Seven Against Thebes
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- μελεόπονος.
- μελεοπαθής.
- ἴτω γόος.
- ἴτω δάκρυ.[*](δάκρυ Lachmann: δάκρυα codd.)
- πρόκεισαι[*](πρόκεισαι Hermann: προκείσεται codd.)
- κατακτάς.
- ἠέ.
- ἠέ.
- μαίνεται γόοισι φρήν.[*](ἠέ ἠέ μαίνεται ... φρήν M)
- ἐν[*](ἐν Burney: ἐντὸς codd.) δὲ καρδία στένει.
- ἰὼ ἰὼ πάνδυρτε[*](πάνδυρτε Ritschl: πανδάκρυτε M recc.) σύ.
- σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε.
- πρὸς φίλου [γ᾽[*](γ᾽ seclusit Bothe)] ἔφθισο.
- καὶ φίλον ἔκτανες.
- διπλᾶ λέγειν.
- διπλᾶ δ᾽ ὁρᾶν.
- ἄχεα δοιὰ[*](ἄχεα δοιὰ Hermann: ἀχέων τοίων codd.) τάδ᾽ ἐγγύθεν.
- πέλας ἀδελφέ᾽[*](ἀδελφέ᾽ Heimsoeth: δ᾽ αἵδ᾽ ἀδελφαὶ codd.) ἀδελφεῶν.
- ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά,
- πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιά: