De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

204. cf. not. 2.

214.

ἀλλ’ ἔμπης καλάμην γέ σ’ ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν.

†) Apoll. l. h. 94, 30: ὁ Ἀρίσταρχός φησι, μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν. καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ τὸ πλῆθος ἰδόντα τῆς καλάμης καὶ τὴν εὐγένειαν ἔστιν ἐπιγνῶναι ὅσος καὶ οἷος ἦν ὁ καρπός. καὶ νῦν οὕτως λέγει, ἀλλ’ ὅμως καὶ τὸ λείψανόν σε ὁρῶντα τοῦ σώματος ὀίομαι ἐπιγινώσκειν, οἷος ἤμην ἀκμάζων ἐγὼ καὶ εὐσθενῶν. Similia habent schol. in BHQV.

231. Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus καί σφιν, quod ad ἄνδρας retulisse videtur, pro καί μοι legit cf. H.

246.

Αἴγυπτόνδε με θυμὸς ἀνώγει ναυτίλλεσθαι.

*) ὅτι ὁμωνύμως τὸν ποταμὸν καί τὴν χώραν. νῦν δὲ τὴν χώραν H. cf. δ 477.

294. cf. not. 3.

295. Diple periestigmene, quod Zenodotus pro ἐέσσατο dedit ἐφείσατο v. H.

318.

αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον.

†) αἴθρῳ ἀρσενικῶς, ὡς ἐν πύλῳ ἐν νεκύεσσιν (Ε 397) ἀντὶ τοῦ ἐν πύλῃ B.

Loco citato (Ε 397) sic interpretatus esse dicitur Aristarchus in LVD. Alii legerunt pro αἴθρῳ λύθρῳ cf. Etym. M. 33, 40 ubi idem adnotatur ut in B et adiungitur: καὶ τὴν δείλην δείελον (Φ 232, ubi v. Aristonicum). Hinc colligi potest, Aristarchum formam αἶθρον existimavisse metaplasmum illius αἴθρη, quod legitur Ρ 646. ζ 44. μ 75 Eust. 1760, 32.

321.

ἐνθ’ Ὀδυσῆος ἐγὼ πυθόμην.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] λείπει ἡ περί H. cf. F. Ar. 26.

336.

βασιλῆι Ἀκάστῳ.

†) πῶς ἐν Ἰλιάδι Μέγητά φησιν εἶναι βασιλέα Δουλιχίου; βασιλέας οὖν τοὺς δυνάστας φησί HQ. De hac vocabuli βασιλεύς interpretatione ex Ar. derivata cf. L. Ar. 115. In catalogo navium Β 627 Meges rex Dulichii est.

338. cf. not. 4.

359.

ἀνδρὸς ἐπισταμένου.

†) Ex Apoll. l. h. 74, 11: ἐπὶ στίχου ἐν τῇ ξ′ Ὀδυσσείας ἀνδρὸς ἐπισταμένου Ἀρίσταρχος ἐπιστήμονος. Sic scribendum cf. L. A. p. 5.

394.

μάρτυροι ἀμφοτέροισιν θεοί.

Fuit diple periestigmene ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μάρτυρες· ὁ δὲ Ὅμηρος οὕτως ἐσχημάτικεν. cf. α 273. schol. in HQ.

396.

πέμψαι || Δουλίχιόνδ’ ἰέναι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ πέμψαι] ἀντὶ τοῦ πέμψον B. cf. ad α 291. F. Ar. 14.

400.

ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν.

Fuit diple, ὅτι τὸ ἀλεύεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύηται· συνέσταλται

γὰρ. cf. ad ζ 33 ubi citatur hic locus in eadem adnotatione. F. Ar. 13.

446.

καὶ ἄργματα θῦσε.

†) τὰς ἀπαρχὰς τῶν μερίδων ἢ τὰ ἀπομερισθέντα τοῖς θεοῖς. θῦσε δὲ ἐθυμίασεν· οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι ἱερεῖόν φησι BQ. cf. ad Ι 219 ubi citatur noster versus in hac interpretatione. L. Ar. 82. Eust. 1767, 12. ι 231.

447.

οἶνον Ὀδυσσῆι πτολιπόρθῳ ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν. ὁ δ’ ἕζετο.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] καὶ τοῦτο ἐξ ἐπαναλήψεως ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ Ὀδυσσέως H. cf. ad v. 77. Ε 733. Ο 127. ε 391.

463.

εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ εὐξάμενος ἀντὶ τοῦ] καυχησάμενος BQ. L. Ar. 147. cf. 468.

468.

εἴθ’ ὣς ἡβώοιμι.

†) ἔνθεν δῆλον ὅτι τὸ εὐξάμενος (463) ἀντὶ τοῦ καυχησάμενος HQ.

482.

ἀλλ’ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.

†) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν, ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἴμενται· (488) τινὲς δὲ ζῶμα φαεινὸν τὸν σιδηροῦν χιτῶνα H. Altera interpretatio est Aristarchi cf. L. Ar. 121. Eust. 1770, 35. Apoll. l. h. 81, 18.

495.

κλῦτε φίλοι· θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος.

*) ἀθετεῖται ὡς ἐκ τῆς Ἰλιάδος (Β 56) μετενηνεγμένος. γελοῖον δὲ εἰπεῖν καὶ τὸν ἐν λόχῳ καθυπνωκέναι H. cf. ad Β 56, qui habet asteriscum. Videtur insertus esse versus propter initium orationis coniunctione γὰρ factum. Sic H: τινὲς φασὶν ἐνίους ἠγνοηκότας τὸ (ἔθος) τοῦ ποιητοῦ, ὅτι ἔθος ἐστὶν αὐτῷ ἀπὸ τοῦ γὰρ ἄρχεσθαι, διὰ τοῦτο πεπλακέναι τὸν στίχον. cf. κ 174. 189.