De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

5-8. cf. not. 1.

19.

ὅς πᾶσι δόλοισιν || ἀνθρώποισι μέλω.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] παρεῖται ἡ διὰ καὶ ἡ δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς κεῖται· διὰ δόλους γὰρ μέλω· ὅμοιόν ἐστι τῷ σοὶ πάντες μαχόμεθα (Ε 875) τουτέστι διὰ σέ BHQ.

cf. F. Ar. 25. Ε 875. τ 378.

21.

ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ’ ὄρος αὐτῇ.

†) σύνηθες αὐτῷ τὰ ὄρη χωρίζειν τῆς γῆς. προεῖπε γὰρ τὴν Ἰθάκην καὶ ἐπήγαγε περὶ τοῦ ὄρους H.

cf. ad Ο 193 ubi citatur hic versus, et notatus fuit propter Olympum montem cf. L. Ar. 166 ne quis intelligat Olympum extra terram poni.

24.

Σάμη.

*) [ἡ διπλῆ ότι] τὴν Σάμην ἐν ἄλλοις Σάμον λέγει· οἵ τε Ζάκυνθον ἔχον ἠδ’ οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο (Β 634) HQ.

cf. Ar. ad Β 634. L. Ar. 233. α 246.

33-35.

ἀλλ’ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον. ὣς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίγνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθε πίονα οἶκον.

Versus 33-35 obelis notati in Q. — Sengebuschius l. c. p. 13 athetesin a versu 29 ad versum 36 patuisse putat, ita ut versui 28 subiungatur v. 37. Itaque α 14-15 asteriscis notatos fuisse contendit. cf. Nitzsch l. c. III, 12. La Roche obelos ad v. 34-36 pertinere censet.

39.

Ἰλιόθεν με φέρων ἂνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν Ἰσμάρῳ.

†) ἡ μὲν χώρα Κικονία — ἔστι δ’ αὐτὴ τῆς Θράκης — ἡ δὲ πόλις Ἴσμαρος. τῷ γὰρ γενικῷ τὸ εἰδικὸν ἐπήγαγεν, ὡς τὸ ἡ δ’ ἄρα Κύπρον ἵκανεν, εἰς Πάφον (θ 262). πορθεῖ δὲ τοὺς Κίκονας, ὅτι συνεμάχησαν τοῖς Τρωσί (Β 846). BQ. cf. ad θ 362.

42.

δασσάμεθ’, ὡς μὴ τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.

Versus 42 asteriscum habuit, οὐκ ὀρθῶς Λ 705 ubi v. Ar. La Roche asteriscum non notavit.

43.

διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας.

Quod habet schol. in PQV: οἱ δὲ τῷ ζῶντι Aristarcheum est. cf. ad ζ 201. L. Ar. 47. Sed Aristarchum in etymologia lapsum esse demonstrat Lehrsius, qui fugaci pede interpretatur, cuius interpretationis vestigium in eodem scholio est: οἱ δὲ διερῷ τῷ ὀξεῖ καὶ ταχεῖ. cf. Curtius, Grundzüge der Etymologie p. 212.

48.

οἵ σφιν γείτονες ἦσαν.

†) ἐπισημαίνονται ἐν Ἰλιάδι γείτονα μὴ ὠνομάσθαι, ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ νῦν δὲ κἀκεϊ (Dind. ex Eust. vult: ἐνταῦθα κεῖται καὶ) ὣς οἱ μὲν δαίνυντο γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου H. (δ 15) Etiam ε 489 γείτονες legitur.

59.

Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ κλῖναν] ἀντὶ τοῦ κλιθῆναι ἠνάγκασαν. T. cf. Ε 37.

62.

ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ προτέρω] ἀντὶ τοῦ εἰς τοὔμπροσθεν. καὶ ἑξῆς ὁμοίως οὐδ’ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον (64) H.

cf. Ar. ad Κ 469. δ 36. ε 417. ω 475.

68.

