De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

σημεῖον δὲ τῆς 2 δεούσης καύσεως ἡγητέον τὸ λευκὸν ἢ ἀερόχρουν τοῦ χρώματος καὶ τὸ προσενεχθεῖσαν τῇ γλώσση οἱονεὶ φλέγειν αὐτήν. ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ ἀπὸ ὄξους καίεται.

δύναμιν δὲ ἔχει καυστικὴν σφόδρα καὶ σμηκτικήν, κοτασταλτικήν τε καὶ στυπτικὴν καὶ σηπτικὴν ἄγαν καὶ ξηραντικήν. χρηστέον δὲ τῇ τρυγὶ προσφάτῳ οὔσῃ· ταχὺ γὰρ διαπνεῖται, ὅθεν οὐδὲ ἀσκέπαστον οὐδὲ χωρὶς ἄγγους αὐτὴν ἀποθετέον.

πλύνεται δὲ αὕτη ὡς ἡ πομφόλυξ. ἡ δὲ ἄκαυστος στέλλει 3 οἰδήματα καθ᾿ ἑαυτὴν καὶ μετὰ μυρσίνης, καὶ κοιλίαν καὶ στόμαχον ῥευματιζόμενον καταπλασθεῖσα στέλλει, καὶ ῥοῦν γυναικεῖον κατὰ ἤτρου καὶ αἰδοίου καταπλασσομένη πραύνει, καὶ φύγεθλα ἀνέλκωτα διαφορεῖ καὶ φύματα, μαστούς τε σπαργῶντας σβέννυσιν. ἡ δὲ κεκαυμένη λεπροὺς ἀφίστησιν ὄνυχας σὺν ῥητίνῃ, καὶ μετὰ σχινίνου ἐλαίου συγχρισθεῖσα νύκτα ὅλην ξανθὰς ποιεῖ τὰς τρίχας. πλυθεῖσα δὲ μείγνυται εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ὡς ἡ σποδός· σμήχει δὲ οὐλὰς καὶ ἀχλῦς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς ἡ τοιαύτη.

115 ἄσβεστος δὲ γίνεται μὲν οὕτως· τῶν θαλαττίων [*](11 SIM. Pl. XXIII 66. D. eup. I 147 (168) — Pl. 67. eup. II 85 (295) — Pl. 63. 65. 66. eup. I 141 (164) — Pl. 67. eup. I 135 (162) — Pl. 67. 64. eup. I 129 (159) — Pl. 67. eup. I 98 (143) — Pl. 65.) [*](21 SIM. Pl. XXXVI 174 sq. (e S. N.).) [*](21 EXC. Orib. XIII s. v. (ἄσβεστος — ἀποτίθεσο), cf. Gal. XII 237.) [*](1 ὀστράκων καινῶν Orib. ἐπιθέντες E: θέντες reliqui πῦρ δαψιλῶς περικαίουσιν Orib.: πυρὶ δαψιλεῖ περικαίουσιν E 2 ἐμπυρωθῇ Q βάθους E: ους superscr. Orib., cf. V 100, 4 3 ὁμοίως] τὸ ὅμοιον EDi 4 σώματος Orib. 5 προσενεχθὲν E 7 καυστικὴν ἀναξηραντικὴν καὶ στυπτικήν Orib.: καυστικὴν σφόδρα· σμηκτικήν· κατουλωτικήν· στυπτικήν· καὶ ἄγαν ξηρ. Di κατασταλτικήν] κατουλωτικήν A, superscr. H2 8 καὶ σηπτικὴν om. E 9 ἐκπνεἰ Orib.: διαπνεῖν εἴωθεν E: διαπνεῖ mg. add. A2 10 ἀγγείου Orib. ἀποθετέον αὐτὴν Orib.E 11 αὕτη om. EDi ἡ (pr.) add. ex A 12 μὑτὴν Di κοιλίαν τε (om. καὶ alt.) EDi 15 φὑγεθλα] φύματα F, φύματα superscr. A2, at cf. Pl 66 panos (═ φύγεθλα coll. Cels, V 28, 10) discutit nondum exulceratos καὶ φὑκατι om. EdiA (spatio 10 litt. relicto) φύματα] φύγεθλα FH (corr. H2) post σπαργῶντας add. γάλακτι E: ῥέοντας γάλα ADi, mg. add. H2 16 σβέννυσι σὺν ὄξει καταχρισθεῖσα ADi, superscr. H2, at D. eup. I 135 (162) μετὰ ἀλφίτου καταπλασθεῖσα 17 σχοινίνου HA εἰς νύκτα E 19 ἡ om. Di δὲ] τε Di) [*](21 num. cap. φοθ΄ Q: ψπε Di: ρκγ E tit. περὶ ἀσπέοτου QDi δὲ om. Orid.EDi μὲν FE: om. reliqui οὕτω HADi)

