Ocypus

Pseudo-Lucian

Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.

  1. στένων δακρύσεις. ἓν δέ σοι φράσαι θέλω·
  2. τοῦτ’ ἔστ’ ἐχεῖνο, Κἂν θέλῃς, κἂν μὴ θέλῃς.
Ὠκύπους
  1. Τί δ’ ἔστ’ ἐκεῖνο γ’, εἰπέ, καὶ τί κλῄζεται;
Τροφεύς
  1. Ἔχει μὲν ὄνομα συμφορᾶς γέμον διπλῆς.
Ὠκύπους
  1. Οἴμοι. τί τοῦτο; λέξον, ὦ, δέομαι, γέρον.
Τροφεύς
  1. Ἐκ τοῦ τόπου μὲν οὗ πονεῖς ἀρχὴν ἔχει.
Ὠκύπους
  1. Ποδὸς μὲν ἀρχὴν ὄνομ’ ἔχει, καθὼς λέγεις;
Τροφεύς
  1. Τούτῳ σὺ πρόσθες ἐπὶ τέλει δεινὴν ἄγραν.
Ὠκύπους
  1. Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι . . . .
Τροφεύς
  1. Ζεινή περ οὖσα. φείδεται γὰρ οὐδενός.
Ὠκύπους
  1. Σωτήρ, τί λέγεις; τί δέ με . . . . . ;
Ἰατρός
  1. Ἄφες με μικρόν ἠλόγημαι σοῦ χάριν.
Ὠκύπους
  1. Τί δ’ ἔστι δεινὸν ἢ τί συμβέβηκέ μοι;
Ἰατρός
  1. Εἰς δεινὸν ἦλθες πόνον ἀχώριστον ποδός.