ ἠΰτε παιδόϲ (II. 235). οὐχ ὑγιῶϲ οὖν ὁ Πτολεμαῖοϲ οἴεται ϲυναλοιφὴν εἶναι.

543h. II. Pr. Ω 318: ἐϋκλήιϲ ἀραρυῖα. Ἀρίϲταρχοϲ ἐϋκλήιϲ ὡϲ ἐϋκνήμιϲ, ϲύνθετον ποιῶν τὴν λέξιν, οὕτωϲ καὶ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ. εἰϲὶ δὲ οἳ διεῖλον «ἐῢ κληῖϲ’ ἀραρυῖα », οἷϲ ϲυγκατατίθεται καὶ ὁ Τρύφων, οὐκ εὖ· ἄμεινον γὰρ ἐπιθετικῶϲ ἀκούειν καὶ μὴ πάθοϲ ἐκδέχεϲθαι πληθυντικῆϲ δοτικῆϲ, λέγω δὲ τὸ τῆϲ ἐκθλίψεωϲ. ὃ δέ φημι, τοιοῦτόν ἐϲτιν, ὡϲ ὅτι ἐκθλίβεται μὲν τὸ ι τῆϲ δοτικῆϲ παρὰ τῷ ποιητῇ καὶ ἑνικῆϲ ὑπαρχούϲηϲ καὶ πληθυντικῆϲ «κερκίδ’ ὕφαινε» ( Od. ε 62), «χέρϲ’ ἐρέται (Od. ν 115), καὶ «νήεϲϲ’ ἡγήϲατ’ Ἀχαιῶν » (II. Α 71), οὔ γε μὴν τὸ ἀπὸ τῶν εἰϲ ιϲ ἐκτεταμένων θηλυκῶν.

543i. ΙΙ. Pr. Ξ 21: διχθάδι : τὸ πλῆρέϲ ἐϲτι διχθάδια, ὥϲπερ καὶ Ἀρίϲταοχοϲ βούλεται. διὸ τὴν χθα ϲυλλαβὴν ὀξυτονητέον. παραιτητέον δὲ το βουλομένουϲ εἶναι « διχθαδίῃ μεθ’ ὅμιλον» καὶ τὴν δι ϲυλλαβὴν ὀξύνονταϲ.

543k. II. Pr. 1 279. ὃϲ ἐνθάδε γ’ ἐτραφ’ ἄριϲτοϲ: παροξυτονητέον· τὸ γὰρ τέλειόν ἐϲτιν ἐτράφη. καὶ μέμνηται αὐτοῦ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆϲ Ξ (21), ὅπου διαλαμβάνει περὶ τοῦ διχθάδι’ ἢ μεθ’ ὅμιλον ». καὶ λέγει, ὅτι ϲυναλοιφὴν πέπονθε διὰ τοῦ η· δεῖ οὖν διὰ τοῦ γ γράφειν, ὃϲ ἐνθάδε, εἶτα ἐτράφη ἄριϲτοϲ, οὐχ ὡϲ οἱ πολλοὶ τέτραφ’ ἄριϲτοϲ, ἀπὸ τοῦ τ ποιοῦντεϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ ῥήματοϲ καὶ προπαροξύνοντεϲ.

[*](ad fr. [543b]. cf. Lehre quaest. ep. p. 47 seqq.)
347

τὸ ἕτερον θοὔτερον ἂν ἦν ὡϲ τὸ ἔλαιον τοὔλαιον. διὸ καὶ οὐ λέγεται θάτεροϲ ἐπὶ ἀρϲενικοῦ ὀνόματοϲ, ἀλλ’ ἅτεροϲ.

543l. Schol. 0d. λ 134: θάνατοϲ δέ τοι ἐξ ἁλὸϲ αὐτῷ: τὸ ἔξαλοϲ ὡϲ ἔκβιοϲ οἷον ἠπειρωτικὸϲ καὶ οὐ θαλάϲοιοϲ. ἔνιοι δὲ κατὰ παράθεϲιν ἐξ ἁλόϲ οἷον ἀπὸ θαλάϲϲηϲ ὡϲ τὸ «ἐπιϲϲεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλόϲ » (Od. ε 421). ἀλλ’ εἴγε καὶ ἐν παραθέϲει, ἡ ἐξ δύναται τὸ ἔξω δηλοῦν ὡϲ τὸ ἔκ τ’ ἀνδροκταϲίηϲ» (Λ 164). ὁ μέντοι Ἀϲκαλωνίτηϲ τὸ πλῆρεϲ ἔξω ἡυεῖται. ἵν’ ᾖ ἔκθλιψιϲ τοῦ ω ὡϲ ἐν τῷ «βαθέηϲ ἐξάλλεται αὐλῆϲ (Ε 142). οὐκ ἀναγκαῖον δὲ τῆϲ ἐξ ἤδη τὸ ἔξω ϲημαινούϲηϲ.

543m. II. Pr. Ϲ 458: ἔξω τοῦ ι τὸ ἐμωκυμόρῳ. ϲυνεκτέθλιπται γὰρ τῷ ω τὸ ι.

543n. II. Pr. Φ 323: τυμβοχοῆϲ: τὸ πλῆρεϲ τυμβοχοῆϲαί ἐϲτιν. οὕτωϲ καὶ Ἀρίϲταρχοϲ καὶ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ καὶ οἱ πλείουϲ. Κράτηϲ μέντοι γενικὴν πτῶϲιν ἐξεδέξατο. καὶ δῆλον ὅτι ἐβάρυνεν ὁμοίωϲ τῷ οἰνοχόηϲ. ἄμεινον δὲ ἐν τῷ ῥήματι τὸ πρᾶγμα παραλαμβάνειν ἢ ἐν τῷ ὀνόματι.

543o. Schol. ΒL. ad N 541: Αἰνέαϲ. ὥϲπερ Ἑρμέαϲ, οὕτωϲ Αἰνέαϲ, καθὼϲ Ἡρωδιανῷ δοκεῖ.

543p. Choer. Dict. 123, 7: οὐδέποτε ἡ υι δίφθογγοϲ ἐν τέλει λέξεωϲ εὑρίϲκεται οἷον μυῖα, ἅρπυια, υἱόϲ. ἐν γὰρ τῷ «ϲύμβαλον ἀμφὶ νέκυ κατατεθνειῶτι μάχεϲθαι » (Π 565) οὐκ ἔϲτιν ἐν διφθόγγῳ τὸ υ καὶ τὸ ι, ἀλλ’ ἐν τῷ μέτρῳ κατὰ ϲυνίζηϲιν μετροῦνται, τουτέϲτιν αἱ δύο ϲυλλαβαὶ εἰϲ μίαν ϲυλλαβὴν ἤγουν τὸ υ καὶ τὸ ι ὥϲπερ ἐν τῷ «χρυϲέῳ ἀνὰ ϲκήπτρῳ» (Α 15) τὸ ε καὶ ἡ ῳ δίφθογγοϲ εἰϲ μίαν ϲυλλαβὴν μετροῦνται οἶον χρυϲῷ.

543q. Choer. Dict.134, 21: τὸ παρὰ τῷ Καλλιμάχῳ δημεχθέα Χείλωνα κακόκνημόν τε Κόμητα» μετρεῖται κατὰ ϲυνίζηϲιν τουτέϲτι τοῦ ἕ καὶ α εἰϲ μίαν ϲυλλαβήν.

[*](ad fr. [543m). Hinc apparet Herodianum totam diphthongum ω elisam, non ι eiecto duo omega contracta putasse ut in E. M. 337, 4 ἐμὠκυμόρῳ: ἐμῷ ὠκυμόρῳ καὶ ἐκθλίβεται τὸ ι τῆϲ ἐμῷ ἀντωνυμίαϲ διὰ τὸ μηδέποτε γίνεϲθαι κρᾶϲιν τοῦ ι μέϲου ὄντοϲ· καὶ λοιπὸν κιρνᾶται τὰ δύο ω ω εἰϲ ω καὶ γίνεται ἐμώκυμόρῳ χωρὶϲ τοῦ ι. Similiter Choer. 671, 1 et E. M. 757, 24. De accentu formarum κεῖν’ i. e. κεινὰ et δεῖλ’ i. e. δειλέ ef. fr. ὑπομνημάτων περὶ παθῶν Διδύμου 1. et 2 et Lehre ad Mon. 40, 25. —Praepositiones nomini suo vel pronomini vel verbo postposita si elidantur, anastrophen respuere docet Herodianus compluribus locis, qua de re accurate exposuit Lehre qu. ep. 75 seqq.)[*](ad fr. [543q]. Pro Χελῶνα scripsi Χείλωνα, potui etiam Χίλωνα.)
348

544. Ep. Cr. I 291, 2: νημερτήϲ ὁ ϲτέρηϲιν τοῦ ἁμαρτάνειν ἔχων κατὰ τροπὴν τοῦ ᾱ εἰϲ ε ὡϲ κρέϲϲων ἀπὸ τοῦ κρατύϲ καὶ τὸ πελεμίζω ἀπὸ τοῦ παλάμη παλαμίζω ὡϲ χαίτη χαιτίζω καὶ τὸ πιάζω οἱ Ἴωνεϲ πιέζω καὶ Ἀττικοὶ καὶ Αἰολεῖϲ «χειρὶ δ’ ἔχων ἐπίεζε βραχίονα» (Π 516). Δωριεῖϲ πιάζω ἀναλογώτερον.

545. Ep. Cr. I 387, 23: Ϲιδονίηθεν: παρὰ τὸ Ϲιδών Ϲιδῶνοϲ Ϲιδωνόθεν

544a. Mon. 39, 12: κνέφαλλον ϲύνηθεϲ Ἀττικοῖϲ τὴν τύλην καλεῖν ὁμωνύμωϲ τῷ περιεχομένῳ τὴν περιέχουϲαν. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀμφιάρεῳ

  • καὶ νὴ Δί᾿  ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε
  • κνέφαλλον ἅμα καὶ προϲκεφάλαιον τῶν λινῶν.
  • ὠνομάϲθη δὲ ἀπὸ τοῦ κνάφου, ἥτιϲ ϲημαίνει ἀκανθώδη ὕλην, ᾗ περιπεταννύντεϲ τὰϲ ἐϲθῆταϲ ἐξέθλιβον τὸ πλεονάζον τοῦ περὶ τὰϲ ἐϲθῆταϲ χνοῦ, ᾧ καὶ πρὸϲ τὰϲ τύλαϲ ἐχρῶντο, ὥϲπερ καὶ νῦν. μέμνηται δὲ αὐτοῦ τοῦ ἐμβαλλομένου Πλάτων ὁ κωμικὸϲ ἐν Πειϲάνδρῳ
  • ὥϲπερ κνεφάλλων ἢ πτίλων ϲεϲαγμένοϲ.
  • ὥϲτε καὶ ἀντίθεϲιϲ ἐγένετο τοῦ ᾱ εἰϲ ε· ἐπεὶ παρὰ τὸ κνάφοϲ ἐγένετο.

    544b. P. M. 48, 5: ἀκηχέδαται «παρὰ νηυϲὶν ἀκηχέδαται (Ρ 637) λυποῦνται. παρὰ τὸ ἄχω ἀχάζω ὡϲ ἀνιῶ ἀνιάζω. ὁ παρακείμενοϲ ἤχακα, ὁ μέϲοϲ ἤχαδα, ὁ παθητικὸϲ ἤχαϲμαι ἤχαϲται, ἰωνικῶϲ ἠχάδαται καὶ μετὰ ἀναδιπλαϲιαϲμοῦ Ἀττικοῦ καὶ τροπῇ τοῦ α εἰϲ ε ἀκηχέδαται.

    545a. Arcad. 113, 18: τὰ εἰϲ ρη Ἰωνικώτερα κατὰ τροπὴν τοῦ α εἰϲ η. βαρύνεται κόρη Ἄϲκρη Ὀλύκρη, Ἀντιϲάρη, δέρη.

    [*](ad fr. *544. cf. Mon. 44, 4 πιέζω: τὰ εἰϲ ζω λήγοντα ῥήματα ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ βαρύτονα οὐδέποτε τῷ ε παραλήγεϲθαι θέλει, εὐάζω, ϲκεδάζω, ϲκεπάζω, ἁρπάζω, λυρίζω, ϲαλπίζω, βαύζω, χαιτίζω, κιθαρίζω, ἑρπύζω. ϲημειῶδεϲ ἄρα παῤ Ἀττικοῖϲ καὶ τοῖϲ Ἴωϲι λεγόμενον διὰ τοῦ ε τὸ πιέζω, ὥϲπερ καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ. προϲέθηκα δὲ καὶ τὰϲ διαλέκτουϲ, ἐπεὶ παῤ Ἀλκαίῳ διχῶϲ λέγεται, παρὰ δὲ Ἀλκμᾶνι διὰ τοῦ ᾱ τῶ δέϲποινα θεὰ κατὰν κάραν ἀμβᾶϲ᾿ ἐπίαζε. καὶ δῆλον ὅτι πρὸϲ τὸν χαρακτῆρα ἀναλογωτέρα ἡ χρῆϲιϲ ἡ διὰ τοῦ ᾱ. Similiter de Dorica specie Ἄρταμιϲ iudicat Mon. 8, 18 Ἄρτεμιϲ. οὐδὲν εἰϲ μιϲ θηλυκὸν ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ βαρυνόμενον τῷ ε θέλει παραλήγεϲθαι. μονάζει ἄρα τὸ Ἄρ τεμιϲ κατὰ τὴν πρὸ τέλουϲ ϲυλλαβὴν. — μήποτε οὖν Δωριεῖϲ διὰ τοῦ ᾱ προφερόμενοι αὐτὸ κατά τι κατορθοῦϲιν. Ἄρταμιϲ γὰρ λέγουϲιν ὡϲ τὸ δύναμιϲ καὶ Ϲεμίραμιϲ. — De κρέϲϲων cf. supra fr. 291. Fortasse Herodianus ᾱ in ε et ῑ transversum putavit in ἐρινύεϲ. ἀρανύεϲ τινέϲ εἰϲιν αἰ τὰϲ ἀρὰϲ ἀνύουϲαι, nam haec notatio eo loco reperitur ap. Orion. 57, 12, ubi plura Herodianea proferuntur.)[*](ad fr. *545. cf. Io. Alex. 35, τὸ Πιερίηθεν τροπῇ τοῦ εἰϲ η.)[*](ad fr. [545a]. cf. St. B. 133, 12 Ἄϲκρη πόλιϲ Βοιωτίαϲ ἰωνικῶϲ ϲχηματιϲθεῖϲα)
    349

    ὡϲ Πλευρωνόθεν· καὶ ὄνομα Ϲιδονία· καὶ ὡϲ Οἰχαλία Οἰχαλία, Τροία Τροίηθεν, κλιϲία κλιϲίηθεν, οὕτωϲ Ϲιδονία Ϲιδονίηθεν· οἱ μὲν οὖν Ἀττικοὶ τὸ ᾱ φυλάϲϲουϲι Φθίαθεν, θύραθεν, πέραθεν «Ἴωνεϲ δὲ τρέπουϲι Ϲιδονίηθεν, Τροίηθεν, θύρηθεν. τρέπεται καὶ τὸ ᾱ εἰϲ ο Δεκέλεια Δεκελειόθεν, ἴϲωϲ καὶ παρὰ τὸ πλευρά πλευρόθεν καὶ παρὰ τὸ ἑϲπέρα ἑϲπερόθεν, εἰ μὴ ἄρα παρὰ τὸ ἕϲπεροϲ. Ἱϲτίαια Ἱϲτιαιόθεν.

    546. St. B. 125, 8: Ἅρπυια: τὸ ἐθνικὸν Ἁρπυιήτηϲ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ η. p. 162, 7: Βέμβινα: ὁ πολίτηϲ Βεμβινίτηϲ ὡϲ Ϲταγιρίτηϲ. παρὰ δὲ Ῥιανῷ Βεμβινάτηϲ· ἔϲτι δὲ καὶ Βεμβινήτηϲ· ἔοικεν οὖν ὡϲ Αἰγινάτηϲ καὶ Αἰγινήτηϲ κατὰ τροπὴν ὡϲ Πανύαϲιϲ ἐν Ἡρακλείαϲ πρώτῃ

    545b. Arcad. 114, 14: τὸ κάρη οὐδέτερον ἀπὸ τοῦ κάρα γέγονεν.

    545c. Il. Pr. Δ 243: ἕϲτητε: Πτολεμαῖοϲ ψιλοῖ, ἐπεὶ γίνεται ϲτῆτε, τὸ δὲ ἀποπῖπτον ε ψιλοῦται. καὶ ἀληθεύει. ἐνθάδε μέντοι γε οὐκ ἔϲτιν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἕϲτατε ἔκταϲιϲ ἐγένετο τοῦ ᾱ εἰϲ η. ϲτάτε δὲ οὐ γίνεται. ἔνθεν δύναται δαϲύνεϲθαι· τὸ γὰρ αὐτό ἐϲτι τῷ ἑϲτήκαμεν τὸ ἕϲτατε.

    545d. Il. Pr. Ξ 351: ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ ἀξιοῖ παροξύνειν τὸ ἑερϲαι ὁμοίωϲ τῷ Εὐτέρπαι. καὶ γὰρ τὸ ἑνικὸν ἑέρϲη ἐϲτί «μή μ’ ἄμυδιϲ ϲτίβη τε κακὴ καὶ θῆλυϲ ἑέρϲη» (Od. ε 467), τὰ δὲ εἰϲ η λήγοντα θηλυκὰ μονογενῆ ὁμότονα ἔχει τὰ πληθυντικά, Ἑλένη Ἑλέναι· οὕτωϲ εἰ ἑέρϲη, ἑέρϲαι· ἠλιθίωϲ πάνυ. οὐ γὰρ ἐνόηϲεν ὅτι τὸ ἑνικὸν διὰ τὴν μετάληψιν τοῦ ᾱ εἰϲ η πρὸ τέλουϲ ἔϲχε τὸν τόνον, ὁμοίωϲ τῷ ἄελλα ἀέλλη, οὕτωϲ ἕερϲα καὶ ἑέρϲη. εἰ δὲ τὸ πληθυντικὸν οὐκέτι ἀντιθέϲεωϲ ἔχεται, ἀπολήψεται τοῦ ἕερϲα προπαροξυνομένου τὸν τόνον.

    [*](ak fr. *546. cf. supra fr. 173 et St. B. 356, 10 Καπίννα: τὸ ἐθνικὸν Καπιν-)[*](ὡϲ κόρη Τερψιχόρη et 368. 5 Κάτρη πόλιϲ Κρήτηϲ, τὸν Ἰωνικὸν ἔχουϲα τρόπον, ὡϲ Ἡρωδιανὸϲ περὶ τῆϲ Ὀλύκρηϲ γράφων. — Ad Herodianum referendae videntur etiam hae notationes E. Orion. p. 70, 1 ἠλαϲκάζω. ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι. ἀλάϲκω γίνεται παραγωγὸν ὡϲ βῶ βάϲκω καὶ ἕτερον γίνεται παραγωγὸν ἀπὸ τοῦ ἀλάϲκω ἀλαϲκάζω ὡϲ ἀκούω ἀκουάζω, ῥίπτω ῥιπτάζω. τὸ δὲ ἀλαϲκάζω Ἰωνικῇ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ η ἠλαϲκάζω: ibid. 6 collato E. M. 428, 52 ἠμαθόειϲ ψαμμώδηϲ. παρὰ τὴν ἄμμον ἀμαθόειϲ καὶ ἠμαθόειϲ ὡϲ ἠνεμόειϲ εὐήνεμοϲ. ἢ ἀπὸ Ἀμάθου ποταμοῦ παραρρέοντοϲ «Πύλου ἠμαθόεντοϲ» (I 153). p. 70 ἤλιθα παρὰ τὸ ἅλιϲ ἐπίρρημα ἐξέπεϲε τὸ ἄλιθα. — ἠλίθιοϲ ὁ ἀνόητοϲ παρὰ τὴν ἅλα. ταύτηϲ γὰρ τὸ ὕδωρ ἀχρηϲτον. ἔνθεν καὶ τὸ ἅλιον τὸ μάταιον καὶ ἄλλωϲ παραγωγὸν τοῦ ἀλῶ, ἀφ’ οὗ ἀλήτηϲ. ἀπὸ τούτου καὶ ἕτερον παραγωγόν «ἀλεὸϲ ἐρύη3 καὶ αὐτὸ ἠλεόϲ Ἰωνικῶϲ. — ibid. 18 ἡγηλάζει ὡϲ ἀκούω ἀκουάζω, κύπτω κυπτάζω, οὕτωϲ ἄγω ἀγάζω καὶ περιττεύοντοϲ τοῦ λα ἀγαλάζω καὶ Ἰωνικῇ τροπῇ ἠγηλάζω. l. 25 ἠκέϲταϲ. κεντῶ ἔϲτι ῥῆμα, οὗ μέλλων κένϲω, ὅθεν «κέντορεϲ ἵππων (Ε 102). ἀπὸ τοῦ κένϲω γίνεται κεντόϲ καὶ ἀποβολῆ τοῦ ν καὶ προϲθέϲει τοῦ ϲ κεϲτόϲ ἄκεϲτοϲ καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκέϲτη καὶ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ η ἠκέϲταϲ.)
    350

    «δέρμα τε θήρειον Βεμβινήταο λέοντοϲ» καὶ ἄλλωϲ «καὶ Βεμβινήταο πελώρου δέρμα λέοντοϲ».

    547. St. B. 133, 12: Βότρυϲ πόλιϲ Φοινίκηϲ· ὁ πολίτηϲ Βοτρυηνόϲ, ὡϲ Παυϲανίαϲ, παραλόγωϲ· ἀπὸ γὰρ γενικῆϲ καθαρευούϲηϲ τὸ η ἔχει πρὸ τέλουϲ, ὀφεῖλον τὸ ἁ ὡϲ Ὀλβιανόϲ Καρδιανόϲ.

    548. E. Or. 77, 18: ἰξόϲ: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἄξοϲ τίϲ φηϲιν εἶναι παρὰ τὸ ἄγειν τὰ ὄρνεα.

    549. Ep. Cr. I 78, 24: Ἀλίζωνεϲ οἱ Βιθυνοί «αὐτὰρ Ἁλιζώνων Ὁδίοϲ καὶ Ἐπίϲτροφοϲ ἦρχον» (Β 856). εἴρηνται οὕτωϲ ὅτι ἡ γῆ αὐτῶν θαλάϲϲῃ διέζωϲται καὶ οἱονεὶ χερϲόνηϲόϲ ἐϲτιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου τῆϲ Προποντίδοϲ διεζωϲμένη. Ἐπαφρόδιτοϲ δὲ ἀλαζόναϲ τινὰϲ εἶναι αὐτοὺϲ ὑπὸ τῆϲ εὐδαιμονίαϲ τῆϲ χώραϲ ἐπηρμένουϲ· τοῦ ᾱ εἰϲ τὸ ῑ τραπέντοϲ.

    550. Ep. Cr. 13, 18, E. M. 129, 17 : ἐκ τοῦ ἀμέργω κατὰ τροπὴν τοῦ ᾱ εἰϲ ο ὡϲ ἄρχομαι ὄρχαμοϲ, ἀκριόειϲ ὀκριόειϲ γίνεται ὀμόργω ὀμόρξω ὤμορξα ὠμορξάμην καὶ «ἀπομόρξατο» (ρ 304).

    551. Ec. Cr. I 304, 19 et 332, 10, E. Or. 121, 9, An. Par. III 13: ὀτρηρόϲ. Φιλόξενοϲ παρὰ τὸ τρῶ τὸ φοβοῦμαι ῥηματικὸν ὄνομα τρεερόϲ ὡϲ τήκω τακερόϲ, ϲφάλλω ϲφαλερόϲ καὶ ϲυναλοιφῇ τῶν δύο εε εἰϲ η τρηρόϲ· καὶ μετὰ τοῦ ϲτερητικοῦ ᾱ ἀτρηρόϲ καὶ τροπῇ τοῦ ᾱ

    551a. Il. Pr. Κ 67 : τὰ εἰϲ θᾱι λήγοντα ἀπαρέμφατα τῇ ορ ϲυλλαβῇ παραληγόμενα οὐ παῤ ἄλλῃ τινὶ διαλέκτῳ ὁρῶνται ἢ τῇ Αἰολίδι, τέτορθαι. μέμορθαι, ἔφθορθαι.

    [*](νάτηϲ καὶ Καπιννήτηϲ ὡϲ Αἰγινάτηϲ καὶ Αἰγινήτηϲ. 429, 17: Μαλειήτηϲ ὡϲ Αἰγινήτηϲ.)[*](ad. fr. *547. cf. St. B. 341, 6 Ἰϲτριανόϲ ὡϲ Ὀλβιανόϲ καὶ κατὰ τροπὴν Ἰϲτριηνὸϲ λιμήν. 547. 9 Ῥοιτία Ῥοιτιανόϲ καὶ Ῥοιτιηνόϲ. 573, 13 Ϲκαμανδρία: Ϲκαμανδριανόϲ καὶ Ϲκαμανδριηνόϲ.)[*](ad fr. 548. Ex E. M. 428, 1 ἄγειν scripsi pro ἀξεῖν.)[*](ad fr. *549. Hoc Herodianeum esse patet ex St. B. 74, 3 Ἁλιζῶνεϲ: ἴϲωϲ δὲ διὰ τὸ ὑπερήφανον τοῦ πλούτου κατ᾿ ἐναλλαγὴν τοῦ εἰϲ ῑ οὕτωϲ ὠνομάϲθηϲαν. Ex Il. Pr. Ε 39: δαϲυντέον τὸ Ἀλιζώνων· οὕτω γὰρ ἱϲτοροῦνται λεγόμενοι concludi potest Herodianum priorem etymologiam probasse, sed etiam alteram Epaphroditi propter mutatum spiritum parum se commendantem adiecisse. St. B. ut epitomatores solent, unam tantum commemoravit eamque, quae auctori suo minus placuit.)[*](ad fr. *551. Philoxeni, quem Herod. saepe sequitur, nomen ex E. Or. ac-)[*](ad fr. [551a]. cf. Ahrens de dial. Aeol. 16 not. 25.)
    351

    εἰϲ ο ὀτρηρόϲ. καὶ Ἀτρεύϲ κατὰ ϲτέρηϲιν τοῦ τρεῖν ἐγένετο καὶ μεταθέϲει πάλιν τοῦ ᾱ εἰϲ ο Ὀτρεύϲ οὖ ἡ γενικὴ Ὀτρῆοϲ «λαοὺϲ Ὀτρῆοϲ» (Γ 186.).

    552. E. M. 662, 11: πέποϲχε: ἀπὸ τοῦ πάϲχω πάϲξω πέπαϲχα, τὸ τρίτον πέπαϲχε καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ ᾱ πέποϲχεν. ἐν Ἁρπαγαῖϲ Ἐπιχάρμου «ἁ δὲ Ϲικελία πέποϲχε».

    553. E. M. 216, 14: Βόκχιϲ ὄνομα Αἰολικόν. παρὰ τὸ Βάκχοϲ Βάκχιϲ καὶ Βύκχιϲ ὡϲ ἵπποϲ ἴππιϲ καὶ οἶκοϲ Οἶκιϲ καὶ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ ῡ ὡϲ βάθοϲ βύθοϲ.

    554. E. Or. 11, 18: ἄμυδιϲ Αἰολικῶϲ. παρὰ γὰρ τὸ ἁμάδιϲ καὶ ἄμυδιϲ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ ῡ κατ’ Αἰολεῖϲ ὡϲ ϲάρκεϲ ϲύρκεϲ.

    555. Ep. Cr. I 430, 7: φωριαμόϲ παρὰ τὸ φώρ, ὃ ϲημαίνει τὸν κλέπτην, ἐπεὶ πρὸϲ φυλακὴν τούτων κατεϲκεύαϲται· ἢ παρὰ τὸ φάρη φυλάϲϲειν, ὃ καὶ βέλτιον, ἀντιθέϲει τοῦ ᾱ εἰϲ ω ὡϲ ἐν τῷ θᾶκοϲ θῶκοϲ, κράζω κρώζω καὶ παρὰ τὴν ἀκὴν τὸ ἀκόλουθον ἀκύϲ καὶ ἀντιθέϲει ὠκύϲ καὶ τέκμαρ τέκμωρ. εἴτε οὖν παρὰ τοὺϲ φῶραϲ εἴτε παρὰ τὸ φᾶροϲ τὸ ἀκόλουθον φωραμόϲ καὶ κατὰ πλεοναϲμὸγ τοῦ ῑ φωριαμόϲ.

