De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

ἐὰν δὲ καῦσαι θέλῃς, καῖε τὸν τρόπον 3 τοῦτον· λεάνας αὐτῆς τὸ αὔταρκες δὸς εἰς τήγανον καὶ θεὶς ἐπʼ ἀνθράκων τὰ ἄλλα ποίει, ὡς εἴρηται ἐπὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ χρυσοκόλλα σμηκτικὴν οὐλῶν, κατασταλτικὴν σαρκωμάτων καὶ ἀνακαθαρτικήν, στυπτικήν τε καὶ θερμαντικήν, σηπτικὴν πράως μετὰ τοῦ ἐπὶ ποσὸν δάκνειν ἔστι δὲ καὶ τῶν ἔμετον κινούντων καὶ ἀναιρεῖν δυναμένων.

90 Ἀρμένιον· προκριτέον τὸ λεῖον καὶ τὴν χροιάν κυάνεον ὁμαλόν τε ἄγαν καὶ ἄλιθον, εὐθρυβές, ἰσοπαχὲς τῇ χρυσοκόλλῃ, τὰ αὐτὰ ποιοῦν τῇ χρυσοκόλλῃ, περὶ τὴν εὐτονίαν μόνον λειπόμενον αὐτῆς.

ἔστι δὲ καὶ τριχῶν τῶν ἐν βλεφάροις αὐξητικόν.

[*](12 SIM. Pl. XXXIII 92 (e S. N.).)[*](16 SIM. Pl. XXXV 47 (e S. N.).)[*](16 EXC. Orib. XIII s. v. (Ἀρμένιον — αὐξητικόν); cf. Syn. II 56 (V 79 D.); Gal. XII 211 (unde Aet II 47 Ps. Gal. simpl. s. v.).)[*](1 μακεδονιακή Orib.PLF: μακεδονική reliqui εἶτα] τρίτη δὲ E κυπριακή Orib.: ἰπρία pap. 3 ἔμπλεον Orib.E ἀδοκιμαστέον pap. 4 δὲ] τε E οὕτω HDi 5 πλατυτέρᾳ Orib. 6 εἶτα ἐάσας] εἴς τε Orib. καταστῆναι Di 7 ἐπιχέας Di πάλιν om. Di ταῦτα τε E (τὰ αὐτὰ τὲ corr. E2) 8 ἕως οὗ E λοιπὸν δὲ E 9 ἀποτίθει E τοῦτον τὸν τρόπον HA 10 λειάνας E δὸς] θὲς E, ἐπίθες Di θὲς E: ἀπόθου ἐπ᾿ ἀνθράκων καὶ Di 11 ταλλα P: τὰ λοιπὰ E προείρηται EDi 12 οὐλῶν] ἑλκῶν coni. Marc.: οὔλων Dl καὶ κατασταλτικὴν E 14 καὶ σηπτικὴν καὶ ψυκτικὴν πραέως E)[*](16 num. cap. ψνδ´ O: ψξ Di: ʕζ E tit. περὶ ἀρμενίου Q: περὶ ἀρμενίου λίθου Di ἀρμενιακόν Orib.Gal. ἀρμένιον δὲ EDi τὴν χροιὰν PL: τὸ χρῶμα HDi: τὴν χρόαν reliqui κυανοῦν Orib. 17 ἄγαν om. Orib. καὶ εὐθρυβές Orib.E ἰσοπαχὲς om. Orib.: ἰσονπαλε (extr. littera evanida) P: ἶσον παλες L: ἰσοπαλλὲς F: ἰσοπαλές EHA: om Di: non grave sicut crisocolla Dl: correxi post ἰσοπ. add. τε E 18 τὰ αὐτὰ — χρυσοκόλλῃ addidi ex EDi Orib.Dl τὰ αὐτὰ ποιεῖ Di, superscr. H2, ante ἰσοπαχὲς in text. rec. A τῇ χρυσοκόλλῃ om. Orib. μόνον om. Orib.: μόνην Q 20 καὶ om. L)
64

91 κύανος γεννᾶται μὲν ἐν Κύπρῳ ἐκ τῶν χαλκουργικῶν μετάλλων, ὁ δὲ πλείων ἐκ τῆς αἰγιαλίτιδος ἄμμου, εὑρισκομένης κατά τινας σπηλαιώδεις ὑποσκαφὰς τῆς θαλάσσης, ἥτις καὶ διαφέρει. παραλημπτέον δὲ τὴν σφόδρα κατακορῆ, καυστέον δὲ ὡς χαλκῖτιν καὶ πλυτέον ὡς καδμείαν.

