De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

τοῦ δὲ καρποῦ ὁέκα ἡ δώδεκα κόκκοι πυρροὶ ποθέντες ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ῥοῦν τὸν ἐρυθρὸν ἱστᾶσι, στομαχικοῖς τε καὶ δακνομένοις ἐσθιόμενοι βοηθοῦσι, καὶ ὑπὸ τῶν παιδίων πινόμενοι καὶ ἐσθιόμενοι ἀρχὰς λιθιάσεως παραιτοῦνται· οἱ δὲ μέλανες καὶ πρὸς τούς ὑπὸ τῶν ἐφιαλτῶν πνιγομένους καὶ πρὸς τάς ὑστερικάς πνίγας καὶ ὀδύνας μήτρας ἐν μελικράτῳ ἢ οἴνῶ, ὅσον δέκα πέντε κόκκοι πινόμενοι, ποιοῦσιν.

141 λιθόσπερμον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ [*](4 SIM.: Zop. Orib. II 598) D. eup. II 76 (288) — Pl. XXVII 86 eup. II 56 (267) — Pl. l. s. eup. II 102 (303) — Pl. l. s. eup. II 47 (259) — Zop. (Orib. II 599) Pl. l. s. 86 eup. II 82 (293) — Pl. 87 eup. II 111 (309) — Pl. 87 eup. I 22 (105) — Pl. 86 eup. II 86 (295) — Pl. 86 eup. II 72 (286).) [*](15 SIM.: Theophr. h. pl. III 13, s Pl. XXVII 98 e S. N.).) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (λιθόσπερμον — ὑψηλοῖς); med. Paul. Aeg. VII 3 λιθόσπερμον· οἱ δὲ διόσπορον, οἱ δὲ ἡράκλειον. ποας τῆς ἀετωνύχου' προσαγο- ρευομένης ἐστὶ τὸ σπέρμα λιθῶδες, λευκόν, δ πινόμενον μετ᾿ οἴνου λευκοῦ λίθους θρύπτει καὶ οὖρα ἄγει. Hes. s. v. ἀετόνυχες.) [*](1 δάκτυλον τὸ πάχος C πάχονς E (corr. E2) μήκους A σπιθαμῆς λεπτή Orib.: σπιθαμῆς λευκή Di: σπιθαμῆς κεφαλή λευκὴ γευομένῳ E 2 γευσα- μένῳ N στύφουσαι PVF λευκή om. R (del. A2): λε6καί VPF 3 ὡσπερεί Di βαλάνου PVF ἔχουσαι ῥίζαι PF : ἔχονσα ῥίζας V: ἔχουσο ἐν τῇ (om. HA) ῥίζη REAHDI: correxi coll. 0rib. feminae uero radicibus appendiculae . . inhaerent cf. Pl. l. s. ὀκτὼ ἢ ε C ὡς RE 4 δὲ om. A ἡ ῥίζα] ζηρὰ R: ξηρὰ γυν. ἡ ρίξ Di μὴ om. R εινεῖ δὲ καὶ καταμήνια Di 5 ἄγει] κινεῖ RE ἀμυγδάλου μέγεθος NDi καὶ om. RDi τοῖς (τὰ C) τε (δὲ N) κατὰ γ. ὀδυνή- μασιν (ὀδύναις C) RDi 6 καὶ ἰκτερικοῖς — οἴνῳ om. FH (marg. add. H2) ὠφελεῖ δὲ (om. RE) καὶ (om. C) ἰκτερικοὺς READi 7 ἑψηθεῖσα ΚADi: συνεψηθεῖσα C 8 πυρροὶ κόκκοι FHA 9 σὺν εἴνῳ E ῥοῦν τε E τὸν om. NFHADi ἰστῶσι ADiE2: ἱστησι NV : ἵστανται 10 ἐσθιόμενοι om. RE βοηθοῦσι] ποιοῦσι PVR 11 παίδων E ἀρχήν N: ἀρχῆς C 12 ὑπὸ] ἐπὶ F: om. R τῶν om. CHDi ἐφιάλτους C πνιγμούς libri: correxi: ἐφιαλτίας vocatur ob ld ipsum paeania cf. Aet. I s. v. carm. de h. 162 14 κόκκοι om. E in flne add. RDi φύεται δὲ ἐν ὑψηλοτάτοις ὄρεσιν (τόποις καὶ ἀκρωτηρίοις N): marg. add. A2) [*](15 num. cap. υνε O: υνζ Di: ρμς E tit. περὶ λιθοσπέρμου FHADi λιθόσπερμα HADi syn. e R add. Di, post ἡρακλείαν A: mg. H2 ὲγώνυχον P: αἰγόνυχον EFDi: eganicon Dl: αἰγώνυχον, οἱ δὲ αἰετώνυχον Orib.: αἰγόνυχον, οἱ δὲ ἀετόνυχον E: correxi coll. Paul. Aeg. l. s.)

