Agamemnon
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν[*](τὸ μάταν Pauw: τόσε μάταν M)
- ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
- χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.
- οὐδ᾽ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας,
- παμμάχῳ θράσει βρύων,
- οὐδὲ λέξεται[*](οὐδὲ λέξεται H. L. Ahrens: οὐδὲν λέξαι codd.) πρὶν ὤν:
- ὃς δ᾽ ἔπειτ᾽ ἔφυ, τρια-
- κτῆρος οἴχεται τυχών.
- Ζῆνα δέ τις προφρόνως
- ἐπινίκια κλάζων
- τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν:
- τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ-
- σαντα, τὸν πάθει μάθος
- θέντα κυρίως ἔχειν.
- στάζει δ᾽ ἔν θ᾽ ὕπνῳ πρὸ καρδίας
- μνησιπήμων πόνος: καὶ παρ᾽ ἄ-
- κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
- δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος[*](βίαιος Turnebus: βιαίως codd.)
- σέλμα σεμνὸν ἡμένων.
- καὶ τόθ᾽ ἡγεμὼν ὁ πρέ-