δύναμιν δὲ ἔχει κατασταλτικὴν καὶ μετρίως στυπτικὴν καὶ ἐσχαρωτικὴν καὶ ἑλκωματικήν.

92 τοῦ δὲ λεγομένου Ἰνδικοῦ τὸ μὲν αὐτομάτως γίνεται, οἱονεὶ ἔκβρασμα ὂν τῶν Ἰνδικῶν καλάμων· τὸ δὲ βαφικόν ἐστιν ἐπανθισμὸς πορφύρας, ἐπαιωρούμενος τοῖς χαλκείοις, ὃν ἀποσύραντες ξηραίνουσιν οἱ τεχνῖται. ἄριστον δὲ ἡγητέον τὸ κυανοειδές τε καὶ ἔγχυλον, λεῖον.

ἔστι δὲ τῶν ψυχόντων ἐλαφρῶς καὶ ῥυσούντων φλεγμονὰς καὶ οἰδήματα· ἀνακαθαίρει δὲ καὶ καταστέλλει ἕλκη.

93 ὦχραν δὲ λημπτέον τὴν κουφοτάτην καὶ μηλίνην διʼ [*](1 SIM. Th. lap. 31. 39. 51. 53. 55. Pl. XXXIII 161 sq. XXXVII 119.) [*](1 EXC. Orib. XIII s. v. (κύανος — ἐσχαρωτικήν); cf. Gal. XII 223, unde Aet. II 58.) [*](8 SIM. Pl. XXXV 46 (e S. N.).) [*](8 EXC. Orib. XIII s. v. (Ἰνδικοῦ — λεῖον); sf. Synops. II 56 (V 79 D.).) [*](8 TEST. Paul. Aeg. VII 3 s. v. μέλαν Ἰνδικόν, ὥς φησι Διοσκουρίδης, τῶν ψυχόντων ἐλαφρῶς ἐστι.) [*](15 SIM. Th. lap. 40. 51. 53. Pl. XXXV 30. 35. XXXVII 179. Vitr. de arch. VII 7. Zop. (Orib. II 579) Cels. V 7. 14. 18.) [*](15 EXC. Orib. XIII s. v. (ὦχραν — καδμείαν).) [*](1 num. cap. ψνε´ O: ψξᾱ Di: ʕη E tit. περὶ κυανοῦ λίθου HDi mg. add. e Gal. λέγεται καὶ ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς P κύανος Theophr. F (in ind.): κυανὸς QDiOrib.Gal. μὲν om. Orib. τῇ Κύπρῳ E χαλκουργῶν EDi 2 ψάμμου Orib. εὑρισκομένης POrib.E: εὑρισκόμενος reliqui, corr. E2 4 παραλειπτέον F κατάκορον E: eligendum colore limpido et ismaragdino Dl 6 ἔχειν οἰητέον E στυπτικὴ Orib.Dl: σηπτικὴν libri, at cf. Gal. μετέχει δὲ καὶ στύψεως καὶ (alt.) om. QDi 7 καὶ] τε καὶ QDi καὶ ἑλκωματικήν om. Orib.EDl) [*](8 num. cap. ψν𝔮´ O: ψξβ Di: ʕθ E tit. περὶ τοῦ ἰνδικοῦ λίθου (i. om. H) DiH: περὶ ἰνδικοῦ F initium ita habet Orib. ἰνδικὸν τὸ μὲν αὐτομάτως 9 ἐκβρασμάτιον Orib.: ἐκβλάστημα Di ὂν om. Orib.Di 10 ἀπανθισμὸς Q πορφυρός Di, superscr. H2, at cf. Pl. l. s. Salm. Pl. exerc. 181 11 ἡγητέον εἶναι Q 12 post τε aliquot cap. om. P (folio exciso) καὶ λεῖον E 13 στυφόντων Di ῥυσούντων LE: ῥυσσούντων Q: ῥησσόντων Di 14 ἀποκαθαίρει E) [*](15 num. cap. ψνζ´ Q: ψξγ Di: ρ E tit. περὶ ὤχρας QDi τε καὶ Q διὰ ὅλου Orib.)

