De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

6 δύναται δὲ [*](RV: ἀψίνθιον θαλάσσιον· οἱ δὲ σαντονικὸν καλοῦσιν, οἱ δὲ σέριφον, Ῥωμαῖοι σαντονίκουμ.) [*](7 EXC.: Orib. l. s. (δολοῦται — μίγνομένῃ).) [*](9 SIM.: Pl. XXVll 53 (e S. N.)) [*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (καλοῦσι — θερμασίας) Ps. Ap. 100.) [*](12 SIM.: Pl. XXVII 53 — Pl. l. s. eup. II 67 (282) Ruf. (Orib. II 217) — [Theophr.] pl. X 7, 4. Pl.  XXVII 45.) [*](1 ὑγείας PRDi: ὑγίεια semper scripsi ποιητικόν (superscr. περι E2) E παραπλαττόμενον PV: παραπ \\\ασοόμενον E (λ erus. E2): παραπλεκόμενον R: περιπλαττόμενον reliqui: correxi Sarac. duce 2 φυλάττειν] τηρεῖν RDi τὰ ἱμάτιε REDi: ἐ . . . κατα P (3 litt. detritis) 3 σὺν έλαίῳ R κοιλύει RE: οὐκ ἐᾶ (post σώματος transpos.) E 4 τὸ δὲ — μνγνυμένῃ om. R: del. A2 μέλαν ᾧ γράφουεν Di 5 γράμματα] βιβλία E δʼ ἔτι E 6 ἔργα ποιεἴν AHDi 7 τὸ δὲ χύλισμα κτλ. δολοῦσί τινες Di 9 nov. cap. (κε) incip. E mg. add. σέριφον P (pr. m.) σερίφ\\\\ον (ι eras. E2)· καὶ τοῦτο τινὲς καλοῦσιν E σέριφον· πλεἴστον ἐν τῷ Ταύρῳ γεννᾶται 0rib. ante καλοῦσι syn. e R add. Di 10 ταύρῳ ὄρει RDi verba ἐν τῳ κατὰ Καππαδοκίαν Ταύρῳ γεννᾶται ad absinthium Ponticum refert Pa. Ap. καὶ — ἔστι δὲ om. 0rib Ταφοσίρει] ταποοίρι R: τῷ ὀσίριδι E2 (in.. ras.): τωβουσίρει PF: τωβουσύρει V: ταφουσίρει HDi: in Taposiri Pl 11 Ἰσιακοὶ] οἰκειακοὶ P: κειακοῆς F ἀντὶ θαλλοῦ post ᾧ transpos. RDi 12 ἔστιν (om. δὲ) R ἡ πόα HADi λεπτόκαρπος Orib EDl τῷ μεκρῷ ROrib.E 13 σπερματίων COrib.: σπερμάτων N: σπέρματος μικροῦ E βαθύοσμος RA2 14 καὶ] ἢ RDi 15 καὶ (pr.) om. AH ἀσκαρίδας καὶ om. R ἔλμεις R 16 ὑποξαίνουσα A (ὑπεξάγουσα κούφως superscr. A2) κοιλίαν om. R) [*](17 C fol. 45r: N fol, 17 σανδονικόν R: σανδονικὴν Di 18 σανδονικουμ libri)

33
καὶ σὺν ῥοφήματι φακῆς καθεψηθεῖσα τὰ αὐτὰ ποιεῖν· λιπαίνει δὲ μάλιστα ἐν Καππαδοκίᾳ τὰ πρόβατα νεμόμενα.

ἐστι δὲ τρίτον εἶδος ἀψινθίου, γεννώμενον ἐν τῇ κατὰ τὰς Ἄλπεις Γαλατίᾳ πλεῖστον, ὃ ἐπιχωρίως Σαντονικὸν καλοῦσιν, ἐπωνύμως τῇ γεννώσῃ αὐτὸ Σαντονίδι χώρᾳ, ἐοικὸς ἀψινθίῳ, οὐ μὴν οὕτως γε ἔνσπερμον, ὑπόπικρον δὲ καὶ δυνάμενον τὰ αὐτὰ τῷ σερίφῳ.

