De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

χρῶνται δέ τινες καὶ συναλείμματι μετʼ ἐλαίου λειοτριβοῦντες 3 αὐτὴν πρὸς ἀνασκευὴν τῶν περιοδικῶν πυρετῶν. ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη, ἕκαστον αὐτῶν κόπτοντας ἰδίᾳ καὶ ἀναλαμβάνοντας εἰς τροχίσκους, τὴν δὲ ῥίζαν ξηραίνοντας· χρείας δὲ ἐπιγενομένης διδόναι ὁτὲ μὲν τοῦ ἄνθους τὸ διπλάσιον, ἓν δὲ τῆς βοτάνης ἢ τῆς ῥίζης, ὁτὲ δὲ τοὐναντίον τοῦ ἄνθους μέρος ἐν, τῆς δὲ βοτάνης δύο ἐναλλὰξ διπλασιάζοντας παῤ ἡμέραν πίνειν δὲ δεῖ ἐν οἰνομέλιτι κεκραμένῳ.

138 παρθένιιον· οἱ δὲ ἀμάρακον, οἱ δὲ λευκάνθεμον καὶ τοῦτο καλοῦσι. φύλλα ἔχει κορίῳ ὅμοια, ἄνθη δὲ κύκλῳ λευκά, τὸ δὲ μέσον μήλινον, ὀσμῇ ὑπόβρωμον, τῇ δὲ γεύσει πικρίζον.

[*](138 RV: ἀμάρακον· οἱ δὲ ἀνθεμίς, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ χαμαίμηλον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίας, οἱ δὲ μαλάβαθρον, οἱ δὲ ἄνθος πεδινόν, Ῥωμαῖοι σῶλις ὄκουλουμ, οἱ δὲ μιλλεφόλιουμ, Θοῦσκοι καυτάμ, Ἀφροι θαμάκθ, Γάλλοι οὐίγνητα, Δάκοι δουώδηλα.)[*](1 SIM.: Pl. XXII 54 D. eup. 54 (117) — Gal XI 562 Nech. Aet. I s. v.) carm. de herb. I — Pl. l. s. 53.)[*](11 SIM.: Pl. XXI 176 (e S. N.).)[*](11 EXC.: Orib. XII s. v. (παρθένιον — πιρίζον); cf. Gal. XI 823 s. v. ἀνερακον (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 καταπλ. καὶ N (δὲ καὶ om.) ἄφθας N: ἄφθαν reliqui ἰῶνται om. N 3 αὐτὼ NDi ἀποτίθενται δὲ τὰ φ. N 5 ἰδίᾳ om. N εἰς addidi δὲ om. N 6 ἐπειγούσης N ὁτὲ μὲν τῆς βοτάνης μέρη δύο, τοῦ δὲ ἄνθους μέρος ἕν· πίνειν κτλ N: ὁτὲ μὲν τῆς β. μέρη δύο, ὁτὲ δὲ τοῦ ἄνθους μέρος ἐν ἢ τῆς ῥίζης· ὁτὲ δὲ τοὐναντίον τοῦ ἄνθους μὲν β΄, τῆς δὲ βοτάνης ἔν Di 7 ἕν] ὁεὲ O correxi 8 ἔν addidi τῆς βοτάνης δὲ HA 9 δεῖ om. O κεκραμένα N)[*](11 num. ap. υνβ O: υνδ Di: ρμγ E tit. περὶ παρθενίου FHADi post παρθένιοι syn. e R add. ADi: marg. H2 οἱ δὲ καὶ τοῦτο λευκάνθεμον orib. 12 κπλοῦσι om. Orib. ὅμοια κορίῳ λεπτὰ RDi: ὅμοια κορίῳ E δὲ om. COrib. λενκά κύκλῳ R0rib. 13 ὀσμῇ R0rib.: EDi: δοπὴν reliqui: odore mali non recte Pl. ὑπόβρομον Orib.P: ἔβρομον R: ὑπόöμος (sic) E δὲ (alt.) om. C πικράζει R)[*](14 C fol. 32r: Ν 7 οἱ δὲ ἀμάρακον — χαμαίμηλον om. A λευκάνθαιμον C 15 οἱ δὲ παρθένιον om. DiH χρυσοκαλός RHADi: correxi coll. D. III 137 post χρυσ. add. οἱ δὲ ἀνθεμίς A οἱ δὲ μαλάβαθρον — μιλλεφόλιουμ om. A 16 παιδινόν C cf. D. III 136 ἐκουλουμ RDiA: correxi 17 μιλλεφόλιαμ CH: μιλλεφόλλιαμ N: μιλλεμφολιάμ Di: μελλεφολιάμ A: correxi καυτάν HADi θεεάκθ] cf. Löw l. s. 406 post θαμ. syn. Dioscuridea add. A Γάλλοι — δουώδηλα om. CHADi 18 ΟΥΙΓΝΗΤΑ N: alii uincentiam Ps. Ap. 88: cor- ruptum daci diodelam dicunt Ps. Ap. cf. Tomaschek l. s. 28.)
148