65
ὅλου, κατακορῆ δὲ καὶ ἄλιθον καὶ εὔθρυπτον, Ἀττικὴν δὲ τῷ γένει. καυστέον δὲ καὶ πλυτέον καὶ ταύτην ὡς τὴν καδμείαν.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, σηπτικήν, διασκεδαστικὴν φλεγμονῶν καὶ φυμάτων, καταστέλλει τε τὰ ὑπερσαρκοῦντα, καὶ τὰ κοῖλα πληροῖ σὺν κηρωτῇ καὶ πώρους θρύπτει.

94 κιννάβαρι οἴονταί τινες τὸ αὐτὸ ὑπάρχειν τῷ καλουμένῳ μινίῳ πλανώμενοι· τὸ μὲν γὰρ μίνιον σκευάζεται ἐν Σπανίᾳ ἐκ λίθου τινὸς μεμειγμένου τῇ ἀργυρίτιδι ψάμμῳ, ὅστις ἄλλως μὲν οὐ γινώσκεται, ἐν δὲ τῇ χώνῃ μεταβάλλει εἰς εὐανθέστατον καὶ φλογωδέστατον χρῶμα. ἔχει δὲ τὴν ἀποφορὰν ἐν τοῖς μετάλλοις πνιγώδη· περιτίθενται γοῦν οἱ ἐπιχώριοι τοῖς προσώποις φύσας πρὸς τὸ βλέπειν μὲν μὴ σπᾶν δὲ τὸν ἀέρα.

χρῶνται δὲ αὐτῷ οἱ ζωγράφοι εἰς τὰς πολυτελεῖς 2 τῶν τοίχων κοσμήσεις. τὸ δὲ κιννάβαρι κομίζεται μὲν ἀπὸ τῆς Λιβύης, πιπράσκεται δὲ πολλοῦ καὶ τοσοῦτον, ὡς μόλις ἐξαρκεῖν τοῖς ζωγράφοις εἰς τὴν ἐν ταῖς γραμμαῖς ποικιλίαν. ἐστι δὲ καὶ βαθύχρουν, ὅθεν ἐνόμισάν τινες αὐτὸ αἷμα εἶναι δρακόντιον.

[*](6 SIM. Th. lap. 58. Pl. XXXIII 116. 118 sq. Vitr. de arch. VII 8. 9. D. eup. I 178 (188) I 106 (147); Hes. s. v. μίνυον.)[*](6 EXC. Pap. Lugd. II 249 (κιννάβαρι — δρακόντιον); Orib. XIII s. v. (κιννάβαρι — δρακόντιον); cf. Gal. XII 221 (unde P. A. VII 3 s. v.), Ps. Gal. simpl. s. cinabar.)[*](1 δὲ (pr.) καὶ ξανθὴν καὶ ἄλιθον E καὶ (alt.)] ἔτι δὲ καὶ Orib.E εὐθρυβῆ Orib.EDi καὶ ἀττικὴν τῷ γένει Orib.E 2 καὶ (alt.) om. Orib. τὴν om. Orib. 3 στυπτικήν om. Q, mg. add. A2: virtus est ei stiptica Dl σηπτικήν om. Dl, at cf. Zop. l. s. σκεδαστικὴν libri: correxi 4 καὶ (pr.)] τε καὶ E φυμάτων καὶ οἰδημάτων E καταστέλλει — ἡπερσαρκοῦντα om. Q, superscr. (om. τε) H2 τε Di: δὲ EL 5 σὺν κηρωτῇ om. Di)[*](6 num. cap. ψνη´ Q: ψξδ Di: ρᾱ E tit. περὶ κινναβάρεως QDi κινάβαρι E: κιννάβαρ Di ταὐτὸν Di 7 μινίῳ pap.LEDl: μηνίῳ F: ἀμμίῳ reliqui, cf. Salm. ex. Plin. 189 μὲν om. pap. ἄμμιον HADi 8 ἄμμῳ Orib. 9 ὅστις om. HADi ἄλλως δὲ οὐ Di τῷ χωνίῳ Orib.: τῷ χώνῳ pap. μεταβάλλεται Di 10 εὐανθέστερον Orib. φλογοειδές Orib.: φλογοειδέστατον E, fort. recte ἔχει — κοσμήσεις om. pap. 11 περιτίθεται F οἱ ἐπιχώριοι addidi e Di, fort. οἱ ἐπιχώριοι μεταλλουργοὶ scribendum coll. Dl unde hi qui in metallo conversantur vesicas sibi in facies ponunt 12 ἐν τοῖς E τοῖς προσὸποις om. Di μηκέτι δὲ σπᾶν Orib.E 13 εἰς τὰς] ἐν ταῖς E 14 κοσμήσεις LQE2 (in ras.): ἐμφάσεις A2Di: ἑψήσεις Orib.: ἐκκοσμήσεις Spr. post κιννάβαρι add. τοῦτο Di τῆς om. Di 15 πιπράσκεται δὲ om. L καὶ om. H τοσοῦτόν ἐστιν Orib.EDi, cinnabari vero in libia nascitur, unde non plurimum venditur Dl 16 γραφαῖς Orib. 17 βαθύχροον E: βαρύχρουν ἤ βαθύχρουν Di αὐτό τινες E εἶναι αἷμα Orib. δρακόντειον L: δρακόντιον pap. E: δρακόν(τ superscr.) Di: δράκοντος Orib.)
66