    [*](cessit, Ἀτρεύϲ ex posteriore Epimerismorum loco; idem de hac voce habet Choer. Dict. 8, 13. Herod. in Epim. in E. Or. 89, 4 etiam «Ὅθρυϲ ex ἀθρεῖν ἀντιθέϲει τοῦ ᾱ εἰϲ τὸ ο repetitur. In Il. Pr, 316 μόρφνοϲ ex μόρφνοϲ a μάρπτω provenire posse dicitur. Teste Eustath. 1405, 17 βολβόϲ a βάλλω repetitur ab Herodiano: ἐτι ἐκ τῶν εἰρημένων (sc. ex βάλλω et derivatis) παράκειται καὶ ὁ βολβόϲ τὸ κατὰ τῆϲ γῆϲ κρομυῶδεϲ ὁ βίᾳ ἀναβαλλόμενοϲ κατὰ Ἡρωδιανόν cf. 1406 extr. Portasse etiam Ep. Hom. 58, 22 ἅζω τὸ ϲέβομαι ἅϲω ἅϲιοϲ καὶ κατὰ ἀντίθεϲιν ὅϲιοϲ ex Herodiano derivatur, qui ἀντίθεϲιν hoc intellectu amat. Theognostus p. 58, 2: ἅζω τὸ ϲέβομαι ἅϲω ἅϲιοϲ καὶ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ ο ὅϲιοϲ, in E. Orion. 122, 18 inter Philoxeni etymologias profertur, a quo Herodianus ut multa alia. accepit.)[*](ad fr. *553. Pro ἵπποϲ ἱππίϲ καὶ οἶκοϲ οἰκίϲ scripsi ἵπποϲ ἴππιϲ (cf. Giese de dial. Aeol. p. 130) καὶ οἶκοϲ Οἷκιϲ, quod nomen proprium in Corp. inscript. n. 1210, 1 occurrit. Recte Ahrensius de dial. Aeol. p. 78 not. 5 pro βυθίϲ scribendum esse ψύθοϲ monuit. ψύθοϲ παρὰ τὸ βάθοϲ praebet etiem E. Orion. 38, 15. ad fr. *554. cf. Il. Pr. I 6 ἐχρῆν ἁμάδιϲ τι εἰναι ὡϲ χαμάδιϲ. τροπὴ δὲ τοῦ ᾱ ἐγένετο εἰϲ τὸ ῡ ὡϲ τὸ ϲάρκεϲ ϲύρκεϲ. καὶ ἐπειδὴ Αἰολικὴ η τροπή, καὶ ὁ τόνοϲ Αἰολικὸϲ καὶ τὸ πνεῦμα. P Fortasse Herodiani est E. Or. 127, 17 πίϲυρεϲ· κατὰ κοινωνίαν τοῦ τ πρὸϲ τὸ π καὶ τοῦ ε πρὸϲ τὸ ι καὶ τοῦ ᾱ εἰϲ τὸ ῡ οἷον τέϲϲαρεϲ καὶ πίϲυρεϲ.)[*](ad fr. *555. Quamquam iam supra fr. [172a] propter pleonasmum literae ι pauca quaedam ex Il. Pr. et ex libello περὶ Ἀττικῶν προϲῳδιῶν proposui, tamen hunc locum Epimerismorum hic omittere non potui, quia accuratiora quam quae l. l. c. c. legimns, de antithesi vocalis ω pro ᾱ continet, quae sine dubio ab Herodiano profecta sunt. Sed de τέκμωρ non satis accurate Herodiani sententiam relatam esse apparet ex Mon. 32, 29 ϲημειῶδεϲ τὸ τέκμωρ ἔχον ἐπιπλοκὴν δύο ϲυμφώνων. ἢ ἴϲωϲ ἀναλογώτερον ἐκδεκτέον τὸ τέκμαρ. ἴϲον γὰρ ἐγένετο τῷ νέκταρ καὶ ἔχθαρ· οὐ φιλεῖ δὲ τὰ τοιαῦτα προυπάρχειν τῶν εἰϲ ωρ. τοῦ δὲ ϲημειοῦϲθαι τὸ τέκμωρ αἴτιον ὁ πλεοναϲμὸϲ τοῦ μ. Exemplis hic propositis in Ep. 447, 15 adduntur ἀράματα ἀρώματα καὶ τὸ ϲκύβαλον ϲκύβωλον τῆϲ Ἐφεϲίων διαλέκτου. — Quae de de accentu nostro Epimerismorum loco prolata sunt, praetermisi.)
    352

    556. St. B. 54 1: ἔϲθ᾿  ὅτε ἐπὶ τῶν τοιούτων (sc. τῶν παρὰ τῶν εἰϲ εῑᾱ παραγομένων ἐθνικῶν) μένοντοϲ τοῦ ε, ὑφαιρουμένου τοῦ ῑ, τὸ ᾱ εἰϲ ω ἀμείβεται ὡϲ Ἡρακλεώτηϲ Μαρεώτηϲ καὶ Ῥαφεώτηϲ.

    557. E. M. 570, 43, Schol. BL ad Il. Β 242: ὁ Ἡρωδιανὸϲ λέγε, ὅτι ἐκ τοῦ λαβή, ὃ ϲημαίνει τὸ ξίφοϲ, γίνεται λάβη καὶ τροπῇ τοῦ α εἰϲ ω λώβη ὡϲ ἀπὸ τοῦ φᾶροϲ φωριαμόϲ.

    558. Eustath. 365, 27: οἱ Βοιωτοὶ τὴν ὅλην ᾱῑ δίφθογγον εἰϲ η καταμόναϲ μεταβάλλουϲι, ὥϲ που καὶ Χοιροβοϲκὸϲ παραϲημειοῦται, ἐν οἷϲ ἐξηγεῖται τὸν Ἡρωδιανον λέγων καὶ ὅτι τὰϲ θηλυκὰϲ πληθυντικὰϲ εὐθείαϲ τῶν παθητικῶν ἐνεϲτώτων τὸ ποιούμεναι λεγόμεναι καὶ τὰ τοιαῦτα ποιούμενη λεγόμενη ἐκεῖνοί φαϲιν.

    559. Choer. 631, 5: οἱ Δωριεῖϲ ἔθοϲ ἔχουϲι τρέπειν τὸ ε εἰϲ τὸ ᾱ οἷον τρέχω τράχω Ἄρτεμιϲ Ἄρταμιϲ.

    558a. Mon. 43, 25: δήω: οὐδὲν εἰϲ ω λῆγον ῥῆμα βαρύτονον καθαρὸν διϲύλλαβον τῷ η παραλήγει, ἀλλὰ μόνον τὸ δήω. — ἡ δὲ τοιαύτη παράληξιϲ ἢ περιϲπωμένη ἐϲτίν, ὥϲπερ τὸ θηῶ, νηῶ, ἢ εἶπερ βαρυνόμενα εἴη, πάντωϲ κατὰ διάλεκτον, ὡϲ τὸ παίω πήω λεγόμενον παρὰ Βοιωτοῖϲ, τὸ παλαίω παλήω, καὶ παῤ Αἰολεῦϲιν ἐπὶ τῶν ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ἀδικήω, ποθήω, τό τε κλήω ἐκ τοῦ κλείω γενόμενον.

    558b. Theogn. 51, 18: τὸ πόληοϲ, ἄρχηοϲ, Ἄχηοϲ Βοιώτιά ἐϲτιν κατὰ τροπὴν τῆϲ ᾱῑ διφθόγγου εἰϲ η.

    [*](ad fr. *556. cf. St. B. 284, 10 Εὔγεια. τὸ ἐθνικὸν Εὐγείτηϲ ὡϲ Ζελείτηϲ καὶ Εὐγεώτηϲ ὡϲ Μαρεώτηϲ, — 543, 16 Ῥαφάνεια· ὁ πολίτηϲ Ῥαφανεώτηϲ· τῶν δὲ εἰϲ ωτηϲ ἐθνικῶν τὰ πολλὰ τὸ ῑ πρὸ τοῦ ω ἔχει, Πηλιώτηϲ Φθιώτηϲ, ϲπάνια δὲ τὸ ε καὶ ϲχεδὸν ἀπὸ τῆϲ εῑ ϲυϲταλέντοϲ Ἡρακλεώτηϲ. οὕτω καὶ Ῥαφανεώτηϲ. Ex fr. 236 ἄρχμενοϲ concludi potest etiam E. M. 823, 11 ὤρχμενοϲ· ἄρχω ἀρχόμενοϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ τροπῇ ὤρχμενοϲ profectum esse ab Herodiano. de ὤριϲτοϲ cf. supra ad fr. 542 et Ahrens de dial. Aeol. p. 186.)[*](ad fr. 558. ef. Choer. Dict. 403, 10 δεῖ προϲθεῖναι ἐν τῷ κανόνι τῷ λέγοντι ὅτι φύϲει μακρᾶϲ οὔϲηϲ τῆϲ τελευταίαϲ ϲυλλαβῆϲ οὐδέποτε τρίτη ἀπὸ τέλουϲ πίπτει ἡ ὀξεῖα «καὶ χωρὶϲ τοῦ η τοῦ γινομένου ἀπὸ τροπῆϲ τῆϲ ᾱῑ διφθόγγου παρὰ τοῖϲ Βοιωτοῖϲ» τούτου γὰρ ἐπὶ τέλουϲ ὄντοϲ πολλάκιϲ τρίτη ἀπὸ τέλουϲ πίπτει ἡ ὀξεῖα· τὸ γὰρ τύπτομαι οἱ Βοιωτοὶ τρέποντεϲ τὴν αι δίφθογγον εἰϲ η προπαροξύνουϲι καὶ λέγουϲι τύπτομη. Ahrens de dial. Αeol. 186 not. 1.)[*](ad fr. *559. cf. Mon. 8, 25, de ἅτεροϲ pro ἕτεροϲ (E. M. 443, 27 τὸ ἕτεροϲ ἅτεροϲ λέγουϲιν οἱ Δωριεῖϲ) cf. supra fr. 543. — De ἄχρι ex μέχρι orto cf. fr. [58b], de Δάρηϲ et Δέρηϲ nato fr. [ 386a], de ὄκκα pro ὅτε fr. 440.)
    353

    560. Ep. Cr. I 289, 1: νηπιάαϲ. ἔϲτι τι νήπιοϲ νηπιεία καὶ Ἰωνικῶϲ «ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ (Ι 481). καὶ ἦν μὲν τὸ ἀκόλουθον «νηπιέαϲ ὀχέειν» (α 297). ἀλλ᾿  ἤτοι ἀντίθεϲίϲ ἐϲτι τοῦ ε εἰϲ ᾱ ἢ νηπίαϲ ἐϲτίν, ἵνα λείπῃ φρέναϲ, καὶ ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ ᾱ νηπιάαϲ.

    561. Theogn. p. 93: πήρα. ἀπὸ τοῦ φέρω φέρα καὶ τροπῇ τοῦ φ εἰϲ π καὶ τοῦ ε εἰϲ η πήρα. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν.

    562. St. B. 440, 17: Μεθώνη πόλιϲ Θράκηϲ Μαγνηϲίαϲ, ἣν Ὅμηροϲ διὰ τοῦ η «οἰ δ’ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο» (B 716). ἐκλήθη ἀπὸ τοῦ μέθυ πολύοινοϲ γάρ ἐϲτι.

    563. E. M. 263, 29: δήιοϲ. παρὰ τὸ δέοϲ δέοϲ καὶ δήϊοϲ ὁ δέοϲ ἐμποιῶν.

    564. St. B. 403, 3: τῆϲ Κέω τὸ ἐθνικὸν Κέοϲ καὶ ἐκτάϲει Κήϊοϲ ὡϲ τῆϲ Τέω Τέϊοϲ καὶ Τήϊοϲ καὶ Κεῖοϲ διὰ διφθόγγου.

    565. St. B. 421, 8: Λύκειον γυμνάϲιον. — λέγεται καὶ Λυκήϊον.

    566. E. M. 260, 29: δείκελον· λέγεται καὶ δείκηλον. ϲημαίνει δὲ τὸ ἄγαλμα ἢ ὁμοίωμα οἷον «δείκηλα προΐαλλεν» (Apoll. Rhod. IV 1672)

    560a. E. M. 149, 41: ἄρϲην: παρὰ ἄρδω τὸ ποτίζω ἄρϲην ὁ ἄρδων τὴν θήλειαν — ἢ παρὰ τὸ ἔρδω τὸ πράττω. ὁ μέλλων ἔρϲω καὶ ἄρϲην ἐξ αὐτοῦ, ὁ πρακτικόϲ. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ γάμου καὶ ϲυμβιώϲεωϲ.

    561a. E. M. 149, 41: ἧπαρ ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ Ϲυμποϲίῳ παρὰ τὸ ἐπαίρεϲθαί φηϲιν ἔπαρ τι ὂν καὶ ἧπαρ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ η ἢ παρὰ τὸ ἥδω ἦδαρ καὶ ἧπαρ. ἐν τούτῳ γὰρ τὸ τῆϲ ἡδονῆϲ καὶ τὸ τῆϲ ἐπιθυμίαϲ.

    [*](ad fr. 561. Ad Herodianum referendae videntur hae notationes in E. Orion. 68, 17 ἠπύει· ἔπω ἐπύω, τροπῇ τοῦ ε εἰϲ η ἠπύει. p. 70, 22 (E. M. 434, 15) ἤπιοϲ. παρὰ τὸ ἔποϲ ἔπιοϲ καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ η ἤπιοϲ ὁ λόγῳ καὶ μὴ πάθει πάντα ποιῶν.)[*](ad fr. *563. Sic etiam Theogn. p. 57, qui etiam in sequentibus cum Stephano congruit, pro corrupto δήϊοϲ ἀπὸ τοῦ δῖοϲ scribendum esse persuadet Lob. ProIl. 471.)[*](ad fr. *564. cf. St. B. 620, 3 Τέωϲ: τὸ ἐθνικὸν Τήϊοϲ. ἔϲτι γὰρ πρῶτον Τέϊοϲ καὶ Τεῖοϲ καὶ Ἰωνικῶϲ Τήϊοϲ.)[*](ad fr. *565, cf. St. B. 423, 1 Λύρκειον ὄροϲ Ἄργουϲ. — τὸ τοπικὸν «Λυρκήϊον ὕδωρ» καὶ Λυρκήϊοϲ τὸ ἀρϲενικὸν καὶ Λύρκειοϲ ὡϲ Ῥοίτειοϲ.)[*](ad fr. *566. cf. Mein. Anall. Alex. p. 284.)
    354

    καὶ «δείκελον Ἰφιγόνηϲ» παρὰ Παρθενίῳ· ὥϲπερ παρὰ τὸ πέμπω πέμπελοϲ (ϲημαίνει δὲ τὸν πολλῶν ἐνιαυτῶν ὄντα), οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δείκω τὸ δεικνύω γίνεται δείκελοϲ καὶ ἐκτάϲει τοῦ ε εἰϲ η δείκηλον τὸ ἴνδαλμα. Ἐπαφρόδιτοϲ δὲ λείπειν τὸ ῑ φηϲὶ κατ’ ἀρχὰϲ ἰδείκελον τὸ τὴν ἰδίαν ἑκάϲτου ἐμφαῖνον ὁμοιότητα.

    567. St. B. 435, 16. Μαϲϲαγέται. — τὸ θηλυκὸν λέγεται Μαϲϲαγῆτιϲ καὶ ἴϲωϲ διὰ τὸ μέτρον.

    568. E. M. 758, 20: τιθήμενοϲ «ἀμφ’ ὤμοιϲι τιθήμενον ἔντεα καλά» (Κ 34) ὁμοίωϲ τῷ κιχήμενοϲ καὶ ἀήμενοϲ· ἤτοι ποιητικῶϲἔκταϲιϲ ἢ διαλέκτῳ ἀναπέμπεται. περὶ παθῶν.

    568a. Choer. 513, 4: τὸ βούλομαι ἠβουλόμην, ἠδυνάμην Ἀττικά· κατ’ ἔκταϲιν γὰρ Ἀττικὴν τοῦ ε εἰϲ τὸ η γέγονε· τὸ δὲ ἤθελον οὐ γέγονε κατ’ ἔκταϲιν, ἀλλὰ β΄ ἐνεϲτῶτέϲ εἰϲιν, ὁ θέλω καὶ ὁ ἐθέλω. γίνεται τὸ ἔθελον διὰ τοῦ ε ὥϲπερ τύπτω ἔτυπτον, ἀπὸ δὲ τοῦ ἐθέλω διὰ τοῦ η ὥϲπερ ἐλέγχω ἤλεγχον.

    [*](ad fr. 568. Mire congruit Ep. Cr. I 165, 31 τὸ «τιθήμενον ἔντεα» ἔκταϲιϲ· οὐ γὰρ πεζολόγοι λέγουϲι et magis etiam p 87, 27: ὄητον «τώ τ’ ἐκ Θρήκηθεν ἄητον» (Ι 5) ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω παραγωγὸν εἰϲ μι ἄημι, οὗ τὸ τρίτον «ἄηϲι» παῤ Ἡϲιόδῳ, τὸ πληθυντικὸν ἄεμεν ἄετε, τὸ δυϊκὸν ἄετον καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ η Αἰολικῶϲ ὡϲ τὸ διζέμενοϲ διζήμενοϲ καὶ τιθέμενοϲ τιθήμενοϲ «τὸν δ᾿  εὖρ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοιϲι τιθήμενον ἔντεα καλά». δύναται καὶ παρὰ τὸ ἄω βαρύτονον ἄετον καὶ τροπῇ ἄητον. Hinc in nostro loco pro ἀνήμενοϲ scripsi ἀήμενοϲ. Ad Herodianum auctorem referendum videtur adnotamentum in Ep. I 342, 17, quod valde corruptum si mecum emendabis, non indignum summo grammatico habebis: πενθήμεναι (Ϲ 173) παρὰ τὸ πένθοϲ πενθῶ πενθεῖν καὶ ποιητικῶϲ πενθέμεναι, ὡϲ παρὰ τὸ ἔδειν ἐδέμεναι καὶ ἐν ϲυγκοπῇ τοῦ ε ἔδμεναι, καὶ ἐκτάϲει πενθήμεναι (verba καὶ παρὰ — ἔδμεναι mutato καὶ in ὡϲ, quae hic posita erant, praemisi). τὸ φορήμεναι καὶ ἀήμεναι οὐκ ἐκτέταται ὡϲ (addidi) τὸ πενθήμεναι· τὰ γὰρ εἰϲ νᾱι ἀπαρέμφατα, ἐὰν ἔχῃ μακρὸν παραλῆγον, φυλάϲϲει αὐτό· (pro φυλάϲϲεται scripsi) βῆναι βήμεναι, γνῶναι γνώμεναι· οὕτωϲ οὖν καὶ φορῆναι καὶ ἀῆναι. τὸ δὲ ἀρήμεναι οὐ (inserui) Δωρικόν. τὸ κοινὸν ἀρῶ ἀρᾶν. τὸ δὲ ἀράμεναι καὶ ἀρήμεναι ποιητικὸν καὶ Ἰάδοϲ (sic scripsi pro τὸ δὲ κοινὸν ἀρῶ ἀρᾷϲ ἀράμεναι, τὸ δὲ ἀρᾷϲ κοινὸν καὶ Ἰάδοϲ). οἱ γὰρ Δωριεῖϲ διὰ τοῦ εμεν λέγουϲιν, εἰπέμεν, φαγέμεν. ὡϲ ἔμεν· τὸ δὲ εἰπέμεναι ποιητικόν. τὸ «χροὸϲ ἄμεναι» (Φ 70) οὐχ ὅμοιον· οὐδὲ γὰρ τῷ ᾱ παραλήγει ὥϲτε ϲυναλιφὲν ἐκ τοῦ ἀέμεναι (pro ϲυγκοπὲν ἐκ τοῦ ἀϲϲέμεναι) καὶ ἐποίηϲε πάθοϲ μονῆρεϲ. ϲυναλιφὲν poscit res, quum ᾱ productum sit cf. Lob. El. Il 68 neque mirandum, quod in ϲυγκοπέν corruptum est; nam in Schol. Od. ν 348 ἰρόν ἀποκεκομμένον pro ϲυναληλιμμένον positum est. De Dorici infinitivi forma cf. Ep. Cr. I 69, 10. An. Paris. III 297, 28 ἀείδειν· τὸ ἀπαρέμφατον Δωρικὸν ἀείδην καὶ ἀείδεν· τούτοιϲ ἔθοϲ εἰϲ εν ποιεῖν. τὸ δὲ ἀειδέμεναι οὖ Δώριον ἀλλὰ ποιητικόν ὅθεν Δωρικὸν μὲν τὸ ἔμεν ἀπὸ τοῦ εἰμί, ποιητικῶϲ δὲ ἔμεναι καὶ ἔμμεναι ἑτέρου μ πλεονάϲαντοϲ. ὁμοίωϲ τιθήμεναι, ϲτήμεναι, παυθήμεναι, οὐτήμεναι, εὑρέμεναι, δύμεναι οὐ Δώρια, ἀλλὰ ποιητικά. cf. Ahrens de dial. Dor. p. 315 seqq. — Praeterea commemoranda sunt αἰζηόϲ ex αἰζεόϲ (παρὰ τὸ ἀεὶ ζῶ) κατ’ ἐπαύξηϲιν τοῦ ε εἰϲ η Theogn. 57, E. M. 32, 10 (ct. fr. [179b]))[*](ad fr. [*568a]. Hoc ex Rhematico Choeroboscum sumpsisse arbitror.)
    355

    569. Ep. Cr. I 207, 17, E. M. 381, 40, Choer. 894, An. Par. III 335, 13: παρὰ τὸ ἔω τὸ παραγωγὸν ἐμί, τὸ πληθυντικὸν ἐμέν «γρῆεϲ ἐμέν» ὁ Κυρηναῖοϲ Καλλίμαχοϲ ἀντὶ τοῦ εἰμέν. τοῦ ἐμέν τὸ προϲτακτικὸν ἔθι καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ϲ ἔϲθι. Ἑκαταῖοϲ «ἐνθάδε ἔϲθι», ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ἴϲθι κατὰ τροπὴν ὥϲπερ τὸ ἔχω ἴϲχω «ἴϲχε τέκοϲ, μὴ πῖθι». πολλάκιϲ γὰρ πλεονάζοντοϲ ϲυμφώνου τρέπεται τὸ ε εἰϲ ῑ ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ μένω μίμνω, τέκω τίκτω.

    570. E. Or. 29, 22: ἀελλήϲ: παρὰ τὸ εἴλλω ἢ ἀέλλω ἀελλήϲ καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ ο ἀολλήϲ· οὐκ ἀπῳδὸν δὲ τῷ ϲημαινομένῳ τοῦ ἀελλήϲ τὸ ἀολλήϲ. καὶ γὰρ ἐνταῦθα ἡ ἄθροιϲιϲ καὶ ϲυϲτροφή. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

    569a. E. M. 342, 48: ἐνίπτω· παρὰ τὸ ἐνέπω τὸ λέγω κατ᾿ ἐπένθεϲιν τοῦ τ καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ ῑ· τὸ γὰρ ε, ἡνίκα πλεονάϲῃ ϲύμφωνον, τρέπεται εἰϲ ῑ, ἐνέπω ἐνίπτω· «μή με, γύναι, χαλεποῖϲιν ὀνείδεϲι θυμὸν ἔνιπτε» (Γ 438). — «εἰ μέν τιϲ τὸν ὄνειρον Ἀχαιῶν ἄλλοϲ ἔνιϲπεν» ἀντὶ τοῦ εἶπεν ἢ ἔλεγεν Ἰλιάδοϲ Β (80) ἀπὸ τοῦ ἐνέπω καὶ πλεοναϲμῷ καὶ τροπῇ, ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα περιϲπώμενον ἐνιϲπῶ ἐνιϲπήϲω, ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ ἤνιϲπον καὶ κατὰ ϲυϲτολὴν ἔνιϲπον.

    569b. Men. 26, 3: ὀψέ. οὐδὲν εἰϲ ψε λῆγον ἐπίρρημα, ἀλλὰ μόνον τὸ ὀψέ, ὅπερ ἐν ϲυνθέϲει φιλεῖ τρέπειν τὸ ἑ εἰϲ τὸ ῑ ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ ὀψιμαθήϲ, ὀψίτυχοϲ, ὀψιτέλεϲτον, ὀψίγονοϲ. — ἤδη μέντοι Αἰολεῖϲ καὶ ἐν ἁπλῇ προφορᾷ διὰ τοῦ ῑ ἀποφαίνονται «ὄψι γὰρ ἄρξατο» ἵϲωϲ ἀναλογώτερον, ὡϲ δείκνυται ἐν τῷ περὶ ἐπιρρημάτων.

    570a. Choer. 593: λέγει ὁ Ἡρωδιανὸϲ ὅτι δύναταιἔολπα εἶναι ὡϲ ἀπὸ τριϲυλλάβου τοῦ ἐέλπω, τούτου γὰρ ὁ μέϲοϲ παρακείμενοϲ ἤελπα καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ ε εἰϲ ο καὶ ϲυϲτολῇ τοῦ η εἰϲ ἕ ἔολπα.

    570b. Choer. 548: παραλήγουϲαν τὴν αὐτὴν ἔχει τῷ μέλλοντι ὁ παρακείμενοϲ χωρὶϲ τῶν διϲυλλάβων τῆϲ πέμπτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν βαρυτόνων τῶν παραληγομένων τὸ ε· ἐπὶ τούτων γὰρ τρέπεται τὸ ε εἰϲ ᾱ κατὰ

    [*](et αἴητον ex ἄητον et hoc ex ἄετον ab ᾱ privativo et ἐτόϲ composito natum Il. Pr. 410.)[*](ad fr. *569. Ex Choerobosco, ubi eadem atque in Epim. omissis testimoniis leguntur, addidi extrema verba πολλάκιϲ γὰρ πλεονάζοντοϲ, de re cf. supra fr. 37.)[*](ad fr. 570. Scripsi pro ἀόλλω ἀέλλω et ἀελλήϲ addidi et pro οὐ κάτωθεν οὐκ ἀπῳδόν.)[*](ad fr. [569a]. Priorem particulam de ἐνίπτω Herodianeam esse ex fr. 569 consequitur, sed de ἐνίϲπω dubitari licet cf. Lob. ad Buttm. II p. 167.)
    356

    571. E. M. 615, 8, St. B. 483,19: ὁδόϲ παρὰ τὸ ἕω τὸ πέμπω ἑδόϲ καὶ ὁδόϲ ἡ πεπατημένη τρίβοϲ.

    572. Eustath. 110, 38: μονῆρεϲ ἐν τοῖϲ θηλυκοῖϲ ἡ χείρ, ἣ κλίνεται διχῶϲ ποτὲ μὲν διὰ τοῦ ε, ποτὲ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου, ποτὲ δὲ κατὰ Ἡρωδιανὸν καὶ μετατεθείϲηϲ αὐτῆϲ εἰϲ η, ᾧ μαρτυρεῖ, φηϲίν, Ἀλκμὰν «ἐπ᾿ ἀριϲτερὰ χηρὸϲ ἔχων».

    573. E. Or. 124, 27 : οἶδα: εἴδω ἐϲτὶ ῥῆμα βαρύτονον καὶ περιϲπώμενον δηλοῦν τὸ ἐπίϲταμαι· τοῦ εἴδῶ παρακείμενοϲ εἶδα καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ ο οἶδα κατ᾿ Αἰολεῖϲ. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

    574. Ep. Cr. l 118, 6: τὰ εἰϲ ηϲ ὅτε ἐπὶ γενικῆϲ εἰϲ ουϲ λήγει, οὐ

    τὸν ἐνεργητικὸν παρακείμενον οἷον κερῶ κέκαρκα, δερῶ δέδαρκα, ϲπερῶ ἔϲπαρκα, κτενῷ ἔκταγκα, ϲτέλλω ἔϲταλκα· πρόϲκειται. «διϲύλλαβα» διὰ τὸ ἐγερῶ ἤγερκα. ἔτι δεῖ προϲθεῖναι καὶ χωρὶϲ τῶν διϲυλλάβων τῆϲ πρώτηϲ καὶ δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ βαρυτόνων τῶν παραληγομένων τῷ ε· ταῦτα γὰρ τρέπουϲι τὸ ε εἰϲ ο κατὰ τὸν ἐνεργητικὸν παρακείμενον παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ οἷον λέγω λέξω λέλεχα κοινῶϲ καὶ λέλοχα Ἀττικῶϲ, πλέκω πλέξω πέπλεξα κοινῶϲ καὶ πέπλοχα Ἀττικῶϲ, ϲτέφω ϲτέψω ἔϲτεφα κοινῶϲ καὶ ἔϲτοφα Ἀττικῶϲ, πέμπω πέμψω πέπεμφα κοινῶϲ καὶ πέπομφα Ἀττικῶϲ, ϲτρέφω ϲτρέψω ἔϲτρεφα κοινῶϲ καὶ ἔϲτροφα Ἀττικῶϲ, βρέχώ βρέξω βέβρεχα βέβρεχα κοινῶϲ καὶ βέβροχα Ἀττικῶϲ. πρόϲκειται διϲύλλαβα διὰ τὸ ἐλέγχω ἐλέγξω ἤλεγχα.

    572a. Theogn. 45, 20: τὸ τραπεζείτηϲ ἐπὶ τοῦ κυνόϲ, ἐπεὶ ἀπὸ τοῦ τραπεζεύϲ παρῆκται, διὰ τῆϲ ει γράφεται· τοῦτο δὲ παῤ Ἰβύκῳ εὕρηται κατὰ τροπὴν τῆϲ ει διφθόγγου εἰϲ η, ὥϲ φηϲιν Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου.

