De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ἀντίδοτον θανασίμων ἐξόχως πινομένη σὺν οἴνῳ, καὶ προλημφθεῖσα δὲ ἐξεμεῖσθαι ἀναγκάζει τὰ δηλητήρια. ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς τὰς τῶν θανασίμων ἰοβόλων πληγὰς καὶ δήξεις· μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις. χρῶνται δέ τινες καὶ εἰς τελετὰς αὐτῇ.

98 χαλκανθὲν τῷ μὲν γένει ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ὑπάρχει· ὑγρὸν γάρ ἐστι πεπηγός. εἰδικὰς δὲ ἔχει διαφοράς τρεῖς· τὸ μὲν γὰρ κατὰ σταλαγμὸν διηθουμένων ὑγρῶν εἴς τινας ὑπονόμους συνίσταται, ὅθεν καὶ σταλακτὸν τὸν καλεῖται ὑπὸ τῶν τὰ Κυπριακὰ μέταλλα ἐργαζομένων. τὸ δ᾿ ἀφθόνως ὑετιζόμενον ἐν σπηλαίοις, ἔπειτα μεταχεόμενον εἰς βόθρους τὴν πῆξιν λαμβάνει, ὃ δὴ καὶ πηκτὸν ἰδίως ὀνομάζεται.

τὸ δὲ τρίτον καλεῖται μὲν ἑφθόν, σκευάζεται δὲ ἐν Σπανίᾳ. σκευὴν δὲ ἔχει τοιαύτην,. ἀχρούστατόν τε καὶ ἀσθενέστατον ὑπάρχον· ὕδατι διέντες αὐτὸ ἕψουσιν, εἰς τὰς δεξαμενάς τε κατεράσαντες ἐῶσι· [*](9 SIM. Pl. XXXIV 123 sq., inde Isid. XVI 2, 9 sq.) [*](9 EXC. Orib. XIII s. v. (χαλκανθὲς — δεικνύει); cf. Gal. XII 238, unde Aet. II 77.) [*](1 post ἀναφερομένη add. ἀπὸ λήμνου τῆς νήσου ἐχούσης ἑλώδη τόπον· κἀκεῖθεν ἐκλέγεται A Di, mg. H2 μίγνυται ADi post αἰγείῳ del. ἢ τραγίῳ E2 2 ἐκεῖσε pap. E ἀναπλασσόμενοι pap. σφραγίζοντες EDi 3 σφρακῖτα pap. καλοῦσιν αἰγός Di, αἰγός superscr. H2 4 ἀντιδότου QDi θανασίμων φαρμάκων EDi ἔξοχον Di 5 δὲ addidi ex E 6 τῶν ἰοβόλων καὶ θαλασσίων E 7 δήγματα E δὲ (pr.) om. E τινες αὐτῇ E 8 αὐτῆς P, in fine add. DiHA ἔστι δὲ καὶ δυσεντερίαις χρήσιμος) [*](9 num. cap. ψξβ´  O: ψξῆ Di: ρ𝔮 E tit. περὶ χαλκάνθου QDi τὸ δὲ χαλκανθὲς E χάλκανθες OE: χάλκανθον Orib.Di: χάλκανθος L Cels. Pl., cf. Gal. XII 721 ταὐτὸν Orib.Di 10 ὑγρὸν] ὕδωρ E 11 κατὰ bis habet P διηθούμενον ὑγρὸν Orib.E 12 σταλακτὸν E (ακτ del. E2): σταλακτὶς HDi: sacton Dl: σταλαγμίας Pl. l. s. 13 ἐργαζ. μέταλλα E post ἐργαζομένων add. Πετεήσιος (Πετάσιος coni. Salm. Pl. ex. 816) δὲ (οὗν H) αὐτὸ καλεῖ (κ. αὐτὸ H) πινάριον, οἱ δὲ σταλακτικόν, πηκτόν, ἑφθόν, ἀρακτόν, λογχωτόν DiH (in mg. cum σ in textu) ἀφθόνως] ἀφανῶς E: ἁπλῶς Di ὑετιζόμενον scripsi: ὑλιζόμενον O: γυμναζόμενον OribE: λιμναζόμενον E2: ἐργαζόμενον Di, cf. Pl. l. s. fit et in saxorum catinis pluvia aqua corrinato limo gelante 14 σπηλαίῳ O 15 καὶ om. Orib. ἰδίως om. Q 16 ἱσπανία Di 17 τοιάνδε Orib.E ἄχρηστον Q: εὔχρουν coni. Serap., at cf. Dl conficitur vero sic quae sine colore et sine virtute est, Pl. l. s. 125 ideo quidam duplici differentia fossile aut facticium appellant, hoc pallidius et quantum colore tantum bonitate deterius 18 εἶτα εἰς (om. τε) Orib.DiE (corr. E2) τὰς om. Orib. κατερράσαντες QDi)