νηυσὶ δ’ ἐπῶρσ’ ἄνεμον Βορέην . . . λαίλαπι θεσπεσίῃ.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐλλείπει ἡ σύν πρόθεσις, σὺν λαίλαπι T. cf. F. Ar. 25. Μ 207.

69. not. 2.

80.

περιγνάμπτοντα Μάλειαν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] νῦν ἑνικῶς Μάλειαν, ἑτέρωθι δὲ πληθυντικῶς ἀλλ’ ὅτε δή ῥα ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ ἵξεσθαι BEQ. cf. ad δ 514. γ 287.

106.

Κυκλώπων δ’ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων.

†) ἢ τῶν μεγαλοφυῶν τῷ σώματι — τῶν δισήμων γὰρ ἡ λέξις — (de quibus v. L. Ar. 146) ἀθεμίστων δὲ τῶν νόμοις μὴ χρωμένων (cf. Ar. ad Π 387). φησὶ γὰρ θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων (114). εἰ γὰρ ἦν ἀθεμίστων ἀντὶ τοῦ ἀδίκων, πῶς λέγει οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες; (107) εἰ δ’ εἴπῃ τις, καὶ πῶς ὁ Πολύφημός φησιν οὐ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσι, (275) σκοπείτω τὸ πρόσωπον, ὅτι Πολυφήμου ἐστὶ τοῦ ὠμοφάγου καὶ θηριώδους. καὶ Ἡσίοδος — Op. 277 — ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσι πετεινοῖς ἔσθειν ἀλλήλους, ἐπεὶ οὐ δίκη ἐστὶν ἐν αὐτοῖς, ἀνθρώποισι δ’ ἔδωκε δίκην. ὥστε Πολύφημον μόνον λέγει ὑπερήφανον καὶ ἄδικον, τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας Κύκλωπας εὐσεβεῖς καὶ δικαίους καὶ πεποιθότας τοῖς θεοῖς, ὅθεν καὶ ἀνῆκεν αὐτοῖς αὐτομάτως ἡ γῆ τοὺς καρπούς H.

Sic fere etiam alii codd. TV ex parte BQ ad v. 112 cf. praeterea ad v. 225. 275. 508. Hanc Ar. sententiam fuisse apparet ex Apoll. l. h. 12, 20 et 158, 30. Eust. 1617, 20. Totus locus fuit τῶν προβλημάτων v. Apoll. l. e.

112.

τοῖσιν δ’ οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες

†) ἀθεμίστους λέγει οὐχ ὡς ἀδίκους, ἀλλ’ ὡς μὴ θέμιδος ἤτοι νόμου χρῄζοντας εἰς εὕρεσιν τοῦ καλοῦ. ἦσαν γὰρ ἀγαθοί Q.

116.

νῆσος ἔπειτα λάχεια.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem, quam servavit HQ: Ζηνόδοτος τὴν βραχεῖαν, γράφων διὰ τοῦ ε̄, ἐλάχεια. cf. Eust. 1619, 31. Apoll. l. h. 107, 12. De ἐλάχεια vocabulo omnia incerta sunt praeter accentum, cf. L. qu. ep. p. 175. Dindorfius vulgatam lectionem Aristarcho probatam fuisse putat. cf. ad κ 509.

144.

ἀὴρ γὰρ παρὰ νηυσὶ βαθεῖ’ ἦν, οὐδὲ σελήνη.

†) ἀορασία ἢ ἀχλύς H. Certe diple fuit ὅτι ἀέρα τὴν σκοτίαν καλεῖ. cf. P 644. 649. Apoll. l. h. 12, 10. Herod. ad Τ 87.

154.

ὦρσαν δὲ νύμφαι || αἶγας ἀρεσκῴους ἵνα δειπνήσειαν ἑταῖροι.

†) ὅμοιόν ἐστι τῷ οὐδ’ ἄρ’ ἀπ’ ἀσφάραγον μελίη τάμε (Χ 329) τὰ γὰρ συμβεβηκότα ὡς αἴτια λαμβάνει H. cf. Ar. ad Χ 329, quem versum expunxit.

167 cf. not. 3.