De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

274.

βῆ ρ’ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οὐκ οἶδεν ὁ ποιητὴς τὸν Ἥφαιστον ἐργαζόμενον ἢ ἐν Λιπάρᾳ τῆς Σικελίας τῶν Αἰολίδων νήσων, ἢ ἐν Λήμνῳ, ἀλλ’ ἐν Ὀλύμπῳ· καὶ γὰρ καὶ τὴν ἀσπιδοποιΐαν ἐκεῖ λέγει γεγενῆσθαι. Q.

cf. Σ 369. L. Ar. 185.

277.

ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἑρμῖσιν.

†) τοῖς κλινοποδίοις· ἑρμὶς ὁ τῆς κλίνης ποῦς BQV. Sic Ar. cf. Apoll. l. h. 77, 5: ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησιν, ἑρμῖνας ἐκάλουν τοὺς πόδας τῶν κλινῶν, οὗτοι δὲ ἦσαν σφηνοειδεῖς τῇ κατασκευῇ· τῶν ἅπαξ εἰρημένων.

283.

εἴσατ’ ἴμεν.

†) ὥρμησεν ἀπιέναι Q. L. Ar. 148. ε 281.

289.

ἐρχομένη κατ’ ἄρ’ ἕζεθ’ . .

†) ἀντὶ τοῦ ἀορίστου· τὸ γὰρ ἐρχομένη (corr. Friedlaender, codd. ἐχόμενον) ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ P. cf. F. Ar. 4. ι 297.

294.

οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.

†) Σίντιες ἐκαλοῦντο οἱ Λήμνιοι EQ. Sic Ar. cf. Apoll. 1. h. 141, 25. L. Ar. 234.

309. De Ar. interpretatione vocabuli ἀίδηλος cf. ad χ 165.

312.

ἀλλὰ τοκῆε δύω.

†) Ἡσίοδος ἐκ μόνης τῆς Ἥρας γενέσθαι τὸν Ἥφαιστον. κἀκεῖνο δ’ ἱκανὸν τόν τοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν Ἥφαιστος (Ξ 338). T. sc. ut Hesiodus refutetur, nam Jovis et Junonis filius est apud Homerum cf. ad Ξ 335 ubi noster locus citatur. L. Ar. 185.

363.

ἡ δ' ἄρα Κύπρον ἵκανε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη ἐς Πάφον· ἔνθα δέ οἱ τέμενος.

†) πόλις Κύπρου· ἀπὸ γενικοῦ εἰς τὸ εἰδικόν· ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ, ἔνθα γάρ οἱ H. Similis locus. quem Eust. 1600, 50 citat ad nostrum versum, est Θ 47: Ἴδην δ’ ἵκανεν Γάργαρον, ad quem v. Ar. cf. η 197. ι 39. 184. De commutatione vocabulorum δέ et γάρ F. Ar. 35, β 6 et locos ibid. collatos. Quod habet T ad v. 364: καὶ δύο γενέσεις Χαρίτων est Aristarcheum. cf. L. Ar. 180.

383.

ἠμὲν ἀπείλησας . .

†) ἐπηγγείλω· οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι (Ψ 863) H. Frustula sunt Ar. notae, qui ad locum citatum ἠπείλησεν ἀντὶ τοῦ ηὔξατο esse dicit. cf. Ι 682. Eust. pro ἐκαυχήσω.

390.

δώδεκα γὰρ βασιλῆες ἀριπρεπέες κατὰ δῆμον·

Ex Ar. ad Υ 84 apparet, hic diplam fuisse, ὅτι βασιλεῖς καὶ τοὺς κατὰ μέρος ἄρχοντας λέγει. cf. L. Ar. 115. α 72. η 49. ξ 336.

452.

θερμὰ λοέτρ’, ἐπεὶ οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν, ἐπεὶ δὴ λίπε δῶμα Καλυψοῦς.

De dipla ab Ar. adpicta propter ἐπεί vocabuli significationem, non tantum quod, sed etiam postquam cf. ad α 2.

477.

κῆρυξ, τῆ δὴ, τοῦτο πόρε κρέας.