24 ἁβρότονον· οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ γλυκύν ἀγκῶνα καλοῦσιν. ἐστιν αὐτοῦ τὸ μὲν θῆλυ θάμνος δενδροειδής, [*](3 SIM.: Pl. XXVII 45 (e S. N) cf. D. eup. II 67 (283).) [*](3 EXV.: Orib. XII s. v. σαντονικόν (ἐοιικὸς — σερίφῳ).) [*](8 SIM.: Theophr. h. pl. VI, 7, 3. 4. de caus. IV 3, 2. Nic. Th. 66. 92. 574. Alex. 46. Pl. XXI 160 (e S. N) cf. schol. Nic. Th. 66.) [*](8 EXC.: Orib XI s. v. (ἀβρότονον — Συρίαν): Garg. Mart 39 (177 R) ~ Mai l. s. VII 413; Ps. D. de h. f. 69; Gal. XI 798 sq. (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀβρότονον.) [*](8 TEST. Gel. XI 804: διαφέρει γὰρ ἀβρότονον σαντονίκου, καθότι καὶ Διοσκουρίδης ἔγραψεν ἐν τῷ τρίτῳ περὶ ὔληε ἀκριβέστατα . . τοῦ μὲν γὰρ ἀβροτόνου δύο ἐστίν εἴδη, τὸ μὲν ἄρρεν τὸ δὲ θῆλθ΄ νομιζόμενο, ὡς καὶ τοῦτο Διώρισται παρὰ τῷ Διοσκουρίδῃ τε καὶ τῷ Παμφίλῳ καὶ ἄλλοις μυρίοις . . . ἡμεῖς οὖν τὰς μὲν ἰδέας αὐτάρχως ἔφαμεν αἰρῆσθαι Διοσκουρίδῃ τε καὶ ἄλλοις οὐκ ὀλίγοις, ὥστ᾿ οὐ χρὴ γράφειν αὖθις ὅσα τοῖς πρόσθεν ὀρθῶς εἴρηται.) [*](1 ῥοφήματι ἢ φακῇ R: ἑψήματι ἢ φακῇ Di: ῥοφήμασιν φακῆς E: cum lenticula cocta Dl ἀφεψηθεῖσα E: καθεψηθείσῃ R. fusius D. eup. II 67 σερίφου ἀπόζεμα, ὃ ἔνιοι ἀψίνθιον θαλάσσιον καλοῦσι, σὺν ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ καὶ πυροῖς ἢ σύκοις ἢ μύξοις συγκαθεψημένον ἢ ἀλεύροις ἢ ῥοφήματι αἰπαίνει P: (uude) ἐπαινεῖ V: παραινεῖ RA2: λιπαίνεται Di: λιπαίνεσθαι HA 2 ἐν Καππαδοκίᾳ om. FHADi (mg. add. A2): post πρόβατα transpos. R 3 nov. cap. incip. E (κϚ), Di (cum tit. περὶ ἀψινθίου σαντονίου) mg. add. σανδονικόν P σαντονικόν· τρίτοι ἐστιν εἶδος ἀψινθίου γεγγώμενον E δὲ καὶ ROrib.Di κατὰ] μετὰ R: κατασάλπεις P: κατὰ σάλπης V 4 πλεῖστον om, R οἱ δὲ (om. N) ἐπιχώριοι NE καλοῦσιν σανδονικόν R: σανδονικόν PDl: σαρδόνιον FHA (σανδόνικον A2): σαρδωνικόν V: σαρδώνιον Di αὐτὸ καλοῦσιν E 5 ἐπονόμως E (ὁμω superscr. E2) σαντονίδι χώρᾳ om. R: σανδονίδι P: σανδωνία V: σαρδονίδι F: σαρδωνίδι Di: δαρδονύχι HA: χώρα σαντονία E ἔοικε τῷ ἀψινθίῳ Orib. οὐ μὴν om. R 6 οὕτω HADi γε] om. Orib.: τε R δὲ om. A αὐτὰ ποιεῖν E 7 τῷ om. Orib. σεριφίῳ F ADi) [*](8 num. cap. τλη ODi: κζ E tit. περὶ ἀβροτόνου FAHDi ἁβρότονον Pl. cf. Nic. Th. 66. 92 (cum adnot. Schneid.) post ἁβρότονον syn. e R add. ADi, mg. H2 οἱ δὲ Ηράκλειον — καλοῦσιν om. 0rib. δὲ (pr.)] μὲν H γλυκὺν ἀγκῶνα] γλαύκοινα E 9 ἰδέα marg. add. P (pr. m.) τούτου τὸ μὲν θῆλυ θάμνος ἐστὶ Orib.: τινὲς δὲ αὐτὸ θηλύθαμνος (θηλύθαμνον Di) i. e. ἔστιν δὲ αὐτοῦ τὸ θῆλυ θάμνος RDi (quae verba syn. add. RDi) ἔστι δὲ ROrib.EDi θῆλυ τὸ δὲ ἄρρεν E)

34
ὑπόλευκος, φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλωνία πλήρης, ἄνθος δὲ ἐπʼ ἄκρον | κορυμβοειδὲς ἔχων, χρυσοειδές, τῆς θερείας γινόμενον, εὐῶδες μετὰ ποσοῦ βάρους, πικρὸν τὴν γεῦσιν· δοκεῖ δὲ τὸ Σικελιωτικὸν εἶναι τοιοῦτο. τὸ δʼ ἕτερον, ὃ ἄρρεν καλεῖται, κληματῶδες, λεπτόκαρπον ὡς ἀψίνθιον.

2 πλεῖστον δὲ γίνεται ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Γαλατίᾳ τῇ κατὰ τὴν Ἀσίαν καὶ Ἱεραπόλει τῇ κατὰ τὴν Συρίαν.

τούτων ὁ καρπὸς ἀπεζεσμένος μεθʼ ὕδατος καὶ ὠμοτριβὴς [*](24 RV: ἁβρότονον· οἱ δὲ ἀβούτονον, οἱ δὲ ἀψίνθιον, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ ⟨γλυκὺν⟩ ἀγκῶνα, οἱ δὲ ἀπόγαλον, οἱ δὲ μήρυκον, οἱ δὲ χολοποιόν, οἱ δὲ θηλυφθόριον, οἱ δὲ ἀψινθιόμηνον, οἱ δὲ προκάμπυλον, προφῆται νεῦρα φοίνικος, οἱ δὲ κυναγχῖτις, Ῥωμαῖοι αψίνθιουμ Πόντικουμ.) [*](8 SIM.: Pl. l. s. 160 eup. II 39 (251. 253)— Pl. l. s. eup. II 34 (246) — Pl. l. s. eup. I 237 (219) — Cels. III 2l (107, 14) Pl. l. s. eup. II 109 (306) — Zop. (Orib. II 598) Pl. 16l — Nic. Al. 46 (ex Apollod) Pl. 162 eup. II 135 (326) — Pl. 162 — Nic. Th. 66. 92 (ex Apollod) Pl. l. s. eup. II 128 (323) II 121 (319) — Pl. 161 eup. I 29 (108) — Zop. (Orib. II 589) Cels. V 11. eup. I 150 (170). 1 ἀπολευκοφύλλοις R κλωνάρια FHA 2 πλήρης Orib.E: πλῆρες reliqui: om. HA post πλήρης disinxit E ἄνθους RDi: ὠνθῶν Orib. δὲ om. ROrib.Di ἄκρον PFAR: κρον E: ἄκρου reliqui κορυμβῶδες ROrib.EDi ἔχον ODi (post ἄκρον transpos.)· om. 0rib. πλῆρες ἄνθους ἐπʼ ἄκρον κορυμβῶδες ἔχον χρυσοειδές mg. add. A2 (e R) 3 τῆς om. NΟrib.EDi θεραπίας C: θέρους N: θερίας EA (θερπίαε superscr. A2) γεννώμενον FHA. flos aestate provenit cf. Theophr. h. pl. VI 7, 3 (caus. pl. IV 3, 2) εὐῶδες — βάρους om. Orib.: mg. add. O2 4 τῇ γεύσει ROrib.Di: γεῦσεν πικρὸν FHA Σικελικόν RE τοιοῦτον Orib.EVADi 5 ὃ addidi ἄρρεν om. PV λεπτόκαρφον HDi: λεπτόφυλλον Orib. (λεπτόκαρπον marg. add. O2): frutex est sarmentosa et semen habens minutum sicut absentium Dl 6 πλεῖστον λιχρον C: λισχρον  N γίνεται PVDi: γεννᾶται Orib.EFHA (post Καππαδοκίᾳ transpos. FHA, post Σνρίαν Orib.): γεννώμενον (post Συρίαν transpos.) R ἐν om. A τῇ — Ἀσίαν Om. Orib. τῇ] καὶ E 7 Ἰεραπόλει REDi τὴν om. Orib. 8 δὲ post τούτων add. E ἀποζεσμενος PV: ἀποζεννύμενος EFHADi: ζεννύμενος R μεθʼ ὕδατος post ὠμοτριβὴς transpos. EFHADi: semen eius elixum in qua aut crudum infusum aqua ipsa bibita ortonoicis medetur Dl ἀωμοτριβὴς — βοηθεῖ om. PV) [*](9 C fol. 24r: N fol. 9 ad dffogiem herb. pict (fol. 23v) add. C (m. rec.) abrotanu graclion. absintium ponticum. cholopion δὲ (pr.)] μὲν HA οἱ δὲ ἡράκλειον om, HA: ἡράκλιον N 10 οἱ δὲ γλυκὺν — μήρυκον om. CHADi γλυκὺν addidi e D. μηρικον N: correxi (pabulum est animalium rumantium) 11 ἀψυνθιόμηνον C 13 κυναγχιτεις C: κυναγχειτις N: κυναγχίτην HDi post πόντικουμ add. τινὲς δὲ αὐτὸ θηλύθαμνον (θηλύδαμνον HA), οἱ μὲν ἡράκλειον (om. Di) οἱ δὲ γλυκὺν ἀγκῶνα καλοῦσι [ex initio capitis sicut R habet orta) AHDi)

35
πινόμενος βοηθεῖ ἀρθοπνοίᾳ, ῥήγμασι, σπάσμασιν, ἰσχιάσι, δυσουρίαις, ἐμμήνων ἐπισχέσει· καὶ θανασίμων φαρμάκων ἐστὶν ἀντίδοτος ποθὲν σὺν οἴνῳ σύγχρισμά τε ῥιγούντων μετʼ ἐλαίου ἐστί.

διώκει δὲ καὶ ἑρπετὰ στιβαδευόμενον καὶ θυμιώμενον· 3 καὶ πινόμενον δὲ σὺν οἴνῳ ὠφελεῖ τοὺς δηχθέντας, ἰδίως δὲ ἁρμόζει ἐπὶ φαλαγγίων καὶ σκορπίων. βοηθεῖ δὲ καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμοναῖς σὺν ἑφθῷ μήλῳ κυδωνίῳ ἢ μετὰ ἄρτου καταπλασθέν, διαφορεῖ καὶ φύματα μετὰ ὠμῆς λύσεως λεῖον ἑψηθέν. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὴν τοῦ ἰρίνου ἐλαίου σκευασίαν.

25 ὔσσωπος· πόα γνώριμος, δισσή· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστιν ὀρεινὴ ἡ δὲ κηπευτή· ἀρίστη δὲ ἡ ἐν Κιλικίᾳ γεννωμένη. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· ἀφεψηθεῖσα δὲ μετὰ σύκων [*](25 RV: ὕσσωπον· Ῥωμαῖοι ὑσσώπουμ, οἱ δὲ λάτερ, οἱ δὲ κάσιαμ, Αἰγύπτιοι σαέμ.) [*](6 TFST. Gal. XI 801: καὶ διὰ τοῦτο μηκέτι ἐπιζήτει ἀκούειν μήθʼ ὅτι σὺν ἑφθῷ μήλῳ κυδωνίῳ καταπλασθὲν ἢ ἄρτῳ φλεγμονὰς ὀφθαλμῶν ἰᾶται μήθʼ ὅτι διαφορεῖ φύματα σὺν ὠμῇ λύσει λεῖον ἑψηθέν. οὐδὲ γὰρ τούτων οὐδέτερον οὔτε τῶν ἄλλων οὐδὲν τῆς νῦν πραγματείας ἴδιόν ἐστιν, ἀλὶλὰ τοῖς μὲν ἐμπειρικὴν διδασκαλίαν ποιουμένοις ἐν τοῖς εὐπορίστοις γράφεται φαρμάκοις, ὅσοι δὲ λογικῶς ἀσκῆσαι τὴν τέχνην βούλονται, τῆς θεραπευτικῆς ἐστι χρεία τούτοις μεθόδου.) [*](10 SIM.: [Hipp] περὶ διαίτης II 54 (VI 560 L) Pl. XXV 136 (e S. N.).) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (ὕσσωπος — γεννωμένη); cf. Gal. XII 149 (unde Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 39; Hes. s. v. ὔσσωπος) [*](12 SIM.: Pl. XXVI 41 eup. II 36 (249) — Pl. l. s. 29 eup. lI 31 (241) — Cels. IV 8 (131, 14) Pl. l.  s. 34 eup. II 39 (252) — Pl. l. s. 54 eup. II 66 (281) Ruf. (Orib. II 129) — [Hipp.] l. s. Cels. I 3 (19, 22) Pl. l. s. 40.) [*](1 ὁμπνοίᾳ V: ὀρθοπνοίαις A ἰσχιαδικοῖς E 2 δυσουρία E ἐπίσχεσιν R ἐστὶν φαρμάκων R 3 ἀντίδοτον R: ἀντίδοτος reliqui ποθὲν] πινόμενον (ἀβρότονον mente suppleas) post τε 4 litt. eras. E2 μετʼ ἐλαίου] νῦν ἐλαίῳ R 4 ἐστὶ om, R: fort. recte θυμιώμενον καὶ στιβαδευόμενον E στιβαδευόμενον] ἐνβαδευόμενον N: ἐμβαλευόμενον C (superscr. A2) 5 καὶ πινόμενον (bis) V δὲ (pr.) om. R 6 ὀφθαλμιῶσιν καὶ φλεγμονάς E: φλεγκονάς P 7 μήλῳ addidi e Gal. cf. D. eup. I 29 (108) ἀβρότονον σὺν μήλῳ κυδωνίῳ ἑφθῷ 8 διαφορεῖ δὲ E λύσεως (superscr. σεσελεως A2) A 9 ἰρίνου] ἐφίνου R (superscr. A2): είρίνου E: ἀβροτονίνου vel σαμψυχίνου coni. Sar. at cf. Dl miscetur et confectioni olei hirini ἐλαίου] ἀλεύρου R post λαίου c. 6 litt. eras. E) [*](10 num. cap. τλθ ODi: κη D tit. περὶ ὑσσώπου FHDi: om. A ὔσσωπον RVGal. Aet. Paul. Aeg.: marg. add. τινὲς τὸν ἔρειον μᾶλλον E post ὔσσωπος syn. e R add. ADi, marg. H2 τις om. E 11 κηπευτική R post δὲ (alt.) inser. ἐστίν RDi 12 ἔχουσα E θερμαντικὴν λεπτυντικήν DiA: λεπτ. del. A2: superscr. H2 (e Gal.) δὲ (alt.) om. O) [*](13 C 359r: N 145 λάτερ libri: suspectum 14 ΚΑϹϹΙΑΛΑ R: κασίαλα ADi: correxi cf. Pl. XXI 53. A. Mai l. s. VII 434 σαεμ libri: πεσαλέμ vulgo)

36
καὶ ὔδατοε καὶ μέλιτος καὶ πηγάνου καὶ πινομένη ἀρήγει περιπνευμονικοῖς, ἀσθματικοῖς, βηχὶ χρονίᾳ, κατάρρῳ, ὀρθοπνοίᾳ· κτείνει δὲ καὶ ἑλμεις, σὺς μέλιτι δὲ ἐκλειχθεῖσα τὸ αὐτὸ ποιεῖ. ἄγει δὲ καὶ πάχος κατὰ κοιλίαν τὸ ἀφέψημα αὐτῆς σὺν ὀξυμέλιτι