86
κηρύκων τὰ ὄστρακα λαβὼν πυρὶ ἔγκρυψον ἢ εἰς κλίβανον διάπυρον καθεὶς ἄφες ἐννυκτερεῦσαι. τῇ δὲ ἐχομένῃ, ἐὰν μὲν λευκότατα γένηται, ἀνελοῦ· εἰ δὲ μή, πάλιν καῖε, ἄχρις ἂν ἱκανῶς λευκανθῆ. εἶτα ἀποβάψας αὐτὰ εἰς ψυχρὸν ὕδωρ ἔμβαλε εἰς χύτραν καινὴν καὶ σκεπάσας αὐτὰ ῥάκεσιν ἐπιμελῶς ἔασον ἐνταῦθα νύκτα μίαν. πρωὶ δὲ ἀνελόμενος ἀπειληφυῖαν τὸ παντελὲς τῆς κατεργασίας ἀποτίθεσο.

2 σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ λίθων κοχλάκων καὶ τῆς χυδαίας μαρμάρου, ἥτις καὶ προκρίνεται τῶν ἄλλων ἀσβέστων.

δύναμιν δὲ ἔχει πᾶσα κοινῶς ἄσβεστος πυρωτικήν, δηκτικήν, καυστικήν, ἐσχαρωτικήν. μειγνυμένη δέ τισιν ἑτέροις ὡς στέατι ἢ ἐλαίῳ γίνεται πεπτική, μαλακτική, διασκεδαστική, κατουλωτική. ἐνεργεστέραν δὲ καὶ ταύτης ἡγητέον τὴν πρόσφατον καὶ ἄβροχον.

116 γύψος δύναμιν ἔχει στυπτικήν, ἐμπλαστικήν, αἱμορραγίας τε καὶ ἱδρώτων ἐφεκτικήν. ποθεῖσα δὲ κτείνει τῷ κατὰ πνιγμὸν τρόπῳ.