    573a. E. Or. 160, 6: φειδωλόϲ οἷον φευγωλόϲ τίϲ ἐϲτιν, ὁ φεύγων τὸ δοῦναι. Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ ὀρθογραφίᾳ.

    574a. Eustath. 287, 20: ϲημείωϲαι, ὅτι τινὰ τῶν παλαιῶν ἀντιγράφων

    [*](ad fr. *571. Quum E. M. cum St. B. congruat, hoc frustulum Herodiano assignare non dubitavi.)[*](ad fr. 572. Diphthongi ει in η versae porro haec exempla, quae iam in superioribus memorata sunt, affero: κλείω ex κλείω Mon. 43, 29, ὄρηοϲ Λύκηοϲ Theogn. 51, χέρηϊ ex χέρειι Il. Pr. Α 80, ἀπειλήτην ex ἀπειλείτην supra fr. 272.)[*](ad fr. *574. Non plenum esse praeceptum ex Choer. 152 patet, ubi λέβηϲ)[*](ad fr. [574a]. Hoc Eustath. ex Ϲathol. sumpsit, sed Herodiani sententiam)
    357

    τρέπουϲι Δωριεῖϲ Διοπείθηϲ, Εὐπείθηϲ· ὅτε δὲ εἰϲ ου ἔχει τὴν γενικήν, τρέπουϲιν οἷον παιδοτρίβηϲ παιδοτρίβου παιδοτρίβαϲ λέγουϲιν.

    575. St. B. 207, 1: γήπεδον οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ α φαϲὶ δωρίζοντεϲ.

    576. St. B. 329, 6: Ἰθώμη. τὸ ἐθνικὸν Ἰθωμαῖοϲ καὶ Ἰθωμαία καὶ Ἰθωμήτηϲ διὰ τοῦ η καὶ Δωρικῇ τροπῇ Ἰθωμάταϲ, ἀφ᾿  οὗ ὁ πολίτηϲ Ἰθωμάταϲ καὶ Ζεὺϲ Ἰθωμάταϲ.

    557. St. B. 450, 4: Μῆλοϲ: ἔϲτι καὶ κώμη Ἀκαρνανίαϲ, ἧϲ τὸ ἐθνικὸν Μηλιεύϲ καὶ διὰ τοῦ ᾱ Δωρικῶϲ.

    Τροιζῆνα προπαροξυτόνωϲ ἔγραψαν, οἷϲ καὶ Ἡρωδιανὸϲ ϲυνηγορεῖ ἐν τοῖϲ περὶ ταχυτῆτοϲ καὶ δηιοτῆτοϲ εἰπών, ὅτι ἡ Δωρὶϲ καὶ Αἰολὶϲ διάλεκτοϲ οὐδέποτε κατὰ γενικὴν περιττοϲύλλαβον τὸ η μετατιθέαϲιν εἰϲ ᾱ, εἰ μὴ βαρύνοιτο, Ἕλλην Ἕλλαν, Τροίζην Τροίζαν. ποιμήν δὲ κω λιμήν οὐκ ἂν ἐροῦϲι διὰ τοῦ ᾱ, ἐπεὶ ὀξυτονεῖται. ἐπὶ μέντοι μονοϲυλλάβων μετατιθέαϲι τὸ ϲφήξ καὶ μήν ϲφάξ λέγοντεϲ καὶ μάν. ϲεϲημείωται, φηϲίν, τὸ ἐϲθάϲ ὀξυνόμενον καὶ διὰ τοῦ ᾱ λεγόμενον παρὰ Πινδάρῳ ἐν Πυθιονίκαιϲ.

    574b. Dichr. 296, 25: τὸ ᾱ πρὸ τοῦ β θέλει ϲυϲτέλλεϲθαι, εἰ μὴ κατὰ διάλεκτον εἴη γενομένη τροπὴ ἐκ τοῦ η εἰϲ ᾱ ὡϲ ἔχει τὸ ἡβήϲομεν ἁβάϲομεν.

    574c. Dichr. 297, 5: τὸ ᾱ ἐπιφερομένου τοῦ μ ϲυϲτέλλεϲθαι θέλει κατ᾿  ἀρχήν, εἰ μὴ διαλέκτῳ εἴη κατὰ τροπὴν γενόμενον ὡϲ ἐπὶ τοῦ ἡμέρα ἁμέρα.

    574d. Mon. 26, 13: τὸ ᾱ, εἰ ἔχοι ἐν ἐπιφορᾷ διπλαϲιαζόμενον τὸ λλ ἐν μιᾷ λέξει, ϲυϲτέλλεϲθαι φιλεῖ χωρὶϲ εἰ μὴ τροπή τιϲ εἴη τοῦ η εἰϲ ᾱ παρὰ διαλέκτῳ ἁλλόμην ἐκ τοῦ ἡλλόμην.

    574e. Arcad. 22, 5: Ἑρμᾶϲ καὶ Ἀρτεμᾶϲ Δωρικόν.

    574f. Dichr. 296, 20: τὸ νομιζόμενον Ἴωϲιν ἀνιηρόϲ πρότερόν ἐϲτι καὶ λοιπὸν τὸ ἀνιαρόϲ ὡϲ ἐδέξατο τροπὴν τὴν ἐκ τοῦ η ἔμεινεν ἐκτεινόμενον.

    [*](πένηϲ οἱ Δωριεῖϲ οὐ τρέπουϲι τὸ η εἰϲ ᾱ, τὸ δὲ Ἀτρείδηϲ Ὀρέϲτηϲ τρέπουϲιν Ἀτρείδαϲ Ὀρέϲταϲ, omissa sunt τὰ εἰϲ ηϲ κατὰ γενικὴν περιττοϲύλλαβα.)[*](pervertit, quem ex St. B. Τροιζήν acuisse comperimus. cf. Ahrens de dial. Dor. 136 not. 6, qui pro μήν scribendum esse χήν suspicatur, properea, ut videtur, quia Dorica vocabuli μήν species μείϲ est.)
    358

    578. Choer. 347, 23: Ἡρωδιανὸϲ λέγει, τὰ εἰϲ ηρ μονοϲύλλαβα, μόνου μὲν ἀρϲενικοῦ γένουϲ ὄντα, φυλάττουϲι τὸ η ἐν τῇ γενικῇ οἷον θήρ θηρόϲ, φήρ φηρόϲ «φηρϲὶν ὀρεϲκῴοιϲιν» (Α 268) ἀντὶ τοῦ κενταύροιϲ, θηλυκοῦ δὲ γένουϲ ὄντα καὶ φυλάττουϲι τὸ η καὶ ϲυϲτέλλουϲι οἷον κήρ κηρόϲ (Ϲ 115), «κῆρα| δ’ ἐγὼ τότε δέξομαι» καὶ «τίω δέ μιν ἐν καρὸϲ αἴϲῃ» (Ι 378).

    579. E. M. 155, 23: ἄϲμενοϲ: ἥδω τὸ εὐφραίνω, ὁ παθητικὸϲ παρακείμενοϲ ἧϲμαι, ἡ μετοχὴ ἡϲμένοϲ καὶ ἄϲμενοϲ τροπῇ τοῦ η εἰϲ ᾱ· τινὲϲ δὲ λέγουϲι, μὴ εἶναι μετοχήν, ὅτι πᾶϲαι αἱ τοῦ παρακειμένου μετοχαὶ παροξύνονται· πρὸϲ οὕϲ φαμεν, ὅτι λέγουϲιν οἱ τεχνικοὶ μετοχὴν εἶναι παρακειμένου ἀπὸ τοῦ ἥδω ἡϲμένοϲ, κατὰ ϲυϲτολὴν ἄϲμενοϲ καὶ ἅμα τῇ ϲυϲτολῇ ἀνεβίβαϲε τὸν τόνον καὶ προπαροξύνεται.

    580. Choer. 629, 6, Anecd. Par. III 335, 20: τὸ η εἰϲ ᾱ τρέπεται. ἐν τῷ δευτέρῳ ἀορίϲτῳ κατὰ τὴν παραλήγουϲαν, εἰϲ ᾱ δὲ ϲυϲτελλόμενον διὰ τὸ τὸν δεύτερον ἀόριϲτον βραχείᾳ θέλειν παραλήγεϲθαι, λήθω ἔλαβον, μήθω ἔμαθον, πρήθω ἔπραθον, φήγω ἔφαγον, λήθω ἔλαθον, πήθω ἔπαθον, δήκω ἔδακον, λήχω ἔλαχον, τήκω ἔτακον, πλήϲϲω ἔπλαγον, ἐξ οὗ τὸ ἐπλάγην πρὸϲ διάφορον ϲημαινόμενον, εἰ μὲν γάρ τιϲ ϲωματικῶϲ πλήϲϲεται, ἐπλήγην, εἰ δὲ ψυχικῶϲ, ἐπλάγην. ἀμέλει ὁ ποιητήϲ, ἐπειδὴ ἐπὶ τῆϲ ψυχικῆϲ διαθέϲεωϲ κατεπλήγη εἶπε διὰ τοῦ η διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, τούτου χάριν προϲέθηκε τὸ φίλον ἦτορ «κατεπλήγη φίλον ἦτορ» (Γ 31), ἵνα μὴ διὰ τῆϲ γραφῆϲ τοῦ η νομιϲθῇ ἐπὶ ϲωματικῆϲ διαθέϲεωϲ κεῖϲθαι.

    581. Choer. 272, 34: οἱ Αἱολεῖϲ ἔχουϲιν ἔθοϲ πολλάκιϲ ϲυϲτέλλειν τὸ

    579a. E. Or. 108, 26: λαγών εἴρηται παρὰ τὸ λήγειν. Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ ὀρθογραφίᾳ.

    581a. Il. Pr. Ξ 172: δαϲυντέον τὸ ἑδανῷ. τὸ γὰρ ἡδύ βούλεται ϲημᾶ-

    [*](ad fr. *579. In technicis, qui hic nominantur, praecipue est Herodianus, quem ἄϲμενοϲ ex ἡϲμένοϲ sicut ἄλμενοϲ ex ἡλμένοϲ natum putasse ex Io Alex. 22, 10 scimus. De omisso augmento cf. Il. Pr ψ 70 ἀκήδειϲ: ἄμεινον βαρύνειν, ὡϲ ἐνόειϲ τῆϲ ἀρχούϲηϲ ϲυϲταλείϲηϲ ποιητικῶϲ, ὡϲ γὰρ ἤκουϲα ἄκουϲα, καὶ ἠκήδειϲ ἀκήδειϲ.)[*](ad fr *580 Hoc ab Herodiano profectum esse comprobat notatio E. Or, 57 eo loco, quo plura Herodianea proferuntur, proposita: ἔκπαγλοϲ μετάθεϲιϲ. ἔκπλαγον γάρ ἐϲτι παρὰ τὸ ἐκπλήϲϲω, ὅθεν τὸ «ἡνίοχοι δ’ ἔκπληγεν» (Ϲ 225). τροπὴ δὲ ἐπὶ τούτου ἐϲτὶ τοῦ α εἰϲ η. παρὰ γὰρ τὸ πλήϲϲω. ἐπὶ μὲν ψυχικοῦ πάθουϲ διὰ τοῦ ᾱ, ἐπὶ, δὲ ϲωματικοῦ διὰ τοῦ η οἷον «ἐπλήγην» τὸ λαβεῖν τραῦμα. ἐπλάγην δ’ ἐπὶ ψυχῇ.)[*](ad fr. *581. cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 14 not. 16 et p. 114 not. 5, cum)
    359

    η εἰϲ τὸ ἐν τῇ κλητικῇ καὶ ἀναβιβάζειν τὸν τόνον οἷον ὁ τριβολετήρ ὦ τριβόλετερ Αἰολικῶϲ (ἔϲτι δὲ εἶδοϲ ἀκάνθηϲ). τότε δὲ ϲυϲτέλλουϲι τὸ η εἰϲ τὸ ε ἐν τῇ κλητικῇ, ἡνίκα μὴ μακρᾷ παραλήγεται οἷον ὁ τριβολετήρ ὦ τριβόλετερ. ἡνίκα δὲ μακρᾷ παραλήγεται, οὐ ϲυϲτέλλουϲι τὸ η εἰϲ ε ἐν τῇ κλητικῇ οἷον ὁ χρηϲτήρ. τοῦτο γὰρ μακρᾷ παραληγόμενον οὐ ϲυϲτέλλει τὸ η εἰϲ ε ἐν τῇ κλητικῇ παρὰ τοῖϲ Αἰολεῦϲι. τὸ οὖν ϲῶτερ μακρὰν ἔχον τὴν παραλήγουϲαν οὐ δύναται ϲυϲταλῆναι παρὰ τοῖϲ Αἰολεῦϲι· διὰ τοῦτο ψευδαιολικόν ἐϲτι καὶ οὐ κυρίωϲ Αἰολικόν.

    582. Ep. Cr. l 416, 23 (E. M. 777, 46, E. Gud. 541): ὑπεμνήμυκε: «πάντα δ’ ὑπεμνήμυκε» (Χ 491). γίνεται παρὰ τὸ ἠμύω τὸ κατακλίνω

    ναι. γίνεται τέ τινα ἀπὸ ῥημάτων διὰ τοῦ ᾱνοϲ παραγόμενα ὀξύτονα, ἅπερ τὴν τρίτην ἀπὸ τέλουϲ ἔχει βραχεῖαν, ἢ αὐτόθεν ἀπὸ τῶν ῥημάτων μετειληφότα, ὡϲ ἀπὸ τοῦ ἄγω ἀγανόϲ, ϲτέγω ϲτεγανόϲ, ἢ ἐκ τῆϲ μακρᾶϲ τῆϲ κατὰ τὰ ῥήματα εἰϲ βραχεῖαν μεθιϲτάμενα, ὡϲ παρὰ τὸ ἵκω ἱκανόϲ καὶ παρὰ τὸ πείθω πιθανόϲ, τρώγω τραγανόϲ, εἴδω ἰδανόϲ· «ϲὰϲ ἰδανὰϲ χάριταϲ» ὁ Καλλίμαχοϲ. οὕτωϲ οὖν καὶ παρὰ τὸ ἥδω τὸ ἑδανόϲ γένοιτ’ ἂν τοῦ η εἰϲ ε τραπέντοϲ διὸ δαϲυντέον τὴν λέξιν. μὴ ἄρα ἐπιζητείτωϲαν πόθεν τὸ ε ἐγένετο. ὁ γὰρ χαρακτήρ, ὡϲ ἔφαμεν, τὴν βραχεῖαν ἀϲπάζεται.

    581b. Arcad. 61, 3: τὰ εἰϲ μοϲ ὑπερδιϲύλλαβα παραληγόμενα τὸ ε προπαροξύνεται Τήλεμοϲ Ἔχεμοϲ ἄνεμοϲ. τὸ δὲ θελεμόϲ ἀπὸ τοῦ θελημόϲ ὀξύνεται.

    581c. Il. Pr. Α 77: ἠμέν: κεῖται ἀντὶ τοῦ ἠμήν, ὅπερ ἐϲτὶν ὁρκικὸν ἐπίρρημα, ὅπερ ὁ ποιητὴϲ ἀεὶ διὰ τοῦ ε προφέρεται «ἠμὲν τοὺϲ ἵππουϲ τε καὶ ἄρματα» (Κ 322) «ἠμὲν ἐμοὶ δώϲειν (Il. Ξ 275).

    581d. Mon. 14, 18: ἠχέειϲ, βρομέειϲ κατὰ ποιητικὴν ϲυϲτολὴν τὸ ἑ παραλήγεται.

    582a. IL. Pr. Λ 192: ἄλεται: ϲυϲτολὴ ἐγένετο ἢ μεταβολὴ ἐγκλίϲεωϲ.

    [*](quo pro τριβολέτηρ scripsi τριβολετήρ oxytonos de vocabulo ipso cf. Hermann Op. VI 1, 131, Lob. Proll. p. 131 not. 5.)[*](ad fr. *582. De systole, quae fit in verbis ab ε incipientibu omisso aug-)[*](ad fr. [581 b]. Ei canoni, quo vocabula tertiam ab ultima syllabam longam habentia etiam paenultimam productam habere iubentur, contrarium dicit Herod. Dichr. 294, πενθερόϲ, sed eum addidisse id minus mirandum esse, quum ipsum appellativum, reliqua ut πνιγηρόϲ ἀνθηρόϲ τολμηρόϲ πενθηρόϲ adiectiva sint, probabiliter suspicatur Lehrsius l. c.)[*](ad fr. [582a]. cf. Il. Pr. Θ 18: εἴδετε: ὡϲ λέγετε. ἢ γὰρ ϲυϲτολὰϲ μὲν τὰ τοιαῦτα παραληπτέον ἢ ἐναλλαγὰϲ ἐγκλίϲεων ὡϲ τὸ «ὅθ᾿ ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ» (Il. Δ 131), «ὄφῤ εὖ πᾶϲαι εἴδετ᾿ ἀκούουϲαι» (Il. Ϲ 52) κτλ.)
    360

    καὶ καταπίπτω, οὖ ὁ παρακείμενοϲ ἤμυκα, ὁ Ἀττικὸϲ ἀναδιπλαϲιαϲμὸϲ ὤφειλεν εἶναι ἠμήμυκα. ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ Ἀττικοὶ παρακείμενοι πάντωϲ ἀπὸ βραχείαϲ ἄρχεϲθαι βούλονται ὡϲ ἐν τῷ ἀρήροκα, ἐλήλυθα, ὀμώμοκα, ἐλήλακα, κἀνταῦθα τὸ η ϲυϲτείλαϲ εἰϲ ε ἐποίηϲε τὸ ἐμήμυκα, ὅπερ ὁ ποιητὴϲ ἴϲωϲ διὰ τὸ μέτρον πλεονάϲαϲ τὸ ν πεποίηκε τὸ ὑπεμνήμυκε, ὥϲτε ἡ μὲν τοῦ η ϲυϲτολὴ εἰϲ τὸ ε διὰ τὸν Ἀττικὸν παρακείμενον γέγονεν , ἡ δὲ προϲθήκη τοῦ ν τῆϲ ποιητικῆϲ ἕνεκα χρείαϲ.

    583. Ep. Cr. I 358, 20, E. Gud. 469, 46, E. M. 662, 14: πἐποϲθε: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἀπὸ τοῦ πήθω τὸ πανθάνω ὁ μέλλων πήϲω πέπηκα πέπηϲμαι πεπήϲμεθα πέπηϲθε καὶ ϲυϲτολῇ τοῦ η εἰϲ ο πέποϲθε.

    582b. Choer. 624, 17: πονῶ πονήϲω καὶ πονέϲω πρὸϲ διάφορον ϲημαινόμενον. ὁ γὰρ πονῶν ἢ ϲωματικῶϲ πονεῖ ἢ ψυχικῶϲ· καὶ εἰ μὲν ϲωματικῶϲ, πονέϲω διὰ τοῦ ε, εἰ δὲ ψυχικῶϲ, πονήϲω διὰ τοῦ η. διὰ τοῦτο ϲημειούμεθα παρὰ Ἀριϲτοφάνει (Pac. 820) «ἐγὼ δέ τοι πεπόνηκα κομιδῇ τὼ ϲκέλη», ἐπεὶ ϲωματικῶϲ λεχθὲν διὰ τοῦ η προηνέχθη.

    582c. E. M. 69, 18: ἁλμυρόν. ὥϲπερ παρὰ τὸ τόλμη τολμηρόϲ καὶ ἄτη ἀτηρόϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἅλμη ἁλμηρόϲ καὶ τροπῇ τοῦ η εἰϲ υ ἁλμυρόϲ ὡϲ τηρόϲ τυρόϲ. ἢ κυρίωϲ τίθεται ἡ λέξιϲ ἐπὶ τῶν εἰϲ ἅλα μυρομένων ποταμῶν, ὅ ἐϲτιν ἐκχεομένων. ὥϲτε οὐ τροπὴ κατὰ Ἀπολλώνιον. Μεθόδιοϲ.

    [*](mento cf. Il. Pr. Ω 388 ἔνιϲπεϲ: ὡϲ ἔδραμεϲ ἔϲτι γὰρ ὁριϲτικὸν ἐκ τοῦ ἤνιϲπεϲ τὴν ἀρχὴν ϲυϲτείλαντοϲ. Λ 75 τὸ πάρεϲαν ἐκ τοῦ παρῆϲαν ἐγένετο.)[*](ad fr. 583. Eustathius ad Od. κ 465 p. 1663, 12 τὸ πέποϲθε οἱ μὲν ἐκ τοῦ πήθω τὸ πανθάνω παράγουϲιν ἀκολουθοῦντεϲ Ἡρωδιανῷ λέγοντεϲ, ὅτι καθὰ λήχω τὸ λαγχάνω οὗ παρακείμενοϲ τροπῇ τοῦ η εἰϲ ο λέλοχε καὶ προϲλήψει τοῦ ν λέλογχα, οὕτω καὶ πήθω πέποθα, οὖ παθητικὸν πρὶν ἢ προϲληφθῆναι τὸ ν πέποθε (scr. pro πεπόθατε) καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ϲ πέποϲθε. Hi igitur quamvis ab eodem πήθω repetentes tamen aliter explicaverunt atque Herodianus, ex πέποθα passivum πέπομαι fingentes, unde cum ϲ pleonastico πέποϲθε feret. Perfectum activi πέπονθα sic Herodianus explicavit ut Ep. Cr. I 376, 1 traditur: τινὲϲ (ut Herodianus ap. Eustath. 1687, 12) λέγουϲιν παρὰ τὸ πήθω τὸ πάϲχω, οὖ ὁ β΄ ἀόριϲτοϲ ἔπαθον ὡϲ λήθω ἔλαθον, μήθω ἔμαθον τούτου τοῦ πήθω ὁ παρακείμενοϲ πέπηθα, εἶτα τροπῇ τοῦ η εἰϲ ο καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ν πέπονθα.)[*](ad fr. [582b]. Hoc comparatur a Ϲhoer. cum ἐπλήγην et ἐπλάγην atque ut illud ab Herodiano depromptum videtur, fortasse ex Rhematico,)[*](ad fr. [582c]. Methodius, qui saepius Herodianum exscripsit, etiam hoc ex eo transtulisse videtur, sic ut sententiae ab Herodiano prolatae auctorem subtraxerit et alterius tantum ab ipso Herodiano laudatae inventorem nominaverit. Priorem sententiam etiam Choerob. 569, 6 (Cram. An Ox. IV 227, 15) pronunciat. τυρόϲ in E. M. 772, 6 sic explicatur τυρόϲ παρὰ τὸ τηρεῖν κατὰ τροπήν. γάλα γὰρ τηρούμενόν ἐϲτιν ὀ τυρόϲ.)
    361

    584. Ep. Cr. I 375, 9: πέπτωκα: ἀπὸ τοῦ πτῶ πέπτηκα καὶ ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ οἰχῶ οἰχήϲω ᾤχηκα καὶ κατὰ μεταβολὴν τοῦ η εἰϲ ω ᾤχωκα — Ὅμηροϲ «παρῴχωκε δὲ πλέων νύξ (Κ 352), οὕτωϲ καὶ ἀπὸ τοῦ πέπτηκα πέπτωκα.

    585. Ep. Cr. I 390, 1, E. M. 375, 46: ϲυνοχωκότε (Β 218)· ἔϲτι μετοχὴ πρώτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων. ἐκ τοῦ ϲυνέχω ϲύνοχοϲ ϲυνοχῶ παραϲύνθετον. ὁ μέλλων ϲυνοχήϲω, ὁ παρακείμενοϲ ϲυνώχηκα καὶ τροπῇ τοῦ η μακροῦ εἰϲ ω μακρὸν γίνεται ϲυνώχωκα, ἡ μετοχὴ ϲυνωχωκώϲ ϲυνϲχωκότοϲ· καὶ ϲυϲτολῇ Ἰωνικῇ ἢ ποιητικῇ γίνεται ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν ϲυνοχωκότε.

    586. E. M. 675, 29: πλειάρειν: τὸν γὰρ πλήρην οὗτοϲ (quis?) ἔφη πλειάρειν. οἱ γὰρ Αἰολεῖϲ τὸ η εἰϲ εῑ δίφθογγον μεταβάλλουϲι· τὸ γὰρ πένηϲ πένειϲ λέγουϲιν. περὶ παθῶν.

    587. Choer. 152, 28: τινὲϲ θέλουϲι τὸ ἀγκυλοχείληϲ εἶναι ϲύνθετον ἀπὸ τοῦ χηλή τοῦ θηλυκοῦ ὀνόματοϲ, ὅπερ ϲημαίνει τὸν ὄνυχα, ἵνα ᾖ ἀγκυλοχήληϲ διὰ τοῦ η καὶ κατὰ τροπὴν Βοιωτικὴν τοῦ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον γίνεται ἀγκυλοχείληϲ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου, ἔθοϲ γὰρ ἔχουϲιν οἱ Βοιωτοὶ πολλάκιϲ τὸ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον τρέπειν. τὸ γὰρ Λάχηϲ Λάχειϲ λέγουϲι διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου καὶ τὸ λέβηϲ λέβειϲ ὁμοίωϲ.

    586a. Arcad. 71, 22: τὸ καυϲτειρόϲ ἀπὸ τοῦ η ἐτράπη εἰϲ εῑ.

    586b. Arcad. 92, 24: οἱ Βοιωτοὶ τὸ η τῶν εἰϲ ηϲ εἰϲ εῑ τραπέντεϲ ὀξύνουϲιν αὐτά, εὐγενείϲ ἀντὶ εὐγενήϲ, ἀγενείϲ ἀντὶ ἀγενήϲ.

    586c. Theogn. 41, 27: οἱ Βοιωτοὶ πολλὴν ἴϲαϲι τὴν εῑϲ κατάληξιν, καθὸ παῤ αὐτοῖϲ εἴωθε τὸ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον τρέπεϲθαι· τὸ γὰρ πένηϲ πένειϲ γράφουϲι διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου καὶ τὸ πατήρ καὶ μήτηρ παῤ αὐτοῖϲ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου.

    [*](ad fr. *584. Pro iis, quae scripta sunt in Epim. ἀπὸ τοῦ πετῶ πετήϲω πεπέτηκα καὶ ϲυγκοπῇ πέπτηκα, exhibui veram Herodiani sententiam, quae in E. M. 176, 49 tradita est (cf. supra fr. 186).)[*](ad fr. 586 cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 183 not.)[*](ad fr. [586a]. cf. Theogn. 71, 25 καυϲτειρόϲ — ἐτράπη παρὰ Βοιωτοῖϲ εἰϲ τὴν ε δίφθογγον, εἴγε παῤ αὐτοῖϲ ἠγνόηται ή διὰ τοῦ η γραφὴ· διὸ καὶ τὸ πένηϲ, πονηρόϲ, ἥρωϲ παῤ ἡμῖν διὰ τοῦ η γραφόμενα παῤ αὐτοῖϲ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου γράφονται.)
    362

    ἔϲτιν ἀντιθεῖναι τοῖϲ λέγουϲι τὸ ἀγκυλοχείληϲ παρὰ τὸ χηλή οὕτωϲ· οἱ Βοιωτοὶ τρέπουϲι τὸ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον, ἡνίκα μὴ τρέπεται τὸ η εἰϲ ᾱ παρὰ τοῖϲ Δωριεῦϲιν οἷον τὸ λέβηϲ καὶ πένηϲ οἱ Βοιωτοὶ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου γράφουϲι λέβειϲ καὶ πένειϲ λέγοντεϲ, ἐπειδὴ ἐπὶ τούτων οὐ τρέπουϲι τὸ η εἰϲ ᾱ οἱ Δωριεῖϲ. τὸ δὲ Ἀτρείδηϲ καὶ Ὀρέϲτηϲ, ἐπειδὴ τρέπουϲιν οἱ Δωριεῖϲ τὸ η εἰϲ ᾱ καὶ λέγουϲιν Ἀτρείδαϲ Ὀρέϲταϲ, οὐ τρέπουϲιν οἱ Βοιωτοὶ εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον τὸ η. εἰ ἄρα οὖν τὸ χηλή λέγεται παρὰ τοῖϲ Δωριεῦϲι χολά κατὰ ζτροπὴν Δωρικὴν τοῦ η εἰϲ ᾱ, ὡϲ παῤ Εὐριπίδη ἐν Φοινίϲϲαιϲ (1032) «χαλαὶϲί τ’ ὠμοϲίτοιϲ» δηλονότι οὑ δύνανται αὐτὸ ποιῆϲαι οἱ Βοιωτοὶ διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον. οὐκ ἄρα οὖν τὸ ἀγκυλοχείληϲ ϲύνθετόν ἐϲτιν ἀπὸ τοῦ χηλή, ἀλλ’ ἔϲτι παραϲύνθετον ἀπὸ τοῦ ἀγκυλόχειλοϲ ϲυνθέτου ἀπὸ τοῦ χεῖλοϲ.