δύναται δὲ ξηρὰ σύν ὀξυμέλιτι ἢ σύν ἁλσὶ ποθεῖσα ὡς τὸ ἐπίθυμον φλέγμα καὶ χολὴν ἄγειν κάτω καὶ τούς ἀσθματικοὺς ὠφελεῖ καὶ μελαγχολικούς. ἡ δὲ πόα χωρὶς τοῦ ἄνθους ὠφελίμμως ἐπὶ λιθιώντων καὶ ἀσθματικῶν ποτίζεται, τὸ δὲ ἀφέψημα α'υῆς ἐγκάθισμα ὑστέας ἐσκληρυσμένης καὶ φλεγμαινούσης. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ φλεγμονὰς σὺν τοῖς ἄνθεσιν.

139 βούφθαλμον, οἱ δὲ κάχλαν καλοῦσι. καυλὸν ἀναφέρει τρυφερόν, φύλλα δὲ μαράθῳ ὅμοια, ἄνθη μήλινα, μείζονα τῆς ἀνθεμίδος, ὀφθαλμοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται. φύεται περὶ τάς πόλεις.

ταύτης τὰ ἄνθη λεῖα σύν κηρωτῇ οἰδήματα καὶ σκληρίας διαχεῖ φασὶ δὲ ὅτι ἐν βαλανείῳ μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τῆς μάκτρας πινόμενον εὔχροιαν περιποιεῖ πρὸς χρόνον τινὰ τοῖς ἰκτεριῶσιν.