117 τέφρα κληματίνη δύναμιν ἔχει καυστικήν. σὺν ὀξυγγίῳ [*](10 SIM. Pl. XXXVI 180. Zop. Orib. II 578). Cels. V 6. 7. 8. D. eup. I 189 (193) 170 (182).) [*](14 SIM. Th. lap. 64sq. Pl XXXVI 182sq. Cels. II 83. D. eup. I 210 (203) II 27 237), cf. Isid. XIX 10, 20.) [*](14 EXC. Orib. XIII s. v. (γὑψος — τρόπῳ); cf. Gal. XII 218 (unde Aet. II 51. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](17 SIM. D. eup. I 226 (210) — I 143 (165) — II 117 (318) — II 113 (314) — II 160 (336. Scrib. L. 198. Nic. Al. 530. Ascl. (Gal. XIV 140).) [*](17 TEST. Gal. XII 139: Διοσκοθυρίδης δὲ οὐκ οἶδ᾿ ὅπως στυπτικὴν (?) αὐτὴν (sc. τὴν τέφραν) ἔχειν φησὶ τὴν δύναμιν.) [*](1 λαβὼν — διάπυρον om. Orib., mg. add. ἐγκρύψας ἄνθραξι ἤ εἰς διάπυρον κρίβανον ἔνκρυψον ἄνθραξιν E διάπυρον κλίβανον E 2 καθεὶς om. Di μὲν om. Di λευκοτάτη LQ 3 καῖε καὶ ἔα E ἄχρι ἂν Orib.: ἄχρι (σ add. E2) οὗ ἂν E ἱκανῶς] παντελῶς Orib. 4 ἀπολευκανθῇ E: ἀπολευκανθῶσιν Orib.: γένηται λευκή Q εἶτα] λοιπὸν Orib.: εἶτα λοιπὸν E ἀποψύξας Orib. ἔμβαλλε Orib. 5 μὐτὰ om. Orib.E ἔασον καὶ Orib. ἐνταῦθα] αὐτὰ EDi 7 τῆς κατεργασίας τὸ παντελὲς Orib. 8 λίθων καὶ E κοχλάκων καιομένων Di, καιομένη mg. add. A2 ἐκ ante τῆς add. Di: ἀπὸ τῆς (ἀπὸ in ras) E 9 ad rem cf. Pl. XXXVI 174 προκέκριται (ἐκ superscr.) E2 ἀσβέστων om. Di 10 δηκτικήν om. E 11 στέατι superscr. ὑείῳ A2 13 ἐναργεστέραν F καὶ (pr.) om. Di αὐτῆς Di πρόσφατον ἡγητέον E) [*](14 num. cap. φπ΄ Q: ψπ𝔮 Di: ρκδ E tit. περὶ γὑψου QDi γύψος δὲ E post ἐμπλαστικήν mg. add. χαλαστικήν A2 15 ἱδρῶτας ἵστησιν Orid.E ad rem cf. Gal. XIII 857 πινομένη E κτείνει] πνέγει HADi τῷ et τρόπῳ om. Orib.) [*](17 num. cap. ψπα΄ Q: ψπζ Di: ρκε E tit. περὶ τέφρας κληματίνης QDi ἀξουγγίῳ Di)

87
δὲ ἢ ἐλαίῳ καταπλασθεῖσα θλάσματά τε πλευρῶν καὶ ἄρθρων λυγίσματα καὶ συστροφὰς νεύρων ὠφελεῖ, σὺν νίτρῳ δὲ καὶ ὄξει σαρκώσεις ὀσχέου στέλλει. καταπλασθεῖσα δὲ σὺν ὄξει ἑρπετόδηκτα καὶ κυνόδηκτα ἰᾶται, ἐσχαρμωτικαῖς τε μείγνυται· καὶ πίνεται δὲ ἐξ αὐτῆς ἡ κονία πρὸς πτώματα καὶ μύκητας σὺν ἁλσὶ καὶ ὄξει.

118 τοῦ δὲ ἀλκυονίου πέντε γνωστέον εἴδη ὑπάρχειν· τὸ μὲν γὰρ πυκνόν τέ ἐστι καὶ τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες καὶ βαρύ, ἔτι δὲ βρωμῶδες καὶ ἰχθύος ὄζον, δ᾿ δὴ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἠιόνων εὑρίσκεται. τὸ δὲ ἐξῆς κατὰ μὲν τὸ σχῆμα πτερυγίῳ ὀφθαλμικῷ ἢ σπόγγῳ ἔοικε, κοῦφον δέ ἐστι καὶ πολύκενον καὶ φυκώδη ἀποφορὰν ἔχον.

τὸ δὲ τρίτον σκωληκοειδὲς ὑπάρχει 2 τῷ τύπῳ, καὶ τῇ χρόᾳ ἐμπόρφυρον, ὅ τινες Μιλήσιον καλοῦσι. τὸ τέταρτον δὲ ἐρίοις οἰσυπηροῖς ὅμοιον, πολύκενον, κοῦφον. τὸ δὲ πέμπτον ἔοικε μὲν κατὰ τὸ σχῆμα μύκητι, ἄνοσμον δέ ἐστι καὶ τραχὺ ἔνδοθεν, κισήρει κατά τι ἐοικός, ἔξωθεν δὲ λεῖον, δριμύ, δ᾿ πλεῖστον ἐν τῇ Προποντίδι κατὰ τὴν καλουμένην βέσβικον νῆσον γεννᾶται, δ᾿ ἐπιχωρίως ἁλὸς ἄχνην καλοῦσι.