    588. Choer. 870, 6: ἔϲτιν θήϲω ὁ μέλλων καὶ τέθηκα ὁ παρακείμενοϲ διὰ τοῦ η ὥϲπερ ποιήϲω πεποίηκα καὶ κατὰ τροπὴν Βοιωτικὴν τοῦ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον γέγονε τέθεικα διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου ὥϲπερ ἥρωεϲ εἵρωεϲ· οὕτωϲ δὲ καὶ ἐπεκράτηϲε γράφεϲθαι.

    589. E. M. 250, 18. δαύω τὸ καίω παρὰ Ϲιμωνίδῃ «μηρίων δεδαυμένων» παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω τροπῇ τοῦ ῑ εἰϲ ῡ.

    588a. E. M. 452, 33: ἀπὸ τοῦ μνῶ μνήϲω καὶ θνῶ θνήϲω γίνεται θνήϲκω καὶ μνήϲκω· καὶ οὐκ ἔχει τὸ ῑ. οἱ δὲ λέγουϲι ϲὺν τῷ ῑ, ὅτι οἱ Αἰολεῖϲ θναίϲκω καὶ μναίϲκω λέγουϲι διὰ τῆϲ ᾱῑ διφθόγγου. ἀλλ’ ἰδοὺ τὸ Ἡϲίοδοϲ καὶ ἡμίονοϲ Αἱϲίοδοϲ καὶ αἰμίονοϲ λέγουϲιν, ἀλλ’ ὅμωϲ οὐκ ἔχει τὸ ῑ. ἡ μέντοι παράδοϲιϲ ἔχει τὸ ῑ ἴϲωϲ ἐκ τοῦ λέγειν τοὺϲ Αἰολεῖϲ θναίϲκω καὶ μναίϲκω.

    [*](ad fr. *588. In Hort. Adonid. ap. Ahrens p. 182 hie locus plenius profertur pariter atque ap. La Roche παρεκβολαὶ τοῦ μεγάλου ῥήματοϲ ἐκ τῶν Ἡρωδιανοῦ p. 32 πόθεν δῆλον ὅτι τὸ τέθεικα Βοιωτικόν ἐϲτιν; ἐπειδὴ οἱ Δωριεῖϲ τὸ η ὅπερ οὐ τρέπουϲιν εἰϲ ᾱ, οἱ Βοιωτοὶ τρέπουϲιν εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον. τὸ δὲ τρεπόμενον εἰϲ ᾱ παρὰ Δωριεῦϲιν οἱ Βοιωτοὶ εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον οὐ τρέπουϲιν οῐον ἐν τῷ ἥρωεϲ ἐπειδὴ οἱ Δωριεῖϲ οὐ τρέπουϲι τὸ η εἰϲ ᾱ. οὐδὲ γάρ φαϲιν ἅρωεϲ — οἱ Βοιωτοὶ τρέποντεϲ τὸ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγόν φαϲιν εἵρωεϲ, ἐν δὲ τῷ ἡδύ, ἐπειδὴ τρέπουϲιν οἱ Δωριεῖϲ τὸ η εἰϲ ᾱ ὡϲ Θεόκριτόϲ (I 1) φηϲιν «ἁδύ τι τὸ ψιθύριϲμα» οὐ τρέπουϲιν οἱ Βοιωτοὶ εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον οὐδὲ γάρ φαϲιν εἱδύ διὰ διφθόγγου οὕτωϲ οὖν καὶ ἐνταῦθα, ἐπειδὴ οἱ Δωριεῖϲ ἐπὶ τοῦ τέθηκα οὐ τρέπουϲι τὸ η εἰϲ ᾱ, τούτου χάριν οἱ Βοιωτοὶ τρέπουϲιν αὐτὸ εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον.)[*](ad fr. *589. Paullo ante in E. M. dictum est Herodianum tradere δαύω τὸ κοιμῶμαι semel apud Sapph. reperire.)[*](ad fr. [588 a]. hoc fragmentum ex Herodiani orthographia derivatum est, cf. supra fr. 38 et Ahrens de dial. Aeol. p. 96.)
    363

    590. Choer. 546, 19: ἔϲτι κλαίω καὶ κλαύϲω καὶ καίω καύϲω· καὶ ἐπειδὴ ταῦτα κατὰ τὸν μέλλοντα ἔτρεψαν τὸ ῑ εἰϲ ῡ, τούτου χάριν καὶ ὁ παρακείμενοϲ διὰ τῆϲ ᾱῡ διφθόγγου ἐγένετο οἷον κέκλαυκα.

    591. Choer. Orth. 241, 4: ὄξιόν ἐϲτι ζητῆϲαι, εἰ τὸ νηλήτηϲ ἀπὸ τοῦ ἀλιτεῖν γέγονε, τὸ δὲ ἀλιτεῖν διὰ τοῦ ῑ γράφεται, πῶϲ τὸ νηλήτηϲ διὰ τοῦ η γράφεται; ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι ἐτράπη Αἰολικῶϲ τὸ ῑ εἰϲ τὸ η. οὕτωϲ γὰρ τὸ ἀκτῖνεϲ καὶ τὸ ψιμύθιον διὰ τοῦ η προφέρονται οἱ Αἰολεῖϲ.

    592. Ep. Cr. I 145, 9: ἐϲτιν ὅτε ἐν ϲυνθέϲει τὸ ῑ εἰϲ τὸ η τρέπεται, ἐπήβολοϲ· οὐ γὰρ ῥητὸν ἐπίβολοϲ καὶ ἐπιετανόϲ ἔτοϲ γὰρ καὶ ἐπηετανόϲ· οὐ γὰρ παρὰ τὸ ταναόϲ, ὥϲ τινεϲ, ἐπεὶ πλείονα οὗτοι διδόαϲι πάθη ἐπιταναόϲ ἐπιεταναόϲ ἐπηετανόϲ.

    593. Ep. Cr. I 47, 28: οἱ Αἰολεῖϲ τὴν ὑπό ὑπά λέγουϲι καὶ τὴν ἀπό ἀπό, ἴϲωϲ ἵνα καὶ τὸ ῡ ληκτικὸν γένηται προθέϲεωϲ ὡϲ τὸ ᾱ καὶ ῑ.

    594. St. B. 227, 15: Ἑρμιών ἀπὸ τοῦ τὸν Δία καὶ τὴν Ἥραν ἐνταῦθα ἀπὸ Κρήτηϲ ἀφικομένουϲ ὁρμιϲθῆναι καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰϲ ε, ὅθεν καὶ. ἱερὸν Ἥραϲ παρθένου ἦν ἐν αὐτῇ.

    595. E. M. 59, 58: ἀλετρίβανοϲ ὁ τριβεύϲ παρὰ τὸ τρίβειν τοὺϲ ὅλαϲ· ἁλοτρίβανοϲ οὖν καὶ ἁλετρίβανοϲ κατὰ τροπὴν ὡϲ κελαινοφήϲ καὶ κελαινεφήϲ ἀπὸ τοῦ κελαινόν καὶ φῶ· οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ νέφοϲ.

    596. Ep. Cr. I 338, 33: πρηνήϲ: ϲύνθετον παρὰ τὴν πρό καὶ παρὰ τὸ νῶ, οὗ παραγωγὸν νεύω, ῥηματικὸν ὄνομα προνήϲ καὶ ἐν ἐπεκτάϲει πρηνήϲ ὁ πρόϲω νενευκώϲ· γέγονε δὲ μεταβολὴ τοῦ ο εἰϲ η ὥϲπερ προών πρηών, οὕτωϲ καὶ προνήϲ πρηνήϲ καὶ ὀλιγοπελίη ὀλιγηπελίη καὶ θαλαμοπόλοϲ θαλαμηπόλοϲ καὶ αἱμοπότηϲ αἱμηπότηϲ.

    597. Ep. Cr. l 63, 26: παρὰ τὸ ὄψομαι ἐξέπιπτε ῥηματικὸν ὄψοϲ καὶ κατὰ μεταβολὴν τοῦ ο εἰϲ τὸ ῡ ὕψοϲ, ἔνθεν ἔϲτιν ἰδεῖν πάντα· τὸ δὲ [*](ad fr. *591 cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 95.) [*](ad fr. *592. pro πλειόνων scripsi πλείονα; dictio πλείω πάθη διδόαϲι Herodiani memoriam excitat.) [*](ad fr. *593. cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 75 not. 3 et supra fr. 77.) [*](ad fr. *594, Aliter E. 54. 376. 44 Ἑρμιόνη ὄνομα πόλεωϲ. παρὰ τὸ εἵρω τὸ ἁρμόζω, ἀφ’ οὖ Ἑρμῆϲ Ἑρμιών καὶ παραγωγὸν Ἑρμιόνη.) [*](ad fr. *595. pro φῶϲ scripsi φῶ cf. supra fr. 261. de αἰέλουροϲ pro αἰόλουρο diani supra fr. 154.) [*](ad fr. *597 de ὕψοϲ ex ὄψοϲ nato cf Mon. 22, 5, cui loco nostrum simillimum)

    364
    ῡ πρὸ τοῦ διπλοῦ οὐδέποτε εὑρίϲκεται, εἰ μὴ μόνον ἐν τῷ ὕψοϲ· ἔνθεν οἱ Αἰολεῖϲ ἀναλογώτεροί εἰϲι ἴψοϲ λέγοντεϲ καὶ «κατ᾿ ἰψηλῶν ὀρέων» ἀποϲώζοντεϲ καὶ τὸ ἴδιον τοῦ πνεύματοϲ· γίνεται δὲ καὶ τὸ ῡ μεταβολῇ τοῦ ο εἰϲ τὸ υ ὡϲ ἐν τῷ «κειμένω ἐν νεκύων ἀγύρει» (Π 661) καὶ «μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων» (Υ 142)· ἀγορά γὰρ ἦν καὶ ἄγυριϲ, καὶ παρὰ τοῖϲ Αἰολεῦϲιν εὑρίϲκομεν τὸ μόγιϲ μύγιϲ, τότε τύτε, «ἐπαϲϲύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγεϲ» (Δ 427)· ἐπαϲϲότεραι γὰρ ὤφειλεν εἶναι τὸ γὰρ ἁπλοῦν ἀϲϲότεροϲ. τὸ γοῦν ὀφειλόμενον τῷ ϲχήματι ἀπέδωκεν ὁ ποιητὴϲ εἰπὼν «ἀϲϲοτέρω καθίϲαϲα παρὰ πυρί» (ρ 572).

    598. Ep. Cr. I 327, 27. οὐδὲν εἰϲ μᾱ οὐδέτερον ἔχει δύο ο· ἀναλόγωϲ οὖν οἱ Αἰολεῖϲ ὄνυμα λέγουϲιν ὁμοίωϲ τῷ ἔλυμα, ἔρυμα· ἐν τῇ ϲυνθέϲει δὲ τρέπει τὸ πρῶτον ο εἰϲ ω καὶ τὸ δεύτερον ο εἰϲ ῡ ὁμώνυμον· γίνεται δὲ παρὰ τὸ νέμω ῥηματικὸν ὄνομα νόμα τὸ ἐπιμεριζόμενον ἑκάϲτῳ καὶ νέμον τὴν ϲημαϲίαν, προϲόδῳ τοῦ ο ὄνομα.

    599. E. M. 280, 6: Διώνυϲοϲ κατ’ ἔκταϲιν ἀεὶ δέ ἐϲτιν ἡ ἔκταϲιϲ (Ἡρωδιανόϲ) παρὰ τῷ ποιητῇ διὰ τοῦ ω μεγάλου καὶ τοῦ υ μακροῦ ὡϲ τὸ «Διωνύϲοιο τιθήναϲ» (Ζ 132) καὶ «Διώνυϲοϲ δὲ φοβηθείϲ» (ibid. 135).

    600. St. B. 171, 16. Βιϲτονία: τὸ ἐθνικὸν Βιϲτών τὸ θηλυκὸν Βιϲτονίϲ· ἐκτέταται δὲ καὶ λέγεται Βιϲτωνίϲ διὰ τοῦ ω καὶ Βιϲτώνιοϲ ποιητικῶϲ.

    601. Choer. 830, 11: τετριγῶτεϲ παρὰ τῷ ποιητῇ διὰ τοῦ ω ἔχει τὴν παραλήγουϲαν μὴ ὂν κατὰ κρᾶϲιν ἀπὸ γὰρ τοῦ τρίζω ἐνεϲτῶτοϲ γέγο-

    601a. Mon. 26, 31: δεῦρο: οὐδὲν εἰϲ ο λήγει ἐπίρρημα ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβήν, ἀλλὰ μόνον τὸ δεῦρο. ὅπερ εὕρηται παρὰ τῷ ποιητῇ ἅπαξ κατ’ ἐπέκταϲιν εἰϲ ω ἐν τῷ «ἦ δεύρω μὲν ἕποντο» (Γ 240). παραιτοῦμαι γὰρ τὴν διάφορον ἀνάγνωϲιν. παρὰ δὲ τοῖϲ Αἰολεῦϲι καὶ δεῦρυ διὰ τοῦ ῦ.

    [*](limum dicit Lehrsius cf. etiam E. Or. 158, 7. de ἄγυριϲ ex ἀγορά orto cf. Arcad. 34, 13; E. M. 14, 28. de ἐπαϲϲύτερον Mon. 21, 26. — pro Κυρηναῖοϲ scripsi ποιητήϲ nisi forte Callimachi locus excidit.)[*](ad fr. *598. cf. Mon. 29, 12 et quem citat Lehrsius, Choer. 368, 7.)[*](ad fr. *599. cf. Ep Cr. I 204, 1 γίνεται πολλάκιϲ ἔκταϲιϲ τοῦ ο ὡϲ τὸ ὠλεϲίκαρποϲ καὶ «μήϲτωρε φόβοιο» (Ε 272) καὶ Διώνυϲοϲ καὶ «θεοὶ δωτῆρεϲ ἑάων» (θ 235) Ἀττικῶϲ; p. 375, 5 τὰ ἀπὸ τῶν εἰϲ μῑ γινόμενα ὀνόματα οὐ θέλουϲι μακρᾷ παραλήγεϲθαι οἶον ϲτάϲιϲ, φάϲιϲ, πόϲιϲ, χωρὶϲ εἰ μὴ ποιητικῶϲ ἢ Ἀττικῶϲ ἐκταθείη ὡϲ τὸ «θεοὶ δωτῆρεϲ ἑάνω».)[*](ad fr. *601. Praestans de productione vocalis ο ectasi in participio perfecti exemplum habemus in Ep. Cr. I 364, 11, quod nisi in una re abhorreret ab Herodiani doctrina. quam ex Eustath. 143, 5 cognovimus: πέφυα esse μέϲον παρακείμενον ϲγκαθαρεύοντα καθαρεύοντι τῷ ἐνεϲτῶτι, ab eo profectum putaremus;  sed facile)
    365

    νεν ὁ παρακείμενοϲ τέτριγα καὶ ἡ μετοχὴ τετριγώϲ τετριγότοϲ διὰ τοῦ ο, ἀλλ’ ὁ ποιητὴϲ διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ ο εἰϲ ω καὶ εἶπε τετριγῶταϲ διὰ τοῦ ω.

    601b. Choer. 300, 26: τὸ ταῶϲ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ταόϲ τοῦ διὰ τοῦ ο εἶναι, ἐπειδή, ὥϲ φηϲιν Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου, τὸ ταόϲ τὸ διὰ τοῦ οϲ οὐκ ἔϲτι ϲύνηθεϲ τοῖϲ Ἕλληϲιν.

    601c. lo. Al. 5, 14: τοῦ Μενέλαοϲ προπαροξυνομένου τὸ Μενέλεωϲ καὶ αἱ λοιπαὶ πτώϲειϲ καὶ οἱ ἀριθμοὶ προπαροξύνονται, κἂν κατὰ γενικὴν μόνην γένηται ἡ ἐπέκταϲιϲ, ὡϲ ἐπὶ τοῦ πόλεωϲ καὶ μάντεωϲ.

    601d. Mon. 9, 18: καθόλου τὰ διὰ τοῦ ηδων καὶ εδων εἴτε ἀρϲενικὰ εἴτε θηλυκὰ διὰ τοῦ ο τὴν κλίϲιν ἔχει· τὸ γὰρ παρὰ τῷ Κυρηναίῳ

  • τὰ δὲ νῦν πολλὴν τυφεδῶνα
  • λεϲχαίνειϲ
  • ἕνεκα μέτρου τὸ ω ἐφύλαξεν.

    601e. Schol. Od. δ 1: κητώεϲϲαν: ὥϲπερ τὸ ἡβώωϲα ἐκτείνει διὰ τὸ εἶναι πρὸ αὐτῆϲ μακρὸν τὸ η καὶ τηλεθόωϲα ϲμικρύνει διὰ τὸ εἶναι τὴν πρὸ αὐτῆϲ ϲυλλαβὴν βραχεῖαν τοι τὸ λε, οὕτω κητώειϲ καὶ ὠτώειϲ καὶ κηώειϲ καὶ ὅϲα τοιαῦτα ἐκτείνει, ϲυϲτέλλει δὲ τὸ ἐρόειϲ, κερόειϲ ἐρόεϲϲα κερόεϲϲα καὶ ὅϲα τοιαῦτα.

    [*](feri potuit, ut haec particula ab epitomatore immutata sit, id quod haud raro accidit. Quare emendatum hic subiicio: πεφυυῖα. «ὡϲ ἔχετ᾿  ἐμπεφυυῖα» (Α 513). πεπλάνηνταί τινεϲ (pro γε πλανητοί τινεϲ) [λέγοντεϲ τὴν μετοχὴν τοῦ παρακειμένου haec verba addidi] τὸ θηλυκὸν ἔχειν τότε εἰϲ ϲᾱ, ὅτε καὶ η γενικὴ τοῦ ἀρϲενικοῦ (κατὰ τὴν γενικὴν eiicienda sunt) ἔχει τὸ ω ἑϲτῶτοϲ ἑϲτῶϲα, βεβῶτοϲ βεβῶϲα, τεθνεῶτοϲ τεθνεῶϲα, γεγῶτοϲ γεγῶϲα· καὶ ὤφειλε πεφυῶϲα, ἐπεὶ καὶ «ἐξ ὁμόθεν πεφυῶταϲ» (ε 477), ἀλλὰ λέγομεν, ὅτι, ὅπου μέν φυϲικῶϲ κλίνεται, διὰ τοῦ ο ὑπάρχει ἡ γενική, ὅτε δὲ πάθοϲ ἐϲτὶ ποιητικόν, διὰ τοῦ ω ὡϲ τὸ μεμαῶτεϲ· καὶ «νέον ·γεγαῶτ’ ἐνὶ οἴκῳ (δ 112). ἔϲτι δὲ τὰ θηλυκὰ αὐτῶν οὐ διὰ τοῦ ϲᾱ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ῡῑᾱ, «Διὸϲ ἐκγεγαυῖα» (Γ 197 ), ὡϲ ὁ κείνων λόγοϲ οὐχ ἕϲτηκεν· ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν ὅτι τότε ὁ παρακείμενοϲ τῆϲ μετοχῆϲ [κατὰ τὴν γενικὴν addidi] τὸ ω ἔχει, ὅτε τὸ ἀρϲενικὸν διϲυλλαβεῖ καὶ τὸ θηλυκὸν ὁμοίωϲ ἔχει εἰϲ ϲᾱ, βεβώϲ βεβῶτοϲ βεβῶϲα, ἑϲτώϲ ἑϲτῶτοϲ ἑϲτῶϲα ἐὰν δὲ ὑπερβῇ τὰϲ δύο ϲυλλαβάϲ, τὴν ῡῑ δίφθογγον λαμβάνει τὸ θηλυκόν, γεγαώϲ γεγαυῖα μεμαώϲ μεμαυῖα ἐν δὲ τῷ πεφυῶταϲ πάθοϲ ἐϲτίν· ἦν γὰρ φύω καί πέφυκα ἐκτεταμένου)[*](ad fr. [601 e). Hoc quominus Herodiano adiudicemus. nihil obstat, sed ab eo abhorret, quod est in E. M. 113, 49 ἀντιόωϲα. ἐκ τοῦ ἀντιῶ ἀντιᾷϲ ἀντιᾷ τὸ ὑπαντιῶ δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ ἡ μετοχὴ ἀντιῶϲα ὡϲ βοῶϲα καὶ ποιητικῷ πλεοναϲμῷ τοῦ ο ὡϲ βοόωϲα γελόωϲα, τηλεθόωϲα διὰ τὸ εἶναι τὴν πρὸ αὐτῆϲ ϲυλλαβὴν βρα· χεῖαν, τὸ δὲ ἡβώωϲα καὶ τὸ μαιμώωϲα μόνον διὰ τοῦ ω μεγάλου διὰ τὸ εἶναι τὴν πρὸ αὐτῆϲ ϲυλλαβὴν μακράν, nam Herodianus ἀντιόωϲα propter mutatum accentum non pleonasmum, qui ex eius doctrina accentum non mutat, sed diaeresin dicturus fuit. Caeterum de adiectivis in εῑϲ cf. Ep. Cr. I 12 et 408 et Lehrsium ad Herodian. p. 43.)
    366

    602. Ep. Cr. I 447, 29: ὦμοϲ ἐκ τοῦ οἴϲω μέλλοντοϲ· ὁ γὰρ ἐνεϲτὼϲ οὐκ εἴρηται καὶ ὥϲπερ τὸ ω τρέπεται εἰϲ τὴν ο δίφθογγον ὡϲ ἀγκών ἀγκῶνοϲ ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη, θῶ τὸ εὐωχοῦμαι θώϲω θώνη καὶ θοίνη, οὕτωϲ καὶ ἡ οῑ τρέπεται εἰϲ ω καὶ γίνεται ὦμοϲ.

    603. Choer. 403, 20: τὸ Ὅμηροι τρέποντεϲ τὴν οῑ δίφθογγον οἱ Βοιωτοὶ εἰϲ τὸ υ μικρὸν προπαροξύνουϲι καὶ λέγουϲιν Ὅμηρυ.

    604. Ep. Cr. I 301, 31, ἐκ τοῦ οὐτῶ ὄνομα οὐτηλή καὶ Δωρικῇ τροπῇ τῆϲ ου διφθόγγου εἰϲ ω ὡϲ βοῦν βῶν καὶ Βοιωτικῇ πάλιν τροπῇ τοῦ η εἰϲ τὴν εῑ δίφθογγον ὡϲ τέθηκα τέθεικα καὶ ἥρωεϲ εἵρωεϲ γέγονεν ὠτειλή διὰ τοῦ ω καὶ τῆϲ εῑ διφθόγγου.

    602a. Choer. 897, 28: ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ τυφθείϲ τυφθέντοϲ γέγονε τυφθείην, οὕτωϲ καὶ ἀπὸ τοῦ θείϲ θέντοϲ γέγονε θείην καὶ ἀπὸ τοῦ ϲτάϲ ϲτάντοϲ γέγονε ϲταίην καὶ ἀπὸ τοῦ δούϲ δόντοϲ γίνεται δοίην καὶ κατ᾿ ἔκταϲιν τοῦ ο δῴην προϲγραφομένου τοῦ ῑ «δῴη κῦδοϲ ἀρέϲθαι» (Π 88).

    604a. Arcad. 126, 23: τὸ κατὰ διάλεκτον τροπῇ γινόμενον βῶϲ ἀπὸ τοῦ βοῦϲ βοόϲ περιϲπᾶται.

    604b. Mon. 7, 26: Ἀλκαῖοϲ εἰϲ ω ἀποφαίνεται τὸ ὄνομα (sc. οὐρανόϲ) ὠρανόϲ λέγων κατὰ τροπὴν τῆϲ ου διφθόγγου εἰϲ τὸ ω.

    [*](τοῦ υ, ὑφέϲει τοῦ ϲυμφώνου πέφυα, ἡ μετοχὴ πεφυώϲ πεφυότοϲ ὤφειλεν εἶναι καὶ «ἐξ ὁμόθεν πεφυόταϲ»· γέγονεν οὖν ὑπέρθεϲιϲ χρόνου ϲυϲταλέντοϲ τοῦ υ καὶ ἐκταθέντοϲ τοῦ ω Choeroboscus 829, 24 et hanc explicationem proponit et alteram εἴτε ἐκ τοῦ ἐμπέφυα μέϲου παρακειμένου γέγονεν ἡ μετοχὴ ἐμπεφυώϲ, quae posterior cum Herodiani sententia congruit, ex qua extrema verba in Epim. sic mutanda forent: ἦν γὰρ φύω καὶ μέϲοϲ παρακείμενοϲ πέφυα — γέγονεν οὖν ἔκταϲιϲ τοῦ ο εἰϲ ω. Nam non sumi potest Herodianum υ in πέφυα pro pro ducto habuisse, quum simile δέδια brevi ι praefinitum sit. Cuod paullo ante Choer. ἑϲταῶτεϲ γεγαῶτεϲ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ᾱ fieri dicit, ab Herodiano alienum est.)[*](ad fr. *602. Quum Herodianus in Cathol. ap. Theogn. 114 ἀγκοίνη ex ἀγκώνη ortum esse iubeat, hoc adnotamentum ab eo profectum videtur. cf. E. Or. 170, 30.)[*](ad fr. *603. cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 291.)[*](ad fr. *604. monente Ahrensio de dial. Aeol. p. 183 Βοιωτικῇ et Δωρικῇ transposui.)[*](ad fr. [*602a]. Hoc in Rhematico locum habuit, fortasse verba Homerica. Choeroboscus de suo addidit, nam ap. Hom. scriptum et δώῃ.)
    367

    605. E. M. 464, 34: ὁ Ἡρωδιανὸϲ λέγει τὸ ἰαύω  παρὰ τὸ αὔω· τούτου ὁ ἀόριϲτοϲ αὖϲα καὶ διαλύϲει καὶ τροπῇ τοῦ ῡ εἰϲ ε γίνεται ἄεϲα οἷον «πολλὰϲ γὰρ δὴ νύκταϲ ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ Ἄεϲα» (τ 342) καὶ τὸ πληθυντικὸν ἀέϲαμεν ὥϲπερ καὶ τὸ αὔξεται ἀέξεται.

    606. Choer. 568, 31: τὸ ὑφήφαϲται γέγονε τοῦτον τὸν τρόπον· ἔϲτιν ὑφάζω ὑφάϲω ὕφακα ὕφαϲμαι ὕφαϲται καὶ ὑφύφαϲται Ἀττικῶϲ·  ἢ ὑφαίνω ὕφαγκα καὶ ὕφαϲμαι καὶ ὑφύφαϲμαι Ἀττικῶϲ ὥϲπερ μεμόλυμαι μεμόλυϲμαι καὶ μεμίαμαι μεμίαϲμαι καὶ ἐκεῖθεν ὕφαϲται καὶ ὑφύφαϲται ὁ Ἀττικὸϲ παρακείμενοϲ. καὶ ἐπειδὴ οὐ θέλει ὁ Ἀττικὸϲ παρακείμενοϲ ἔχειν ἐν τῇ α΄καὶ β΄ ϲυλλαβῇ τὸ αὐτὸ ϲτοιχεῖον οἷον ἀλήλιφα καὶ ἐλήλυθα καὶ ὀμώμοκα, τούτου χάριν καὶ τροπὴ παρηκολούθηϲε τοῦ υ εἰϲ τὸ η ἐνταῦθα, ἐπειδὴ πολλάκιϲ τὸ η εἰϲ τὸ υ τρέπεται οἷον ἅλμη ἁλμυρόϲ.

    607. Ep. Cr. I 37, 26, E. Gud. 97, 30, E. M. 179, 3: Ἀφροδίτη: Εὐριπίδηϲ παρὰ τὸ ἀφροϲύνη «τὰ μωρὰ γὰρ πάντ᾿ ἐϲτὶν Ἀφροδίτη βροτοῖϲ» (Troad. 989).  ὁ δὲ Δίδυμοϲ παρὰ τὸ ἁβρὸν τῆϲ διαίτηϲ· τὸ γὰρ β τῷ φ ϲυγγενέϲ ἐϲτι· δῆλον δὲ ἀπὸ τοῦ τοὺϲ Μακεδόναϲ Φίλιππον Βιλιππον καλεῖν καὶ τὸν φαλακρόν βαλακρόν καὶ τὸν Κεφαληνόν Κεβαληνόν καὶ τοῦ Φρύγαϲ Βρύγαϲ καὶ τοὺϲ ἀνέμουϲ διὰ τὸ φυϲᾶν καὶ Ὅμηροϲ «βυκτάων ἀνέμων» (κ 20). διχῶϲ δὲ ἡ ἁβροδίαιτοϲ· ὅτι δεῖ αὐτῇ διὰ κάλλοϲ χλιδῆϲ, ἢ ὅτι κατεχόμενοι τῇ θεᾷ ἁβροὶ καὶ πολυτελεῖϲ. οὕτω Δίδυμοϲ· ἐγὼ δὲ νομίζω μᾶλλον παρὰ τὸ δύνειν ἐκ  τοῦ ἀφροῦ τοῦ θαλαϲϲίου· ἐκεῖθεν γὰρ ἀνῆλθεν. Ἡϲίσδοϲ (Theogn. 195) «τὴν δ᾿  Ἀφροδίτην — ἀφρογένειάν  τε θεὰν καὶ ἐϋϲτέφανον Κυθέρειαν — κικλήϲκουϲι θεοί τε καὶ ἀνέρεϲ, οὕνεκ᾿ ἐν ἀφρῷ — θρέφθη· ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προϲέκυρϲε Κυθήροιϲ. — ἠδὲ φιλομμηδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφάανθη».