151
ἐξώνυχον, οἱ δὲ σιὸς πυρόν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν διὰ τὴν περὶ τὸ σπέρμα ἰσχύν καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ μαλκώτερα καὶ τά περὶ τὸν πυθμένα ἐπὶ γῆς κείμενα, κλωνία δὲ ὀρθά, λεπτά, πάχος ὀξυσχοίνου, στερεά, ξυλώδη, ἐπὶ δὲ τῶν ἄχρων αὐτῶν δίχηλος ἔχφυσις καυλοειδής, ἔχουσα φύλλα μικρά, παρʼ οἷς σπέρμα λιθῶδες, στρογγύλον, γύλον, λευκόν, ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον· φύεται ἐν τραχέσι τόποις καὶ ὑψηλοῖς.

δύναμιν δὲ ἔχει τὸ σπέρμα μετʼ οἴνου λευκοῦ πινόμενον λίθους θρύπτειν καὶ οὖρα ἄγειν.

142 φαληρίς· καυλία ἀνίησιν ἐκ ῥιζῶν λεπτῶν καὶ ἀχρήλιθόσπερμον· [*](141 RV: οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεόντιον, οἱ δὲ λίθος λεοντική, οἱ δὲ Γοργόνειον, οἱ δὲ Τανταλῖτις, οἱ δὲ σιὸς πυρόν, Ῥωμαῖοι κολουμβ〈ίν〉αμ, Δάκοι γουολῆτα.) [*](142 RV: φαληρόν· οἱ δὲ φαλήριον καλοῦσιν.) [*](9 SIM.: Pl. 1. s. 99. D. eup. II 109 (307) 111 309.) [*](11 SIM.:SI48.: Pl. XXVII 126 (e S. N.).) [*](11 EXC.: Orib. XII s. v. (φαληρίς — ὑπόμηκες); cf. Gal. XII 149 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v); Hes. s. v. φαληρίς.) [*](1 ἐξώνυχον] om. Οrib.: ἐξώνοχον P: αἰξόνυχον F: αἰξώνυχον H: ἐξόνυχον (αι superscr.) A : ζύνμυχον. οἱ δὲ ἰξόνυχον E: exonychon Pl. D. eup. II 109 (307) διόσπορον ODiDlPaul. Aeg.: διόοπυρον Orib.R: Dios pyron Pl. cf. Salm. hom. h. iatr. 9 ἡράκλειον EDl 2 τὰ σπέρμα P: τὰ σπέρματα FHA ἰσχὺν ὅθεν καὶ λιθόσπερμον ὠνόμασται Di: καλοῦσιν λιθόσπερμον R (marg. add. A2 διὰ τήν τοῦ σπέρματος ἰσχὺν λιθόσπερμον καλοῦσι) φύλλα — δὲ καὶ om. R ἐλαίᾳ Orib.] EDi: ὅμοια ἐλαίας del. A2 3 πλατύτερα καὶ μα- λακώτερα om. Orib. at cf. Dl sed latiora et oblonga et molliora καὶ (aIt.) om. E μαλακώτερα (δὲ add. E) κατὰ τὸν πυθμένα RE 4 λεπτά om. R: ante ὀρθά transpos. Orib.E πάχος om. R ὡς σχοίνια ξυλώδη N: ὡς σχοι- νοιστεξυλωδεις (i. e. σχοίνου στερεὰ ξυλ.) C 5 χυλώδη (superscr. ξυλ) Orib. ἐπ᾿ ἄκρων δʼ αὐτῶν Οrab.: ἐπὶ δὲ ἄκρων E: εἰς δὲ τὸ (om. C) ἄκρον μὐτῶν R δδίχειλος FHAE (in ras.) 6 μακρά CADi στρογγύλον λιθῶδες Orib. cf. Pl. l. s. 7 λευκόν om. FHADi (superscr. A2) μικρὸν ὀρόβῳ ἴσον FHADi ὀρόβῳ τῷ R ἴσον] ὅμοια R φύεται δὲ E καὶ ὑψηλοῖς om. R 9 υετ᾿ οἴνου om. R πινόμενον ευκοῦ RE) [*](11 num. cap. υνς O: υνη Di ρμζ E tit, περὶ φαλαρίδος FRADi φάλαρις FHDi: φαλλαρίς APaul. Aeg.: φάληρις Οrib.E λεπτῶν πολλὰ γονατώδη καὶ ἄχρηστα καλαμοειδῆ ὅμοια τοῖς καὶ ἀχρήστων om. R) [*](12 C fol. 201r: N 108 marg. add. milium solis N (man. rec) ἀἰγώνυ- χον libri: correxi 13 λεοντικόν A γοργόνιον libri: correxi τανταλίτης HA ΔΙΟϹΗΥΠΟΝ C: om. A: διόπυρον i. e. Iovis triticum Theophr. h. pl. III 13, 3 Pl. l. s. 14 κολουμβάμ libri: correxi γονολῆτα HADi cf. Tomaschek l. s. 29.) [*](15 C fol. 364r: N 163 marg. add. falirion. falaris. panico saluatico N man. rec) φαληρον N: φαλήριον C (in lemmate))