3"δύναμιν δὲ ἔχει τὸ κιννάβαρι τὴν αὐτὴν τῳ αἱματίτῃ, ἁρμόζον εἰς τὰ ὀφθαλμικά, πλὴν ἐπιτεταμένως· μᾶλλον γὰρ στύφει, ὅθεν ἐστὶ καὶ ἴσχαιμον, καὶ πυρίκαυτα καὶ ἐξανθήματα ἀναλημφθὲν κηρωτῇ θεραπεύει.

95 καὶ ὑδράργυρος δὲ σκευάζεται ἀπὸ τοῦ μινίου λεγομένου, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τούτου κινναβάρεως λεγομένου· θέντες γὰρ ἐπὶ λοπάδος κεραμεᾶς κόγχον σιδηροῦν ἔχοντα κιννάβαρι, περικαθάπτουσιν ἄμβικα περιαλείψαντες πηλῷ, εἶθ᾿ ὑποκαίουσιν ἄνθραξιν· ἡ γὰρ προσίζουσα τῷ ἄμβικι αἰθάλη ἀποψηχθεῖσα ὑδράργυρος γίνεται.

2 εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐν τῷ μεταλλεύεσθαι τὸν ἄργυρον πρὸς ταῖς στέγαις κατὰ σταλαγμοὺς συνεστῶσα. ἔνιοι δὲ ἱστοροῦσι καὶ καθʼ ἑαυτὴν ἐν τοῖς μετάλλοις εὑρίσκεσθαι τὴν ὑδράργυρον. φυλάττεται δὲ ἐν ὑελοῖς ἢ μολυβοῖς ἢ κασσιτερίνοις ἢ ἀργυροῖς ἀγγείοις· τὴν γάρ ἄλλην πᾶσαν ὕλην διεσθίει καὶ ἀπορρεῖ.

3 δύναμιν δὲ ἔχει φθαρτικὴν ποθεῖσα, τῷ βάρει διαβιβρώσκουσα τὰ ἐντός. βοηθεῖται δὲ γάλακτι πολλῷ πινομένῳ καὶ ἐξεμουμένῳ, ἢ οἴνῳ σὺν ἀψινθίῳ ἢ σελίνου ἢ ὁρμίνου σπέρματι, ἢ ὀριγάνῳ ἢ ὑσσώπῳ σὺν οἴνῳ.