[*](139 RV: βούφθαλμον· οἱ δὲ βαλσαμίνη, προφῆται αἴλουρον, οἱ δὲ γόνος Ερμοῦ, οἱ δὲ γόνος ἄφθιτος, οἱ δὲ Μνησίθεος, Ῥωμαῖοι λάππα κορωνόρια, Ἀφροι ναρότ.)[*](1 SIM.: Pl. l. s. Ruf. Orib. II 160. 118) — Pl. l. s. D. eup. II 111 (310) — Pl. l. s. eup. III 70 (284) — Pl. l. s. eup. II 169 (181) — eup. I 147 (167).)[*](8 SIM.: Diocles (F. M. Gr. I frg. 154) Pl. XXV 82 (e S. N.) — D. eup. II 56 (267).)[*](8 EXC.: Orib. XI s. v. βούχθιλκον — πόλεις); Gal. XI 852 (unde Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 30 (e D. lat. ex quo Isid. XVII 9 93). Hes. s. v. βούφθαλμον. cf. carm. de herb. 10.)[*](1 δύναμιν δὲ ἔχει E μέλιτι R: ὀξυμέλιτι καὶ οἴνῳ ἢ ἁλσὶν E 2 κάτω om. R 3 ὠφελεῖν Di τοὺς μελαγχ. E ἡ πόα δὲ ADi ὠφέλιμος R 4 ποτίζεται δὲ τὸ ἀφέψημα C 5 ἐγκάθισμά ἐστι post φλεγμαινούσης transpos. R ἐσκληρυμένης PR: ἐσκληρισμένης E: ἐσκληριγμένης A φλεγ- μαινούσης ἐστι Di 7 ἄνθεσι E)[*](8 num. cap. υνγ 0: υνε Di: ρμδ E tit, περὶ βουφθάλμου FHADi post βούφθ. syn. e R add. Di: post καλοῦσι A: marg. H2 οἱ — καλοῦσι om. Orib. κάχλαν OEDi: χάλκας R: calcan Pa. D. de h. f.: chalcan Pl. cf. D, IV 58 καυλία ἀνίησιν τρυφερά, ὑπόλεπτα (om. N) RUi: marg. add. A2: καυλὸν δὲ (eras. E2) ἀνίησιν ὡς τρυφερόν E 9 μαραθοειδῆ HDi ἄνθη δὲ E 10 φύε- ται δὲ EDi 11 ἐν πεδίοις καὶ περὶ RDi (καὶ ἐν πεδίοις marg add. A2): circa oppida nascens Pl. cf. Dl. Ps. D. de d. f. 12 ἄνθη] folia Ps. D, de h. f. τῇ κηρωτῇ FHA 13 ὅτι καὶ RE ἐν τῷ FHADi priusquam ex balneo calidissimo exeant Ps. D. de h. f. τῆε μάκτρας om. HADi: μάκρας RPF: μμ- κρᾶες V:) θέρμης (in ras.) E 14 ἐχροίας R ποιετ N cf. D, eup. l. s. ἰκτερι- κοῖς FHADi)[*](15 C 75r: N 27 βαλσαμένη vel θαλσκμένην ibri: correxi αἴλουρον om, Di 16 οἱ δὲ γόνος ἄχθιτος om, Di 17 καππμκοραvνια R: καππακο- ρανία HADi: correxi ναρότʼ R. ναράτ HADi cf. Löw l. s. 408)
149

140 γλυκυσίδη· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ δαίους δακτύλους, τὴν δὲ ῥίζαν παιωνίαν καλοῦσιν, ἄλλοι δὲ ἀγλαοφώτιδα. καυλὸς φύεται δισπίθαμος, παραφυάδας ἔχων πολλάς· φύλλα δὲ ἔχει ἡ μὲν ἄρρην βασιλικῇ καρύᾳ ὅμοια, ἡ δὲ θήλεια ἐπέσχισται τὰ φύλλα ὥσπερ σμύρνιον· λοβούς δέ τινας ἀνίησιν ἐπʼ ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους, ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί, μικροί, ἐμφερεῖς τοῖς τῆς ῥοᾶς, ἐν μέσῳ δὲ μέλανες, ἐμπόρφυροι, πέντε ἢ ἕξ.