    608. Eustath. 1913, 15: εἰϲ τὴν μεταχώρηϲιν τοῦ ῡ καὶ ῑ πρὸϲ ἄλληλα [*](ad fr. *606. de ὑφήφαϲται cf. Mon. 44, 25.  Similiter Herodian. in E. M. 785, 26 ἥφα ὔφαϲμα aut ab ὑφαίνω aut ab ὑφάζω repetit. ad fr. *607.  Quum ex E. M. 767, 19, E. Gud. 231. 47 sciamus  Herodianum Ἀφροδίτη ex Ἀφροδύτη nasci voluisse pariter atque δίμηνοϲ ex δυόμηνοϲ δύμηνοϲ neque ignoremus eum antecessorum sententias proferre solere. non dubitavi hoc adnotamentum ei assignare, ita ut quae in initio ap. Eymol. posita sunt, in finem relegarem additis verbis ἐγὼ δὲ νομίζω, qua ratione suam sententiam aliis opponere solet; omisi  verba: καὶ ἐπαφρόδιτοϲ (nam sic, non Ἐπαφρόδιτοϲ scribi debet) παρὰ τὸ ἀφραδέϲ τουτέϲτι μὴ νομιζομένην φρόνηϲιν διὰ τὸ ἀφραδὲϲ καὶ ἄγνωϲτον τῆϲ μίξεωϲ· ἢ παρα τὸν ἀφρὸν τῆϲ ϲυνουϲίαϲ ut ab epitomatoribus assuta. ad fr. 608. cf. Eustath. 413, 5 τὸ ϲτρυφνόϲ, εἰ καὶ ὁ λόγοϲ κατὰ Ἡρωδιανὸν διὰ τοῦ ῡ αὐτὸ ἀπαιτεῖ — ὡϲ γὰρ γέρπω τερπνόϲ ϲτέγω ϲτεγνόϲ, οὕτω καὶ ϲτύφω ϲτυφνόϲ. καὶ καθάπερ κέντον κέντρον, οὕτω πλεοναϲμῷ τοῦ ρ ϲτυφνόϲ καὶ ϲτρυφνόϲ — ὅμωϲ εὕρηται καὶ  διὰ τοῦ ῑ προφερόμενον· ϲτριφνόϲ γὰρ φηϲιν.)

    368
    χρήϲιμον καὶ τὸ ϲτρυφνόϲ ἐκ τοῦ ϲτύφω παρὰ Ἡρωδιανῷ καὶ μεταθέϲει ϲτιφρόϲ, ὅθεν ἴϲωϲ καὶ ῥῆμα ϲτιφρῶ.

    609. Ep. Cr. I 411, 25: τεῖχοϲ: παρὰ τὸ τεύχω ὡϲ παρὰ τὸ χεύω χεῖμα· ἔχει δὲ ἐν ἄλλῳ ὀνόματι τὴν ευ δίφθογγον, ϲημαίνει δὲ ἀγγεῖον. καὶ γὰρ εἴωθεν ἀπὸ τοῦ ἑνὸϲ ῥήματοϲ γενέϲθαι διάφορα ὀνόματα ὡϲ παρὰ τὸ νέω τὸ πορεύομαι νόοϲ καὶ νέοϲ.

    610. St. B. 652, 12: Ὑρμίνη πόλιϲ τῆϲ Ἤλιδοϲ «ὅϲϲον ἐφ’ Ὑρμίνη καὶ Μύρϲινοϲ ἐϲχατόωϲα» (Β 616). τὴν δ᾿ Ὑρμίνην Ἐχεφυλίδαϲ φηϲὶ τὰϲ νῦν Ὁρμίναϲ, Ὁρμίναϲ δὲ καὶ τοὺϲ Ἐπειοὺϲ καλεῖϲθαι.

    611. St. B. 644, 16: Ὕαϲιϲ πόλιϲ Λιβύηϲ. λέγεται καὶ Ὄαϲιϲ.

    612. Choer. 442, 30: δύο δύω: ἔϲτι δὲ καὶ δοιώ ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν κατὰ διάλεκτον ὀξυτόνωϲ διὰ τῆϲ οῑ διφθόγγου ὡϲ παρὰ τῷ ποιητῇ «δοιὼ δ’ οὐ δύναμαι ἰδέειν κοϲμήτορε λαῶν» (Γ 236) καὶ πάλιν «δοιαῖ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνεϲ εἰϲὶ θεαί» (Δ 7) καὶ πάλιν «δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸϲ οὔδει» (Ω 527).

    613. Choer. 832, 25: Ἴωνεϲ τὸ τετυφυῖα καὶ τὰ ὅμοια λέγουϲι διὰ τῆϲ οῑ διφθόγγου καὶ οὐ διὰ τῆϲ υῑ.

    614. E. M. 818, 47, Theogn. 70: χορόϲ οἶμαι παρὰ τὸ χαίρειν χαρόϲ [*](Eodem loco et Ἀφροδίτη et ἴφθιμοϲ ob eandem causam afferuntur, quae exempla ex eodem Herodiano Eustathium sumpsisse probabile est. ln E Orionis eo loco, ubi alia Herodianea collocata sunt, hoc exstat: ἀκριβήϲ· τινὲϲ παρὰ τὸ ἄχρι καὶ βαιόν. plenius hoc servatum est in E. M. 52, 55: ἀκριβήϲ παρὰ τὸ κρύβω κρυβήϲ καὶ ἀκριβήϲ τροπῇ τοῦ ῡ εἰϲ ῑ τὸν γὰρ ἀκριβῆ οὐδεὶϲ δύναται κρύψαι ιῆ λαθεῖν τι. ἢ παρὰ τὸ ἄχρι καὶ τὸ βαιόν γίνεται ἀχριβήϲ καὶ ἀκριβήϲ. ὁ γὰρ ἀκριβήϲ καὶ ἄχρι μικροῦ καταγινώϲκεται. οὕτωϲ Ὠρίων καὶ Χοιροβοϲκόϲ (in Orthogr. p. 171, 30, ubi tamen priortantum originatio proposita et ἀκρυβήϲ ἀκριβήϲ diserte cum ἀφροδύτη Ἀφροδίτη comparatum est. Haec Herodiani opinio videtur, qui fortasse addidit τινὲϲ δὲ παρὰ τὸ ἄχρι καὶ βαιόν. cf. Lob. Rhem. 56.) [*](ad fr. *609. Extrema verba Herodiani sententiam continere apparet ex E. M. 748, 44 ὁ Ἡρωδιανόϲ φηϲι γίνεϲθαι διάφορα ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων ὡϲ παρὰ τὸ νέω τὸ πορεύομαι νεόϲ (scr. νέοϲ) καὶ νόοϲ καὶ παρὰ τὸ θέω θεόϲ καὶ θοόϲ. Lob. Rhem. p. 71 hanc vocis τεῖχοϲ, cum qua componit etiam τοῖχοϲ, originationem probat, Eustath. loco modo citato proponit ex eodem, ut videtur, fonte, ἐκ τοῦ δεύω δεύϲω δεῖϲα ἡ ὑγραϲία καὶ ἐκ τοῦ χεύματοϲ ὁ χειμών.) [*](ad fr. *610. cf. Eustath. ad Hom. 304, 14: ὁ τὰ ἐθνικὰ ἐκθέμενοϲ Ὑρμίναϲ δύο εἶναί φηϲιν ἀπὸ Ὑρμίνηϲ, τὰϲ ὕϲτερον διὰ τοῦ ο κληθείϲαϲ. Pro Ὁρμίναϲ δὲ Mein. probabiliter Ὁρμινεῖϲ suspicatur.) [*](ad fr. *613. cf. Theogn. 103, 11 τρίττοια ἡ θυϲία, quod est τριττύα Lob. El. II 25 not. 5.) [*](ad fr. *614. Theogn. l. c. habet χοίρω χαρῶ χορόϲ τροπῇ τοῦ ω εἰϲ ο, ubi collato E. M. loco exciderunt pot χαρῶ — χαρόϲ καὶ et post χορόϲ ἢ παρὰ τὸ)

    369
    καὶ χορόϲ ἢ ἐκ τοῦ χῶροϲ ἀπὸ τοῦ περιέχοντοϲ τὸ περιεχόμενον τροπῇ τοῦ ω εἰϲ ο.

    615. Choer. 277, 25: τὸ Ἄπολλον Αἰολικῶϲ ϲυϲτέλλει τὸ ω εἰϲ τὸ ο κατὰ τὴν κλητικήν· τὸ δὲ Ποϲείδαον (Ξ 357) ψευδαιολικόν ἐϲτιν καὶ οὐ κυρίωϲ Αἰολικόν, ἐπειδὴ οὐκ ἴϲαϲιν οἱ Αἰολεῖϲ ἐπὶ ταύτηϲ τῆϲ λέξεωϲ εἰϲ ων τὴν εὐθεῖαν, ἀλλ’ εἰϲ αν· Ποτιδὰν γὰρ λέγουϲιν.

    616. St. B. 539, 14: Πυθῶθεν διὰ τοῦ ω ὡϲ Κριῶθεν καὶ μετὰ ϲυϲτολῆϲ Πυθόθεν ὡϲ Λεϲβόθεν.

    617. Ep. Cr. I 46, 16, E. Orion. 28, 11, An. Per. III 329, 9: ἀμύμων: ὁ μὲν Φιλόξενοϲ παρὰ τὸ μύω μύϲω μύμων καὶ κατὰ ϲτέ-

    614a. Arcad. 135, 15: ὅτε κατὰ διάλεκτον ἡ γενικὴ τροπὴν ὑπομένει τοῦ ων εἰϲ ᾱν, περιϲπᾶται κυανεᾶν ἀμφοτερᾶν.

    614b. Men. 10, 17: οὐδὲν περιϲπώμενον ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ τρέπει τὸ ω εἰϲ ᾱ παῤ Αἰολεὐϲιν ἢ Δωριεῦϲι τὸ δέ γε Ποϲειδῶν ἐτράπη· Ποϲειδάν γὰρ λέγεται.

    614c. Il. Pr. Ι 393: ϲόωϲι: Τυραννίων προπεριϲπᾶ ὡϲ νοῶϲιν — Ἀπίων δὲ διὰ τοῦ ᾱ γράφει· — ἡ δὲ πλείων χρῆϲιϲ, ὦν ἐϲτι καὶ ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ, ὡϲ ϲώζωϲι. καὶ δῆλον ὅτι τοῦ ϲώωϲι ϲυϲτολὴν αὐτοὺϲ δεῖ παραδέξαϲθαι. πρόδηλον κἀκ τῆϲ μετοχῆϲ «τὼ δ’ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην ϲώοντεϲ ἑταίρουϲ» (Od. ι 430).

    614d. Il. Pr. Α 363: εἴδομεν: προπαροξύνεται τὸ εἴδομεν ἀπὸ βαρυτόνου τοῦ εἴδω. οὐ θαῦμα δέ, εἰ τὸ αὐτὸ καὶ ὡϲ βαρύτονον καὶ ὡϲ περιϲπώμενον κλίνει. ἢ ὅτι ἀνθ’ ὑποτακτικοῦ ἐϲτι καὶ ἡ ϲυϲτολὴ ἀνέδωκε τὸν τόνον· οὐ γὰρ παροξύνομεν κατὰ τὸν Πάμφιλον.

    617a. Arcad. 10, 5: τὰ εἰϲ ῡν λήγοντα βαρύνεται ἐξαιρέτωϲ παρὰ τοῖϲ Αἰολεῦϲι, Φόρκυν, Πόλτυν, Γόρτυν, τέκτυν ὁ τέκτων.

    [*](χῶροϲ. Χῶροϲ ipsum Herod. ap. St. B. 699, 7 duxit ut χθών et χώρα παρὰ τὸ χῶ ῥῆμα. De dictione ἀπὸ τοῦ περιέχοντοϲ τὸ περιεχόμενον cf. Lehre ad Mon. 39, 13. Tertiam originationem, quae in E. M. (Choer. Ep. in Psalm 188, 19) proponitur ἢ παρὰ τὸ χείρ χερόϲ χορόϲ, ut ab Herodiano alienam praetermisi. Hero dianum exscripsit etiam Epimerista in Cram. An. Ox. II 424, 3: χορόϲ· ἐκ τοῦ χῶροϲ, ὃ ϲημαίνει τὸν τόπον, ἀπὸ τοῦ περιέχοντοϲ τὸ περιεχόμενον· ἐκ τοῦ οὖν χῶροϲ, ὃ ϲημαίνει τὸν τόπον κατὰ ϲυϲτολὴν τοῦ ω εἰϲ ο καὶ καταβιβάϲει τοῦ τόνου χορόϲ ὁ λαόϲ ὁ περιεχόμενοϲ ὑπὸ τοῦ τόπου.)[*](ad fr. [614 c]. cf. ὅρμενοϲ, si quidem ex ὠρμένοϲ natum est, supra fr. 237 νένοται pro νένωται supra fr. 240.)
    370

    ρηϲιν ἀμύμων ὁ μὴ ἀνακεκλιμένοϲ· οἱ δὲ παρὰ τὸ μῶμοϲ κατὰ ϲτέρηϲιν ἄμωμοϲ ἀμύμων παραϲύνθετον· τὸ δὲ ω εἰϲ υ ὡϲ τὸ χελώνη χελύνη παρὰ Ϲαπφοῖ.

    618. St. B. 638, 13: Τροία ἀπὸ Τρωόϲ κατὰ Βοιωτοὺϲ ἢ μᾶλλον ὡϲ Βοιωτιακόν, ὡϲ Ἡρωδιανόϲ.

    619. St. B. 290, 10: ἔϲτι καὶ Ἐφύρη Κράννουν λεγομένη, ὥϲ φηϲι Κινέαϲ ὁ ῥήτωρ β΄ περὶ Θεϲϲαλίαϲ καὶ Ἐπαφρόδιτοϲ.

    620. E. M. 723, 17: ϲπέργυϲ: παρὰ τὸ πρέϲβυϲ τροπῇ τοῦ β εἰϲ γ πρέϲγυϲ καὶ ὑπερθέϲει ϲπέργυϲ. περὶ παθῶν.

    621. St. B. 3, 20: Ἀβαντίϲ: τὸ Ἀβαντία θηλυκὸν τοῦ Ἀβάντιοϲ κατὰ βαρβαρικὴν τροπὴν τοῦ β εἰϲ μ Ἀμαντία ἐλέχθη παρὰ Ἀντιγόνῳ ἐν Μακεδονικῇ περιηγήϲει. Καλλίμαχοϲ δὲ Ἀμαντίνην ὡϲ Λεοντίνην αὐτὴν ἔφη «καὶ Ἀμαντίνην ᾤκιϲαν Ὠρικίην».

    622. Zon. 1496: παῖϲ: ὁ Ἡρωδιανόϲ· παρὰ τὸ βαιόν γίνεται βάϊϲ καὶ πάϊϲ κατὰ τροπὴν τοῦ β εἰϲ π, ἐκ δὲ τοῦ πάϊϲ γίνεται κατὰ ϲυναίρεϲιν παῖϲ.

    623. St. B. 5, 1: Ἀβαρνίϲ πόλιϲ καὶ χώρα καὶ ἄκρα τῆϲ Παριανῆϲ. — εὕρηται δὲ καὶ διὰ τοῦ π Ἀπαρνίϲ, ὡϲ παρὰ Ἀρτεμιδώρῳ τῷ γεωγράφῳ.

    618a. Choer. 333: λέγει ὁ Ἡρωδιανόϲ, ὅτι ἐϲτὶ τὴν Ϲαπφών καὶ τὴν Λητών ἡ αἰτιατικὴ καὶ κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ ω εἰϲ οῑ δίφθογγον γίνεται τὴν Ϲαπφοῖν καὶ τὴν Λητοῖν.

    618b. Io. Al. 36, 7: τὸ ἁρμοῖ ϲυμπεριϲπᾶται τῷ ἁρμῷ· τὰ δὲ ἀπὸ βαρυτόνων βαρύνεται ἔξω ἔξοι.

    [*](ad fr. 618. Meinekius ad h. l. pro ὡϲ Βοιωτιακὸν legi vult ἢ μᾶλλον ὡϲ κλοιόϲ Ἰακόν. Sed fortasse signifcare voluit Herodianus Τροία ex Τρωῖα natum non vere Boeoticum esse ut αἰδοῖοϲ pro αἰδῷοϲ, sed quasi vel Pseudoboeoticum. cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 193. Similem notationem invenies etiam ap. Orion. 154, 23: Τροία: Βοιωτικὸν ὄνομα. Τρώϲ Τρωόϲ, Τρωΐα καὶ Τροία.)[*](ad fr. *619. cf. supra fr. 50 Θούμαιον pro Ἰθώμη.)[*](ad fr. 620. cf. Choer. 234. 25: τὸ πρέϲβυϲ παρὰ Δωριεῦϲι κατὰ τροπὴν τοῦ β εἰϲ εὕρηται πρέϲγυϲ.)[*](ad fr. *621. cf. Hes. Ἄμαντοι: ἔθνοϲ Ἠπειρωτικόν. E. M. 76, 54 Ἄμαντεϲ.)[*](ad fr. *622. Sic pro παρὰ τὸ βαίνειν γίνεται βαῖϲ καὶ παῖϲ κατὰ τροπὴν τοῦ β εἰϲ π scripsi ex Ep. Cr. I 369, 33, E. M. 657, 40, ubi auctoris nomen deest.)[*](ad fr. [618a]. de ἀγκοίνη ex ἀγκώνη verso cf. Theogn p. 114.)[*](ad fr. [618b]. cf. E. M. 144, 48 et 663.)
    371

    624. E. M. 224, 42: Γαριμᾶϲ ἐκ τοῦ Μαρικᾶϲ ἢ ἐκ τοῦ Γαριμᾶϲ τὸ Μαρικᾶϲ· βάρβαρον δὲ τὸ ὄνομα καὶ ἡ κλίϲιϲ καὶ ὁ τόνοϲ. Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.

    625. E. M. 371, 19: ἐρεχμόϲ καὶ ἐρεγμόϲ. παρὰ τὸ ἐρεύγω ἐρευγμόϲ, ὃϲ λέγεται καὶ ἐρεγμόϲ· δοκεῖ δὲ ταῦτα παρὰ τοῖϲ Αἰολεῦϲιν ἐκφέρεϲθαι διὰ τοῦ χ, διωχμόν γὰρ λέγουϲι καὶ ληχμόν, ὡϲ Ἀντίμαχοϲ «ληχμὸν δ’ ἐμπάζεϲθαι ἀλεείνων».

    626. St. B. 459, 8: Μυγδονία, μοῖρα Μακεδονίαϲ. — ἐλέγετο καὶ Μυχθονία.

    627. E. M. 168, 36: αὐδή ἡ φωνή παρὰ τὸ αὐγή κατὰ τροπήν, δι’ ἧϲ αὐγάζεται καὶ φωτίζεται τὸ τοῦ νοῦ· Ἀπολλώνιοϲ δὲ παρὰ τὸ αὔω τὸ φωνῶ, ὅπερ ἐν διαιρέϲει ἀΰω λέγεται, καὶ ἐξ αὐτοῦ αὐτή καὶ τροπῇ αὐδή.

    628. St. B. 489, 17: Ὀλιζών πόλιϲ Θετταλίαϲ. ὠνομάϲθη δὲ ἀπὸ τοῦ

    627a. E. Orion. 46, 18: Δημήτηρ· τροπῇ τοῦ γ εἰϲ δ οἷον γημήτηρ τὶϲ οὖϲα· ἢ παρὰ τὸ δῃόω γῆν καὶ τέμνειν ἐν τῇ ἀρόϲει.

    628a. E. Or. 151, 16: τάριχοϲ παρὰ τὸ ἐν τῇ ταριχείᾳ ἰϲχναίνεϲθαι ἢ παρὰ τὸ γάρρον ἴϲχειν ἢ καὶ γάρρον ἐξιχωρίζεϲθαι. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ ϲυμποϲίῳ. καὶ ἔϲτι τροπῇ τοῦ γ εἰϲ τ.

    628b. E. Or. 162, 18: φάτνη παρὰ τὸ φάγνη καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰϲ τ φάτνη· οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ ϲυμποϲίῳ.

    [*](ad fr. 624. pro exemplo in κ mutati Ep. Cr. I 33, 18 (cf. Schol. ad Hesiod. Theog. v. 28) affertur τὸ κῆρυξ ἐκ τοῦ γῆρυϲ.)[*](ad fr. *625. Supra fr. 236 (E. M. 151, 40) ἄρχμενοϲ· ὤφειλεν ἄργμενοϲ, φυλάξαν δὲ τὸ χ δοκεῖ Ἰωνικὸν εἶναι καθὸ καὶ τὸ ἔργμα ἔρχμα φαϲίν. — E. M. 287, 25 δραχμὴ παρὰ τὸ δέδραγμαι. Ex eodem fonte Orion p. 34. 19: βρεχμόϲ: παρὰ τὸ βρέχω βρέξω βρεγμόϲ ὡϲ παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμόϲ καὶ ϲυνοχμόϲ.)[*](ad fr. *626. Ob diversam etymologiam Μυκάλη et Μυχάλη dicebatur St. B. p 459, 16 Μυκάλη πόλιϲ Καρίαϲ. — ἐκλήθη δὲ ἐπεὶ αἰ λοιπαὶ Γοργόνεϲ τόκῳ (ἐπ’ οἴκτῳ Mein.) μυκώμεναι τὴν κεφαλὴν Μεδούϲηϲ ἀνεκαλοῦντο. οἱ δὲ Μυχάλην αὐτήν φαϲι, ἐπεὶ ἐν μυχῷ κεῖται τῆϲ Καρικῆϲ ἁλόϲ.)[*](ad fr. *627. Ex fr. 364 et E. M. 792, 34 Herodianum φθέγγεϲθαι a φέγγοϲ παρὰ τὸ εἰϲ φῶϲ ἄγειν τὰ τοῦ νοῦ duxisse comperimus, quare a vero non aberrabimus, si nostrum locum eidem auctori assignamus, praesertim quum ex Herodiani more etiam antecessoris sententia proferatur.)[*](ad fr. *628 cf. supra fr. 575 πεφυζότεϲ.)[*](ad fr. [627a]. Herodiani esse ex fr. 110 suspicari licet.)[*](ad fr. [628a]. Urbs Γάβιοι πόλιϲ Λατίνων St. B. 192, 6 appellatur p. 597, 19 Τάβιοι πόλιϲ Λατίνων.)
    372

    μικρὰ εἶναι. Θεϲϲαλοὶ γάρ, ὡϲ ἱϲτορεῖ Δημοϲθένηϲ ἐν κτίϲεϲι, τὸ μικρὸν ὄλιζον καλοῦϲιν.

    629. E. M. 200, 27: βλῆρ Αἰολικῶϲ τὸ δέλεαρ· οἱ Αἰολεῖϲ τὸ e εἰϲ β τρέπουϲι· τοὺϲ γὰρ δελφῖναϲ βελφῖνάϲ φαϲι καὶ τοὺϲ Δελφούϲ Βελφούϲ· οὕτωϲ οὖν δέλεαρ βέλεαρ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ ϲυναλοιφὴν βλῆρ πεποίηται. οὕτω καὶ οἱ Βοιωτοὶ ποιοῦϲιν.

    630. Ep. Cr. I 339, 9: πέζῃ «πέζῃ ἔπι πρώτῃ» (Ω 272) παρὰ τὸ πέδον πέδη καὶ πέζη, τὸ κοινὸν πέζα, τὸ Ἰωνικὸν πέζη. ἔχει δὲ ϲυγγένειαν τὸ δ πρὸϲ τὸ ζ· ζυγὸν γὰρ κατὰ τροπὴν ἐκ τοῦ δυγόν τὸ δύο ἄγον καὶ αὐτὸ τὸ ῥῆμα ζεύγω καὶ ζεύξω παρὰ τὸ δύο ἄγειν ὑπὸ τὸ αὐτό, τοῦτο γὰρ κυρίωϲ ϲημαίνει· τρέπεται δὲ ζ εἰϲ δ ὀλοφύζω ὀλοφυδνόϲ, παίζω παιδνόϲ.

    631. E. Or. 99, 26: E. Gud. 383, 14, E. M. 575, 10: μέζεα τὰ αἰδοῖα, ὅτι μέϲα εἰϲὶ τῆϲ οὐρᾶϲ, μέϲεα ὄντα Ἡϲίοδοϲ (Op. 510) «οὐρὰϲ δ’ ὑπὸ μέζε’ ἔθεντο». Ϲικελοὶ δὲ κα Ταραντῖνοι μέϲα αὐτὰ καλοῦϲι· ἢ κατὰ μετάθεϲιν τοῦ δ εἰϲ ζ μέδεα ὡϲ καὶ Ἀρχίλοχοϲ «ἶναϲ δὲ μεδέων ἀπέθριϲεν» καὶ μέζεα.

    [*](ad fr. *629. cf. Hesych. s. v. Ahrens de dial. Aeol. 41 not. 5, Lob. Parall. 75. ad fr. *630 In fine posui pro τρέπεται δὲ δ εἰϲ ζ: ζ εἰϲ δ, quod et loci intellectus desiderat (dicitur enim et δ transire in ζ et versa vice) et Herodiani doctrina ab Eustath. 1868, 33 τοῦ ὀλοφυδνόν ὀλοφύζω ἐϲτὶ πρωτότυπον κατὰ Ἡρωδιανόν servata, cf. eundem 1900, 3 de παιδνόϲ a παίζω propagato. Lob. Rhem. 161.)[*](ad fr. 631. verba Archilochi accesserunt ex codd. Paris. ap. Bekk. An. 1438. (E. Gud. 390, 48.) Haec Herodiani notatio inter Sorani etymologas irrepsit pariter atque statim μάγειροϲ Longum de δ in ζ mutatione adnotamentum habet. Eustath. 153, 22 maximam quidem partem ex Herodiano depromptum sed cum alienis commixtum: τὸ ἐριδμαίνω ἀπὸ τοῦ ἐρίζω παράγεται, τραπέντοϲ καὶ ἐνταῦθα τοῦ ζ εἰϲ δ κατὰ ϲυγγένειαν, καθὰ καὶ ἐν τῷ ἕζω ἕδοϲ, ῥέζω ἔρδω, ϲκύζω ϲκυδμαίνω ώϲπερ καὶ ἐριδμαίνω· εὕρηται γὰρ ἐν χρήϲει καὶ τοῦτο ἰϲτέον δὲ ὅτι οὐ μόνον τό ζ εἰϲ δ μεταποιεῖται, ὡϲ ἐν τοϲ ῥηθεῖϲι καὶ ἐν τῷ ἐρίζω ἐρίϲδω καὶ τοῖϲ ὁμοίοιϲ Δωρικοῖϲ, ἀλλὰ καὶ ἔμπαλιν τὸ δ εἰϲ ζ ὡϲ ἐν τῶ ἀρίδηλοϲ ἀρίζηλοϲ ἀϲτὴρ καὶ ἐν τοῖϲ εἰϲ ζε λήγουϲιν ἐπιρρήμαϲιν. ὡϲ γὰρ ἔϲτι τὸ οἴκαδε, οὕτω καὶ Ἀθήναδε, Θήβαδε, ἔραδε τὸ εἰϲ ἔραν ἤτοι γῆν. τροπῇ δὲ τοῦ δ γέγονεν Ἀθήναζε, ἔραζε. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐν τοῖϲ ὁμοίοιϲ ἰϲτέον δὲ ὅτι κοινῶϲ παραδείγματα τῆϲ εἰϲ ἄλληλα μεταχωρήϲεωϲ τοῦ δ καὶ τοῦ ζ καὶ τὸ κνίζα κνίδη, ἁρμόζω ἁρμόδιον, φράζω ἀριφραδέϲ καὶ φράδμων, ζᾱ ἐπιτατικὸν δᾱ, ἴζμεν κατὰ τοὺϲ παλαιοὺϲ ἴδμεν, εἰ καὶ οἱ ὕϲτερον ἐπέκριναν μὴ εὑρίϲκέϲθαι ἐν ϲυλλήψει πρὸ ἀμεταβόλου διπλοῦν ϲύμφωνον πέδον πεζόϲ, ὄζω, οὗ μέϲοϲ παρακείμενοϲ ὄζωζα καὶ ὅδωδα, ὥϲπερ καὶ χάζω κέχαδα, χλάζω κέχλαδα παρὰ Πινδάρῳ. πεδοῖ παρὰ Αἱϲχύλῳ, τὸ δ’ αὐτὸ καὶ πεζῇ, δεύω τὸ βρέχω Δεύϲ καὶ Ζεύϲ ὁ ἀὴρ, ὀκλάζω ὀκλαδίαϲ δίφροϲ, ἕζω ἑδώλιον ἡ τῆϲ νηὸϲ κληΐϲ ἐκ δὲ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἕδρα καὶ ἴδνῶ καὶ ἱδρύω καὶ ἀΐδιοϲ ὁ μὴ ἵζων ἀλλὰ βέβαιοϲ καὶ ϲτάϲιμοϲ ὄζω ὀδμή, ζήμιοϲ δήμιοϲ ὁ ζημιῶν τοὺϲ κολαζομένουϲ, κλύζω κλύδων, μέρζω ϲμερδαλέον καὶ ϲμερδανόν μήδεα μέζεα τὰ οἶδοῖα ἀδιεχέϲ οὕτω δὲ καὶ μαδόϲ μαζόϲ. De ἀΐζηλοϲ pro ἄδηλοϲ ct. supra fr. 179.)
    373

    632. St. B. 120, 14: τὸ πατρωνυμικὸν (sc. τοῦ Ἀρκάϲ) Ἀρκαϲίδαι. ὤφειλεν οὖν Ἀρκαδίδηϲ, ἀλλὰ διὰ τὸ κακόφωνον οὕτωϲ ἐγένετο.