[*](7 SIM. Pl. XXXII 86 sq. (e S. N.).)[*](7 EXC. Orib. XIII s. v. (τοῦ δὲ — καδμείμ); Gal. XII 370 (unde Aet. II 42).)[*](1 δὲ om. E θλάσματα (superscr. θραύσματα A2) A τε addidi ex E πλευρῶν E: νεύρων reliqui: quassationes lateris Dl πλευρῶν — συστροφάς om. L 3 σαρκώσεις del. E2, mg. add. ῥάκαωσιν, fort. ῥακώσεις 4 καὶ κυνόδηκτα om. LE, at cf. Dl aceto et nitro miktus et inpositus morsibus caninis et venenis occurrit 5 καὶ πίνεται] πήγνυται HA: γίνεται Di δὲ om. Di ἡ ἐξ αὐτῆς κονία EDi 6 σὺν ὄξει καὶ ἁλσὶ καὶ μέλιτι Di: μέλιτι mg. add. A2: cum sale et aceto bibitus Dl 7 num. cap. ψπβ΄ Q: ψπῆ Di: ρκ𝔮 E tit. περὶ ἀ΄λκυονίου QDi initium sic habet Orib. ἀλκυονίου εἴδη ἐστὶ πέντε Pl, l. s. quattuor alcyonei genera statuit, de quibus non satis lucide agit 8 τε om. Orib. τῷ ῥυθμῷ] στρυφνὸν καὶ τῷ ἰδεῖν Di: στρυφνὸν superscr., mg. add. τῷ ἰδεῖν A2: ἐοικὸς κατὰ σχῆμα σπόγγῳ Gal., cf. D. V; 77 καὶ βαρὺ post βρωμῶδες transpos. Di 9 ἔτι] ἔστι LQDl 10 ἐφεξῆς Orib.: προμηκέστερον Serap. Gal. secutus τὸ (alt.) om. E σχήματι Orib. 11 δέ] τε Orib.EDi 12 ἀναφορὰν Q ἔχει Q 13 τῇ χρόᾳ καὶ τῷ τύπῳ Orib. ἔμφυρον E: πορφνρέτερον Di, superscr. A2: πορφυρωπὸν (═ πορφυρώτερον) Orib. post ἐμπόρφυρον add. σωληνοειδὲς: Orib. (ex vers. anteced.) μιλήσιον ἢ σπληνίον E: μηλίσιον LF καλοῦσι μιλήσιον HA 14 τὸ om. LQE ἐρίοις τοῖς ὐσυπηροῖς τε καὶ ῥυπαροῖς E πολύκενον καὶ E κοῦφον om. Di 15 τὸ (aIt.) om LQDi ἄοσμον Q ἄνοσμον superscr. A2 δἐ (alt.)] τε Di 16 ἐντι om, Orib. Di ἔνδον Orib.: ἔνδοθεν μἑν Di κισήρει — ἐοικός om. LQ, mg. add. A2, at cf. Dl quinta autem species . . . deintus ut pumis, Pl. quartum pumicosius 17 ὅ addidi e Di πλεῖστον — καλοῦσι om. Orib. 18 βέμβικον LFH: βέμβηκον A (βέσβηκον superscr. A2): βεσβίκου E νῆσον] ἧσσον F)
88

3 τούτων τὸ μὲν πρῶτον καὶ δεύτερον εἰς σμήγματα παραλαμβάνεται γυναικῶν, καὶ πρὸς φακούς, λειχῆνάς τε καὶ λέπρας καὶ ἀλφοὺς καὶ μελανίας καὶ σπίλους τοὺς ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ λοιποῦ σώματος. τὸ δὲ τρίτον εὐθετεῖ πρὸς δυσουροῦντας καὶ ἀμμώδη συλλέγοντας ἐν τῇ κύστει νεφριτικούς, πρὸς ὕδρωπας, σπλῆνας. καὲν δὲ καὶ καταχρισθὲν σὺν οἴνῳ ἀλωπεκίας θεραπεύει.

4 τὸ δὲ ὕστατον ὀδόντας λευκαίνειν δύναται· παραλαμβάνεται δὲ καὶ εἰς ἄλλα σμήγματα καὶ ψίλωθρα μισγόμενον ἁλκί.