ῥίζα δὲ 2 [*](140 RV: παιωνία ἄρρην ἤ γλυκυσίδη· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ ὁροβάδιον, οἱ δὲ ὀροβάξ, οἱ δὲ αἱμαγωγόν, οἱ δὲ πασιθέη, οἱ δὲ μηνογένειον, οἱ δὲ μήνιον, οἱ δὲ παιώνιον, οἱ δὲ Πανὸς κέρατα, οἱ δὲ Ἰδαίους δακτύλους, οἱ δὲ ἀγλαοφώτιδα, οἱ δὲ θεοδώρητον, οἱ δὲ σελήνιον, προφῆται σεληνόγονον, οἱ δὲ φθίσις, Ῥωμαῖοι κάστα.) [*](παιωνία θήλεια· καὶ ταύτην ἀγλαοφώτιδα καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX s, 6 (cf. schol. Nic. Th. 938) Pl. XXVII 84 (e S. N.) XXV 29 (unde?) cf. Ael. n. a. XIV 27.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (γλυκνοδη — ἀσφόδελος); cf. Gal. XI 858 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 34 (unde Orib. I 52 ~ A. Mai VII 456; cf. carm. de herb. 11, 189sq.); Isid. XVII 9, 48, Hes. s. v. ἀγλαοφῶτις et πεντόροβον.) [*](1 num. cap. υνδ O: υνς Di: ρμε E tit. περὶ γλνκυσίδης FHA: περί γλυκνσίδης ἢ παιωνίας Di παινωία ἄρρην ἢ γλυκυσίδη Di initio syn. e R add. DiA: marg. H2 οἱ δὲ — ἀγλαοφώτιδα om. Οrib. πεντόβαρον HADi: πεντόροβον· οἱ δὲ πεντόβορον E: pentorobon a numero granorum Isid. l. 5. 2 δίαν δὲ HA ἄλλοι δὲ ἀγλ. om. E ἀγλαοφωντίδα 0 3 χέεται δὲ καυλὸς ὡς δισπιδπυιαῖος] E: καυλὸε ὡε δισπιθαμιαίος φύεται] Di ὅσον Διοπίθμ- μος ROrib. πολλὰς om. R 4 δὲ (pr.) om. R ἔχει addidi ἀπέσχισται HDi 5 ζμυρνίου NE (corr. E2) δὲ om. A 6 ἀμυγδάλῳ E ὧν] ὡς C: οἰτνεε N ἀνυχθέντων CP: ἀνυχθέντες N: ἀνασχισθέντων E: ἀνεφχθέντων reliqui 7 πολλοὶ om. R 8 ῥόας PE: ῥοιᾶς reliqui ῥίζαι 0R: ῥίζα EOrib. Dl cf. Pl. XXVII 85 mas plures non habet, quoniam una radice nixus est) [*](9 C fol. 265v: N 100 παιονία R ἢ γλυκυσίδη om. C: γλυκυσίδην N 10 ἀροβάλιον ADi πασιθέη] ΠΛΙΕΙϹΑΙΔΗ C: πλισαιδη N: πεοέδη HA: παισαίδην Di: correxi (πασιθίη scriptum fuit) cf. carm. de herb. 143 11 μονογένιον R: μονογένειον A: μηνογένειον HDi (i e. herba lunaris): mono- qeinon Ps. Ap.: corr. Sarac. πεόνιον R: om. HA ΑΝ⊙ΕΚΕΠΑΤ ROi: πανθεκέρατον HA: panthiceras Ps. Ap.: correxi 12 οἱ δὲ Ιδαίους — ἐγiαοφὸτιδα om. AH γλαοφωτιδαν C: Siculi uocant eam aglaofitis Ps. Ap. (L) cf. carm. de herb. 154 Ael n. a. XIV 27 ⊙ΕΟΔΩΝΙΟΝ R: θεοδόνιον ρελι- qui: theodonion Ps. Ap.: correxi coll. carm. de herb. 143 13 γεληνόγονον C 14 post κάστα inser. οἱ δὲ ἰδαίους δακτύλους A 15 παιωνία θήλεια — καλοῦσιν N: om. reliqui)

150
τῆς μὲν ἄρρενος περὶ δακτύλου πάχος, μῆκος δὲ σπιθαμῆς, γευομένῳ στύφουσα, λευκή· ἐπὶ δὲ τῆς θηλείας παραφυάδας ὥσπερ βαλάνους ἔχουσιναἱ ρίζαι ἑπτὰ ἢ ὀκτώ ὥσπερ ἀσφόδελος. δίδοται δὲ ἡ ῥίζα γυναιξὶν ἐκ τοκετοῦ μὴ καθαιρομέναις καὶ καταμήνια ἄγει μέγεθος ἀμυγδάλου πινομένη, καὶ ταῖς κατὰ γαστέρα ὀδύναις βοηθεῖ ποθεῖσα ἐν οἴνῳ καὶ ἰκτερικοῖς καὶ νεφριτικοῖς καὶ κύστιν ἀλγοῦσι· καθεψηθεῖσα δὲ ἐν οἴνῳ καὶ πινομένη κοιλίαν ἵστησι.