[*](5 SIM. Th. lap. 60. Pl. XXXIII 123 (e S. N.). Vitr. de arch. VII 8.)[*](5 EXC. Pap. Lugd. II 249 (ὑδράργυρος — ἀπορρεῖ); Orib. XIII s. v. (ὑδράργυρος — διεσθίει); cf. Gal. XII 237. P. A. VII 3 s. v.)[*](16 SIM. D. eup. II 164 (337), Ps. D. Περὶ δηλ. φαρμ. 28 (37 Spr.))[*](1 αὐτὴν om. H αἱματίτῃ λίθῳ E 2 τὰ om. Di ἐπιτεταμένην EDi στῦφόν ἐστι καὶ ἴσχ. Di 3 ἐστὶ post ἴσχαιμον transpos. H 4 κηρωτῇ om. E)[*](5 num. cap. ψνθ´ Q: ψξε Di: ρβ E tit. περὶ ὑδραργύρου QDi καὶ om. Orib.pap.Di ἡ ὑδράργυρος E δὲ om. Orib. μινίου HDl: μηνίου LQ pap. Orib.: ἀμηνίου Di καλουμένου Orib. 6 καλουμένου Orib.E 7 κιννάβαριν Orib. 8 περικαθάπτουσιν ἄμβικα om. Q (mg. add. H2) περικαθάπτουσαν pap. ἄμβυκα E ἀλείψαντες Q εἶτα Orib.EDi 9 προσιζάνουσα E 10 ἀποχθεῖσα pap.: ἀπεψηθεῖσα Orib.: ἀποσμηχθεῖσα QLE2 (σμηχ in ras.): ἀποψυχθεῖσα Di: correxi δὲ om. L 11 τὸν ἄργ. μεταλλεύεσθαι Orib. πρὸς] ἐν QDi σταλαγμοὺς EDi: σταλγμοὺς Orib.: σταγμοὺς LQE2 12 ἔνιοι — ὑδράργυρον om. Orib. pap. καὶ om. E ἐν τοῖς μετ. post ὑδράργυρον transpos. Q 14 ὑαλοῖς Orib.E: ὑέλοις Q ἢ (pr.) — ἀργυροῖς om. pap. μολίβοις Orib.E: μολιβοῖς Di: μολιβδίνοις HA ἢ κασσ. ἢ ἀργ. om. EDiDl, fort. recte: ἢ ἀργυροῖς om. Orib. ἀργυροῖς] ὑδραργύροις L γὰρ] δὲ pap. 15 ἅπασαν Orib.: om. E ὕλην πᾶσαν Di ποιεῖ ἀπορρρεῖν Di, at cf. Pl. XXXIII 99 perrumpitque vasa permanans tabe dira 18 post ἐξεμουμένῳ haec habet E ἢ (add, E2) σὺν ἀφεψήματι /// σελίνου ἢ ὀριγάνου ἢ (add. E2) σπέρματι ὁρμίνου ἢ (corr. E2) ὑσσώπῳ ἀφεψήματι σελίνου Di: σελίνῳ HA, at cf. Dl aut semen apii, D. eup. l. s. 19 post οἴνῳ aliena add. ADiH2 (mg.) ex D. eup. II 164 (337) sumpta ῥίνημα δὲ χρυσοῦ, τουτέστι ξύσμα λεπτότατον, τινόμενον ὑδραργύρου ἐστὶ θαυμαστὸν βοήθημα)
67

96 μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα, ἡπατίζουσα, ἄλιθος, ὁμόχρους, πολύχυλος ἐν τῇ ἀνέσει. συλλέγεται δὲ ἐν τῇ Καππαδοκίᾳ ἐν σπηλαίοις τισί, διυλιζομένη τε φέρεται εἰς Σινώπην καὶ πιπράσκεται, ὅθεν καὶ τὴν προσωνυμίαν ἔσχηκεν.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἀναξηραντικήν, ἐμπλαστικήν, 2 διὸ καὶ ἐμπλάστροις τραυματικαῖς μείγνυται καὶ τροχίσκοις ξηραίνουσι καὶ στεγνωτικοῖς. ἵστησι δὲ καὶ κοιλίαν ἐν ᾠῷ λαμβανομένη καὶ ἐγκλυζομένη· δέδοται καὶ ἡπατικοῖς.

ἡ δὲ τεκτονικὴ μίλτος ἥττων ἐστὶ κατὰ πάντα τῆς 3 Σινωπικῆς, ἀρίστη δὲ ἡ Αἰγυπτιακὴ καὶ Καρχηδονική, ἄλιθος, εὐθρυβής· γεννᾶται καὶ ἐν τῇ πρὸς ἐσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον.