καῦσαι δὲ βουλόμενός τι τούτων εἰς ὠμὴν χύτραν ἔμβαλε καὶ περιαλείψας τὸ στόμα αὐτῆς πηλῷ δὸς εἰς κάμινον· ὅταν δὲ ὀπτηθῇ ὁ κέραμος αὐτῆς, ἀνελόμενος ἀπόθου καὶ χρῶ. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία.

119 ὁ δὲ προσαγορευόμενος ἀδάρκης γίνεται μὲν ἐν Γαλατίᾳ, ἔστι δὲ ὥσπερ ἐπίπαγός τις ὑφαλμυρίζων, καθ᾿ ὑγρῶν καὶ τελματωδῶν τόπων ἐν ξηρασίᾳ ἐπιγινόμενος καὶ περιπηγνύμενος [*](1 SIM. Pl. l. s. 87. D. eup. I 120 (153) — Pl. l. s. — Cels. V 28, 19. eup. I 118 (152). — D. eup. II 111 (309) — eup. II 102 (303) — eup. II 63 (276) — eup. II 61 (272) — eup. I 95 (140).) [*](14 SIM. Pl. XXXII 140 (e S. N.) — D. eup. I 120 (153).) [*](14 EXC. Orib. XIII s. v. (ὁ δὲ — ἀλκυόνιον); Gal. XII 370 (unde Aet. II 41 Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 τὸ δεύτερον Orib.EDi 2 καὶ πρὸς φακοὺς om. mg. add. E2 λειχῆνας, λέπρας, ἀλφούς, μελανίας, σπίλους Orib. 3 καὶ ἀλφοὺς] ἔτι τε ἀλφοὺς E: ἀλφούς τε Di εἰς σπίλους (dittogr.) L τοῦ om. Orib.EQDi 4 τοῦ om. Q πρὸς τοὺς E 5 τῇ om. LFA καὶ πρὸς νεφριτικοὺς Di 6 ὕδρωπα σπλῆνα Di: ὑδρωπικοὺς σπλῆνα E σπλῆνα HA καὶ om. F καταπλασθὲν Orib.Di, at cf, Gal. διὸ καὶ καυθὲν ἀλωπεκίας ἰᾶται μετ᾿ οἴνου καταχριόμενον, D, eup. I 96 (140) 7 θεραπεύει] δασύνει EDi ὕστατον] τέταρτον Orib., fort. τέταρτον καὶ ὕστατον coll. Dl quarta et quinta species dentes limpidat ὀδόντας om. Q (superscr. H2) 8 εἰς] πρὸς Orib.EDi ἄλλα om. Q μισγόμενα LFE: μισγόμενα (α corr. in ον) Orib. H: μιγνύμενον Di 9 σὺν ἁλοί HADi: τισιν E: om. Orib. 10 δὲ δεῖ (diti.) L βουλόμενος] ἀνελόμενος L τι τούτων βουλόμενος QDi τι τούτων om. E post τούτων inser. μεθ᾿ ἁλῶν EDi ἔμβαλλε EDi 12 μὐτῆς om. Orib. E 13 ἡ add. e L, om. reliqui) [*](14 num. cap. ψπγ΄ Q: ψπθ Di: om. E tit. περὶ ἀδάρκου QDi ἡ δὲ προσαγορευομένη ἀδάρκη Orib., cf. Gal. l. s. ἄδαρκος E γεννᾶται Orib.E Γαλατίᾳ] καππαδοκίᾳ Di, superscr. A2: ἀλεξανδρεία καὶ ἐν γαλατία E 15 τις om. LQ ἐφαλμυριζων Orib.: ἐφαλμυρίδων L 16 τεναγωδῶν Orib.: τεναγωδῶν καὶ τελματωδῶν E: τεναγωδῶν superscr. H2 ἐν om, E ξηρασίαις (ut videtur) E, corr, E2 καὶ περιπηγνύμενος om. mg. add. E2)

89
καλαμίοις καὶ χορταρίοις. ἔοικε δὲ τὴν χρόαν ἄνθει Ἀσκίου λίθου, τῷ δὲ ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ μαλακῷ καὶ πολυκένῳ, καὶ ἔστιν οἱονεὶ λιμναῖον ἀλκυόνιον.