69
τοῦτο δὲ πήγνυται τεταγμέναις ἡμέραις εἰς πολλὰ διαιρούμενον κυβοειδῆ σχήματα βοτρυδὸν ἀλλήλοις προσεχόμενα.

ἄριστον δʼ 3 αὐτοῦ τὸ κυάνεον καὶ βαρύ, πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές, οἷόν ἐστι τὸ σταλακτόν, ὐπʼ ἄλλων δέ τινων λογχωτὸν καλούμενον· ἐχόμενον δὲ τὸ πηκτόν, τὸ δὲ ἑφθὸν πρὸς μὲν βαφὰς καὶ μελάσματα εὐδοκιμεῖ, πρὸς δὲ ἰατρικὴν χρῆσιν ἀσθενέστατον ἡ πεῖρα δεικνύει.

δύναται δὲ στύφειν, θερμαίνειν, ἐσχαροῦν, ἕλμεις πλατείας 4 ἀναιρεῖν δραχμῆς μιᾶς βάρος καταπινόμενον ἡ μετὰ μέλιτος ἐκλειχόμενον, ἐμέτους τε κινεῖ, καὶ μύκητας λαβοῦσι βοηθεῖ ποθὲν ἐν ὕδατι, κεφαλήν τε καθαίρει ἀνεθὲν ὕδατι καὶ διʼ ἐρίου ῥινεγχυτούμενον. καίεται δὲ ὡς ὑποδείξομεν αὐτίκα ἐπὶ τῆς χαλκίτεως.

99 χαλκῖτιν προκριτέον τὴν χαλκοειδῆ καὶ εὔθρυπτον, ἄλιθόν τε καὶ οὐ παλαιάν, ἔτι δὲ τὰς ἶνας ἐπιμήκεις τε καὶ ἀποστιλβούσας ἔχουσαν.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν, τῶν περὶ κανθοὺς καὶ ὄμματα ἀποκαθαρτικήν· ἐστι δὲ τῶν μετρίως στυφόντων.

ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα, ἕρπητας καὶ 2 [*](8 SIM. Pl. XXXIV 126 sq. D. eup. II 66 (282) — 10 Nic. Al. 529 Scrib. L. 198.) [*](14 SIM. Pl. XXXIV 117 sq. (e S. N.) — Zop. (Orib. II 587) — Zop. l s. Cels. V 9. 7 — Cels. V 1. Pl. l. s. 118 D. eup. I 210 (203) — Pl. 118 — eup I 46 (114) — eup. I 207 (201).) [*](14 EXC. Orib. XIII s. v. (χαλκῖτιν — ἔχουσαν, σκευάζεται — μεταβάλῃ); cf. Gal. XII 241, unde Aet. II 78. cf. Gal. XII 721.) [*](1 δὲ] δὴ Di 2 σήματα Di προσερχόμενα Q: προσκείμενα Orib.: συνεχόμενα Di 3 αὐτῶν E αὐτοῦ ἡγητέον Orib.Di καὶ καθαρὸν om. AHDi πυκνόν—καθαρὸν om. F 4 ἐστι καὶ E στακτόν Orib.E τινων om. POrib.EDi 6 εὐδοκιμεῖ Q: ἐδόκει PL: ἐπιτηδειότερον δοκεῖ τῶν ἄλλων εἶναι Orib.: ἐπιτηδειότερον τῶν ἄλλων δοκεῖ εἶναι EDi: coctus vero ad infectura aliquid utilis est Dl χρῆσιν addidi 7 ἀσθενέστερον Orib.EDi δεικνύει EPL: δείκνυσι reliqui 8 ἕλμινς Di 9 α΄ HDi 10 λαβοῦσι] φαγοῦσι Ε2 (in mg). 11 σὺν ὕδατι E καὶ κεφαλὴν (om. τε) E ἐνεθὲν QDi) [*](14 num. cap. ψξγ´ O: ψξθ Di: ρζ E tit. περὶ χαλκίτεως QDi χαλκῖτιν δὲ Orib.E 15 τε (pr.)] δὲ E τε (alt.) om. Orib.Di ἐπιμήκεις — ἀποστιλβούσας om. mg. add. E2 17 ῥυπτικήν τε καὶ θερμαντικὴν καὶ ἐσχαρωτικήν Di θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν om. E, at cf. Dl virtus est ei stiptica et termantica et scarotica ἐσχαρωτικήν om. mg. add. (cum ?? post στυπτικήν) P, om. L καὶ (om. Di) ἀποκαθαρτικὴν τῶν περὶ κ. EDi 18 καθαρτικήν P δὲ καὶ EDi 10 στυφόντων] σηπόντων Di: σηπόντων ἢ στυφόντων (σηπ. ἢ del. E2) E δὲ om. P καὶ (pr.) om. QE καὶ (alt.) om. QDi ad rem cf. Gal. XIII 857)

