Ocypus
Pseudo-Lucian
Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.
- στένων δακρύσεις. ἓν δέ σοι φράσαι θέλω·
- τοῦτ’ ἔστ’ ἐχεῖνο, Κἂν θέλῃς, κἂν μὴ θέλῃς.
- Τί δ’ ἔστ’ ἐκεῖνο γ’, εἰπέ, καὶ τί κλῄζεται;
- Ἔχει μὲν ὄνομα συμφορᾶς γέμον διπλῆς.
- Οἴμοι. τί τοῦτο; λέξον, ὦ, δέομαι, γέρον.
- Ἐκ τοῦ τόπου μὲν οὗ πονεῖς ἀρχὴν ἔχει.
- Ποδὸς μὲν ἀρχὴν ὄνομ’ ἔχει, καθὼς λέγεις;
- Τούτῳ σὺ πρόσθες ἐπὶ τέλει δεινὴν ἄγραν.
- Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι . . . .
- Ζεινή περ οὖσα. φείδεται γὰρ οὐδενός.
- Σωτήρ, τί λέγεις; τί δέ με . . . . . ;
- Ἄφες με μικρόν ἠλόγημαι σοῦ χάριν.
- Τί δ’ ἔστι δεινὸν ἢ τί συμβέβηκέ μοι;
- Εἰς δεινὸν ἦλθες πόνον ἀχώριστον ποδός.