εὐθετεῖ δὲ πρὸς ἐκδορὰν λεπρῶν καὶ ἐφηλίδων καὶ λειχήνων καὶ φακῶν καὶ τῶν ὁμοίων. καθόλου δέ ἐστι δριμύ, μετασυγκριτικόν, ὠφελοῦν καὶ ἰσχιάδας.

120 τῶν δὲ σπόγγων τοὺς μὲν ἄρρενας ἐκάλεσάν τινες λεπτοτρήτους καὶ πυκνοὺς ὄντας, ὧν τοὺς σκληροτάτους τράγους ὠνόμασαν, τοὺς δὲ θήλεις οἳ ἐναντίως τοῖς προειρημένοις διάκεινται. καῦσιν δὲ ἔχουσι τὴν αὐτὴν τῷ ἀλκυονίῳ. δύναται δὲ ὁ καινός τε καὶ ἀλιπὴς τραυματικός τε εἶναι καὶ οἰδήματα στέλλειν καὶ τὰ νεότρωτα κολλᾶν σὺν ὕδατι ἢ ὀξυκράτῳ, σὺν μέλιτι δὲ ἑφθῷ καὶ παλαιοὺς κόλπους παρακολλᾶν· ὁ δὲ παλαιὸς ἄχρηστος.

διαστέλλουσι δὲ καὶ μεμυκότα 2 ἕλκη καὶ τύλους ἐσκελετευμένοι ἐντιθέμενοι λίνῳ, καὶ αὐτοὶ ξηροὶ παρεντιθέμενοι ὥσπερ μοτά. τὰ δὲ ῥευματικὰ ὑπόνομα καὶ χρόνια ἕλκη ἐξικμάζουσιν ἐπιτιθέμενοι ἄνικμοι καὶ κενοί, ἐπέχουσι δὲ καὶ αἱμορραγίας σὺν ἄξει. οἱ δὲ κεκαυμένοι εὔθετοι πρὸς ξηροφθαλμίας καὶ ὅπου δεῖ σμῆξαι ἢ στῦψαί τι· βέλτιον δὲ ποιοῦσι πλυθέντες εἰς τὰ ὀφθαλμικά. σὺν δὲ πίσσῃ καέντες πρὸς αἱμορραγίαν ἁρμόζουσι.

[*](7 SIM. Pl. XXXI 123 (e S. N.); D. ecup. I 209 (203).)[*](7 EXC. Orib. XIII s. v. (τῶν δὲ — ἀλκυονίῳ, λευκαίνονται — λευκότατοι); Gal. XII 376. Aet. II 73.)[*](1 καλάμοις Orib.Di τῇ χρόᾳ Orib. τῷ ἄνθει τῷ ἀσσίῳ λίθῳ Orib. 2 λίθου ἀσίου ἄνθει E ἀσίας LQDi: correxi ex E ὅλῳ om. Di ὑποκένῳ Di, superscr. A2 3 λεῖον καὶ λιμναῖον ἀλκ. E 4 ἐκδόρια E καὶ λειχήνων om. E 5 δριμὺ καὶ EDi 6 ὠχελεῖ Di ἰσχιάδας EL: ἰσχιακούς Di: ἰσχιαδικούς reliqui)[*](7 num. cap. ψπδ΄ Q: ψ𝒢 Di: ρκξ E tit. περὶ σπόγγων QDi τινες om. LQ, at cf. Pl, l. s. 123 8 ὧν — ὠνόμασαν om. superscr. H σκληροτάτους LF: σκληροτέρους reliqui 9 οἳ] ὅσοι Orib.E ἐναντίον Q 10 τῷ addidi 11 ὁ κενὸς δὲ καὶ ἀλιπὴς τραυματικός τέ ἐστι καὶ οἰδ. στέλλει κτλ. Di καινός LE2: κενός reliqui τε (pr.) om. E 12 στέλλει E (ν add. E2) κολλᾷ LDi 13 καὶ addidi ex E παρακολλᾷ Di 14 ἄχρηστος] aliter Pl. l. s. 125 15 ἐσκελετευμένοι E: ἐσκελεστευμένῳ L: ἐσκελετουμένῳ F: ἀποδεσμούμενοι reliqui ἐντιθέμενοι addidi coll. Orib. II 433 fort. καὶ αὐτοὶ δὲ 16 παρατιθέμενοι EA μότα FDi: μώτα E: μοταρία superscr. A2 fort. καὶ ὑπόνομα ὑπόνομα om. E 17 ἐξικμάζουσιν καὶ καταστέλλουσιν E καὶ κενοί] νέοι καὶ κενοί Di: καὶ κενοί HA (mg. add νέοι A2): κενοί L: καινοί F: κενοί (αι superscr.) E: mundatae a cochleis recte Sar. 18 δὲ (pr.) om. E αἱμορραγίας LE: αἱμορραγίαν reliqui σὺν ὄξει δὲ κεκαυμένοι Di 19 εὔθετοι addidi ἢ στῦφαι om. A. 20 post τι add. ἢ ψύξαι θέλοις E)
90

