Prometheus Bound
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- ἔμαθον τάδε σὰς προσιδοῦσ᾽[*](προσιδοῦσ᾽ recc.: προϊδοῦσ᾽ M) ὀλοὰς
- τύχας, Προμηθεῦ.
- τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προσέπτα
- τόδ᾽ ἐκεῖνό θ᾽ ὅ τ᾽[*](ἐκεῖνό θ᾽ ὅτ᾽ Brunck: ἐκεῖν᾽ ὅτε τότ᾽ M: ἐκεῖνό τε, ὅτ᾽ rec.) ἀμφὶ λουτρὰ
- καὶ λέχος σὸν ὑμεναίουν
- ἰότατι γάμων, ὅτε τὰν ὁμοπάτριον
- ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν
- πείθων[*](πείθων M, postea mutatum in πιθών) δάμαρτα κοινόλεκτρον.
- τίς γῆ; τί γένος; τίνα φῶ λεύσσειν
- τόνδε χαλινοῖς[*](χαλινοῖς recc.: χαλινοῖσιν M) ἐν πετρίνοισιν
- χειμαζόμενον;
- τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκει;
- σήμηνον ὅποι
- γῆς ἡ μογερὰ πεπλάνημαι.