152
στων πολλά, διπάλαιστα, γονατώδη, καλαμοειδῆ, ἐοικότα τοῖς τῆς ζέας, ἰσχνότερα μέντοι καὶ γλυκέα τῇ γεύσει· καὶ τὰ φύλλα δὲ ὅμοια τοῖς τῆς ζέας, σπέρμα δὲ ἔπεστι μέγεθος κέγχρου, λευκόν, ὑπόμηκες.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ πόα κοπτομένη καὶ χυλιζομένη διʼ ὕδατος ἢ οἴνου πρὸς τά τῆς κύστεως ἀλγήματα πινομένη ποιεῖν· καὶ τοῦ σπέρματος δὲ μεθʼ ὕδατος κοχλιαρίου πλῆθος πινόμενον πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

143 ἐρυθρόδανον ἐρευθέδανον, ἔνιοι δὲ τεύθριον καλοῦσι. ῥίζα ἐστὶν ἐρυθρά, βαφική· ἡ μέν τις ἀγρία, ἠ δὲ σπαρτή, ὡς ἐν Ραβέννῃ τῆς Ιταλίας μεταξύ ἐλῶν ὠφελίμως σπείρεται διὰ τὸ γίνεσθαι ἐκ τούτου πλείστην πρόσοδον. εἰσὶ [*](113 RV: ἐρυθρόδανον· οἱ δὲ ἐρευθέδανος ῥίζα, οἱ δὲ τεύθριον, οἱ δὲ δάρκανος, οἱ δὲ κιννάβαρις, Ῥωμαῖοι ῥούβια σατίβα, Θοῦσκοι λάππα μίνορ, Αἰγύπτιοι σωφοβί.) [*](5 SIM.: Pl. l. s D. eup. II 108 (306).) [*](9 SIM.: Theophr.] h. p. IX 13, 6 P1. XIX 47 XXIV 94 (e S. N.).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐρυθρόδανον — ἐρυθρά); Gal. XI 878 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 διπάλαιστα] om. Orib.EDl: μεστά RA2 υονατώδη καλαμοειδῆ om. Di: γονατώδη κανατώδη καλαμ. P (dittogr.) 2 ἰσχνότερα — ζέας om. HADi (marg. add. A2) ἐν τῇ γεύσει Orib.E 8 δὲ (pr) om. Orib.A2 ὅμοια] ἐομεότμ Orib. τοῖς om. A2 ὕπεστι Orib.E 4 λευκοῦ Orib. 5 ἡ πόα post κοπτο- μένη transpos. RHADi μεθ᾿ βδατος E 6 ἢ οἴνου om. R: uino aut aquae mixta Dl ποιεῖν ante πρὸς τὰ transpos. RE: πυιεῖν πινομένη Di 7 δὲ γε FHA μεθʼ ὅδατος ἢ οἴνου E (corr. E2): μεθ᾿ ὅδατος post πλῆθος colloc. Di πινομένου HADi) [*](9 num. cap. υνζ O: υνθ Di: ρμη E tit. περὶ ἐρυθροδδάνου FHADi post ὲρυθρόδανον syn. e R add. Di. ἐρ. ἐξ οὔ τὸ λιθρίδιον (e C), deinde syn. add. A marg. H) ἐρυθέοδανον E: ἐρευθόδανον reliqui: ereuthodanum Pl.: ἐρευθέ- δανον [Theophr.] l. s.: correxi 10 βασιλική R (superscr. A2) 11 καὶ σκαρτή E ὡς om. R ῥαβέννη E: ῥατάννηι R: ΡΒΔΑΝΝΗ (sic) P: ῥαβδάνη V ῥεδάνη FA: ῥεδώνῃ H: θανάτη τῆε Γαλλίας καὶ ῥαβαίνη τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν καρύα Di: in Thebana Galileae et Rauennae in Italia nascitur. in Caria uero inter oleas Orib. (cum interpol. Ras.): sicut rabenna italie fiet, locis cultis semi- natur Dl Ἰταλίας] γαλλίας E ἑλῶν PV: ἐλαιῶν FHA: τῶν ἐλαιῶν EDi: inter oleas Orib. post ἑλῶν add. σπειρόμενον ὥσπερ ἐν ταῖς ἀρούραις DiOrib. σπερόμενον HA ὠφελίμως om. PV: ὠφελῶν R: ὠφελίμως δὲ HADiOrib. 12 σπήρεται καὶ κηπεύεται δὲ E πλείστην om. R: post γίνεσθαι transpos. Di) [*](13 C fol. 111v: N 66 marg. add. rubea tinctorum N (m. rec.) effigiei herb. pict. (foi. 112v) adscripsit C (m. rec.) κοινῶς λυθρίδιον οἱ δὲ ἐρυθρό- δκνος ῥίζα CDiHA: οἱ δὲ έρευθόδανος N: corr. Schulze 14 οἱ δὲ δάρκανος om. N: δράκανος HADi: suspectum πασσίβα R: πασίβα HA: σπασίβα Di: correxi 15 λάμπα μίνωρ HADi σοφοβί H: σοφοβοί A: σωφοβεί N)

153
δὲ αὐτοῦ οἱ καυλοὶ τετράγωνοι, μακροί, τραχεῖς, ὅμοιοι τοῖς τῆς ἀπαρίνης κατά πάντα, μείζονες δὲ καὶ ῥωμαλεώτεροι, ἔχοντες ἐκ διαστημάτων τά φύλλα καθ᾿ ἕκαστον γόνυ ὥσπερ ἀστέρας ἐν κύκλῳ περικείμενα, καρπὸν στρογγύλον, τά πρῶτα χλωρόν,

εἶτα ἐρυθρόν, πεπαινόμενον δὲ μέλανα· ῥίζα λεπτή, μακρά, 2 ἐρυθρά, διουρητική, ὅθεν ἰκτερικοῖς μετὰ μελικράτου πινομένη βοηθεῖ ἰσχιαδικοῖς τε καὶ παραλελυμένοις· ἄγει δὲ καὶ οὖρα πολλὰ καὶ παχέα, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ αῐμα· λούειν μέντοι δεῖ καθʼ ἡμέραν τούς πίνοντας· θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ ὁ καυλὸς μετὰ τῶν φύλλων ποθείς· ὁ δὲ καρπὸς μετʼ ὀξυμέλιτος πινόμενος σπλῆνα τήκει. προστεθεῖσα δὲ ἡ ῥίζα ἄγει ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα, θεραπεύει δὲ καὶ ἀλφούς λευκούς μετʼ ὄξους καταχριομένη.