Agamemnon
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- τρίβῳ τε[*](τε om. Fl προσβολαῖς Pearson: προβολαῖς codd.) καὶ προσβολαῖς
- μελαμπαγὴς πέλει
- δικαιωθείς, ἐπεὶ
- διώκει παῖς ποτανὸν[*](ποτανὸν Schütz: πτανὸν codd.) ὄρνιν,
- πόλει πρόστριμμ᾽ ἄφερτον ἐνθείς.[*](ἐνθεὶς Fa: θεὶς Fl)
- λιτᾶν δ᾽ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν:
- τὸν δ᾽ ἐπίστροφον τῶν[*](τῶν Klausen: τῶνδε codd.)
- φῶτ᾽[*](φῶτα Δίκη Blomfield) ἄδικον καθαιρεῖ.
- οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν
- ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν
- ᾔσχυνε ξενίαν τράπε-
- ζαν κλοπαῖσι γυναικός.
- λιποῦσα δ᾽ ἀστοῖσιν ἀσπίστοράς
- τε καὶ[*](τε καὶ ante κλόνους H. L. Ahrens: post λογχίμους habent codd.) κλόνους λογχίμους
- ναυβάτας <θ᾽>[*](θ᾽ ad. Hermann) ὁπλισμούς,
- ἄγουσά τ᾽ ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν
- βέβακεν ῥίμφα διὰ πυλᾶν
- ἄτλητα τλᾶσα: πολλὰ δ᾽ ἔστενον[*](πολὺ δ᾽ ἀνέστενον Fl)
- τόδ᾽ ἐννέποντες δόμων προφῆται:
- “ἰὼ ἰὼ δῶμα δῶμα καὶ πρόμοι,