Eumenides
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
- μικτος, αὐονὰ βροτοῖς.
- δωμάτων[*](δωμάτων Aldina: δομάτων codd.) γὰρ εἱλόμαν
- ἀνατροπάς: ὅταν Ἄρης
- τιθασὸς[*](τιθασὸς P: πίθασος M) ὢν φίλον[*](φίλον Turnebus: φίλος codd.) ἕλῃ,
- ἐπὶ τὸν ὧδ᾽ ἱέμεναι[*](ὧδ᾽ ἱέμεναι E. A. I. Ahrens: ὦ διόμεναι M)
- κρατερὸν ὄνθ᾽ ὅμως ἀμαυ-
- ροῦμεν[*](ὅμως ἀμαυροῦμεν Weil: ὁμοίως μαυροῦμεν codd.) [ὑφ᾽[*](ὑφ᾽ seclusit Weil)] αἵματος νέου.>
- σπευδομένα[*](σπευδομένα M, postea mutatum in σπευδόμεναι) δ᾽ ἀφελεῖν
- τινὰ τάσδε[*](τάσδε Aldina: τᾶσδε M) μερίμνας,
- θεῶν δ᾽ ἀτέλειαν ἐμαῖς
- μελέταις[*](ἐμαῖς μελέταις Voss: ἐμαῖσι λιταῖς codd.) ἐπικραίνειν,
- μηδ᾽ εἰς[*](εἰς Pauw: ἐς codd.) ἄγκρισιν ἐλθεῖν—
- Ζεὺς δ᾽ αἱμοσταγὲς[*](δ᾽ αἱμοσταγὲς Linwood: γὰρ αἱματοσταγὲς M) ἀξ-
- ιόμισον ἔθνος τόδε λέσχας