Supplices
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- θέλουσα δ᾽ αὖ θέλουσαν ἁγνά μ᾽
- ἐπιδέτω Διὸς κόρα,
- ἔχουσα σέμν᾽ ἑδώλι᾽[*](ἑδώλι᾽ Tucker: ἐνώπι᾽ codd.) ἀσφαλῆ,[*](ἀσφαλῆ scripsi: ἀσφαλές codd.)
- παντὶ δὲ σθένει[*](σθένει Heath: σθένουσι (mutatum ex σθένος.) M)
- διωγμοῖς ἀσχαλῶσ᾽[*](διωγμοῖς ἀσχαλῶσ᾽ Hermann: διωγμοῖσι δ᾽ ἀσφαλέας M G E)
- ἀδμήτας ἀδμήτα
- ῥύσιος γενέσθω,
- σπέρμα σεμνᾶς μέγα ματρὸς
- εὐνὰς ἀνδρῶν, ἒ ἔ,
- ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν.