Agamemnon
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- πᾶν δ᾽ ἐπὶ τέρμα νωμᾷ.
- ἄγε δή, βασιλεῦ, Τροίας πτολίπορθ᾽,[*](πτολίπορθ᾽ Blomfield: πολίπορθ᾽ codd.)
- Ἀτρέως γένεθλον,
- πῶς σε προσείπω; πῶς σε σεβίζω
- μήθ᾽ ὑπεράρας μήθ᾽ ὑποκάμψας
- καιρὸν χάριτος;
- πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι
- προτίουσι δίκην παραβάντες.
- τῷ δυσπραγουντι δ᾽ ἐπιστενάχειν
- πᾶς τις ἕτοιμος: δῆγμα[*](δῆγμα Stobaeus 112. 12, Fa: δεῖγμα Fl) δὲ λύπης
- οὐδὲν ἐφ᾽ ἧπαρ προσικνεῖται:
- καὶ ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς
- ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι.
- ὅστις δ᾽ ἀγαθὸς προβατογνώμων,
- οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός,
- τὰ δοκοῦντ᾽ εὔφρονος ἐκ διανοίας
- ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι.
- σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων στρατιὰν
- Ἑλένης ἕνεκ᾽, οὐ γάρ <σ᾽>[*](σ᾽ add. Musgrave) ἐπικεύσω,
- κάρτ᾽ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος,