De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

δύναμιν δὲ ἔχει ὠμός τε καὶ κεκαυμένος στυπτικὴν ἐνεργῶς, 3 ἔτι δὲ ἀνακαθαρτικὴν καὶ ἐσχαρωτικήν, κατακαυμάτων τε ἰατικὴν σὺν κηρωτῇ καὶ σηπτικὴν ποσῶς. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία.

[*](7 SIM. Pl. XXXVI 143 (unde Isid. XVI 4, 9 aliis e D. additis); Cels. V 7.)[*](7 EXC. Orib. XIII s. v. λίθος (λίθος — ἀπασβολωθῇ), cf. Gal. XII 201 (unde Aet. II 21. Paul. Aeg. VII 3 s. v. λίθος. Ps. Gal. simpl. s. v. lapis.)[*](1 σπλῆνας E 2 post πινόμενον add. οὗτος καὶ φυλακτήριόν ἐστι καὶ παντὸς κακοῦ ἀποτρόπαιον A)[*](3 num. cap. ψπ𝔮΄ Q: ψ𝒢β Di: ρκθ E tit. περί ἀντιπαθοῦς HADi κοράλλιον LEADi: κοράλιον H: κολλάριον F (κουράλιον in ind) 4 τὴν διαφορὰν Q 5 δροσίζον F καὶ (alt.) om. LF 6 ἴσην] αὐτὴν QDi τῶν προειρημένων L)[*](7 num. cap. ψπζ΄ Q: ψ𝒢γ Di: ρλ E tit. περὶ φρυγίου λίθου RADi λίθος δὶ E οἱ βαφεῖς ὲν Φρυγίᾳ Orib.QDi 8 ὄθεν — Καππαδοκίᾳ om. Orib. ὅθεν — ὠνόμασται om.  LQ: unde et nomen accepit Dl ὀνομάσθη E γεννᾶται δὲ LE δὲ om. Orib. 9 μέσως] μὲλας Q (corr. H2) ἰσότονος Orib.E (ι in ras.) Di: ἰότονος L: εὔτονος reliqui 10 χρώματος Orib.EDi: σώματος reliqui ἡ om. Orib.EFDi 11 καίεται δ᾿ ὁ λίθος Di οὕτω QDi ὡς ὅτι om. Orib Di 12 ἐὰν Di μεταβάλλῃ QDi 13 γινόμενος Q: γιγνόμενος Orib. αὐτὸν addidi e Di σθέσον post μὐτῷ coll. Orib.EDi σπέσον] βρέξον Di 14 τὸ μὐτὸ Q 15 καὶ ἔα αὐτὸν L καὶ (pr.) om. LDi, del. E2 17 καὶ om. L ἐνεργῶς LE: ἐναργῶς reliqui 18 ἐσχαρ. ποσῶς Di κατακλυσμάτων LQ: κατακλασμάτων Di, at cf. Dl cum ceroto conbustionibus medetur τε EDi: δὲ reliqui ἰατρικὴν LE 19 κηρῶ L καὶ addidi ex E καὶ σηπτικὴν ποσῶς om. Di ἡ om. F)
92

124 Ἄσσιον δὲ λίθον παραλημπτέον τὸν κισηροειδῆ τὴν χρόαν, χαῦνόν τε καὶ κοῦφον, ἔτι δὲ εὐθρυβῆ καὶ διαφύσεις μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους. τὸ δὲ ἄν θος αὐτοῦ ἐστιν ἡ ἐφιζάνουσα ἁλμυρὶς τῇ ἐπιφανείᾳ τῶν λίθων, τῇ μὲν συστάσει λεπτή, τῇ δὲ χρόᾳ τὸ μέν τι λευκόν ἐστι, τὸ δέ τι ἔοικε κισήρει, ἐπὶ τὸ μήλινον τετραμμένον, προσαγόμενόν τε τῇ γλώττῃ δάκνει ποσῶς.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ἑκάτερον σηπτικὴν ἡσυχῆ καὶ διαφορητικὴν φυμάτων τερεβινθίνῃ ἀναλαμβανόμενον ῥητίνῃ ἢ πίσσῃ. εὐτονώτερον δὲ τὸ ἄνθος ἡγητέον· ἐκ περισσοῦ δὲ τοῦτο ξηραινόμενον τὰ παλαιὰ καὶ δυσκατούλωτα ἕλκη ἰᾶται, καταστέλλει δὲ τὰ ὑπερσαρκοῦντα καὶ μύκησιν ἅμοια καὶ θηριώδη. πληροῖ δὲ καὶ τὰ κοῖλα τῶν ἑλκῶν καὶ ἀνακαθαίρει σὺν μέλιτι, καὶ τὰ νεμόμενα δὲ ἵστησι μιγὲν κηρωτῇ.

3 ποιεῖ καὶ ποδαγρικοῖς ἐν καταπλάσμασι μετ᾿ ἐρεγμοῦ, καὶ σπληνικοῖς μετ᾿ ὄξους καὶ ἀσβέστου, ἐκλειχόμενόν τε τὸ ἄνθος μετὰ μέλιτος φθισικοὺς ὠφελεῖ, κατασκευάζονται δὲ καὶ πύελοι ἐκ τοῦ λίθου, εἰς ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται, καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται. ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα καταπασσόμενον ἀντὶ νίτρου ἐν βαλανείῳ. ἐὰν δέ τις πλῦναι θέλῃ τὰ προειρημένα, πλυνέτω ὡς τὴν καδμείαν.

[*](1 SIM. Pl. XXXVI 131 sq. unde Isid. XVI 4, 15), cf. II 211. D. eup. I 150 (171) I 203. 204 (199) I 235 (216). Cels. IV 31 (158, 15). St. B. s. Ἀσσός.)[*](1 EXC. Orib. XIII s. v, λίθος (Ἄσσιον — καδμείαν om. medicinalibus), cf. Orib. Syn. II 56 (V 80 D.). Gal XII 202 (unde Aet II 23; Paul. Aeg. VII 3 s. λίθος). Ps. Gal. simpl. s. v. lapis Anius.)[*](1 num. cap. ψπη΄ Q: ψ𝒢δ Di: ρλβ E tit. περὶ λίθου ἀσίου HDi ἄσσιον Orib.: ἀσσίονιον (sic) L: ἄσιον reliqui παραληπτέον λίθον Orib. κισσηρωειδῆ L: κισηρώδη EOrib. (V 80): κισσηρώδη reliqui 2 τε] δὲ LE καὶ εὐθρυβῆ Orib. V 80 3 διὰ om. LQ (superscr. H2) βάθος LQ ἡ om. L 4 ἐπίξανθος ἁλμυρὶς Di (ἐπίξανθος superscr. H2) post ἁλμυρὶς mg. add. ἐστὶ Orib. 5 μέντοι L 6 προσαγομένη H τε] δὲ E γλώσση E 8 ἑκάτερα E στυπτικήν· σηπτικὴν Di 9 ῥητίνῃ] τινὶ L ὑγρᾷ πίσσῃ Di (ὑγρᾷ superscr. H2): pici autem resinaeve (sc. admixtus) Pl. 10 ξηραινόμενον Di: ξηρὸν μὲν reliqui 12 καὶ (pr.) — κοῖλα om. E post καὶ (pr.) add. ἀνακαθαίρει σὺν μέλιτι τὰ Di, superscr. H2 14 δὲ om. LFE ποιεῖ addidi 16 τὸ ἄνθος delevi et ad v. 20 transposui 18 σόροι E (corr. E2): σωροὶ Di σοροῖς σαρκοφάγοις L 19 σαρκοφάγοι γίνονται ἰσχναίνουσαι τὰ DiH2 (in ras.) καὶ ἰσχναίνει καὶ E 20 καταπλασσόμεναι HDi: καταπλασσόμενον LFE (corr. E2) 21 γε ἄν δέ τις Orib. προγεγραμμένα Di πλυτέον Orib.E 22 ὡς καδυμίαν (καδμίαν E) Orib.E: ὡς ἡ καδμία L)
93

125 πυρίτης λίθος εἰδός ἐστι λίθου, ἀφ᾿ οὗ ὁ χαλκὸς μεταλλεύεται. λημπτέον μέντοι τὸν χαλκοειδῆ εὐχερῶς τε σπινθῆρας ἀφιέντα. καυστέον δὲ τῷ τρόπῳ τούτῳ· μέλιτι δεύσας αὐτὸν ἔνθες εἰς ἀνθρακιὰν μαλακὴν καὶ ῥίπιζε συνεχῶς, ἕως ἂν τὴν χρόαν κιρρὸς γένηται. ἔνιοι δὲ εἰς πολλοὺς καὶ πεπυρωμένους ἄνθρακας ἀποτίθενται ἱκανῶς βεβρεγμένον τῷ

μέλιτι τὸν λίθον· ὅταν δὲ μέλλῃ τρέπεσθαι ἐπὶ τὸ κιρρότερον, 2 ἀναιροῦνται, καὶ ἀποφυσήσαντες τὴν σποδὸν πάλιν καίουσι διάβροχον, ἕως ἂν ψαθυρώτατος γένηται ὁμαλῶς· πολλάκις γὰρ μόνον ἐπικαίεται τὴν ἐπιφάνειαν. οὕτω δὲ ἀποκαύσαντες καὶ ξηράναντες ἀποτίθενται. ἐὰν δὲ πεπλυμένου χρεία ὑπάρχῃ. πλυτέον ὡς τὴν καδμείαν.

δύναμιν δὲ ἔχει κεκαυμένος τε καὶ ὠμὸς θερμαντικήν τε 3 καὶ σμηκτικὴν καὶ ἀποκαθαρτικὴν τῶν ἐπισκοτούντων ταῖς κόραις, διαφορητικήν τε καὶ πεπαντικὴν σκληρωμάτων ἀναλημφθεὶς ῥητίνῃ· καταστέλλει δὲ καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετὰ ποσῆς θερμασίας καὶ στύψεως. καλοῦσι δὲ ἔν ιοι τὸν οὕτω καέντα διφρνγές.

[*](1 SIM. Pl. XXXVI 137 (e S. N.); Sol. 37, 16 (159), unde August, de civit. dei 21, 5, ex quo sid XVI 4, 5 ademptis Plinianis.)[*](1 EXC, Orib. XIII s. v. λίθος (πυρίτης — καδμείαν, καλοῦσι — διφρυγές); Gal. XII 199. Pa. Gal. simpl. s. v. lapis pyrites.)[*](13 SIM. Pl. 1. s. Cels. V 11. D. eup. I 153 (171).)[*](1 num. cap. ψπθ΄ LQ: ψ𝒢ε Di: ργα E tit. περὶ λίθου πυρίτου HADi λίθος πυρίτης Orib. λίθος om. Di πυρίτις H δ om. Q τε] μέντοι Q: δὲ Di 3 ἀφίενται L τούτῳ τῷ τρόπῳ Q: τρόπῳ τούτῳ Orib.: τρόπῳ τοιούτῳ EDi 4 ἄνθρακας μαλακοὺς E 5 ὡς Di χροιὰν QE, corr. E2 πυρρὸς F: πυρρός τε (τε ditt.) L εἰς om. Di 6 ἄνθρακας om. Q (superscr. Η2) ἱκανῶς om. L, post πεπυρωμένους colloc. E, post ἄνθρακας Orib.Di 7 ἐπὶ om. L: εἰς Q κιρρὸν Ord.EDi 9 ψαθυρώτερος HDi: ψαθυρώτατον L 10 γὰρ εἴωθεν μόνην E ἐπιφλέγεται Orib.: περικαίεται E: καίεται LQ οὔτκς F 11 ὑπάρχη] ἦ Orib. 12 πλυτέον οὔτως ὡς καδμία E: ὡς καδμείαν πλυτέον Orib. ἡ καδμία L τὴν om. Di 13 τε (pr.) om. HE θερμαντικήν] καθαρτικήν Q τε καὶ (alt.) . . . καὶ om. Di 14 κόραις] ὄφεσι Di 15 πεπτικὴν EDIDi] post σκληρωμάτων dist. EDl: ἀνληφθεὶς δὲ ῥητίνῃ καταστέλλει τὰ Di, at cf, D. eup. l. s. καὶ σκληρίας μαλάσσει λίθος πυρίτης κεκαυμένος ἀναληφθεὶς ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ 16 δὲ καὶ om, Di καὶ om. Q 17 ὄνοι τὸν οὕτω . . . καλοῦσιν Orib. οὕτως FE verba καλοῦσι — διφρυγές fort. post ἀποτίθενται (v. 11) transponenda sunt)
94

126 αἱματίτης δὲ λίθος ἄριστός ἐστιν ὁ εὐθρυβὴς μὲν ὡς ἐν ἑαυτῷ, σκληρὸς δὲ καὶ κατακορὴς ὁμαλῶς, ἀνεπίμικτος ῥυπαρίας τινὸς ἢ διαζωμάτων.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικὴν καὶ θερμαντικὴν ποσῶς καὶ λεπτυντικὴν καὶ σμηκτικὴν οὐλῶν τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ τραχωμάτων σὺν μέλιτι, σὺν δὲ γάλακτι γυναικείῳ πρὸς ὀφθαλμίας καὶ ῥήξεις καὶ ὑφαίμους ὀφθαλμούς.

2 πίνεται δὲ σὺν οἴνῳ πρὸς δυσουρίας καὶ ῥοικάς, καὶ πρὸς αἵματος πτύσιν σὺν χυλῷ ῥόας· γίνεται δὲ καὶ κολλούρια καὶ ἀκόνια ἐξ αὐτοῦ πρὸς τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς πάθη ἐπιτήδεια.

καίεται δὲ ἐμφερῶς τῷ Φρυγίῳ λίθῳ τοῦ οἴνου περιῃρημένου· μέτρον δὲ ἔστω τῆς καύσεως τὸ γενέσθαι αὐτὸν μέσως κοῦφον καὶ πεπομφολυγωμένον.

3 δολοῦσι δέ τινες τὸν προειρημένον οὕτω· λαβόντες βῶλον σχιστοῦ λίθου πυκνόν τε καὶ στρογγύλον — τοιαῦται δέ εἰσιν αὐτοῦ αἱ λεγόμεναι ῥίζαι — είς κεραμεᾶν γάστραν σποδιὰν ἔχουσαν θερμὴν ἐγκρύπτουσιν, εἶτα διαλιπόντες μικρὸν ἀναιροῦνται καὶ ἐπ᾿ ἀκόνης τρίβουσι δοκιμάζοντες, εἰ τὴν αἱματίτου χρόαν ἀπείληφε.

4 κἂν μὲν οὕτως ἔχῃ, ἀποτίθενται, εἰ δὲ μή, πάλιν ἐγκρύπτουσι, συνεχῶς ἐφορῶντες καὶ δοκιμάζοντες· ἀφεθεὶς γὰρ ἐπὶ πολὺ ἐν τῇ σποδιᾷ [*](1 SIM. Th. ap. VI 37; Pl. XXXVI 144 sq. Sol. 30, 34 (136, 11). Isid. XVI 8, 5; Orph. lith. 152 (Ab.). Damig. lap. 9 (170 Ab.) — D. eup. I 38 (110) 41 (112) II 82 (294).) [*](1 EXC. Orib. XIII s. v. λίθος (αἱματίης — λεπτυντικήν, καίεται — μεταλλεύεται), cf. Orib. Syn. II 56 (V 80 D.) Gal. XII 192. 195 (unde Aet. II 13. Paul. Aeg VII 3 s. v. λίθος). Ps. Gal. simpl. s. v. lapis.) [*](1 num. cap. ψ𝒢΄ LQ: ψ𝒢𝔮 Di: φλγ E tit περὶ αἱματίτου λίθου HADi δὲ om, Orib. ἐστιν om. Q μὲν καὶ κατακορὴς ἤτοι μέλας, ἐν ἑαυτῷ δὲ σκληρὸς καὶ ὁμαλός Di 2 ἐν αὐτῷ Orib.E (ἑαυτῷ corr. E2) post ἑαυτῷ superscr. ἤτοι μέλας H2 σκληρὸς δὲ καὶ om. E κατάκορος E ὁμαλός τε καὶ Orib.E: ὁμαλός L, cf. Dl equalis colore rufo 4 καὶ addidi 5 ὀδόντων καὶ οὐλῶν E) [*](6 δὲ om. F, post γάλακτι colloc. H 7 καὶ τάραξιν (ν in σ corr. E2) καὶ ῥίξεις E 8 καὶ πρὸς δυσ. H δυσουρίας LE: δυσουρίαν reliqui πρὸς (alt.) om. E πτύσιν LE: πτύσεις reliqui 9 κολλύριον Q: κολλύρια Di κολλοὑρια ἐξ αὐτοῦ καὶ EDi ad ἀκόνια cf. D. I 98, 2 (89, 20). Gal. XII 192 10 περὶ ὀφθαλμοὺς E 11 περιραινομένου Orib.E, at cf. Pl. uritur ut Phrygius, sed non restinguitur vino 12 γίγνεσθαι E 14 οὕτως F λίθου σχιστῆς Q 15 αὐτοῦ post ὁίζαι colloc. Orib.EDi κεραμίαν L: κεραμείαν Di, corr. E2: κεραμίου Orib. 16 θερμοσποδιὰν Di διαλείποντες Orib.Q: διαλειπόντες L 18 τὴν τοῦ Spr. καπιδὰν E (κα in ras.): καὶ ἂυ Orib. μὲν οὖν A 19 μὴ om. L ἐγκρύβουσιν Orib. εἰσφέροντες E)

95
μεταβάλλει τῷ χρώματι, ἔπειτα καὶ διαχεῖται. ἀπελέγχεται δὲ ὁ κεκακοτεχνημένος πρῶτον μὲν ταῖς διαφύσεσιν· ὁ μὲν γὰρ ἐπʼ εὐθείας εἰς κτηδόνας ἀποκλᾶται ὁ δὲ αἱματίτης οὐχ οὕτως

ἔχει· εῖτα καὶ ἀπὸ τῆς χρόας· ὁ μὲν γὰρ εὐανθὲς ἀνίησιν ὁ 5 δὲ αἱματίτης βαθύτερον καὶ τῷ κινναβάρει ἐοικός.

εὑρίσκεται δὲ ἐν τῇ Σινωπικῇ μίλτῳ, καὶ ἐκ τῆς μαγνήτιδος δὲ πέτρας καιοκένης ἐφ᾿ ἱκανὸν κατασκευάζεται, αἱματίτης δὲ αὐτοφυὴς ἐν Αἰγύπτῳ μεταλλεύεται.

127 σχιστὸς δὲ λίθος γεννᾶται μὲν ἐν τῇ καθ᾿ ἐσπέραν Ἰβηρίᾳ, ἄριστος δὲ εἶναι δοκεῖ ὁ παρακροκίζων τῇ χρόᾳ, εὐθρυβής τε καὶ εὔσχιστος ὡς ἐν ἑαυτῷ· ἔοικε δὲ τῆς συνθέσεως ἕνεκεν καὶ ἀλληλουχίας τῶν κτηδόνων αὐτοῦ ἀμμωνιακῷ ἁλί.

δύναμιν δὲ τὴν αὐτὴν τῷ αἱματίτῃ εἰσφέρεται, τῇ εὐτονίᾳ 2 μόνον λειπόμενος αὐτοῦ. πληροῖ δὲ καὶ κοιλώματα γυναικείῳ διεθεὶς γάλακτι, καὶ πρὸς ῥήξεις καὶ προπτώσεις, ἔτι δὲ τραχύτητας βλεφάρων καὶ σταφυλώματα λίαν ἐνεργεῖ.

128 τοῦ δὲ γαγάτου προκριτέον τὸν ταχέως ἐξαπτόμενον [*](9 SIM. Plin. XXXVI 144 sq. (e S. N.), (sid. XVI 4, 18; Cels. V 7.) [*](9 EXC. Orib. XIII s. v. λίθος (σχιστὸς — ἀμμωνιακῷ); Gal. XII 196. Aet. II 14. Ps. Gal. simpl. s. v.) [*](17 SIM. Plin. XXXVI 141 (unde lsid. XVI 4, 3); schol. Nic. Th. 37; Orph. lith. 474 sq. Geop XV 1, 32. — D. eup. II 88 (296) 128 (323). Nic. Th. l. s.) [*](17 EXC. Orib. XIII s. v. λίθος (τοῦ δὲ — ἄγαν, γεννᾶται — Γάγαι); Gal. XII 203 (unde Aet. II 24). Ps. Gal. simpl. s. v. lapis gagates.) [*](17 TEST. Gal. XII 203: ἔστι δὲ καὶ ἄλλος λίθος μέλας τὴν χρόαν ὅταν) [*](1 τὸ χρῶμα E: τὸ χρώματι L καὶ om. Q 2 κακοτεχνημένος HDi: κακοτετεχνιμένος E2 (τε pr. add. E2) 3 ἐπ᾿ εὐθείας κτηδόνας Orib.Di post ἀποκλᾶται c. 12 litteras del. E2 post αἱματίτης c. 20 litt. del. E2 οὐχ σὕτως — χρόας om. mg. add. E2 (cum ·/· in textu) αἱματίτης ὡς ἔτυχε Orib. 4 εἶτα addidi ex Orib. κεὶ ἀπὸ τ. χρ.] τῇ κρόᾳ Orib.: ἐν τῇ χρόᾳ Di γὰρ add. E2 post γὰρ add. ἐπ᾿ ἀκόνης τριβόμενος Serap. εὐανθῆ Di 5 βαθυτέραν . . . ἐοικυῖαν Di 6 δὲ] δὲ καὶ Orib.Di: καὶ E ἐν] ἐπὶ Orib. καὶ om. E μαγνίτιδος libri 7 δὲ om. Orib.HDi αἱματίτης· ὁ δὲ αὐτοφυὴς Orib. EDi) [*](9 num. cap. ψ𝒢α΄ LQ: ψ𝒢ζ Di: ρλδ E tit. περὶ σχιστοῦ λίθου HADi δὲ) om. Orib. μὲν om, Orib. τῇ om. L κατεσπέραν ἰβηρίαν L: κατ᾿ ἰσπανίαν ἰβ. Di 10 εὔθρυπτος Orib. 12 ἕνεκα Q ἕνεκεν post ἀλληλουχίας transpos. E ἀλληλουχίας (σς in ras.) E2 ἀμμωνισαῶν L (om. ἁλί), ἁλὶ om. QEOrib., at cf. Dl visu similis sali ammoniaci 13 δὲ ἔχει E ἀμμανίτη L εἰσφέρεται E2 (εἰσ in ras.) 15 γἁλακτι διεθείς E πρὸς πτώσεις E (προ superscr. E2): procidentesque oculos praeclare prohibet Plin. 16 σταφυλώματα καὶ τραχύτητας βλ. E παχύτητας Q λίαν] ἄγαν E ἐνεργές L) [*](17 num. cap. ψ𝒢β΄ Q: ψ𝒢η Di: E tit. περὶ γαγάτου λίθου QDi γαγάτου λίθου E)

96
καὶ ἀσφαλτίζοντα ἐν τῇ ὀσμῇ· μέλας δὲ κοινῶς ὑπάρχει καὶ αὐχμηρός, ἔτι δὲ πλακώδης καὶ κοῦφος ἄγαν.

δύναμιν δὲ ἔχει μαλακτικὴν καὶ διαφορητικήν· ἔστι δὲ καὶ ἐπιλημπτικῶν ἔλεγχος ὑποθυμιαθείς, καὶ ὑστερικὰς ἀνακαλεῖται.

2 διώκει δὲ καὶ ἑρπετὰ θυμιαθείς, καὶ ποδαγρικαῖς μείγνυται δυνάμεσι. γεννᾶται δὲ ἐν Λυκίᾳ εὑρισκόμενος κατά τινος ποταμοῦ ἔκρυσιν εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεομένου· καλεῖται δὲ ὁ τόπος Γάγαι.