3 λευκαίνονται δὲ αὐτῶν οἱ ἁπαλώτατοι ἐν τοῖς καύμασι βρεχόμενοι τῇ ἐπὶ τῶν πετρῶν συνισταμένη ἁλὸς ἄχνῃ καὶ ἡλιαζόμενοι· ἐπιβλεπέτω δὲ τὸ μὲν κοῖλον αὐτῶν ἄνω, κάτω δὲ ἡ ἀποτομή. εἰ δὲ εἴη αἰθρία, καὶ ὑπὸ τὴν σελήνην τίθενται, βρεχόμενοι τῇ ἁλὸς ἄχνη ἢ θαλάσσῃ· γίνονται δὲ λευκότατοι οἱ τοιοῦτοι.

121 τὸ δὲ κουράλιον, ὅπερ ἔνιοι λιθόδενδρον ἐκάλεσαν, δοκεῖ μὲν εἶναι φυτὸν ἐνάλιον, στερροποιεῖσθαι δέ, ὅταν ἐκ τοῦ βυθοῦ ἑλκυσθῇ τῆς ἁλὸς ἁπτόμενον τοῦ περικεχυμένου ἡμῖν ἀέρος. εὑρίσκεται δὲ πλεῖστον ἐν τῷ κατὰ Συρακούσας ἀκρωτηρίῳ τῷ καλουμένῳ Παχύνῳ.

2 ἄριστον δέ ἐστι τὸ πυρρὸν τῇ χρόᾳ καὶ ἐμφερὲς Συρικῷ ἢ σάνδυκι κατακορεῖ, εὐθρυβές τε ὡς ἐν ἑαυτῷ καὶ ὁμαλὸν δι᾿ ὅλης τῆς συγκρίσεως, ἔτι δὲ ὀσμὴν βρυώδη καὶ φυκίοις ἐμφερῆ ἔχον, πρὸς δὲ τούτοις πολύοζον καὶ κινναμωμίζον τῷ τύπῳ τῶν θαμνίσκων. τὸ δὲ λιθῶδες τῇ συγκρίσει καὶ τῇ χρόᾳ ψωρόν, σεσηραγγωμένον τε καὶ χαῦνον φαῦλον οἰητέον εἶναι.

