Podagra
Lucian of Samosata
Lucian. Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teubner, 1913.
- πόδα, γόνυ, κοτύλην. ἀστραγάλους. ἰσχία. μηρούς,
- χέρας, ὠμοπλάτας, βραχίονας, κορωνά, καρποὺς
- ἔσθει, νέμεται, φλέγει, κρατεῖ, πυρο,. μαλάσσει,
- μέχρις ἂν ἡ θεὸς τὸν πόνον ἀποφυγεῖν κελεύσῃ.
- Εἷς ἆρα κἀγὼ τῶν κατωργιασμένων p.125
- ἔλαθον ὑπάρχων; τοιγὰρ ἧκε πρευμενὴς
- δαίμων φανεῖσα. σὺν δ’ ἐγὼ μύσταις ὁμοῦ
- ὕμνων κατάρξω τὸ ποδαγρῶν ᾄδων μέλος.
- Σῖγα μὲν αἰθὴρ νήνεμος ἔστω,
- καὶ πᾶς ποδαγρῶν εὐφημείτω. p.130
- ἴδε, πρὸς θυμέλας ἡ κλινοχαρὴς
- βαίνει δαίμων σκίπωνι βάσιν