De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

2.

χῶρον ἀν’ ὑλήεντα δι’ ἄκριας.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ δι’ ἀκρίων B. cf. F. Ar. 21.

8.

αὐτὸς δείμαθ’ ὕεσσιν.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem: δείματο οἷος H.

12.

τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας.

†) ὁ Ἀρίσταρχος τὸν φλοῦν BHQ. cf. L. Ar. 152. Eust. 1748, 55. Quod praeterea legitur in BHQ: τὸ δὲ δρυὸς δύναται νοεῖσθαι καὶ ἐπὶ παντὸς ξύλου idem est ab Ar. ad Λ 86 observatum.

18.

ἀντίθεοι μνηστῆρες.

In schol. QV hoc legitur: νῦν οἱ ἐναντίοι τοῖς θεοῖς. Sed potius ex Aristarchi mente esse puto, quod Eust. habet 1749, 4: τὸ ἀντίθεοι μνηστῆρες, εἰ μὲν τοὺς ἀσεβεῖς δηλοῖ, πάνυ σφοδρῶς ἔχει. ἐπιεικέστερον δὲ αὐτοῦ μετ’ ὀλίγα τὸ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν (27). εἰ δὲ τοὺς ἰσοθέους λέγει διά τε γένος τυχὸν καὶ κάλλος καὶ πλοῦτον καὶ ἀνδρίαν, Ὁμηρικώτερόν ἐστι, καθὰ καὶ τὸ θεοειδῆ που εἶπεν τὸν Πάριν. cf. L. Ar. 114 sub ἀντὶ Nota εἶναι.

22. fuit de Zenodoti athetesi, cf. in H. Vind. 133: ὑπωπτεύετο παρὰ Ζηνοδότῳ. Καλλίστρατος ὑπώπτευε τὸν στίχον διὰ τὴν ἐξαρίθμησιν τῶν κυνῶν καὶ τὸ ἐπίθετον. Duentzerus p. 192 v. 21 et 22 ab Zenodoto et Callistrato expunctos esse contendit, contra quem Dindorfius not. 15, p. 580.

29.

κύνες ὑλακόμωροι.

†) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος ὀξύφωνοι QV. Sic Eust. qui addit: ἐπεὶ καὶ μόρον ἐν ἄλλοις ἐδηλώθη λέγεσθαι τὸ ὀξὺ. ὃ ἐξετάθη ἐν τῷ ὑλακόμωροι. cf. Apoll. 91, 25. L. Ar. 152.

50.

δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός.

†) οἱ δὲ τὴν τελείαν B. Restitui quod Buttmannus correxit et Dindorfius in textum recepit: τελείαν pro ταχεῖαν; nam sic Aristarchum interpretatum esse ut B. cod. docet Apoll. l. h. 91, 32: διὰ δὲ τοῦ Ἀριστάρχου ὑπομνήματος ἰονθάδος ἔνιοι ἀποδιδόασι τελείου. εἴη δ’ ἂν λεγόμενον ἀπὸ τῶν ἰόνθων. τὰς γὰρ τῶν τριχῶν ῥίζας ἰόνθους λέγει Σοφοκλῆς ἐν Χρύσῃ ἐγὼ μέλαιναν ἐξιονθίζω τρίχα (corr. Lehrsius Ar. p. 152 pro μίαν μέν cod.). Huc referendum est, quod legitur in H ad v. 51: οὐκ ἂν νῦν ἔφη δασύ, εἴ γε τὸ ἰονθάδος ἐδήλου τὸ δασέος (ut voluit Apion cf. Apoll. l. c.).

77.

θέρμ’ αὐτοῖς ὀβελοῖσιν· ὁ δ’ ἄλφιτα.

†) ὡς περὶ ἑτέρου· ἔστι δὲ ἐπὶ τοῦ Εὐμαίου. Ὁμηρικὴ δὲ ἡ φράσις H. cf. ad v. 447.

87.

πλησάμενοι δὲ τε νῆας ἔβαν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ὁ δὲ πλεονάζει HQ. cf. F. Ar. 33. β 6.

102. cf. not. 1.

106.

ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος.

*) ὅτι ἀρσενικῶς τὸν αἶγά φησιν Q. cf. α 246.

122.

οὔ τις κεῖνον ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν ἀγγέλων πείσειε.

†) τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ὁριστικοῦ, πείσειε πείσει H. Verba non sunt Ar., nam nunquam talibus modorum nominibus εὐκτικὸν, ὁριστικὸν usus est, (cf. F. Ar. p. 7) sed rem puto.

147.

ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] τὸ ἠθεῖε προσφώνησίς ἐστι [σεπτικὴ] νεωτέρου πρὸς μείζονα BQ. cf. ad Κ 37. L. Ar. 151.

159.

ἱστίη τ’ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω.

*) [ἀθετεῖται] μετενήνεκται [γὰρ] ἀπὸ τῶν ἑξῆς ἐπὶ τῶν πρὸς τὴν Πηνελόπην λόγων (τ 304). οὔπω γὰρ ἀφῖκται εἰς τὴν Ὀδυσσέως οἰκίαν Q.

162-64.

τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δὲ ἱσταμένοιο οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται, ὅς τις. ἐκείνου ἐνθαδ’ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.

†) ὑποπτεύονται οἱ τρεῖς ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς τὰ πρὸ αὐτῶν, καὶ ὡς ὕποπτοι καὶ ὡς ἄπιστοι. πόθεν γὰρ ᾔδει εἰ καὶ ἐκ Δωδώνης ὑποστρέφων οὐ πλοίσει; H.

Hanc notam in imo paginae versus 125-166 continentis scriptam Buttmannus recte ad 162-64 retulit. Obeli cum asteriscis appicti sunt in M etiam duobus praecedentibus versibus 160-61, aptius credo leguntur τ 307. In eodem codice v. 174-184 obelis notati sunt, quam ob caussam ex scholiis non liquet.

171.

ἀλλ’ ἤτοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν.

Diple periestigmene, quod Zenodotus: κεῖνον μὲν scripsit cf. H.

174.

τῶν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] λείπει ἡ περὶ, περὶ παιδὸς (Η) [καὶ τὸ ἄλαστον] ἀντὶ τοῦ ἀλάστως, ἀνεπιλήστως BV. cf. F. Ar. 26. 29. α 209.

178.

τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐν σχήματι [εἴρηται] ὡς τὸ γυναῖκά τε θήσατο μαζόν (Ω 58) καὶ οἵ σ’ ὠτειλῆς αἷμ’ ἀπολιχμήσονται (Φ 122) H.

cf. F. Ar. 20. Ω 58. Sequitur ex scholio, Aristarchum legisse: τόν δέ τις, non ut codd. recentiores τοῦ.

188-190. *) ἀστερίσκος πρόσκειται ἄχρι στίχων γ’, ὅτι νῦν ὡς πρὸς ῥάκεσιν ἠμφιεσμένον ὀρθῶς λέγονται· ὡς δὲ πρὸς

τὴν Ἀθηνᾶν ὁμοιωθεῖσαν Μέντῃ καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν στολὴν οὐ πάνυ HQ. cf. ad α 171. π 57.

199.

ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι.

†) ἀπὸ τοῦ Κρῆται· καὶ τὰς Ἀθήνας γὰρ ποτὲ ἑνικῶς, ποτὲ πληθυντικῶς ὀνομάζει HQ. cf. ad γ 287. Eust. 1757, 23.