3 στύφει δὲ τῇ δυνάμει καὶ ψύχει ἐπιεικῶς. καταστέλλει δὲ τὰ ὑπερέχοντα καὶ οὐλὰς σμήχει τὰς ἐν ὀφθαλμῖς· πληροῖ δὲ καὶ κοιλώματα καὶ κατουλοῖ, πρὸς τε αἵματος ἀναγωγὰς ἱκανῶς [*](6 SIM. Th. lap. 38. Pl. XXXII 21 sq. (e S. N.), unde (sid XVI 8, 1. Carm. de herb. 14. Orph. lith. 510 sq. Dam. lap. 7.) [*](6 EXC. Orib. XIII s. v. (τὸ δὲ — ἐπιεικῶς).) [*](17 SIM. Pl. l. s. 24 — D. eup. I 41 (112) eup. II 30 (240) 61 (273) 109 (307).) [*](1 οἱ ἁπαλ. αὐτῶν Orib, τοῖε ὑπὸ κύνα καύμασι Spr. 3 βλεπέτω Orib, EDi δὲ (pr.) om. L ἡ δὲ ἐποτομὴ κάτω E 4 αἰθρία θερεία Di τῇ σελήνη Orib. 5 τῇ om. Di οἱ τοιοῦτοι addidi e Di) [*](6 num. cap. ψπε΄ Q: φ𝒢ᾶ Di: ρκη E tit. περὶ κοραλλίου QDi κουράλιον F (in ind.) Th. Pl. Orib.: κοράλλιον libri 7 στερεοποιεῖται E 8 post ἑλκυσθῇ haec habet Di ἔξαλον γινόμενον καὶ βαπτόμενον ἤτοι πηγνύμενον ὥσπερ ὑπὸ τοῦ π.: ἔξαλον γινόμενον (dein litt. c. 18 del.) κεχυμένου (tum c. 13 litt. del.) ἡμῖν ἀέρος E (mg. add. τῆς ἁλὸς ἁπτόμενον τοῦ περικ. del. ἔξαλον γινόμενον E2) τῆς ἁλὸς om. Orib. ἁπτόμενον LQE2: βαπτόμενον ὡσπερεὶ ὑπὸ Orib.: βαπτόμενον ἤτοι πηγνύμενον ὥσπερ ὑπὸ A, superscr. H2 9 συράκουσαν (ν in ras.) E2 10 τῷ add. Spr. καλουμένῳ δὲ Orib.E 11 σηρικῷ LF: σηρικῷ χρώματι Orib. (χρώκατι del. E2): ἀνθηρικῷ HA: ἀνθηρικῷ χρώματι Di: correxi coll. Pl. XXXV 30. 40. Aet. II 82 εὐτριβές Q 12 ὡς ἐν ἑαυτῷ E (init. in ras.): ὡσαύτως reliqui ὀσμῇ βρυῶδές τε καὶ φυκίοις ἐμφερές Orib. 13 γεώδη καὶ βρυώδη Di: γ. καὶ mg. add. A2 15 τῇ χρόᾳ delebat Sar., exspectamus τῇ ἐπιφανείᾳ 16 ἡγητέον (in ras.) E2 17 δὲ (alt.)] τε E 18 ὑπερέχοντα] ὑπερσαρκοῦντα E, mg. add. A2 19 κοιλώματα καὶ πρὸς αἵματος E κατουλοῖ] οὐλὰς LQDi: corr. Marc. coll. Pl. 24 ulcerum cava explet, cicatrices extenuat πρός τε om. L)

91
ἐνεργεῖ, καὶ δυσουροῦσιν ἁρμόζει, καὶ σπλῆνα τήκει σὺν ὕδατι πινόμενον.

122 καὶ τὸ καλούμενον δὲ ἀντιπαθὲς κουράλιον οἰητέον ὑπάρχειν, εἰδικὴν ἔχον διαφοράν. ἔστι δὲ τῇ μὲν χρόᾳ μέλαν, δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες μᾶλλον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν ἴσην τῷ προειρημένῳ.

123 λίθος Φρύγιος, ᾧ ἐν Φρυγίᾳ οἱ βαφεῖς χρῶνται. ὅθεν καὶ ὠνόμασται, γεννᾶται ἐν Καππαδοκίᾳ. ἄριστος δέ ἐστιν ὁ ὠχρὸς καὶ μέσως βαρύς, οὐκ ἰσότονος τῇ συγκρίσει τοῦ χρώματος, ἔχων δὲ διαφύσεις λευκὰς ὡς ἡ καδμεία.

καίεται δὲ οὕτως· βρέξας αὐτὸν ὡς ὅτι καλλίστῳ οἴνῳ διαπύροις 2 ἔγκρυψον ἄνθραξι καὶ ῥίπιζε συνεχῶς· ὅταν δὲ μεταβάλῃ τὴν χρόαν κιρρότερος γενόμενος, ἐξελὼν αὐτὸν σβέσον τῷ αὐτῷ οἴνῳ, καὶ πάλιν εἰς τοὺς ἄνθρακας ἀποθέμενος τὰ αὐτὰ ποίει· καῖε δ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκ τρίτου, προσέχων μὴ θρυβῇ καὶ ἀπασβολωθῇ.