Eumenides
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- ψεσθε συμφορὰς βίου.
- αἰνῶ τε[*](τε Hermann: δὲ codd.) μύθους τῶνδε τῶν κατευγμάτων
- πέμψω τε φέγγει λαμπάδων σελασφόρων
- εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθονὸς τόπους
- ξὺν προσπόλοισιν,[*](ξυμπροσπόλοισιν M) αἵτε φρουροῦσιν βρέτας
- τοὐμὸν δικαίως. ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς
- Θησῇδος[*](Θησῇδος Wakefield: θησηίδος (alterum η in rasura) M) ἐξίκοιτ᾽ ἂν εὐκλεὴς λόχος[*](Ante 1027 excidisse aliquid olim existimavit Hermann, postea ante 1028: in amissis et ἀνδρῶν mentionem factam, et nominis Εὐμενίδες, vid. ad argumentum fabulae)
- παίδων, γυναικῶν, καὶ στόλος πρεσβυτίδων,
- φοινικοβάπτοις ἐνδυτῶν[*](ἐνδυτῶν Hartung: ἐνδυτοῖς codd.) ἐσθήμασι
- τιμᾶτε,[*](τιμᾶτε V Fl: τιμᾶται (ε supra scr.) M) καὶ τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός,[*](προβᾶτε Paley)
- ὅπως ἂν εὔφρων ἥδ᾽ ὁμιλία χθονὸς
- τὸ λοιπὸν εὐάνδροισι συμφοραῖς πρέπῃ.
- βᾶτε δόμῳ, μεγάλαι φιλότιμοι