70
αἱμορραγίας τὰς ἐξ ὑστέρας καὶ μυκτήρων σὺν πράσου χυλῷ. ξηρὰ δὲ πρός τε ἐπουλίδας καὶ νομὰς καὶ παρίσθμια, κεκαυκένη δὲ πρὸς τὰ ὀφθαλμικὰ μᾶλλον χρησιμεύει λεία σὺν μέλιτι, τετυλωμένα βλέφαρα καὶ τραχέα ἀποτήκουσα, σύριγγάς τε αἴρει ἐν κολλουρίου σχήματι ἐντιθεμένη.

3 σκευάζεται δὲ ἐξ αὐτῆς τὸ καλούμενον ψωρικόν, διπλασίονος χαλκίτεως πρὸς ἀπλοῦν καδμείας μειγνυμένου καὶ σὺν ὄξει λεαινομένου· δεῖ δὲ ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύσσειν ἐν κοπρίᾳ ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν ἡμέρας τεσσαράκοντα. γίνεται δὲ δριμύτερον, δυνάμενον ὅσα καὶ ἡ χαλκῖτις. ἔνιοι δὲ ἴσα μείξαντες οἴνῳ λεαίνουσι καὶ τὰ αὐτὰ ποιοῦσι. καυστέον δὲ αὐτὴν ἐν ὀστράκῳ καινῷ ἐπιθέντας καὶ διαπύροις ἄνθραξιν ἀπερεισαμένους.

4 μέτρον δʼ ἔστω τῆς καύσεως ἐπὶ μὰν τῶν πολυύγρων τὸ ἀπομφολύγωτον καὶ καλῶς ξηρὸν γενέσθαι, ἐπὶ δὲ τῶν λοιπῶν ἡ ἐπὶ τὸ εὐανθέστερον μεταβολή· ὅταν γὰρ μιλτώδης γένηται τὴν χρόαν κατὰ βάθος, ἀναιρετέον αὐτήν, τήν τε προσκαθημένην ἀκαθαρσίαν ἀποφυσητέον καὶ ἀποθετέον. ὄπτᾶται δὲ ἐπ᾿ ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι, ἢ ἐπʼ ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων στρεφομένη πυκνῶς, ἕως ἂν πυρωθῇ καὶ μεταβάλλῃ τὴν χρόαν.