97 ἡ δὲ Λημνία λεγομένη γῆ ἐστιν ἔκ τινος ὑπονόμου [*](1 SIM. Th. lap. 51. 52. Pl. XXXV 31 sq. (e S. N.), cf. Strab. XII 540. Vitr. de arch. VII 7.) [*](1 EXC. Pap. Lugd. II 245 (μίλτος — ἄνέσει), Orib. XIII s. v. (μίλτος — ἔσχηκε); Synops. II 56 (V 81 D.); Aet II 5.) [*](6 SIM. Pl. XXXV 32. D. eup. II 48 (260) II 51 (264).) [*](10 SIM. Th. lap. 53. Pl. XXXV 35.) [*](10 EXC. Pap. Lugd. l. s. (ἡ δὲ — εὐθρυβής), Orib. l. s. (ἡ δὲ — μίλτον).) [*](14 SIM. Th. lap. 52. Pl. XXXV 33 (e S. N.). D. eup. II 135 (326).) [*](14 EXC. Pap. Lugd. II 245 (ἡ δὲ καλοῦσιν); Orib. XIII s. v. γῆ (ἡ δὲ — ἀναφερομένη).) [*](14 TEST. Gal. XII 169: ἀνεγνωκὼς δὲ ἐγὼ παρά τε Διοσκουρίδῃ καὶ ἄλλοις τισὶ μἰγνυσθαι τράγειον αἷμα τῇ Λημνίᾳ γῇ κἀκ τοῦ διὰ μίξεως ταύτης γενομένου πηλοῦ τὴν ἱέρειαν ἀναπλάττειν τε καὶ σφραγίζειν, ἃς ὀνομάζουσι Λημνίας σφραγῖδας, ὠρέχθην αὐτὸς ἱστορῆσαι τὴν συμμετρίαν τῆς μίξεως.) [*](1 num. cap. ψξ´ Q: ψξ𝔮 Di: ργ E tit. περὶ μίλτου QDi 2 πολύχυλος pap.EDl Aet. l. s.: πολύχυτος reliqui 3 δὲ om. Orib. τῇ om. Ordb. σπηλαίοις] abhinc habemus cod. P (fol. 166r) ἐν (alt.) — τε om. Orib. διυλίζεται δέ γε καὶ φ. Di τε] δὲ E 4 εἰς] ἐν HA 5 ἔσχεν Orib. 6 δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν om. P δύναμις δὲ αὐτῆς στυπτικὴ καὶ ἀναξ. καὶ ἐμπλ. E στυπτικήν addidi ex E coll. Dl virtus est illi stiptica et exerantica et exemplastica, post ἐμπλ. inser. Di ξηραντικὴν QDi 8 ξηραίνουσι PE: ξηραντικοις reliqui ἐν om. E 9 δίδοται καὶ ἡπατ. om. E 10 nov. cap. (ρδ) E μίλτος addidi ex Orib. 11 αἰγυπτία pap.: αἰγυπτία ἐστὶν Orib. ἡ καρχ. EDi καρκιδονία καὶ Orib.: χαρχηδονία καὶ pap.: χαλκιδονική E: καρχηδονική reliqui καὶ ἡ ἄλιθος καὶ εὐθρυβής E ἄλιθος] μίλτος (e mg. ex initio cap. irrepsit) O (ἄλιθος superscr. H2): post εὐθρυβής inser. μίλτος E 12 γίνεται Orib. immo ochram ex rubrica fieri Pl, l. s. testatur, at cf. Theophr. l. s. post Ἰβηρίᾳ inser. γίνεται δὲ καὶ Corn. 13 κατακαιομένης Theophr., fort. recte μεταβαλλομένης E) [*](14 num. cap. ψξα´ O: ψξζ Di: ρε E tit. περὶ λημνίας γῆς QDi λεγομένη] γεννωμένη Di λεγομένη σφραγίς Orib., μίλτος animo supple γῆ om. pap.)

68
ἀντρώδους ἀναφερομένη καὶ μειγνυμένη αἵματι αἰγείῳ, ἣν οἱ ἐκεῖ ἄνθρωποι ἀναπλάσσοντες καὶ σφραγιζόμενοι εἰκόνι αἰγὸς σφραγῖδα καλοῦσιν.