Podagra

Lucian of Samosata

Lucian. Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teubner, 1913.

  1. πόδα, γόνυ, κοτύλην. ἀστραγάλους. ἰσχία. μηρούς,
  2. χέρας, ὠμοπλάτας, βραχίονας, κορωνά, καρποὺς
  3. ἔσθει, νέμεται, φλέγει, κρατεῖ, πυρο,. μαλάσσει,
  4. μέχρις ἂν ἡ θεὸς τὸν πόνον ἀποφυγεῖν κελεύσῃ.
Πόδαγρος
  1. Εἷς ἆρα κἀγὼ τῶν κατωργιασμένων
    p.125
  2. ἔλαθον ὑπάρχων; τοιγὰρ ἧκε πρευμενὴς
  3. δαίμων φανεῖσα. σὺν δ’ ἐγὼ μύσταις ὁμοῦ
  4. ὕμνων κατάρξω τὸ ποδαγρῶν ᾄδων μέλος.
Χόρος
  1. Σῖγα μὲν αἰθὴρ νήνεμος ἔστω,
  2. καὶ πᾶς ποδαγρῶν εὐφημείτω.
    p.130
  3. ἴδε, πρὸς θυμέλας ἡ κλινοχαρὴς
  4. βαίνει δαίμων σκίπωνι βάσιν