[*](6 SIM. Pl. XXXIV 119. Cels. VI 6, 31.)[*](6 EXC. Gal. XII 244.)[*](6 TEST. Gal. XII 723 τῶν δὲ πρὸς τὰς ψωρώδεις ἐν βλεφάροις διαθέσεις ἁρμοττόντων φαρμάκων ἅλες εἰσὶν ἀμμωνιακοὶ . . . . καὶ τὸ καλούμενον ψωρικόν, οὐχ ἀπλοῦν οὐδʼ αὐτοφυὲς ὄν, ἀλλʼ ἔχον τινὰ σκευασίαν, ἣν καὶ Διοσκουρίδης ἔγραψε καὶ οἱ ἄλλοι σχεδὸν ἅπαντες, ὅσοι περὶ ὕλης ἐποιήσαντο πραγματείας.)[*](1 ἐκ μυκτήρων E 2 ξηρὰ (om. δὲ) post παρίσθμια transpos. Q 3 μᾶλλον ἂν E 4 τετυλωμένα μὲν Di ἀποτήκει καὶ σμήχει Di καὶ σύριγγας δὲ E 5 τε] δὲ Di κολλυρίου Q 6 nov. cap. (ψο) περὶ ψωρικοῦ (in mg.) incip. Di φαρικόν mg. add. P διπλασίονος sc. μέρους 7 ἀπλῆν καδμείαν Orib.Di καδμείας] λιθαργύρῳ Gal. l. s., at cf. Cels. l. s. μεμιγμένου HA: μιγνυμένης Orib.E 8 λεαινομένης Orib.: ἐκλειουμένης E κατορύττειν Orib.E ἐν κοπρίᾳ (κοπρίαις E) post κύνα transpos. (om. καύμασιν) Orib. E 9 ἐπὶ ἡμέρας Orib.E μ´ QOrib.EDi 10 καὶ om. E 12 ταύτην Orib. ἐπιθέντες Orib.E2 (ἐπιτιθέντας E): ἐντιθέντας QDi, cf. Matth. 27, 29 13 ἐπερεισαμένους Orib.E 14 πολυύγρων E: πολὺ ὑγρῶν reliqui ξηρὰν Orib.E γίνεσθαι E 15 ἡ om. O εὐανθέστατον E γὰρ] δὲ E αἱματοειδὴς καὶ μιλτώδης Di (glossa) 16 χροίαν P βάθους Orib. 18 ἐκφυσωμένων QL: Di: ἐμφυσωμένων Spr. 19 ἐπ᾿] ὑπ᾿ HADi ἐπὶ διαπύρων Orib. στρεφομένων Di: post στρεφομένη 4 litt. del. E2 20 ἂν ///πυ// ρωθῇ E2 μεταβάλῃ Orib.E τὴν χρόαν om. Orib.)
71

100 μίσυ παραλημπτέον τὸ Κύπριον, χρυσοφανές, σκληρὸν καὶ ἐν τῷ θλασθῆναι χρυσίζον καὶ ἀποστίλβον ἀστεροειδῶς. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τῇ χαλκίτιδι, δίχα τῆς τοῦ ψωρικοῦ κατασκευῆς, ἐν τῷ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον διαφέρον. τὸ δὲ Αἰγύπτιον πρὸς μὲν τὰ ἄλλα διαφέρει ἐμπρακτότερον ὄν, πρὸς δὲ τὰς ὀφθαλμικὰς δυνάμεις πολλῷ λείπεται τοῦ προειρημένου.

101 μελαντηρία ἡ μέν τις τῶν ὀρυγμάτων τοῖς στομίοις, ἀφ᾿ ὧν ἂν μεταλλευθῇ χαλκός, ἐπιπήσσεται ἁλμυρίδος τρόπον, ἡ δὲ ἐκ τῆς ἄνωθεν ἐπιφανείας τῶν προειρημένων τόπων, ἥτις καὶ γεώδης ἐστίν· εὑρίσκεται δέ τις καὶ ὀρυκτὴ ἐν Κιλικίᾳ καὶ ἐν ἄλλοις πολλοῖς τόποις. διαφέρει δὲ αὐτῶν ἡ θειόχρους, λεία, ὁμαλή, καθαρά, ἐν τῷ θιγεῖν ὕδατος μελαινομένη ταχέως. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τῷ μίσυι.