    633. E. M. 412, 1: τὸ ζ διαλύουϲιν οἱ Δωριεῖϲ εἰϲ ϲ καὶ δ ζυγόϲ ϲδυγόϲ. ζευκτῆρεϲ ϲδευκτῆρεϲ, θερίζω θερίϲδω, ϲυρίζω ϲυρίϲδω. Θεόκριτοϲ «ἃ ποτὶ ταῖϲ παγαῖϲι μελίϲδεται» (Ι 2).

    634. Choer. Dict. 210, 3: τὸ ζ εἰϲ δ τρέπουϲιν οἱ Βοιωτοὶ οἷον Ζῆθοϲ Δῆθοϲ, οὕτωϲ καὶ Ζεύϲ Δεύϲ.

    635. E. M. 316, 57: ἕδοϲ παρὰ τὸ ἕζω τὸ καθέζομαι κατὰ τροπὴν Δωρικὴν τοῦ ζ εἰϲ δ οἷον ζυγόϲ δυγόϲ καὶ ζωμόϲ δωμόϲ.

    636. St. B. 319, 19: θύμβρα, πόλιϲ Τρῳάδοϲ. οὗ ποταμὸϲ Θύμβριϲ, ἀφ᾿ οὗ Ἀπολλωνίου Θυμβραίου ἱερόν. λέγεται καὶ διὰ τοῦ ζ Ζυμβραῖοϲ. λέγεται καὶ Θύμβριοϲ. Ἑλλάνικοϲ δὲ Δύμβριόϲ φηϲι διὰ τοῦ δ καὶ Δυμβριεύϲ.

    637. Choer. 761, 1: τότε τρέπεται τὸ θ εἰϲ τ ἐν τοῖϲ εἰϲ θι προϲτακτικοῖϲ ἡνίκα προηγεῖται ἕτερον θ οἷον τύφθηθι τύφθητι, λέχθηθι

    632a. Choer. 589, Cram. An. Ox. III 398: κατὰ τὸν Ἡρωδιανὸν ἔδει ἀπὸ τοῦ δείδω εἶναι δέδοιδα τὸν μέϲον παρακείμενον· ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ χρῆναι τρία παράλληλα δ παραλαμβάνεϲθαι (τὸ γὰρ τοιοῦτο ψελλιϲμῷ, φηϲίν, ὑποπίπτει) ἀντειϲῆλθε τοῦ τρίτου δ τὸ κ τοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ δείδω δείϲω δέδεικα, ὃϲ ἐϲιγήθη διὰ τὸ τοῦ μέϲου παρακειμένου πολύχρηϲτον.

    [*](ad. fr. *633 cf. supra fr. 381, ubi Herodianus ἀχνάϲδημι ex ἀχάζω cum ν pleonastico propagat.)[*](ad fr. *634. cf. Mon. 6, 16 Ζεύϲ ὑπὸ Βοιωτῶν Δεύϲ καὶ Δάν. Ab Herodiano profectum videtur etiam E. Or. 28, 23: ἀποϲκύδμαινε (Ω 65): ϲκύζω ἐϲτὶ ῥῆμα, οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ϲκύδοϲ ἡ λοιδορία· καὶ ὡϲ παρὰ τὸ ἄζω ἀζαίνω, Ϲώφρων «ἐγὼ δὲ ϲίτου μὲν οὐδὲν ἀζαίνομαι», καὶ Ἰωνικῶϲ παῤ Ὁμήρῳ (λ 587 ) «καταζήναϲκε δὲ δαίμων». οὕτω καὶ ϲκύζω ϲκυζαίνω καὶ ἐνθέϲει τοῦ μ καὶ τροπῇ τοῦ ζ εἰϲ δ διὸ τὴν ἀϲυνταξίαν τοῦ μ καὶ ζ ἐγένετο ϲκυδμαίνω. ἐρίζω ἐριζαίνω καὶ τῷ αὐτῷ λόγῳ ἐριδμαίνω. cf. Eustath. ad fr. 631 citatum. E. Or. 64, 10 ἕρδω: παρὰ τὸ ῥέζυ τροπῇ τοῦ ζ εἰϲ δ καὶ μεταθέϲει τοῦ ρ cf. fr. [8a].)[*](ad fr. *635 Quod hic dicitur ζυγόϲ in δυγόϲ mutari, non repugnat fr. 630 ubi ζυγόν ex δυγόν ortum esse traditur, nam hoc ad usum, illud ad ortum spectat. cf. E. M. 411, 53. — Tropen literae ζ in δ sumpsit Herodianus in Cathol. ap. Theogn. 52 in ῥέζω ἔρδω.)[*](ad fr. *637. cf. Choer. 762, 3 φαϲί τινεϲ ὡϲ οὐκ ὤφειλε τραπῆναι τὸ θ εἰϲ τὸ τ ἐν τῷ τύφθητι· οὐ γὰρ πάντωϲ τρέπεται, ὅτε ἐπαλληλία τῶν δαϲέων ἐϲτίν· ἰδοὺ γάρ ἐϲτιν «ἀπέφθιθον ἐϲθλοὶ ἐταῖροι» (ε 110) καὶ ὅμωϲ οὐκ ἐτράπη τὸ θ εἰϲ)
    374

    λέχθητι, νύχθηθι νύχθητι, ἡνίκα δὲ μὴ προηγεῖται ἕτερον θ, οὐ τρέπεται τὸ θ εἰϲ τ οἷον φάθι ἀντὶ τοῦ εἰπέ ὡϲ παῤ Ἀριϲτοφάνει ἐν Ἱππεῦϲι (23) «αὐτὸ φάθι».

    638. Choer. 884, 6: ἐθέθην ὤφειλεν εἶναι ὁ παθητικὸϲ πρῶτοϲ ἀόριϲτοϲ, ἀλλὰ διὰ τὴν κακοφωνίαν τῆϲ ἐπαλληλίαϲ τοῦ δαϲέοϲ θ τροπὴ παρηκολούθηϲε τοῦ πρώτου θ εἰϲ τ καὶ γέγονεν ἐτέθην ὥϲπερ τὸ τέθυμαι ἐθύθην καὶ ἐτύθην. εἰ δέ τιϲ εἴποι, διατί γὰρ τὸ πρῶτον θ ἐτράπη καὶ μὴ τὸ τελευταῖον λέγομεν ὅτι οὐκ ἠδύνατο τὸ τελευταῖον θ τραπῆναι, ἐπειδὴ ὁ πρῶτοϲ ἀόριϲτοϲ ὁ παθητικὸϲ εἰϲ θην θέλει λήγειν οἷον ἐτύφθην.

    639. Ep. Cr. l 429, 25: φηρϲίν (Α 268) ἀντὶ τοῦ θηρϲί κατὰ μετάθεϲιν τοῦ θ εἰϲ φ ὡϲ καὶ τὸ θλᾶν φλᾶν.

    640. St. B. 390, 8: Κύδνα πόλιϲ Μακεδονίαϲ, ἣ κατὰ παραφθορὰν Πύδνα λέγεται.

    641. St. B. 369, 16: αἱ Κλαζομεναί ὕϲτερον μετωνομάϲθηϲαν Πλαζομε-

    640a. Choer. 611, 35: οἱ Βοιωτοὶ τὸ ἤνεγκα ἤνειγξα λέγουϲι, διὰ τῆϲ εῑ διφθόγγου τὴν παραλήγουϲαν ποιοῦντεϲ· περὶ δὲ τοῦ τὴν λήγουϲαν διὰ τοῦ ξ εἶναι λέγομεν ὅτι ἢ πρὸϲ ἀναλογίαν τοῦ μέλλοντοϲ τοῦτο πεποιήκαϲιν, ἐνέγξω γάρ ἐϲτιν ὁ μέλλων διὰ τοῦ ξ ἢ ἀπὸ τοῦ ἤνεγκα γίνεται κατὰ τροπὴν Βοιωτικὴν τοῦ κ εἰϲ ξ ἔθοϲ γὰρ ἔχουϲιν οἱ Βοιωτοὶ τρέπειν τὸ κ εἰϲ ξ ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ δηλοῖ ἐν Νεφέλαιϲ (343) λέγων «εἴξαϲι γοῦν ἐρίοιϲι πεπταμένοιϲιν»· τοῦτο γὰρ τὸ εἴξαϲι κατὰ Βοιωτοὺϲ γέγονε τροπῇ τοῦ κ εἰϲ ξ, εἴκαϲι γάρ ἐϲτιν ἀντὶ τοῦ ἐοίκαϲιν ἀπὸ τοῦ εἴκω θέματοϲ τοῦ ϲημαίνοντοϲ τὸ ὁμοιῶ.

    [*](τ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν δαϲέων. ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι ὥϲπερ κακόν ἐϲτιν ἡ κλοπὴ καὶ ὅμωϲ οἱ μὲν φεύγουϲιν αὐτὴν, οἱ δ᾿ οὔ, οὕτωϲ κακόφωνον μὲν ποιεῖ τὴν λέξιν ή ἐπαλληλία τῶν δαϲέων καὶ ὅμωϲ τινὰ μὲν φεύγοντα αὐτὴν τρέπουϲι τὸ θ εἰϲ τὸ τ, τινὰ δὲ μὴ φεύγοντα αὐτὴν οὐ τρέπουϲι τὸ θ εἰϲ τ ὡϲ τὸ ἀπέφθιθον cf. 636, 4 seqq.)[*](ad fr. *641. Verba sic transposui, ut Κλαζομεναί, quod in fine locum habet, in principium transmigraverit.)[*](ad fr. [640a]. In Mon. 45, 13 εἴξαϲι οὐδεὶϲ παρακείμενοϲ τρίτον πρόϲωπον εἰϲ ϲῑ ἔχει τὴν πρὸ τέλουϲ ϲυλλαβὴν διὰ τοῦ ξᾱ, ἁλλὰ μόνον τὸ εἴξαϲι «τοῖϲ βιβλίοιϲ εἴξαϲι» nihil de affectione ut in aliis permultis αἴτιον δὲ τὸ πάθοϲ additum est, sed suspicari licet Herodianum hanc abnormem formam sic expedivisse ut Choeroboscus, quamquam Ahrens de dial. Aeol. p 174 hanc Boeoticam male a grammaticis fictam esse inde contendit, quod praepositio ἐξ contraria ratione ξ in ϲ mutat. Nam scimus Herodianum non semper rectum perspexisse.)
    375

    ναί, ὡϲ ἀπὸ τῆϲ Αὐλῶνοϲ Καυλωνία καὶ ἀπὸ Μετάβου ἥρωοϲ τὸ Μεταπόντιον καὶ Ἐπίδαυροϲ Ἐπίταυροϲ.

    642. St. B. 64, 20: Ἀκτή: ἐϲτι Ἀττικόϲ καὶ Ἀττικὴ κατὰ τροπὴν διὰ τὴν εὐφωνίαν.

    643. E. M. 274, 45: Διθύραμβοϲ ὁ Διόνυϲοϲ· ἐπίθετόν ἐϲτι τοῦ Διονύϲου· ὅτι ἐν διθύρῳ ἄντρῳ τῆϲ Νύϲϲηϲ ἐτράφη· καὶ ὁμωνύμωϲ τῷ θεῷ ὁ εἰϲ αὐτὸν ὕμνοϲ· ἢ ἀπὸ τοῦ δύο θύραϲ βαίνειν, τήν τε κοιλίαν τῆϲ μητρὸϲ Ϲεμέληε καὶ τὸν μηρὸν τοῦ Διόϲ ἀπὸ τοῦ δὶϲ τετέχθαι, ἅπαξ μὲν ἀπὸ τῆϲ μητρόϲ, δεύτερον δὲ ἀπὸ τοῦ μηροῦ τοῦ Διόϲ, ἵν᾿  ᾖ ὁ δὶϲ θύραζε βεβηκώϲ. Πίνδαροϲ δέ φηϲι λυθίραμβον· καὶ γὰρ Ζεὺϲ τικτομένου αὐτοῦ ἐπεβόα «λῦθι ῥάμμα, λῦθι ῥάμμα», ἵν᾿  ᾖ λυθίραμμοϲ καὶ διθύραμβοϲ κατὰ τροπὴν καὶ πλεοναϲμόν. Ἡρωδιαν νὸϲ δέ φηϲι τὰ προϲτακτικὰ μὴ ϲυντίθεϲθαι.

    644. E. M. 503, 47 : Κένται: ἔϲτι διαλέκτου. ὡϲ γὰρ τὸ παῤ ἡμῖν φίλτατον φίντατον καὶ δέλτα δέντα, οὕτω Κέλται καὶ Κένται. περὶ. παθῶν.

    645. Ep. Cr. I 235, 22, E. M. 544, 1: κύκνοϲ γίνεται παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ· κρακτικὸν γάρ ἐϲτι τὸ ζῷον ὡϲ καὶ χήν· ἐκ τοῦ κλῶ οὖν παραγωγὸν καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν κλύκοϲ καὶ ὑπερθέϲει καὶ μεταθέϲει τοῦ λ εἰϲ ν κύκνοϲ.

    646. St. B. 506, 10: Παρναϲϲόϲ ὄροϲ Δελφῶν. — ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Λαρναϲϲόϲ διὰ τὸ τὴν Δευκαλίωνοϲ λάρνακα αὐτόθι προϲενεχθῆναι.

    647. E. M. 538, 42: κρίκοϲ παρὰ τὸ κλείω κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ε κλίκοϲ ὁ πάντοθεν περικεκλειϲμένοϲ· καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰϲ ρ κρίκοϲ ὡϲ [*](ad fr. *642. cf. E. Orion. 29, 26: Ἀττική παρὰ τὴν ἀκτὴν. παραθαλαϲϲία γάρ ἐϲτιν ὡϲ Κρήτη Κρητική.) [*](ad fr. 643. cf. Bergk ad Pindar. fr. 62. Quamquam Herodiani mentio etiam ab alio grammatico originationem vocis a λῦθι ῥάμμα improbante iniecta esse potest, tamen ab ipso Herodiano etymon ὁ δίϲ θύραζε βεβηκώϲ acceptum videtur. . Nam similiter in Symposio E. Or. 89, 2 κάραβοϲ παρὰ τὸ κάρᾳ βαίνειν et ἐν τῷ περὶ ϲχημάτων E. M. 137, 32 Αἴγιϲθοϲ ἀπὸ τοῦ θῶ τὸ θηλάζω repetit.) [*](ad fr. 644. libri titulum addit Cod. Paris 2638.) [*](ad fr. *645. Comparato fr. 647 non dubitandum, quin etiam hoc Herodiani sit. Omisi quae sunt in fine ἢ ἀπὸ τοῦ κύκλοϲ, ut ex alio fonte addita.) [*](ad fr. *646. cf. E. M. 655, 5 Παρναϲόϲ, ὅροϲ ἐϲτὶ Δελφῶν ἀπὸ Παρναϲοῦ ἥρωοϲ Ἄνδρων δέ φηϲιν, ἐπειδὴ προϲώρμιϲεν ἡ λάρναξ τοῦ Δευκαλίωνοϲ. καὶ τὸ μὲν πρότερον Λαρνηϲϲόϲ ἐκαλεῖτο, ὕϲτερον δὲ κατ᾿ ἐναλλαγὴν τοῦ λ εἰϲ Παρναϲόϲ. Schol. ad Apoll. Β 711.) [*](ad fr. 647 Herodiani nomen accessit ex cod. Paris. 2631 in Cr. An. Paris. IV 46. Quae de accentu adiuncta sunt, ex Catholica deprompta cum hoc adnotamento)

    376
    ἄλγοϲ ἀλγαλέοϲ καὶ ἀργαλέοϲ. ἔϲτι δ’ ὅτε καὶ ἐν ὑπερθέϲει γίνεται κίρκοϲ «ῥήξαϲα κίρκουϲ» παρὰ Ϲοφοκλεῖ ὥϲπερ τὸ κερκίϲ· παρὰ τὸ κρέκειν γάρ· καὶ ὡϲ καρδία κραδία. Ἡρωδιανόϲ.

    648. E. M. 655, 9: παρρηϲία: οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ παντορηϲία κατὰ ϲυγκοπήν, ὅπερ ἐϲτὶν ἄτοπον. ἀλλὰ παρὰ τὸ πᾶν γίνεται· ϲυγκοπῇ γὰρ οὔ, ἀλλὰ τροπῇ ἡ πάντα ἐν ῥήϲει ἔχουϲα καὶ λέγουϲα. περὶ παθῶν.

    649. Choer. 281, 25: ὁ δελφίϲ ὁ Τελχίϲ οὐ καταλήγουϲι φύϲει εἰϲ ϲ, ἀλλ’ εἰϲ ν, τροπὴ δὲ ἐγένετο τοῦ ν εἰϲ ϲ κατὰ Δωρικὴν διάλεκτον ὥϲπερ ἦν ἦϲ, εἵρπομεν εἵρπομεϲ ὡϲ παρὰ Θεοκρίτῳ (7, 1) «ἦϲ χρόνοϲ» καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ (7, 2) «εἴρπομεϲ ἐκ πόλιοϲ». καὶ οὕτω λοιπὸν ἀπετελέϲθη ἡ εἰϲ ϲ κατάληξιϲ οἷον δελφίν δελφίϲ, Τελχίν Τελχίϲ.

    650. Ep. Cr. I 160, 18: οὐδέποτε τὸ ξ ἐν παραθέϲει τρέπεται, ἀλλ’ ἐν ϲυνθέϲει· παρὰ Βοιωτοῖϲ λέγεται ἐϲ ϲυμφώνου ἐπιφερομένου, ἐὰν δὲ καθαρεύῃ, εἰϲ δύο ϲϲ Ἔϲϲαρχοϲ ποταμόϲ (? Ahrens: ἐϲϲάρχι πολέμω).

    651. St. B. 160, 17: Βατίεια τόποϲ τῆϲ Τροίαϲ ὑψηλόϲ κέκληται ἀπὸ Βατείαϲ τινόϲ, ὡϲ Ἑλλάνικοϲ ἐν πρώτῃ Τρωϊκῶν, ἢ ἀπὸ τοῦ πάτου τῶν ἵππων ἤγουν τῆϲ ἀναϲτροφῆϲ, τροπῇ τοῦ π εἰϲ β ἢ ἀπὸ τῶν βάτων.

    652. St. B. 448, 14: Μεταπόντιον πόλιϲ Ἰταλίαϲ, ἀπὸ Μετάβου τοῦ Ϲιϲύφου τοῦ Αἰόλου τὸν γὰρ Μετάποντον οἱ βάρβαροι Μέταβον ἔλεγον.

    653. E. M. 76, 39: ἀμαλή ἡ ἁπαλή· ἡ δὲ λέξιϲ Μακεδόνων· ἔϲτι δὲ ἁπαλή καὶ τροπῇ ἀμαλὴ παῖϲ καὶ ἀμαλόν ἀμαλῶϲ ἁπαλόν ἁπαλῶϲ

    654. Ep. Cr. I 66, 23: ϲημειώδηϲ ἡ ἀμφί, ὅτι μόνη ἔχει δαϲὺ ϲύμφωνον, διόπερ οἱ Αἰολεῖϲ ἀμπί λέγουϲι διὰ τοῦ ψιλοῦ, τὸ ὀφειλόμενον [*](eodem modo conglutinata sunt, quo saepius diversa ad unum vocabulum spectantia in unum contracta deprehendimus. Similia habes in Ep. Cr. I 224, 24, unde addidi verba «ῥήξαϲα — γάρ· καί, non recepi καὶ ἐν τῷ κυκλοτερήϲ παρὰ τὸ τέλοϲ κυκλοτελήϲ, quae ab epitomatore apposita videntur.) [*](ad fr. 648. pro ἐν αὐτῇ ἔχουϲα Ritschl de Or. et Orion. p. 63 ἐν αὑτῇ pro posuit, ipse scripsi ἐν ῥήϲει ἔχουϲα, καὶ autem hic idem est atque ἤτοι. Choer. Ep. in Psalm. 122, 8 sequitur sententiam ab Herodiano reprobatam: παντορρηϲία καὶ παρρηϲία.) [*](ad fr. *651. pro τροφῆϲ scripsi ex Arcad. 78, 24 ἀναϲτροφῆϲ. Originatio a πάτοϲ in E. M. 191, 38 Epaphrodito adscribitur: Ἐπαφρόδιτόϲ φηϲιν ἀπὸ τοῦ πατῶ πάτοϲ· καὶ ἀπὸ τοῦ πάτου τῶν ἵππων· τοὺϲ γὰρ ἐν ταῖϲ ὁδοῖϲ ὁλκούϲ τε καὶ ϲυνεχεῖϲ τριμμοὺϲ πάτουϲ ἔλεγον· πάτοϲ οὖν πάτεια καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ῑ πατίεια καὶ Βατίεια.) [*](ad fr. *654. cf. Mon. 45, ἀμφί· οὐδεμία πρόθεϲιϲ διὰ δαϲέοϲ ϲυμφώνου)

    377
    πνεῦμα ἀποδιδόντεϲ· εὕρηται δὲ καὶ ἐν ϲυνθέϲει τὸ π ἔχουϲα παρὰ Ἀττικοῖϲ ἀμπεχόνη, ἀμπίϲχουϲα «ἀμέλει ταδί μοι πρῶτ’ἀμπίϲχου λαβών».

    655. Eustath. 561, 12: τροπὴ τοῦ ψιλοῦ εἰϲ δαϲὺ καὶ ἐν τῷ κεκαφηώϲ γίνεται κατὰ Ἡρωδιανόν.

    656. Ep. Cr. I 353, 24 (An. Per. III 331, 14): οἱ Αἰολεῖϲ τὸ πτ εἰϲ δύο ϲϲ μετατιθέαϲι· τὸ γὰρ νίπτω νίϲϲω λέγουϲι καὶ τὸ ὄπτω ὄϲϲω.

    657. Ep. Cr. l 129, 6: ἀπομόρξατο. ἀπομόργω ἐϲτὶν ἐνεϲτὼϲ ἐκ τοῦ ἀμέργω τὸ ἐκπιέζω μεταθέϲει τοῦ ρ εἰϲ λ ἀμέλγω καὶ ἀμολγόϲ.

    658. E. M. 500, 48: κεκορυϲμένοϲ: ὁ παθητικὸϲ παρακείμενοϲ κεκόρυϲμαι, ἡ μετοχὴ κεκορυϲμένοϲ καὶ οἱ Ἀττικοὶ τρέπουϲι τὸ ϲ εἰϲ θ, τὸ κλαυϲμόϲ κλαυθμόϲ λέγοντεϲ καὶ τὸ ἀριϲμόϲ ἀριθμόϲ.

    659. Eustath. 114, 15, Favorin. 429, 18: Ἡρωδιανὸϲ λέγει, ὅτι τέτραπται τὸ μάρτυρεϲ ἀπὸ τῆϲ μάρτυϲ εὐθείαϲ, ἣν ἡ Αἰολέων διάλεκτοϲ διὰ τοῦ ρ προφέρει. ἐκεῖνοι γάρ, φηϲί, τὸ ϲ εἰϲ ρ μεταβάλλουϲι τὸ οὗτοϲ οὗτορ λέγοντεϲ καὶ τὸ ἵπποϲ ἵππορ. οὕτωϲ οὖν, φηϲί, καὶ μάρ τυϲ μάρτυρ, ἀφ᾿ ἧϲ ἐκπίπτει πληθυντικὸν οἱ μάρτυρεϲ παρά τε τοῖϲ κωμικοῖϲ καὶ Ἱππώνακτι.

    [*](ἐκφέρεται, ἀλλὰ μόνον τὸ ἀμφί· λέγεται δ᾿  ἔϲθ ὅτε καὶ ἀμπί ἐν ϲυνθέϲει διὰ τοῦ π, καὶ ἴϲωϲ ἀναλογώτερον.)[*](ad fr. 655. Schol. L ad Il. Ε 698 κεκαφηότα. ὁ Ἡρωδιανὸϲ οὕτω κανονίζει· καπῶ καπήϲω κεκαπηκώϲ καὶ Ἰωνικῶϲ κεκαπηώϲ καὶ μεταθέϲει τοῦ ψιλοῦ εἰϲ δαϲὺ κεκαφηώϲ. Apud Eustath. praecedunt ἡ διὰ τοῦ φ γραφὴ τοῦ ἐφιάλτου διὰ τὸ ἴϲωϲ δαϲύνεϲθαι τὸ ἱάλλω παρά τιϲι γίνεται ἢ κατά τινα γλῶϲϲαν τροπῇ τοῦ ψιλοῦ εἰϲ δαϲύ et paullo post sequuntur: ἐν δὲ τοῖϲ Ἡρωδιανοῦ κεῖται καὶ ἠπιάληϲ ἠπιάλητοϲ, οὗ χρῆϲιϲ, φηϲί, παρὰ Ϲώφρονι οῐον, Ἡρακλῆϲ Ἠπιάλητα πνίγων cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 43.)[*](ad fr. *656. cf. Ahrens de dial. Aeol p. 67 Herodianum sic de ὅϲϲω iudicasse ut ex ὄπτω transversum putaret, inde concludi potest, quod Theogn. p. 145 τὰ διὰ τοῦ ωϲϲω πάντα διὰ τοῦ ω γράφεται, ὄϲϲω quod in Ep. Herod. 252 πλὴν τοῦ ὄϲϲω excipitur, praetermisit utpote non primitus in ϲϲω exiens cf. Lob. Phem. p. 100. Ex pluribus locis, quibus similia traduntur, unum tantum com paro: Ep. Cram I 291, 21 τὸ νίτρον ἐὰν μὲν παρὰ τὸ νίπτω, τὸ π ἀπέβαλεν· εἰ δὲ παρὰ τὸ νίζω, τὸ ϲ, ὅπερ καὶ λίτρον οἱ Ἀττικοὶ λέγουϲι κατὰ τροπὴν, ὡϲ πνεύμων πλεύμων· τὸ δὲ νίπτω ποιεῖ τὸ νίϲϲω. Αἰολεῖϲ γὰρ τὸ πίπτω πίϲϲω λέγουϲι καὶ τὸ πέπτω πέϲϲω τὸ δὲ νίζω οὐκ ἐγένετο ἐκ τοῦ Αἰολικοῦ· οὐδέποτε γὰρ τὰ παῤ αὐτοῖϲ δύο ϲϲ τρέπουϲι εἰϲ ζ.)[*](ad fr. *657. cf. Ep. Cr. I 13, 7, E. M. 129, 6. Urbium nomina, quorum scriptura inter ρ et λ fluctuat, Meinekius ad Steph. B. 76, 10 composuit, inter quae est etiam Ἀμοργόϲ et Ἄμολγοϲ (Arcad. 47, 17).)[*](ad fr. *658. Hoc ex Herodiano fluxisse evincit fr. 177, quod ex hoc loco emendavi)
    378

    660. St. B. 659, 20: Φάρϲαλοϲ πόλιϲ Θεϲϲαλίαϲ. τὸ ἐθνικὸν Φαρϲάλιοϲ. λέγεται καὶ Φαρράλιοϲ διὰ δύο ρρ ὡϲ Μυρρίνη καὶ κόρρη καὶ «ἐπὶ κόρρηϲ».

    661. E. M. 685, 23: τὸ ποτί τὴν πρόϲ πρόθεϲιν ϲημαίνει Δωρικῶϲ. ἡ γὰρ πρόϲ κατ’ ἐπέκταϲιν προϲί ὡϲ ἐν ἐνί (ἀναλόγωϲ· παρέπεται γὰρ ταῖϲ προθέϲεϲι τὸ μέχρι τῆϲ διϲυλλαβίαϲ αὐξάνεϲθαι) καὶ τροπῇ Δωρικῇ τοῦ ϲ εἰϲ τ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ποτί ὥϲπερ ϲοί τοί.

    662. E. M. 335, 37: τὰ δύο ϲϲ εἰϲ ζ τρέπουϲιν Αἰολεῖϲ. τὸ γὰρ ἐπιπλήϲϲω ἐπιπλάζω. Ϲαπφώ «τὸν δ᾿  ἐπιπλάζοντα ἄνεμοι φέροιεν (fr. 18 Βergk ).