†) τὸ τῆ ῥῆμα προστακτικόν ἐστι παρὰ ποιηταῖς εἰρημένον χρόνου ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ BQ. Est ἀντὶ τοῦ λάβε cf. ad ι 347. Ξ 219.

483.

ἥρῳ Δημοδόκῳ.

Fuit diple, ὅτι δισυλλάβως καὶ ἐν Ἰλιάδι ἥρῳ cf. ad Η 453, ubi etiam noster locus notatur.

507.

ἠὲ διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ.

†) Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί (Ψ 120). Eust. 1608, 16. διατμῆξαι, quod habent ACDEFGHIKLMPQSV, Zenodoto videtur deberi, cf. schol. Σ 34.

529.

εἴρερον εἰςανάγουσι.

Notatum fuit vocabulum εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον cf. in ET. Apoll. l. h. 64, 13.

546.

ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνος.

Fuit diple ὅτι τὸ ἀντὶ κασιγνήτου ἀντὶ τοῦ ἴσος κασιγνήτῳ cf. ad Φ 75, ubi noster versus sic explanatur ab Ar. L. Ar. 114.

557.

οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν.

†) τοῦτο φανερὸν ὅτι ἐκτετόπισται ἡ πλάνη. διὸ μὴ χρῄζειν τὰς ναῦς τῶν κυβερνητῶν, ἀλλ’ αὐτὰς τὸν πλοῦν ἐπίστασθαι T. cf. ad δ 556 et locos ibid. collatos.

564-71.

ἀλλὰ τόδ’ ὥς ποτε πατρὸς ἐγὼν εἰπόντος ἄκουσα Ναυσιδόου, ὅς ἔφασκε Ποσειδάων’ ἀγάσασθαι ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων. φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν εὐεργέα νῆα ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ ῥαισέμεναι, μέγα δ’ ἧμιν ὄρος πόλειἀμφικαλύψειν· ὣς ἀγόρευ’ ὁ γέρων· τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν.

*) ἀθετοῦνται· οἰκειότερον γὰρ ἐν τοῖς ἑξῆς, (ν 172 seq.) ὅταν ἴδωσι τὴν ναῦν ἀπολελιθωμένην ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος [ὥστε ἀναμιμνήσκονται inserendum esse putat Friedlaenderus in Fleckeisenii Annal. tom. LXXVII p. 5] ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ὥσπερ ὁ Κύκλωψ ὑπὸ τοῦ . . . . ἀναμιμνήσκεται καὶ ἡ Κίρκη ἦ σύγ’ Ὀδυσσεύς ἐσσι (κ 330). καὶ ἐνταῦθα δὲ παλιλλογοῦνται (sc. οἱ στίχοι). εἰ δὲ ἔμαθε Ὀδυσσεὺς τὸν χρησμὸν, οὐκ ἂν αὐτοῖς ἐμήνυσε τὰ ὑπὲρ αὐτοῦ, οὐδὲ Ἀλκίνοος ἔπεμψεν αὐτὸν ὑπερβολῇ φιλοξενίας T. cf. ad ν 173. Obelos cum asteriscis his versibus appictos fuisse — sunt in M. cf. La Roche p. 179 — commemorat Eust. 1610, 46 et 1737, 59 easdem fere caussas afferens.

565.

ὃς ἔφασκε Ποσειδάων’ ἀγάσασθαι || ἡμῖν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγάσασθαι νῦν] ἀντὶ τοῦ φθονῆσαι B. cf. ν 173. L Ar. 147.

581.

ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] σαφῶς ἐκ τούτου δηλοῦται ὅτι πηὸς [ὁ] (οὐ cod.) κατ’ ἐπιγαμίαν (cod. ἐπωνυμίαν, sed correxi secutus Apoll. l. h. 131, 22) οἰκεῖος (ἢ) [οὐχ ὁ] φίλος ἢ (corr. Friedlaenderus in Fleckeisenii annal. l. c. pro cod. ἀλλ’) ἑταῖρος, ὡς οἱ πολλοὶ τῶν γλωσσογράφων· ἐπιφέρει γοῦν ἀντιδιαστέλλων (584) ἢ πού τις καὶ ἑταῖρος ἀνήρ ὁρισμὸν ποιῶν. T. cf. Eust. ad h. v.