Supplices
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- λινοσινεῖ[*](λινοσινεῖ Tucker: λίνοισιν ῆι M (ἢ G))
- Σιδονίᾳ[*](σι.δονίαι (eraso ν) M) καλύπτρᾳ.
Χορος- θεοῖς δ᾽ ἐναγέα τέλεα πελομένων καλῶς
- ἐπίδρομ᾽, ὁπόθι[*](ἐπίδρου᾽ ὁπόθι Hermann: ἐπιδρομωπόθι (ο supra ω scr.) M) θάνατος ἀπῇ.[*](ἀπῇ ex schol. Robortello: ὅπῃ codd.)
- ἰὼ ἰώ,
- ἰὼ δυσάγκριτοι πόνοι.
- ποῖ τόδε κῦμ᾽ ἀπάξει;
Χορος- ἱλέομαι[*](ἱλέωμαι M G) μὲν Ἀπίαν βοῦνιν,
- καρβᾶνα δ᾽ αὐδὰν
- εὖ, γᾶ, κοννεῖς.[*](εὖ, γᾶ, κοννεῖς Boissonade: εὐγακόννις M)
- πολλάκι δ᾽ ἐμπίτνω ξὺν λακίδι
- λινοσινεῖ[*](αἴνοισιν M G E)[*](ῆ M)
- Σιδονίᾳ[*](σι.δονίαι (eraso ν) M) καλύπτρᾳ.
Χορος- πλάτα μὲν οὖν λινορραφής τε
- δόμος ἅλα στέγων δορὸς
- ἀχείματόν[*](ἀχείματόν Turnebus: ἀχίματόν M G) μ᾽ ἔπεμπε σὺν πνοαῖς:[*](σὺν πνοαῖς Porson: συμπνοιαῖς M)
- οὐδὲ μέμφομαι:
- τελευτὰς δ᾽ ἐν χρόνῳ
- πατήρ μοι[*](μοι Hartung: ὁ codd.) παντόπτας
- πρευμενεῖς κτίσειεν,