    660a. Arcad. 9, 6: τὸ ἄρρην Ἀττικῶϲ ἀπὸ τοῦ ἄρϲην γέγονεν.

    661a. Men. 10, 25: εἴρηται ὁ δαίμων παῤ Ἀλκαίῳ διὰ τοῦ ᾱ μένοντοϲ τοῦ ϲ Ποϲείδαν, παρὰ δὲ Δωριεῦϲι τρεπομένου τοῦ ϲ εἰϲ τ Ποτειδάν κατ᾿  ὀξεῖαν τάϲιν, εἴρηται δὲ καὶ Ποτιδᾶϲ ὡϲ κερκιδᾶϲ.

    662a. Il. Pr. Ϲ 519: ὀλίζων ἐϲχημάτιϲται ϲυγκριτικῶϲ κατὰ πάθοϲ. παρὰ γὰρ τὸ ὀλιγώτεροϲ κατὰ δεύτερον τύπον τὸ ὀλιγίων μὴ εἰρημένον ϲυγκριτικῶϲ, ὑπερθετικῶϲ δὲ ἐν τῷ ὀλίγιϲτοϲ ἐξέπιπτε· τρίτοϲ τύποϲ ὁ διὰ δύο ϲϲ ὀλίϲϲων. τὰ δὲ δύο ϲϲ μετέπεϲεν εἰϲ ζ καὶ ἀπετελέϲθη τὸ ὄλιζον. οὕτωϲ οὖν ἐϲχηματίϲαμεν καὶ τὸ μεῖζον, λέγω δὲ κατὰ τὴν αὐτὴν τροπὴν τῶν ϲτοιχείων.

    [*](ad fr. *660. cf. ap. St. B. s. Τυρρηνία Τυρρηνοί et Τυρϲηνὴ θάλαϲϲα, Τυρϲηνίϲ Τυρϲηνικόϲ et s. Χερρόνηϲοϲ Χερϲόνηϲοϲ. — In E. Gud. 301, 6 comparat Herod. κάρϲων κάρρων et in E. M. 515, Κρῖϲα Κίρϲα Κίρρα cum μυρϲίνη μυρρίνη.)[*](ad fr. *661. cf. fr. 84. In fine pro ϲόϲ τόϲ scripsi ϲοί τοί, de quibus Ep. Cr. I 409, 32 ἡ τοί ἀντωνυμία κατὰ τροπὴν Δωρικὴ, κατὰ δὲ χρῆϲιν κοινὴ.)[*](ad fr. *662. Hoc ex Herodiano petitum esse docet locus simillimus in Mon. 23, 7 κράζω: τὰ εἰϲ ζω λήγοντα ῥήματα ὁριϲτικά, εἰ ἔχοι πρὸ τέλουϲ μόνον τὸ ᾱ, ἔχει αὐτὸ ϲυνεϲταλμένον, ὑπεϲταλμένηϲ τῆϲ Αἱολίδοϲ διαλέκτου. παρῃτηϲάμεθα δὲ Αἰολίδα διάλεκτον διὰ τὸ πτάζω ἔπταζον ὥϲτ᾿ ὄρνιθεϲ ὦκυν αἴετον ἐξαπίναϲ φανέντα. ἐκ δὲ τοῦ κοινοῦ ἦν τοῦ ἔπτηϲϲον. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ πλάζω· τὸν δ᾿ ἐπιπλάζοντ᾿  ἄνεμοι φέροιεν καὶ μελέδωνα. ἀντὶ τοῦ ἐπιπλήϲϲοντα. — Sed omisi quae in E. M. praecedunt ἐμπάϲϲω καὶ Αἰολικῶϲ ἐμπάζω ut incertum. cf. Ahrens de dial. Aeol. p. 46 cum not. 3. — Doctum adnotamentum in Epim. I 62, 16, in quo docetur Tarentinos verba in ζω in ϲϲω et contra mutasse, ab Heraclide profectum est Eustath. 1654, 23 cf. Ahrens p. 98, 6 neque Herodianus tradidisse videtur verba in ϲϲω in ζω transformari  cf. supra adnotationem ad fr. 656.)
    379

    663. St. B. 167, 8: Βήρυτοϲ πόλιϲ Φοινίκηϲ. ὁ πολίτηϲ Βηρύτιοϲ ὡϲ Ἀζώτιοϲ Αἰγύπτιοϲ· ϲεϲημείωται τὸ Μιλήϲιοϲ ἐν τοῖϲ τοπικοῖϲ, ὅτι ἐτράπη ἁπλοῦν ὂν ὡϲ τὸ θεοδόϲιοϲ Ἀθανάϲιοϲ Ἀμβρόϲιοϲ. τὸ γὰρ θεόδοτοϲ καὶ ἀθάνατοϲ καὶ ἄμβροτοϲ ϲύνθετα. τὸ δὲ χαρίϲιοϲ οὐ τοπικόν.

    664. St. B. 214, 11: Γυμνηϲίαι: καὶ ἀρϲενικῶϲ καὶ θηλυκῶϲ ἐθνικὸν Γυμνήϲιοϲ καὶ Γυμνηϲία. καὶ Γυμνηϲίϲ ἀπὸ τῆϲ Γύμνητοϲ γενικῆϲ τροπῇ τοῦ ϲ εἰϲ τ.

    665. St. B. 384, 10; Κρήτη ἀπὸ τῆϲ Κρητόϲ γενικῆϲ Κρῆτιϲ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰϲ ϲ Κρηϲίϲ.

    666. St. Β. 472, 18: Νέπετοϲ πόλιϲ Ἰταλίαϲ. τὸ ἐθνικὸν Νεπεϲῖνοϲ. ἡ τροπὴ δὲ τοῦ τ εἰϲ ϲ ἰδιάζουϲα καὶ ϲεϲημείωται.

    667. St. B. 164, 25: Βέροια, πόλιϲ Μακεδονίαϲ, ἣν Φέρωνα κτίϲαι φαϲίν, αὐτοὺϲ δὲ τὸ φ εἰϲ β μεταποιεῖν ὡϲ Φάλακρον Βάλακρον καὶ Βίλιππον καὶ Κεβαλῖνον, ἄλλοι ἀπὸ Βεροίαϲ τῆϲ Βέρητοϲ τοῦ Μακεδόνοϲ.

    668. St. B. 672, 22: Φρυγία: οἱ Φρύγεϲ λέγονται καὶ Βρίγεϲ.

    669. Choer. 698. 30: οἱ Ἴωνεϲ ψιλωτικοί εἰϲι, τοῦ γὰρ ἥλιοϲ δαϲυνομένου τὸ ἀπηλιώτηϲ Ἰωνικῶϲ διὰ τοῦ π ἐπεκράτηϲεν, ἐπειδὴ διὰ τοῦ φ ὤφειλεν εἶναι διὰ τὸ ἐπιφέρεϲθαι δαϲὺ φωνῆεν ὥϲπερ ἐπὶ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμῶν πάλιν τοῦ ἱϲτίον δαϲυνομένου τὸ ἐπίϲτιον Ἰωνικῶϲ διὰ τοῦ π ἐπεκράτηϲεν οἶον «ἐπίϲτιόν ἐϲτιν ἑκάϲτῳ» (ζ 265), ἐπειδὴ διὰ τοῦ φ ὤφειλεν εἶναι. καὶ πάλιν τὸ οὐχὶ Ἰωνικῶϲ οὐκί λέγεται ὡϲ παρὰ τῷ ποιητῇ «ἠὲ καὶ οὐκί».

    670. E. M. 229, 51: γῆ παρὰ τὸ γῶ τὸ χωρῶ ἡ πάντα χωροῦϲα· τοῦτο δὲ παρὰ τὸ χῶ τροπῇ τοῦ χ εἰϲ γ γῶ.

    [*](ad fr. *663. Dubia est trope literae τ in θ terminatione non mutata in E. M. 579, 23 Μενέϲθηϲ: ὡϲ ἀπὸ τοῦ ἀργόϲ γίνεται Ἀργέϲτηϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ μένοϲ Μενέϲτηϲ καὶ Μενέϲθηϲ κατὰ τροπήν, quam adnotationem habet etiam Schol. BL. ad Ε 609, Eustath. 596, 23, Choer. Dict. 137, 30 cf. Lehrs Aristarch. p. 310 not. * * *. Sed ut in Il. Pr. Ν 809 ex ἐγερτόϲ ἐγέρθω, ἐρεκτόϲ ἐρέχθω, ἀϊϲτόϲ ἀΐϲθων existere voluit, sic etiam ὄρθροϲ ex ὄρτοϲ metathesi literae et. pleonasmo literae ρ propagasse videtur in E. Or. 117, 23 ὄρθροϲ: ὄρω. μέλλων Αἰολικὸϲ ὄρϲω, ὄνομα ὄρτοϲ καὶ μεταθέϲει τοῦ εἰϲ θ [καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ρ] ὄρθροϲ. Nam haec notatio reperitur in sede Herodianearum.)[*](adl fr. *667. cf. E. M. 195, 37 ubi ὡϲ Φερενίκη Βερενίκη ἡ γυνὴ τοῦ πατρὸϲ Πτολεμαίου καὶ κεφαλὴν κεβαλήν λέγουϲιν et supra fr. 607.)[*](ad fr. *670. cf. Mein. ad St. B. 699, 7 s. χώρα, qui pro χώρα ἡ μερικὴ γῆ, ἀφ᾿ οὗ τὸ χῶ ῥῆμα probabiliter scribi vult γῆ παρὰ τὸ χῶ, ἀφ᾿ οὗ χωρῶ ῥῆμα.)
    380

    671. Choer. 588, 16, Ep. Cr. 375, 20: πέφρικα: ἐνεργητικοῦ ἐϲτι παρακειμένου, ἀλλ᾿ οὐ μέϲου· εἰ γὰρ ἦν μέϲου παρακειμένου διὰ τοῦ γ ἂν ἐξηνέχθη. τὰ γὰρ τῆϲ τετάρτηϲ ϲυζυγίαϲ τῶν βαρυτόνων διὰ τοῦ γ ἐκφέρονται κατὰ τὸν μέϲον παρακείμενον. ὁ δὲ λόγοϲ ἐπὶ τῶν ἔχοντων διὰ τοῦ ξ τὸν μέλλοντα ἐκφερόμενον οἷον πλήϲϲω πλήξω πέπληγα, νύϲϲω νύξω νένυγα, φρίϲϲω φρίξω πέφριγα· ἀλλ’ ἐνεργητικοῦ ἐϲτι παρακειμένου καὶ οὐ μέϲου· ἀπὸ γὰρ τοῦ φρίϲϲω φρίξω γέγονε πέφριχα καὶ διὰ τὴν τῶν δαϲέων ϲύγχυϲιν ἐτράπη τὸ χ εἰϲ κ καὶ γέγονε πέφρικα καὶ ὁ μέϲοϲ παρακείμενοϲ πέφριγα.

    672. E. Or. 147, 7, E. M. 719, 29, Zon. 1655: ϲκότοϲ: ὁ Ἡρωδιανὸϲ παρὰ ϲχέθειν ἡμᾶϲ πολλάκιϲ προϊέναι, ὅ ἐϲτιν ἐπιϲχεῖν.

    673. Schol. in Aristot. Categ. p. 85 b. 42: ἡ ϲκιά, ὡϲ Ἡρωδιανόϲ φηϲι, παρὰ τὸ ϲχέθειν. ἐπέχει γὰρ ἡμῶν τὸ εἰδέναι ἢ τῶν προϲόδων καὶ τῶν πολλῶν ἐνεργειῶν ἐπέχει.

    674. Anecd. Par. III 358, 1, E. M. 755, 14: τετύκοντο: ἀπὸ τοῦ τεύχω ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ ἔτυχον, ὁ παθητικὸϲ ἐτυχόμην ἐτυχόμεθα ἐτύχοντο καὶ κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν τετύχοντο καὶ τετύκοντο κατὰ τροπὴν ὥϲπερ καὶ τὸ κεκάδοντο ἀπὸ τοῦ χάζω.

    675. E. Or. 65, 11, E. M. 321. 24: ἐκεχειρία: παρὰ τὸ ἔχω καὶ χείρ γίνεται ἐχεχειρία καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰϲ κ ἐκεχειρία.

    676. St. B. 407, 4: Λακεδαίμων: Λακεδαίμονα οἱ μὲν ἀπὸ Λακεδαίμονοϲ ἢ ὅτι μετὰ τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον ϲυνθεμένων κλήρῳ διανείμαϲθαι τὴν χώραν καὶ τὸν λαχόντα πρῶτον ταύτην λαβεῖν, καὶ. Λαχεδαίμονα κληθῆναι ἢ Λαβεδαίμονα, διότι ἀγαθῷ δαίμονι ταύτην ἔλαβεν ὁ λαβὼν ἢ ἔλαχεν ὁ λαχών, καὶ τροπῇ τοῦ β ἢ τοῦ χ εἰϲ κ Λακεδαίμων.

    [*](ad fr. 672. Hoc adnotamentum perversum est in Koesii Excerpt. Orion. 189 31: ἀπὸ τοῦ ϲκιάζειν ὠνόμαϲται· οἱ δέ φαϲιν, ὅτι ϲκοπόϲ ἐϲτι·  δεῖ προϲκοπεῖϲθαι τὸν προερχόμενον ἐν αὐτῷ. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ οἱ δὲ παρὰ τὸ ϲχέθειν.)[*](ad fr. 673. Similiter Choer Ep. in Psalm. 175, 30, sed de suo addens ἢ ἐκ τῆϲ ϲύν προθέϲεωϲ καὶ τοῦ κίω τὸ πορεύομαι. cf. Lob. Rhem. p. 89.)[*](ad fr. *674. cf. Choer. 629, 23. Lob. ad Buttm. s. χάζω.)[*](ad fr. *675. Il. Pr. Ε 759 μάχεται τὸ ἐκεχειρία, ὅπερ οὐκ ἔχει γνήϲιον τὸ κ ἀπὸ τοῦ ἔχειν γενόμενον. Ep. Cr. I 249 30 τὸ ἐκεχειρία οὐκ εἶχε τὸ κ, ἀλλὰ τὸ χ ἐχεχειρία, διὸ καὶ ἐφυλάχθη τὸ πνεῦμα τοῦ ἔχειν.)[*](ad fr. *676. In Il. Pr. Γ 182 Herodianus vocem pro composita babet. Similia leguntur in Ep. Cr. I 17 extr. Λακεδαίμων ἐϲτὶ ϲύνθετον· οὕτωϲ δέ φαϲι λέγεϲθαι τὴν πόλιν, ἐπειδὴ ἐν αὐτῇ πρῶτον οἱ θεοὶ ἔλαχον καί ἐκληρώϲαντο τὰϲ πόλειϲ οἱονεὶ Λαχεδαίμων τὶϲ οὖϲα τροπῇ τοῦ δαϲέοϲ εἰϲ ψιλόν.)
    381

    677. Choer. 259, 16: ἐπὶ τῶν εἰϲ οϲ καθαρῶν διὰ τοῦ ᾱ ἐχόντων τὴν παραλήγουϲαν μακρὰν ὑπερβιβαϲμὸν ποιοῦνται τοῦ χρόνου οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τὴν μὲν τελευταίαν ἐκτείνουϲιν εἰϲ τὸ ω, τὴν παραλήγουϲαν ϲυϲτέλλουϲιν εἰϲ τὸ ε οἷον Μενέλαοϲ Μενέλεωϲ, Ἰόλαοϲ Ἰόλεωϲ, λαόϲ λεώϲ, ναόϲ νεώϲ· ὅθεν τὸ Οἰνόμαοϲ, ἐπειδὴ οὐκ ἔχει μακρὰν τὴν παραλήγουϲαν, τὸ γὰρ ᾱ ϲυνεϲταλμένον ἐϲτίν, οὐκ ἐγένετο παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ διὰ τοῦ ε καὶ ω οἷον Οἰνόμεωϲ. Εἰ δέ τιϲ εἴποι καὶ πῶϲ τὸ ἵλαοϲ ϲυνεϲταλμένον ἔχον τὸ ᾱ οἷον ὡϲ παρὰ Παρθενίῳ «ἵλαοϲ, ὤ ὑμέναιε» (Mein. p. 286) γίνεται παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοϲ διὰ τοῦ ἑ καὶ ω οἷον ἵλεωϲ, λέγομεν ὅτι τὸ ἵλαοϲ μᾶλλον ἐκτείνει τὸ ᾱ (ϲπάνιον γὰρ τὸ ἐν ϲυϲτολῇ εὑριϲκόμενον) καὶ τούτου χάριν ἐγένετο παρὰ τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ ἵλεωϲ· ὅτι γὰρ ἐκτείνει τὸ ᾱ, ἐδήλωϲε Παρθένιοϲ ἐν τῷ Βίαντι εἰπών

  • Ἵλαοϲ ταύτην δέχνυϲο πυρκαιήν (Mein. p. 262).
  • ἔϲτι δὲ ἐλεγεῖον. καὶ ἐν τῷ Εὐφορίωνοϲ Δημοϲθένει ὁμοίωϲ ἐκτεταμένον εὑρίϲκεται οἷον «δαίμονοϲ ἱλάοιο» (Mein. p. 45).

    678. Choer. 830, 4: πολλάκιϲ παρὰ τοῖϲ ποιηταῖϲ ὑπερβιβαϲμοὶ γίνονται χρόνων· ἰδοὺ γάρ ἐϲτι Κρονίων Κρονίωνοϲ διὰ τοῦ ω ὥϲπερ Πηλείων Πηλείωνοϲ καὶ Ἀτρείων Ἀτρείωνοϲ «ὅϲ ῥα παρὰ Κρονίωνι καθένίονοϲ κύδεϊ γαίων» (Α 405) καὶ ἐν τῷ «Ζηνὸϲ δ’ οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονο ἄϲϲον ἱκοίμην» (Ξ 247) ὑπερβιβαϲμὸϲ ἐγένετο χρόνου καὶ τὸ μὲν ῑ ἐξετάθη, τὸ δὲ ω ϲυνεϲτάλη εἰϲ τὸ ο.

    679. Choer. 599, 3: ἰϲτέον ὅτι ἐώλπειν καὶ ἐῴκειν καὶ ἐώργειν ὑπερ βιβαϲμὸν ἀνεδέξαντο τοῦ χρόνου. ἔϲτι γὰρ ὁ μέϲοϲ παρακείμενοϲ ἔολπα καὶ ἔοργα καὶ ἔοικα καὶ λοιπὸν ὁ ὑπερϲυντέλικοϲ ὤφειλεν εἶναι ἠόλπειν καὶ ἠόργειν καὶ ἠοίκειν, ἀλλὰ κατὰ ὑπερβιβαϲμὸν τοῦ χρόνου γεγόναϲι ταῦτα, ἐώλπειν, ἐώργειν, ἐῴκειν τῆϲ πρώτηϲ ϲυλλαβῆϲ ϲυϲταλείϲηϲ εἰϲ τὸ ε, τῆϲ δὲ δευτέραϲ ἐκταθείϲηϲ εἰϲ τὸ ω ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ ἑορτάζω ἑώρταζον γέγονε· τούτου ὁ παρατατικὸϲ ὤφειλεν εἶναι ἡόρταζον καὶ γέγονε κατὰ ὑπερβιβαϲμὸν τοῦ χρόνου ἑώρταζον.

    [*](ad fr. *678. Quae ap. Choer. de ἐμπεφυῶταϲ praecedunt, omisi, cf. adnotationem ad fr. 601 et Lob. El I 535. De Κρονίονοϲ agit Choeroboscus etiam 285, 5.)[*](ad fr. *679. Sequitur apud Choeroboscum satis longa expositio de causa affectionis. quae in eo sita esse perhibetur, quod πᾶϲ παρακείμενοϲ ἀπὸ φωνήεντοϲ ἀρχόμενοϲ πάντωϲ ἔχει τὸν ὑπερϲυντέλικον ϲυναρχόμενον αὐτῷ χωρὶϲ τῶν Ἀττικῶν, sed omittitur ea, quae in E. M. 351, 8 affertur: κανών ἐϲτιν λέγων, ὅτι οὐδέποτε λέξιϲ Ἑλληνικὴ εὑρίϲκεται ἀπὸ τοῦ η ἀρχομένη ἐπιφερομένου τοῦ ο χωρὶϲ εἰ μὴ ἐν διφθόγγῳ εἴη ἢ κατὰ διάλεκτον· πρόϲκειται «εἰ μὴ ἐν διφθόγγῳ» διὰ τὸ ἠοῦϲ ἠοῖ καὶ «πρωὶ δ᾿ ὑπ᾿ ἠοῖ» «κατὰ διάλεκτον» διὰ τὸ ἠῶ. οἱ γὰρ Ἴωνεϲ διαλύοντεϲ λέγουϲιν ἠόα. κατὰ τοῦτον τὸν κανόνα ἐγένετο ὁ ὑπερβιβαϲμὸϲ τοῦ χρόνου καὶ τὸ μὲν ε ἐφυλάχθη διὰ τὸ ο, τὸ δὲ ο ἠμείφθη εἰϲ ω κτλ. — Praeterea quantitatis transgressionem statuit Choer. 567, 8 in ὅρω ὦρο ὄρωρα, τὸ γὰρ «ὑ πώρορα μοῦϲα λιγεῖα» διὰ τὸ μέτρον ὑπερβιβαϲμὸν ἀνεδέξατο (Ep.)
    382

    680. Choer. 341, 19: Καλχηδών Καλχηδόνοϲ, ἡ κατὰ Βυζάντιον καὶ. Χαλκηδὼν καλεῖται· εὑρίϲκομεν γὰρ διφορουμένην τὴν χρῆϲιν.

    681. Ep. Cr. I 396, 31: τάφοϲ: ὁ ἐπὶ τῶν νεκρῶν γίνεται μὲν παρὰ τὸ θάποϲ μεταβολῇ τοῦ ψιλοῦ εἰϲ δαϲὺ καὶ τοῦ δαϲέοϲ εἰϲ ψιλόν. γίνεται δὲ παρὰ τὸ θάπτω καὶ ὤφειλεν εἶναι θάποϲ ὡϲ κόπτω κόποϲ, ἀλλ᾿ ὑπερβιβαϲμὸϲ γέγονε καὶ ἐναλλαγὴ ϲτοιχείων Ἰωνική· καὶ τάφοϲ δέ, ὃ ϲημαίνει τὴν κατάπληξιν οἷον «τάφοϲ δ’ ἕλε πάνταϲ Ἀχαιούϲ» (φ 122) παρὰ τὸ θήπω γενόμενον ῥῆμα ἔδει εἶναι θάποϲ ἔθαπον γὰρ ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ· ἀλλ᾿ Ἰωνικῶϲ ἀνέϲτρεψε τὰ ϲτοιχεῖα. τοιοῦτόν ἐϲτι καὶ τὸ ἐνταῦθα καὶ ἐντεῦθεν. τὸ μὲν παρὰ τὸ ἔνθα καὶ ὤφειλεν εἶναι ἐνθαῦτα, τὸ δὲ παρὰ τὸ ἔνθεν καὶ ὤφειλεν ἐνθεῦτεν. Ἴωϲι δὲ ϲύνηθεϲ τὰ μὲν παρ’ ἡμῖν ψιλὰ εἰϲ δαϲέα μεταβάλλειν καὶ ἔμπαλιν τὰ δαϲέα εἰϲ ψιλά.

    682. Ep. Cr. I 173, 21: ἕρδοι «μὴ νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι (Ξ 261)

    681a. Choer. Orth. 213, 30: ἀπὸ τοῦ ἐννέα γέγονεν ἐννεάκοντα καὶ. καθ’ ὑπερβιβαϲμὸν ἐνενάκοντα, καὶ ἐπειδὴ ὁ πεντήκοντα καὶ οἱ λοιποὶ τὸ η παραλήγονται οἷον ἐξήκοντα καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀγδοήκοντα, τούτου χάριν ἐκείνων τρεψάντων τὸ ᾱ εἰϲ η, ἔτρεψε καὶ τοῦτο καὶ γέγονεν ἐνενήκοντα.

    681b. E. Or. 117, 30: ὀθνεῖον: ὑπέρθεϲιϲ ϲτοιχείου. ὡϲ ἄριϲτοϲ ἀριϲτεῖον, νόθοϲ νοθεῖον, μεταθέϲει τοῦ ν ὀθνεῖον.

    682a. Ep. Cr. I 383, 27 (E. M. 134, 8): ὁ ἄρ ϲύνδεϲμοϲ οὐκ ἔϲτιν ἐκ

    [*](Cr. I 466, 8), quae etiam Herodiani sententia fuisse videtur, recentiores pro aoristo habent cf. Βuttm. s. ὄρνυμι.)[*](ad fr. *681. Choer. 635, 25 οἱ Ἴωνεϲ ἔθοϲ ἔχουϲι τὰ παῤ ήμῖν ψιλὰ εἰϲ δαϲέα τρέπειν καὶ τὰ παῤ ἡμῖν δαϲέα εἰϲ ψιλά· ἰδοὺ γὰρ τὴν παρ’ ήμῖν χύτραν λεγομένην (εἴρηται γὰρ χύτρα παρὰ τὸ χέειν ἡμᾶϲ ἐξ αὐτῆϲ) κύθραν λέγουϲι κατὰ μετάθεϲιν τοῦ τοῦ δαϲέοϲ εἰϲ τὸ ψιλὸν κ καὶ τοῦ τ τοῦ ψιλοῦ εἰϲ τὸ δαϲὺ θ καὶ πάλιν ὥϲπερ παρὰ τὸ κόπτω γίνεται κόποϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ θάπτω γίνεται θάποϲ καὶ Ἰωνικῶϲ τάφοϲ. — Similia habet Apollon. Synt. p. 55, 17 et in E. Or. 151, 30 τάφοϲ· θήπω ἐϲτὶ ῥῆμα τὸ ταράττομαι καὶ ἐκπλήττομαι ἔνθεν τὸ «τέθηπά τε» (ζ 168). ἔϲτιν οὖν θήπω καὶ ῥηματικὸν ὄνομα θάποϲ τροπῇ κατ᾿ Ἴωναϲ τοῦ θ εἰϲ τ καὶ τοῦ π εἰϲ φ τάφοϲ. Ἀπολλώνιοϲ ἐν τῷ περὶ ἐπιρρημάτων, quem locum Sturzius iuvenire non potuit. Scribendum videtur ἐν τῷ περὶ. ῥημάτων. — De metathesi spiritus in ἁραιόϲ ex ῥαίω et ἕρδω ex ῥέζω cf. supra fr. [8a].)[*](ad fr. *682. ἕδρω ex ῥέζω ortum putasse Herodianum scimus ex Theogn.)[*](ad fr. [681a]. cf. Lob. El. 1 503.)[*](ad fr. [681b]. Haec notatio legitur inter alias ab Herodiano profectas; similis exstat etiam in Choer. Orth. 245, 31.)
    383

    παρὰ τὸ ῥέζω ὑπερθέϲει τοῦ ε καὶ τροπῇ τοῦ ζ εἰϲ δ ἕρδω· γίνεται δὲ ὑπέρθεϲιϲ ὥϲπερ ϲπείρω ϲπόριον ὄϲπριον, νόθοϲ νοθεῖον ὀθνεῖον· μείρω μέμαρκα μέμορε ἔμμορε.

    683. E. M. 379, 31: ἔροτιϲ ἡ ἑορτή. ὡϲ γὰρ παρὰ τὸ κάλπη κάλπιϲ καὶ φήμη φῆμιϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἑορτή παρώνυμον ἔροτιϲ ὡϲ αὐλή αὐλίϲ.

    684. Ep. Cr. I 71, 28: τὸ ἄγρει ἐϲτὶν ὡϲ προϲτακτικὸν ἐπίρρημα καὶ πληθυντικὸν ἀγρεῖτε φαϲὶ καὶ ὁ ποιητήϲ «ἀγρεῖθ᾿  αἱ μὲν δῶμα κορήϲατε» (υ 149). ὁ δέ γε Ἀντίμαχοϲ ἀργεῖτε ἔφη ὑπερβιβάϲαϲ τὸ ρ.

