Libation Bearers

Aeschylus

Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.

  1. †τύχαι δ᾽ εὐπροσωποκοῖται[*](τύχαι δ᾽ εὐπροσωποκοῖται Franz: τύχα δ᾽ εὐπροσώπω κοίται (ι supra alterum ω scr.) M) τὸ πᾶν
  2. ἰδεῖν [ἀκοῦσαι[*](ἀκοῦσαι seclusit Hermann πρευμενεῖς Paley: θρεομένοις M)] πρευμενεῖς
  3. μετοίκοις δόμων[*](μετοίκοις δόμων Schütz: μετοικοδόμων M) πεσοῦνται πάλιν†.[*](969-locus vix sanandus)
Χορόσ???
  1. πάρα τὸ φῶς ἰδεῖν.[*](post 972 iterat 962-4 Schneider)
Ὀρέστης
  1. ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα
  2. πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας.