Περὶ παθῶν
Aelius Herodianus
Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868
213c. 10. Alex. 29, 2. ὠκέα ὤκα, ϲαφέα ϲάφα καὶ τούτων ἀνεβιβάϲθη ὁ τόνοϲ καὶ μετὰ τὴν ὑπεξαίρεϲιν τοῦ ε.
213d. Ιl. Pr. 202: ἐκλε: τὴν κλε ϲυλλαβὴν ὀξυτονεῖ ὁ Ἀϲνολωνίτηϲ, ἡγούμενοϲ τὸ πλῆρεϲ εἰναι ἐκλέου. οὐκ ἔϲτι δέ, ἀλλ’ ἐκλέεο τετρ [*](ad fr *210. οὐδὲ pro καὶ scripsit et πλὴν adiecit Lob. El. 1 258, qui con fert Eustath. 2524, 4 τὸ πατρῶν ποιητικόν ἐϲτιν ὡϲ καὶ τὸ θυγατρῶν εἰ δέ ποῶ καὶ μητρῶν ἐϲτιν, ἀλλ’ οὐ προφανὴϲ ἡ χρῆϲιϲ. lure idem Lob. Choerob. 349 causam, cur neque μῆτρα neque πάτρα dicatur, ἴνα μὴ ϲυνεμπέϲῃ τῇ μήτρα καὶ πάτρα εὐθείᾳ ineptam vocat.) [*](ad tr. *211. Ηoc Herodianeum esse demonstrat Arcad. 196, 10. τὸ «εὐπερδέα δῆμον ἔχονταϲ» καὶ εδυϲκλέα Ἄργοϲ ἰκέϲθαι» καὶ ενηλέα θυμόν» οὐκ ἔϲτι κατὰ κρᾶϲιν, ἀλλὰ κατὰ ἔνδειαν τοῦ ἑνόϲ ε, inter quae vocabula νηλέα eo diferre, quod syncope vocalis ε non in accusativo tantum , sed per omnes casus pro pagetur adnotat Lob. El. 264. Atque hoc observavit iam gramaticus in Ep. Ϲr. 1 296, 1, qui fortasse est Herodianas: νηλήϲ ἐκ τοῦ ἐλεῶ ἐλεήϲ καὶ μετὰ τοῦ νη ϲτερητικοῦ κατὰ ϲυγκοπὴν νηλεήϲ νηλήϲ· ἔϲτι δὲ καὶ νηλεήϲ, δύο γὰρ ἔχει εὐθείαϲ, ἐξ οῦ καὶ ἡ κλητικὴ «ὦ νηλεέϲ» «ενηλεέϲ, οὐκ ὄρα δὴ ϲοι πατὴρ ἦν». cf. II. Pr. B 115, Eustath. 1516, 1.) [*](ad fr. *212, Herodianum ita praecepisse patet ex II. Pr. Λ 257: πολλά φαϲι διὰ τὴν ϲυγκοπὴν ψιλοῦϲθαι· ἀπεδείξαμεν δὲ ημεῖϲ ἐν ἑτέροιϲ, ὡϲ καὶ δαϲὺνεται· ἑϲτήκαμεν γοῦν καὶ ἕϲταμεν, Ἡράκλεεϲ Ἥρακλεϲ cf. Mon. 47 , 2.) [*](ad fr. *213. Il. Pr. Δ 109 τὸ χρέεα χρέα ϲυγκοπή, nam haec pars annota tionis initio perversae sana videtur. Fortasse ab Hereodiano profectum est E. M ad fr. [213d]. Illustravit hunc locum Lob. El. 1 273 seqq.)
214. Theogn. 88, 16. κνήμη: ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήϲω κινήμη καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν τοῦ ι κνήμη· οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ καὶ Φιλόξενοϲ.
215. E. Gud. 331, 4 coll. E. M. 522, 38: κνώδαλα, ὡϲ λέγει Ἡρωδιανόϲ, κυρίωϲ μὲν τὰ τῆϲ θαλάϲϲηϲ ζῷα διὰ τὸ ἐν ἁλὶ κινεῖϲθαι κινώ-
ϲυλλάβωϲ. καὶ δῆλον ὅτι εἴτε ϲυγκέκοπται ἡ ὀξεῖα εἴτε ἡ βαρεῖα ἡ μετὰ τὴν ὀξεῖαν, ὀφείλει πάλιν τρίτη ἀπὸ τέλουϲ ἡ ὀξεῖα φυλάττεϲθαι· οὐδὲ γὰρ χαρακτὴρ κωλύει. τὸ μέντοι «κϲὺ δ’ αἴδεο καὶ μ’ ἐλέηϲον» (lI. Φ 74) καὶ τὰ τοιαῦτα, πρώτηϲ ὄντα ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων, ἄλληϲ ἀναλογίαϲ ἔχεται, ὡϲ ἐν ἑτέροιϲ εἴρηται.
213e. Il. Pr. Κ 67: ἐγρήγορθαι. τὸ ἐγρήγορθαι ἀνέγνωμεν προπαροξύνοντεϲ· οὐκ ἐχρῆν δέ. εἴτε γὰρ ϲυγκοπή ἐϲτι τοῦ ἐγρηγορέναι, εἴτε παθητικόϲ, ὀφείλει παροξύνεϲθαι, καθότι τὰ εἰϲ θαι λήγοντα ἀπαρέμφατα, ἔχοντα πρὸ τοῦ θ ἀμετάβολον, παροξύνεται, κεκάρθαι, τετίλθαι, ἐϲπάρθαι· μίαν μέντοι ἀφορμὴν ὁρῶ τοῦ δύναϲθαι προπαροξύνεϲθαι τὸ ἐγρήγορθαι τὸ τὰ εἰϲ θαι λήγοντα, τῇ ορ ϲυλλαβῇ παραληγόμενα, μὴ παρ’ ἄλλῃ τινὶ διαλέκτῳ ὁρᾶϲθαι ἢ τῇ Αἰολίδι, τέτορθαι, μέμορθαι, ἔφθορθαι· ὅθεν ἐπεὶ ἡ παράληξιϲ Αἰολικωτέρα ἐγένετο, καὶ ὁ τόνοϲ
213f. Ep. Cr. l 136, 11: ἔϲεται καὶ καττὰ ϲυγκοπὴν ἔϲται.
[*](287, 44 δρία: Ἡϲίοδοϲ «εἀνὰ δρία βηϲϲήεντα φεῦγε» (scr. φεύγουϲιν Οp. 530) οὐκ ἀπὸ τοῦ δρίεα κατὰ ϲυγκοπὴν, ἀλλ’ ιύϲπερ ἀπὸ τοῦ θύοϲ γίνεται θύον καὶ μέγαροϲ μέγαρον, οὕτω δρίοϲ θρίον καὶ ὡϲ μύρον μύρα, οὕτω θρίον δρία; sed Herodianus ut ad fr. 100 demonstravi, speciem in οϲ ex forma in ον repetivit, non contra , ut hic.)[*](ad fr. 214. Hoc Herodianum dixisse Lob. El 1 277 aegre credit, exstat eadem explicatio in Choer. Ep. 187, 12.)[*](ad fr. [213e]. Existimavit Herodianus ἐγρήγορθαι ex ἐγρηγορέναι exsistere posse oxtrito ε et ν in θ verso aliter iudicat Lob. El. I 384 pro εἶτε ϲυγκοπή ἐϲτι τοῦ ἐγρηγορέναι scribendum esse putans ἐκ τοῦ ἐγρηγορθέναι.)[*](ad fr. [213f]. Eust. 718, 3 ταύτην τὴν ϲυγκοπὴν καινὴνκρίνουϲιν οἱ παλαιοὶ καὶ μονήρη et 655, 10. ἰϲτέον ὡϲ τοῦ ἔϲεται ϲυγκοπτομένου εἰϲ τὸ ἔϲται λέγει τιϲ παλαιὸϲ τεχνικὸϲ ὅτι sδοκεῖ μοι μέμφεϲθαι τῇ ϲυνηθείᾳ ἔϲται λεγούϲῃ· οὐδέποτε γὰρ τὸ τρίτον τῶν τοιούτων μελλόντων χρεωκοπεῖται παραλήγεϲθαι φωνήεντι, ἵνα τιϲ εἴπῃ τὸ καλέϲεται καλέϲται ἢ τὸ τελέϲεται τελέϲταιs. Quis sit. antiquus techni cus, praesertim vagum vocabuli παλαιόϲ ap. Eustathium usum reputanti vix extricabile est; verba non sunt Herodianea, sed res ab eo protecta. esse potest, nam nobilissimum librum περὶ παθῶν Eustath. 586, 31 παλαιὸν περὶ παθῶν ϲκέμμα vocat.)δαλά τινα ὄντα. καταχρηϲτικῶϲ δὲ ἐπὶ πάντων τῶν θηρίων ἡ λέξιϲ τίθεται.
216. E. M. 680, 57, Favorin. 371, 1: Πόλυβοϲ ϲυγκοπὴ καὶ οὐχ ὑφαίρεϲιϲ· εἰ γὰρ κατ’ ἔλλειψεν ἐγένετο τοῦ υ, ὤφειλεν εἶναι Πολόβοϲ ἀπὸ τοῦ Πολύβουϲ ὡϲ ὠκύπουϲ ὠκύποϲ, ἀρτίπουϲ ἀρτίποϲ, ἀελλόπουϲ ἀελλόποϲ· ἀλλ’ οὐ παροξύνεται, ἀλλὰ προπαροξύνεται, ὥϲτε ἢ ἀπὸ τοῦ Πολόβοοϲ ἢ ἀπὸ τοῦ Πολύβιοϲ ϲυγκοπῇ Πόλυβοϲ. περὶ παθῶν.
217. E. M. 715, 49. ϲῖτα ὴ ἀπὸ τοῦ ϲῖτοϲ μεταπεποίηται ἢ ἀπὸ τοῦ ϲιτία. Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.
218. E. M. 111, 50 coll. Eavorin. 112, 20: ἄντα ϲημαίνει τὸ ἐξ ἐναντίαϲ· καὶ ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ ὠκέα ὦκα, κρατέα κράτα καὶ ὑπερθέϲει κάρτα καὶ ϲαφέα ϲάφα, οώτωϲ οὖν καὶ ἀντία οἷον κἀντ’ Ἀλεξάνδρο θεὰ κατέθηκε φέρουϲα» (Γ 425) κατὰ ϲυγκοπὴν ἄντα. ἢ παρὰ τὸ ἀντῶ ἄντα ὡϲ ϲιγῶ ϲῖγα καὶ ἠρεμῶ ἠρέμα· Ἡρωδιανόϲ.