102 τὸ δὲ σῶρι ἔνιοι ὑπέλαβον εἶναι μελαντηρίαν πλανώμενοι· ἴδιον γάρ ἐστι γένος, οὐκ ἀφόμοιον, βρωμωδέστερον δὲ τὸ σῶρι καὶ ναυτίας ποιητικόν. εὑρίσκεται δὲ ἐν Αίγύπτῳ [*](1 SIM. Pl. XXXIV 121 sq. (e S. N.).) [*](1 EXC. Pap. Lugd. II 243 (μίσυ — ἀστεροειδῶς); Orib. XIII s. v. (μίσυ — προειρημένου); Orib. V 81 (D). Gal. XII 226, unde Aet II 64, cf. Gal. XII 721.) [*](8 SIM. Pl. XXXV 41 (e S. N.), cf. Isid. XIX 17, 17.) [*](8 EXC. Orib. XIII s. v. (διαφέρει — μίσυι), cf. Orib. V 81 (D). Gal. XII 226 (unde Aet. II 62).) [*](15 SIM. Pl. XXXIV 120 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 590). D. eup. I 71 (129). Archig. (Gal. XII 859) D. eup. I 77 (133) I 122 (154) I 189 (193).) [*](15 EXC. Orib. XIII s. v. (σῶρι — στομάχου, κοινῷ — καιόμενα), cf. Orib. V 82 (Dar.). Gal. XII 226.) [*](1 num. cap. ψξδ´ O: ψοα (α del.) Di: ρη E tit. περὶ μίσυος QDi μίσυ δὲ EDi παραλειπτέον F τὸ om. pap. 2 θραυσθῆναι Orib.Di 4 τῆς post ψωρικοῦ colloc. Orib. διασκευῆς H τε om. PLorib. ad rem cf. Gal. XII 228 5 δὲ] μὲν H ἐμπρακτικώτερον Orib.Di) [*](8 num. cap. ψξε´ O: ψοᾱ Di: ρθ E tit. περὶ μελαντηρίας QDi τῆς δὲ μελαντηρίας ἡ μέν τις EDi τοῖς τῶν ὀρυγμάτων στ. EDi 9 ὁ χαλκός Di ἁλμυρίτιδος E 10 fort. τόπων γίνεται coll. Pl. aut terra ipsa sulpurei coloris ad hoc probatur 12 πολλοῖς PL: τισὶ reliqui, at cf. Dl invenitur . . . et in multis aliis locis αὐτῆς EDi 18 καθαρὰ καὶ Orib.EDi θήγειν E ὕδατι Q 14 καὶ καῦσιν] καυστικὴν Di, mg. add. Orib. (pr. m.)) [*](15 num. cap. ψξ𝔮´ O: ψοβ Di: ρῑ E tit. περὶ σώρεως QDi τὸ δὲ om. Orib. σῶρι libri: σῶρυ Orib. (at σῶρι V 82) Gal., cf. Salm. Pl. ex. 814 εἶναι om. QDi τὴν μελαντηρίαν Orib.E 16 γένος ἐστὶ Orib. βρομωδέστερον Orib.EP 17 εὑρίσκεται — Κύπρῳ om. Orib.)

72
καὶ ἐν ἄλλοις τόποις, ὡς ἐν Λιβύῃ καὶ Σπανίᾳ καὶ Κύπρῳ. προκριτέον δὲ τὸ Αίγύπτιον καὶ ἐν τῷ θραυσθῆναι μελάντερον φαινόμενον, κατατρήσεις τε πολλάς ἔχον καὶ ὑπολίπαρον, ἔτι δὲ στῦφον καὶ πρὸς τὴν κατάποσιν ἢ ὄσφρησιν βρωμῶδες καὶ ἀνατρεπτικὸν στομάχου.

2 τὸ δὲ λαμπυρίζον ἐν τῷ θραυσθῆναι ἐμφερῶς τί μίσυι ἑτερογενές τε καὶ ἀσθενὲς οἰητέον εἶναι. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τοῖς προειρημένοις. ἰᾶται δὲ καὶ ὀδονταλγίας ἐντιθέμενον εἰς τὰ βρώματα καὶ τοὺς ὑποσάλους δὲ ὀδόντας κρατύνει, καὶ ἰσχιαδικοῖς βοηθεῖ μετʼ οἴνου ἐγκλυζόμενον, ἰόνθους τε σβέννυσι μεθʼ ὕδατος καταχρισθέν· μείγνυται καὶ εἰς τριχῶν μελάσματα.