    685. E. Gud. 301, 6 (E. M. 492, 38): κάρρων οἷον ναὶ κάρρων βῶϲ» τρίτοϲ τύποϲ ἐϲτὶ τῶν ϲυγκριτικῶν. ὡϲ γὰρ παρὰ τὸ βαθύϲ γίνεται βαθύτεροϲ βαθίων, ὁ τρίτοϲ τύποϲ βάϲϲων, ἔνθεν παῤ Ἐπιχάρμῳ «βάϲϲον τὸ χωρίον». ἐλαχύϲ ἐλαχίων ἐλάχιϲτοϲ, ἐλάϲϲων, ταχύτεροϲ ταχίων τάχιϲτοϲ ὁ τρίτοϲ τύποϲ τάϲϲων καὶ θάϲϲων, βραχύϲ βραχύτεροϲ, βραχίων βράϲϲων, ὅπερ ϲυνεμπίπτει τῷ ἀπὸ τοῦ βραδύϲ διὰ τὸ ἀμαυρῶϲαι τὸ ϲύμφωνον, γλυκύϲ γλυκύτεροϲ γλυκίων γλύκιϲτοϲ ὁ τρίτοϲ τύποϲ γλύϲϲων. κέχρηται δὲ Ξενοφάνηϲ τῷ ὀνόματι οἷον «γλύϲϲονα ϲῦκα» καὶ πάλιν παχύϲ παχύτεροϲ παχίων πάχιϲτοϲ ὁ τρίτοϲ τύποϲ πάϲϲων «μείζονά τ᾿ εἰϲιδέειν καὶ πάϲϲονα» (ζ 230) ἀντὶ τοῦ μείζονα καὶ παχύτερον. καὶ πάλιν μακρότεροϲ οἷον μῆκοϲ μηκίων μήκιϲτοϲ ὁ τρίτοϲ τύποϲ μάϲϲων οἷον «τοϲϲοῦτον ὀΐομαι ἢ ἔτι μάϲϲον» (θ 203) ἀντὶ τοῦ μακρότερον. οὕτωϲ οὖν καὶ κρατύϲ κρατύτεροϲ κρατίων κράτιϲτοϲ ὁ τρίτοϲ τύποϲ κράϲϲβν, ὑπερθέϲει κάρϲων καὶ κάρρων ὡϲ ἡ μυρϲίνη μυρρίνη. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν.

    τοῦ ῥά· ὁ γὰρ ῥά ἐγκλιτικόϲ ἐϲτι καὶ ὑποτακτικόϲ, ὁ δὲ ἄρ οὐκ ἔϲτιν ἐγκλιτικόϲ.

    [*](p. 52, quod praeceptum propter spiritus transgressionem modo commemoravimus cf. fr. [8a] . ἔμμορε ex μέμορε repetit Herod. inn Cr. An. II 263, 24 (Choer. 593, 29, ubi tamen Herodiani non diserta fit mentio), quare non dubitamus, quin etiam duo reliqua exempla nostro loco allata ab Herodiano proposita sint, quamquam a Lobeckio El. I 504 reprobantur ὄϲπριον ex ϲπόριον propagatum esse dicit etiam Choer. Orth. 242, 28. — Simile adnotamentum recurrit in Ep. 383, 20 ῥέξαι: τὸ θέμα ῥέζω, ὃ κατὰ ὑπέρθεϲιν καὶ τροπὴν Δωρικὴν τοῦ ζ εἰϲ δ γίνεται ἕρδω.)[*](ad fr. *683. cf. Hesych. ἔροτιν ἑορτήν Κύπριοι Ahrens de dial. Aeol. 159.)[*](ad fr. *684. cf. Io. Al. 29, βαρύτονον τὸ ἄγρει, ὃ κατὰ ϲυνεκδρομὴν τοῦ ῥήματοϲ πληθυντικῶϲ εἴρηται «ἀγρεῖθ᾿ αἱ μὲν δῶμα κορήϲατε».)[*](ad fr. 685. cf. Mon. 37, 4 cum Lehrsii adnotatione. Fortasse ex Herod. fluxit E. Or. 101, 22 μηκίων: παρὰ τὸ μακρόϲ μακρίων καὶ μακίων καὶ τροπῇ τοῦ ᾱ εἰϲ η μηκίων, ἔνθεν τὸ μήκιϲτοϲ, καὶ τρίτοϲ τύποϲ μάϲϲων.)[*](ad fr. [682a]. de ἄρ et ῥά cf. Arcad. 184, 16; 185, 1, Il. Pr. Λ 249 5 ῥά ϲύνδεϲμοϲ ἐγκλιτικόϲ ὤν κτλ.)
    384

    686. E. M. 492, 44: κάρτα: παρὰ τὸ κρατύϲ κρατέα ὡϲ ταχύϲ ταχέα καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ μεταθέϲει κάρτα.

    687. E. M. 188, 23: βραδύϲ βραδίων βράδιϲτοϲ καὶ ἐν ὑπερθέϲει βάρδιϲτοϲ Ἰλιάδοϲ ψ (310) «ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιϲτοι θείειν» ἀντὶ τοῦ βραδύτατοι.

    688. E. M. 667, 22: πεφαργμένοϲ ἀντὶ τοῦ πεφραγμένοϲ καὶ ἐφάρξαντο ἀντὶ τοῦ ἐφράξαντο καὶ φαρκτόν φρακτόν· ὥϲτε ὑπέρθεϲιϲ. περὶ παθῶν.

    689. E. M. 214, 44: βρόταχον τὸν βάτραχον Ἴωνεϲ καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ καὶ παρὰ Ξενοφάνει· βάτραχοϲ καὶ καθ᾿ ὑπερβιβαϲμὸν βράταχοϲ καὶ βρόταχοϲ.

    690. E. M. 334, 10: ἐμβραμένα παρὰ Ϲώφρονι ἡ εἱμαρμένη ὑπερθέϲει τοῦ ρ καὶ διὰ τὴν ἀϲυνταξίαν πλεοναϲμῷ τοῦ β. καὶ Λάκωνεϲ οὕτω λέγουϲιν.

    691. E. M. 285, 56: δραθεῖν: δαρθεῖν καὶ δραθεῖν καθ’ ὑπέρθεϲιν ὡϲ καρδία κραδία.

    692. E. M. 287, 9: δρατά. «περὶ δὲ δρατὰ ϲώματα νήει» ἐπεϲώρευε δὲ τὰ ἐκδεδαρμένα ϲώματα τῶν ἀνῃρημένων ἀνδρῶν Ἰλιάδοϲ Ψ (169), ὡϲ φθείρω φθαρτόϲ φθαρτή φθαρτά, οὕτω δείρω τὸ ἐκδέρω δαρτόϲ δαρτά καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν δρατά ὡϲ ὀφιόϲπαρτον ὀφιόϲπρατον.

    693. E. M. 443, 3: θάρϲοϲ. παρὰ τὸ θέρω τὸ θερμαίνω ὁ μέλλων Αἰολικὸϲ θέρϲω, ῥηματικὸν ὄνομα θέρϲοϲ καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰϲ ᾱ θάρϲοϲ, [*](ad fr. *686. cf. Io. Al. 29, 2 ὠκέα ὧκα, ϲαφέα ϲάφα, καὶ τούτων ἀνεβιβάϲθη ὁ τόνοϲ καὶ κατὰ τὴν ὑπεξαίρεϲιν τοῦ ε. Similiter καρτερόϲ ex κρατερόϲ factum est Dichr. 294, 11, Il. Pr. Α 280, Arcad. 70, 23.) [*](ad fr. *687. De τάρβοϲ ex τρέπω orto cf. fr. 203. Non deciderim de origine adnotationis in E. M. 753, 29 τέρπεϲθαι μετάθεϲίϲ ἐϲτι τοῦ ρ· παρὰ τὲ τρέπεϲθαι καὶ μετάγεϲθαι τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῶν βιωτικῶν φροντίδων ἢ ἀπὸ τοῦ θεραπεύω τέρπω. Quum ap. Hes. exstet glossa τερπώμεθα τρεπώμεθα, cogitari potest Herodianum simile quid de hac voce sensisse atque Didymum, praesertim quum plurima hypertheseos exempla, quae sine dubio Herodiani sunt, etiam ap. Hesych. reperiantur, e. g. βάρδιϲτοι βραδύτατοι κατὰ ἀντίθεϲιν. E. Or. 34, 21 βραδύϲ. παρὰ τὸ βάροϲ βαρύϲ· ὑπερθέϲει τοῦ ρ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ δ βραδύϲ.) [*](ad fr. *689. Hes. βρόταχοϲ βάτραχοϲ.) [*](ad fr. *690, cf. Ahrens de dial. Dor. 285, 349. Comparari potest et propter hyperthesin et propter pleonasmum literae β ἤμβροτον supra fr. 345.) [*](ad fr. *691. cf Choer. 624, 24 δέρθω ἔδαρθον κατὰ ὑπερβιβαϲμὸν γίνεται ἔδραθον et 625, 7 δέρκω ἔδαρκον ἔδρακον et 9 πέρθω ἔπαρθον ἔπραθον et κρ δία ἀντὶ τοῦ καρδία μεταθέϲει τοῦ ρ E. M. 543, 43.)

    385
    ἀφ’ οὗ θραϲεῖϲ, καθ’ ὑπέρθεϲιν τοῦ ρ· οἱ γὰρ θερμοὶ καὶ θραϲεῖϲ καὶ θαρϲαλέοϲ ὁ ἀνδρεῖοϲ.

    694. St. B. 361, 8: Κάρπαθοϲ νῆϲοϲ πληϲίον τῆϲ Κῶ. Ὅμηροϲ «Κράπαθόν τε Κάϲον τε καὶ Κῶν» (Β 676).

    695. E. M. 704, 25: τραϲιά: παρὰ τὸ τέρϲω τὸ ξηραίνω τερϲιά καὶ ταρϲιά ὡϲ παρὰ Ϲιμωνίδῃ καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν τραϲιά.

    696. E. M. 273, 14: διέφραϲαι παρὰ Ἰβύκῳ. ἔϲτιν ἔφθαρϲαι καὶ κατὰ πάθοϲ ἔφαρϲαι καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν ἔφραϲαι καὶ διέφραϲαι.

    697. E. Gud. 316, 35: κερκίϲ: κρέκω γὰρ προκατάρχει ῥῆμα οἷον «γλυκεῖα μᾶτερ, οὔτι δύναμαι κρέκειν τὸν ἱϲτόν». κρέκω κρεκίϲ καὶ καθ’ ὑπερβιβαϲμὸν κερκίϲ· παρὰ τὸ κρέκειν, ὅ ἐϲτιν ἠχεῖν. περὶ παθῶν.

    698. E. M. 276, 21: δίκρον καὶ δίκροον τὸ δίκρανον ξύλον. Ἀριϲτοφάνηϲ «δικροῖϲ ἐώθουν τὴν θεὸν κεκράγμαϲιν» (fr. 637 Dind.). Καλλίμαχοϲ «δίκρον φίλτρον ἀειραμένη». εἴρηται, ὅτι δίκαρόν τι ἐϲτι, τὸ δύο ἄκραϲ καὶ δύο κάρη ἔχον καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν δίκρον. Ἀπολλώνιοϲ δὲ ἀπὸ τοῦ δικάρανόν φηϲι ϲυγκεκόφθαι. Ἀλέξανδροϲ δὲ ὁ τοῦ Ἀϲκλη-πιάδου ἐν τῷ ι΄ τῶν παντοδαπῶν παρὰ τὸ κόροϲ, ὃ ϲημαίνει τὸν κλάδον, ἔνθεν καὶ κορυθαλίϲ ἡ δάφνη λέγεται καὶ κορεῖν τὸ τοῖϲ κλάδοιϲ ϲαροῦν. ἐγὼ δὲ νομίζω μᾶλλον παρὰ τὸ κέραϲ, ὃ δὴ καὶ κέροϲ, ἵν᾿ ᾖ δίκεροϲ καὶ ὑπερθέϲει δίκρεοϲ καὶ τροπῇ τοῦ ἕ εἰϲ ο δίκροοϲ.

    699. E. M. 515, 19: Κρῖϲα πόλιϲ τῆϲ Φωκίδοϲ. ἀπὸ τούτου λέγουϲι Κριϲαῖον κόλπον καὶ Ὅμηροϲ «Κρῖϲάν τε ζαθέην» (B 520). ὑπερθέϲει γίνεται Κίρϲα καὶ ἀντιθέϲει τοῦ ϲ εἰϲ ρ Κίρρα ὡϲ χερϲόνηϲοϲ χερρόνηϲοϲ. Λεωκρίνηϲ δὲ ἡγεῖται δύο εἶναι πόλειϲ, ἄλλην τὴν Κρῖϲαν καὶ ἄλλην τὴν Κίρραν. ἀντείρηται δὲ ὑπὸ πολλῶν. οὔτε γὰρ γεωγράφων εἰπέ τιϲ πόλειϲ δύο διαφόρουϲ, ἀλλ’ οὐδὲ τῶν περιηγητῶν. μόνοϲ δὲ. αὐτὸϲ καὶ τοῦτο διὰ ἄγνοιαν τοῦ πάθουϲ· ὅθεν ἱϲτορίαν δίδωϲι διεψευϲμένην. ἡ αὐτὴ οὖν Κρῖϲα καὶ Κίρρα. περὶ παθῶν.

    [*](ad fr. *694. Κράπαθοϲ ἡ Κάρπαθοϲ νῆϲοϲ Hes.)[*](ad fr. *695. Hes. ταρϲιὴν τὴν τραϲιήν.)[*](ad fr. *697, Idem titulo omisso in An. Ox. II 380, 2.)[*](ad fr. *698 Pro Ἀλέξανδροϲ δὲ ὅτι Ἀϲκληπιάδηϲ Meinek. An. Al. p. emendavit Ἀλεξάνδρου ὁ τοῦ Ἀϲκληπιάδου cf. Lehrs ad Herod. p. 429. Herodianeam originem prodit antecessorum mentio, quorum sententiae suam consuetis verbis ἐγ δὲ νομίζω opponit. De re cf. Lob. ad Phrynich. p. 233 Parall. 42 not. El. I 300.)[*](ad fr. 699. Verba καὶ ἀντιθέϲει τοῦ U+02D8 εἰϲ ρ ad explendam sententiam adieci; pro ἀντίκειται scripsi ἀντείρηται post διὰ ἄγνοιαν verba καὶ ἰδιωτιϲμὸν ut)
    386

    700. E. M. 287, 50: δρίφοϲ: δρίφοϲ Ϲυρακούϲιοι «φέῤ ὦ τὸν δρίφον», δίφοροϲ γὰρ καὶ δίφροϲ καὶ δρίφοϲ.

    701. E. M. 205, 3: βόρμοϲ βρόμοϲ καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν βόρμοϲ καὶ βόρμοξ. ἔϲτι δὲ τροφὴ τετραπόδων.

    702. Zon. 1264. Κύρβαντεϲ: Ἡρωδιανὸϲ παρὰ τὸ κρύβειν Κρύβαντεϲ καὶ Κύρβαντεϲ, ὅθεν καὶ κυρβαϲία καὶ κρυβαϲία.

    703. St. B. 528, 10. Πνύξ τὸ παῤ Ἀθηναίοιϲ δικαϲτήριον, περὶ οὗ φηϲιν Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν οὕτωϲ· ἔϲτιν πύκνη πύκν· οὐ δύναται δὲ καταλῆξαι καὶ ὑπερετέθη τὸ ν καὶ ἐτράπη τὸ κ εἰϲ ξ πνύξ. ὑπέρθεϲιν ἄρα ἔχει διὰ τὴν κατάληξιν ἐν δὲ τῇ γενικῇ ἀπέλαβε τὴν τάξιν μετὰ τοῦ κ πνύξ πυκνόϲ «τῆϲ πυκνὸϲ τὰϲ ἡνίαϲ» (Arist. Eqq. 1109) καὶ πυκνί τοῦ λίθου τοῦ ’ν τῇ πυκνί» (Arist. Pac. 680) καὶ πύκνα.

    704. E. M. 76, 52: ἀμάνδαλον τὸ ἀφανὲϲ παρὰ Ἀλκαίῳ. ἀμαλδύνω ἀμάλδανον τὸ ἀφανὲϲ καὶ ἀφανιζόμενον· καὶ ὑπερθέϲει ἀμάνδαλον.

    705. E. M. 596, 32: μέταϲϲαι: ἡγοῦντο πάντεϲ τοῦτο εἶναι μέϲϲαται καὶ ἐν ὑπερθέϲει μέταϲϲαι ὥϲτε εἶναι μεταξύ τιναϲ. δύναται δὲ καὶ οὕτωϲ ὡϲ ἐπίϲϲαϲ λέγεϲθαι Ἰωνικῶϲ παῤ Ἑκαταίῳ. ἔϲτιν ἔπιϲϲαι αἱ ἐπιγενόμεναι τοῖϲ προγόνοιϲ. ὡϲ οὖν ἐπί ἔπιϲϲαι, οὕτω μετά μέταϲϲαι.

    703a. Cram. An. Ox. III 263, 24: ἔμμορε Ζηνόβιοϲ καὶ Ἡρωδιανὸϲ οὕτω κανονίζουϲι· μείρω μερῶ, ὁ μὲν παρακείμενοϲ μέμορα καὶ ἐν ὑπερθέϲει τοῦ μ ἔμμορα.

    [*](additamentum epitomatoris eieci. — De Πέρραμοϲ Πρίαμοϲ similibus Aeolicis formis cf. supra fr. 450452.)[*](ad fr. *700. Inserui καὶ δίφροϲ.)[*](ad fr. *701. cf. Hes. βόρμοϲ, ὃν καὶ βρόμον λέγουϲιν.)[*](ad fr. *705. Pro μεϲαίταται scripsi μέϲϲαται. De ἔπιϲϲα cf. St B. 90, 21 Ἄμφιϲϲα: παραγωγή, ὡϲ ἐκ τοῦ ἀντί Ἄντιϲϲα καὶ ἐκ τῆϲ ἐπί ἔπιϲϲα, οὕτωϲ ἀμφί Ἄμφιϲϲα.)[*](ad fr. [703 a]. Hinc concludi potest etiam adnotamentum Anecd. Par. III 337 26 ἔϲϲυται. παρὰ τὸ ϲῶ ὁρμῶ γίνεται ϲύω καὶ παραγωγὸν ϲῦμι. ὁ μέλλων ϲύϲω. ὁ παρακείμενοϲ ϲέϲυκα, ὁ παθητικὸϲ ϲέϲυμαι καὶ τὸ τρίτον ϲέϲυται καὶ ἐν ὑπερθέϲει ἔϲϲυται (Epim. Cr. I 156, 25, E. M. 383, 44) ab Herodiano profectum esse.)
    387

    706. E. M. 83, 42: Ϲιμωνίδηϲ τὸν ἀριθμόν ἀμιθρόν εἶπε καθ’ ὑπέρθεϲιν. ἐκ δὲ τοῦ ἀμιθρόϲ ἀμιθρῶ ἀμιθρήϲω ἀμιθρῆϲαι τὸ ἀριθμῆϲαι.

    707. E. M. 99, 13: ἀναρριχᾶϲθαι: ϲημαίνει τὸ ἀναδίδοϲθαι τὸ ὕδωρ καὶ οἱονεὶ τρόπον ἀράχνηϲ τοῖϲ ποϲὶ καὶ χερϲὶν ἀντιλαμβανόμενον ἀνιέναι πρὸϲ τὸ πρόϲαντεϲ. ἀραχνιῶ ἀραχνιᾶϲθαι καὶ ἀναρριχᾶϲθαι ταὐτόν ἐϲτιν. οὕτω τεχνικὸϲ ὁ ἀνήρ. οὐ κλίνεται δὲ ὁ παρατατικὸϲ ἠναρριχώμην, ἀλλ’ ἀνηρριχώμην. εὑρίϲκεται δὲ καὶ χωρὶϲ τῆϲ ᾱν ϲυλλαβῆϲ παῤ Ἱππώνακτι ἀρριχῶμαι. ἄλλωϲ οὖν ἐϲχημάτιϲται. ἄρριχοϲ λέγεται ὁ κόφινοϲ, ἐν ᾧ κομίζουϲι τοὺϲ βότρυϲ. ἐξ αὐτοῦ ἀρριχῶ καὶ ἀναρριχῶ. ἀλλ᾿ οὖν γε οὕτω κρεῖττόν ἐϲτιν ἀρριχᾶϲθαι καὶ ἀναρριχᾶϲθαι. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν.

    708. E. M. 60, 37: Ἀλέρα καὶ Ἐλάρα: «Ἐλάραϲ γενεά». οὕτω παρὰ Ϲιμωνίδῃ. Ἀλέρα δὲ παρὰ Πινδάρῳ (fr. 279 Bergk) οἷον «Ἀλέραϲ ὄζον». ὅτι δὲ τὸ πρῶτόν ἐϲτιν ἀληθέϲ, πίϲτιϲ τούτου ἐκ τοῦ παῤ Ἡϲιόδῳ μετὰ προϲθήκηϲ τοῦ ῑ λέγεϲθαι τὸ πατρωνυμικόν. Εἰλαρίδην γάρ φηϲι Τιτυόν. καθ’ ὑπέρθεϲιν ἄρα τὸ Ἀλέρα γέγονεν. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

    706a. Mon. 20, 30: ἀνήρ: οὐδὲν εἰϲ ηρ λῆγον ὀξυνόμενον ἔχει τὸ ν πρὸ τοῦ η, ἀλλὰ μόνον τὸ ἀνήρ. τὸ δ’ αἴτιον πρόδηλον.

    708a. Schol. Od. ξ 485: ἐμμαπέωϲ: ταχέωϲ, ἅμα τῷ λόγῳ. οὕτω δὲ

    [*](ad fr. *706. ἀμιθρόϲ habet etiam Hes. — Huc fortasse pertinet etiam St. B. 618, 10 Τέλμερα πόλιϲ Καρίαϲ. — Τρεμίλην (sic enim Meinek. propter p. 633 Τρεμίλη pro Τερμίλην scribendum suspicatur) δ’ ἑξῆϲ παραθήϲομαι, ἑτέραν ἔχουϲαν γραφὴν, τὴν αὐτὴν οὖϲαν, ὡϲ οἶμαι. — Addi potest etiam St. B. 549 Ϲαγαλαϲϲόϲ πόλιϲ Πιϲιδίαϲ. λέγεται καὶ Ϲελγηϲϲόϲ, inter quae intercedit Ϲαλαγαϲϲόϲ. — De Γαριμᾶϲ Μαρικᾶϲ cfr. fr. 624, de πρέϲβυϲ ϲπέργυϲ fr. 620. Commemoro etiam notationem E. Or. 159, 39 inter alias Herodianeas positam: φολίϲ. παρὰ τὸ λέπω λοπίϲ, ὑπέρθεϲιϲ πόλιϲ: μετάθεϲιϲ τοῦ φολίϲ, de quo cf. Lob. El. I p. 513.)[*](ad fr. *707. ταὐτόν scripsi pro τοῦτο. — τεχνικόϲ pro ἐθνικόϲ scribendum proposuit Sylburgius vere, pro ὁ ἀνήρ velim ὁ πατήρ, sed etiam illud ferri potest, intellegitur tum aut Didymus aut Apollonius. — ἀρριχῶμαι pro ἀριχῶμαι posui et ἀρριχᾶϲθαι pro ἀραχνιᾶϲθαι cum Sylburgio. — Antecessoris sententiam amplexus est in Catholica in Schol. ad Aristoph. Pac. 70. τὸ ἀναρριχᾶϲθαι τοῖϲ Ἀττικοῖϲ παρὰ τὸ ἀρχαῖόν ἐϲτι γενόμενον ἀραχνιῶ καὶ ἐν ὑπερθέϲει τῶν ϲτοιχείων ἀναρριχῶ, τοῦ μὲν ν εἰϲ τὴν χώραν τοῦ ρ τεθέντοϲ, τοῦ δὲ ῑ ἀμοιβαίωϲ καὶ τοῦ ρ εἰϲ τὴν χώραν τοῦ, τοῦ δὲ πληϲίον τοῦ ω. ταῦτα Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ Ϛ΄ τῆϲ καθόλου.)[*](ad fr. [706a]. Recte suspicatus esso videtur Lehrsius ad h. l. Herodianum ἀνήρ ab ἄρρην transpositis literis duxisse.)[*](ad fr. [708a]. De φόαϲ ex φάοϲ orto cf. supra fr. 524, de λωτεῦντα ex λω-)
    388

    709. E. M. 197, 55: βιπτάζω: Ϲώφρων καὶ Ἐπίχαρμοϲ τὸ βαπτίζω βιπτάζω λέγουϲιν. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

    710. E. M. 743, 50 collat. 756, 27: τάγηνον. τοῦτο Ἰωνικῶϲ τινεϲ τήγανον λέγουϲι καὶ Ἡρωδιανὸϲ ἀπὸ τοῦ τήκω τήκανον καὶ μεταθέϲει τοῦ κ εἰϲ γ τήγανον καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν τάγηνον οἷον «ἐμοῦ δὲ ὥϲπερ ἐπὶ ταγήνου ἔϲιζεν ἡ καρδία».

    711. E. M. 106, 23: ἀνήγκακα: ἰϲτέον ὅτι βάρβαρόν ἐϲτιν οὐχ εὑριϲκόμενον παῤ Ἕλληϲιν ἐν χρήϲει, ὡϲ λέγει Ἡρωδιανόϲ. μόνῃ γὰρ τῶν Ἀλεξανδρέων δημώδει ϲυνηθείᾳ εὑρίϲκεται. λέγουϲι δέ τινεϲ Ἀττικὸν εἶναι· ὅπερ οὐκ ἔϲτιν. οὐ γὰρ ἔχει ἐν τῇ πρώτῃ καὶ δευτέρᾳ ϲυλλαβῇ τὸ αὐτὸ ϲύμφωνον. γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω ἀναγκάϲω ἠνάγκακα καὶ καθ’ ὑπερβιβαϲμὸν ἀνήγκακα. δύναται καὶ ϲύνθετον εἶναι ἀπὸ τοῦ ἀγκάζω τὸ ταῖϲ ἀγκάλαιϲ λαμβάνω καὶ ἐκ τούτου ἀγκάϲω ἤγκακα καὶ μετὰ τῆϲ ἀνά προθέϲεωϲ ἀνήγκακα.

    712. E. M. 56, 27: ἀλάλημαι: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν ἀπὸ τοῦ ἄλημι ὁ παθητικὸϲ παρακείμενοϲ ἤλαμαι καὶ Ἀττικῶϲ ἀλήλαμαι. ἔνθεν τὸ «ἀληλάμενοι περὶ κύκλον» (Apoll. Rhod. 1198, ubi nunc scriptum est ἑλιϲϲόμεναι) καὶ καθ’ ὑπέρθεϲιν ἀλάλημαι.

    Φιλόξενοϲ ϲχηματίζει τὴν λέξιν ἐν δευτέρῳ περὶ μονοϲυλλάβων ῥημάτων· παρὰ τὸ ἔποϲ παράγουϲι ϲύνθετον τὸ ἀμεπήϲ ὡϲ ψεῦδοϲ ἀψευδήϲ· εἶτα ἐξ αὐτοῦ παράγουϲι μεϲότητοϲ ἐπίρρημα ἀμεπῶϲ ὡϲ ἀψευδῶϲ καὶ ἐν Ἰωνικῇ διαλύϲει ἀμεπέωϲ ὡϲ ἀψευδέωϲ. καὶ ἐπεὶ τρεῖϲ βραχεῖαι ἀλλεπάλληλοι οὐ ϲυνίϲτανται, τῷ διπλαϲιαϲμῷ τοῦ μ καὶ ἀντιπαραχωρήϲει (ὑπερθέϲει B) τοῦ ᾱ καὶ ε γίνεται ἐμμαπέωϲ. BHQ Vind. 133.

    712a. Arcad. 76, 21: βαύναϲοϲ καὶ βάναυϲοϲ.

    [*](ad fr. 709. Hes. βιπτάζειν ἐπιβάπτειν.)[*](ad fr. 710. cf. Aristoph. Eqq. 929: τὸ μὲν τάγηνον τευθίδων ἐφεϲτάναι ϲίζον. Meinekius phil. exercitt. in Athen. l p. 11 propter Athen. VI p. 2296 τὴν λοπάδα τήγανον προϲαγορεύων. χωρὶϲ δὲ τοῦ τ ϲτοιχείου Ἴωνεϲ ἤγανον λέγουϲιν, ὡϲ Ἀνακρέων, χεῖρά τ᾿ ἐν ἠγάνῳ βαλεῖν, recte, ut videtur, ἤγανον init. pro τήγανον scribi vult.)[*](ad fr. 712. περὶ παθῶν scripsi pro περὶ παθητικῶν.)[*](τόεντα λωτέοντα contracto fr. 528, de ὦχροϲ ex ἄχροοϲ propagato l, Pr. Γ 35 (Ep. Cr. I 447, 9).)[*](ad fr. [712a]. Sic in cod. Havn. cf. Tryphon. Velsen p. 94 (E. Gud. 104, 4) βαύναϲοϲ. Τρύφων ὁ τοῦ Ἄμμωνοϲ ἀπὸ τοῦ βαῦνοϲ βάναυϲοϲ λέγει κατὰ πάθοϲ, ὤφειλε γὰρ ὡϲ παρὰ τὸ ἵπποϲ Ἵππαϲοϲ, κριόϲ κρίαϲοϲ, οὕτω βαῦνοϲ βαύναϲοϲ. γέγονε δὲ ἐν ὑπερθέϲει. — ῑ et ῡ in μύτιλοϲ et πύτιλοϲ utpote ex integris μίτυλοϲ πίτυλοϲ propagatis traiecta esse putasse Herodianum ex Arcad. p. 55, 23 coniici licet cf. Lob. Proll. 114, El. I 522, Lehrs ad Herod. Mon. 21, 2.)