De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

81 οὖρον ἀνθρώπου τὸ ἴδιον ποθὲν πρὸς ὑπὸ ἐχίδνης δήγματα ἁρμόζει καὶ πρὸς θανάσιμα καὶ ἀρχομένους ὕδρωπας, καὶ πρὸς νύξιν τῶν θαλασσίων ἐχίνων καὶ σκορπίου θαλασσίου καὶ δράκοντος ἐπαντλούμενον. τὸ δὲ κοινὸν ἐπάντλημα κυνοδήκτοις, καὶ πρὸς λέπρας καὶ κνησμούς σμῆγμα σὺν νίτρῳ. τὸ δὲ παλαιὸν σμηκτικώτερον ἀχώρων, πιτύρων, ψωρῶν, ἐκζεσμάτων, νομάς τε ἐπέχει καὶ μάλιστα τὰς ἐν αἰδοίοις ἐγκλυζόμενον, καὶ ὦτα πυορροοῦντα στεγνοῖ· ἐκβάλλει δὲ καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς σκώληκας ἑψόμενον ἐν σιδίῳ ῥόας.

τὸ δὲ τοῦ ἀφθόρου παιδὸς καταρροφούμενον ἀρθοπνοίαις ἁρμόζει, ἑψηθὲν δὲ ἐν χαλκῷ σὺν μέλιτι οὐλὰς καὶ ἄργεμα καὶ ἀχλῦς ἀποσμήχει. κατασκευάζεται δὲ διʼ αὐτοῦ καὶ τοῦ κυπρίου χαλκοῦ ἁρμόζουσα ἐπὶ τοῦ χρυσίου κόλλα. ἡ δὲ ὑποστάθμη τοῦ οὔρου καταχρισθεῖσα [*](6 SIM. Pl. XXVIII 65sq. — D. eup. II 115 (307) — eup. II 135 326) — Pl. XXVIII 67 eup. II 125 (322) — Pl. . s. 67 eup. II 113 (314) — Pl l. s. 67 — Pl. 1. s. 67 eup. I 105 (146) — Pl. l. s. 66 67 — eup. I 60 (123) 61 (124) — eup. II 39 (251) cf. Pl. XXVIII 75.) [*](6 EXC. Gal. XIl 234.) [*](16 SIM. Pl. XXVIII 65 eup. I II (112) — Pl. XXXIII 93 — eup. II 71 (285) — eup. I 41 (112) — eup. I 57 (121) — eup. II 63 (277) — Pl. XXVIII 174. 176 eup. I 57 (121).) [*](1 ταύτην E ψᾶρας] ψαρᾶ F : ψαφαρᾶς H: τῆ χαρία E (corr. E2) 3 ἄμυλον ἢ κιμολίαν HDi: ἄμυλον κημωλίαν (ν del]. E2) E 4 post κοσκίνου del. λεπτοῦ E2, σανίδα E 5 τὰ σκωλίκια E (τὰ σ del. Ε2): ὡς σκωλήκια Di αὐτῆς E in fine add. ανθρώπων δὲ ξηρὰν (ξηρὰ Di) σὺν μέλιτι φυρα- θεῖσαν (— σα Di) καὶ ἐπιεθεῖσαν τῷ λάρυγγι, ὡς καὶ ἡ τοῦ κυνός, συναγχικοῖς βοηθεῖν ἀναντιρρήτως εὔρομεν Di) [*](6 num. cap. σι QDi: 𝒢 α E τὸ om. E ἰδίως Q: οὖρον τὸ ἴδιον ποθὲν D. eup. II 115 (307) τὰ ὑπὸ ἐχ. δηχθέντα E: ὑπὸ om. HDi: delevi 7 τὰ θανάσιμα Ε πρὸς ἀρχομένους E 8 καὶ (pr.) om. E πρὸς τὰς νύξεις E (δήξεις corr. E2): πρὸς δῆξιν reliqui: correxi coll. Dl punctionibus aecini ἐχιδνῶν libri: ἐχίνων Dl: corr. Marc. coll. Pl. XXVIII 67 9 καίνὸν H: κοινὸν FΕ: κυνῶν DiDl, cf. D. eup. II 113 (314) ἐξάντλημα E (corr. E2) κυνοδήκ- των E 10 λέπραν ἢ κνησμοὺς E δὲ om. HDi 12 καὶ del. E2 μάλιστα addidi coll. Pl. l. s. nomas praecipue qenitalium comma post αἰδοίοις sustuli coll. D. eup. I 196 (195) 13 ἐμβάλλει HDi 14 σιδίοις EDi: σιδήροις pro σιδίῳ ῥόας) H τοῦ δὲ (om. τὸ) E 15 ὁρθοπνοίαν κουφίζει E 16 ἄργεμα] τραύματα E 17 τοῦ om, E 18 τῷ χρυσοκολλᾶν H)

165
ἐρυσιπέλατα παύει. ἀναζεσθεῖσα δὲ σὺν κυπρίνῳ καὶ προστεθεῖσα ὀδύνην ὑστέρας παρηγορεῖ καὶ ὑστερικῶς πνιγομένας κουφίζει, βλέφαρά τε ἀποσμήχει καὶ οὐλὰς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς ἀποκαθαίρει. τὸ δὲ ταύρειον σύν σμύρνῃ λεανθὲν καὶ ἐνσταγὲν ὠταλγίας παρηγορεῖ, καὶ τὸ συάγρειον δὲ τῆς αὐτῆς ἔχεται δυνάμεως, ἰδιαίτερον δὲ τούς ἐν κύστει λίθους θρύπτει καὶ ἐκκρίνει πινόμενον.

αἰγὸς δὲ ὕδρωπα τὸν ὑπὸ σάρκα 3 πινόμενον μετά νάρδου στάχυος καθʼ ἑκάστην ἡμέραν σὺν ὕδατι κυάθων πλῆθος δύο ταπεινοῖ, ἄγον οὖρον καὶ τὰ κατὰ τὴν κοιλίαν· ἰᾶται δὲ καὶ ὠταλγίας ἐνσταζόμενον. τὸ δὲ τῆς λυγγός, ὅ δὴ λυγγούριον καλεῖται, ἅμα τῷ ἐξουρηθῆναι λιθοῦσθαι πεπίστευται· διὸ καὶ ματαίαν ἔχει τὴν ἱστορίαν. ἐστι γὰρ τὸ καλούμενον ὑπʼ ἐνίων ἤλεκτρον πτερυγοφόρον, ὅπερ ποθὲν σὺν ὕδατι στομάχῳ καὶ ῥευματιζομένῃ κοιλίᾳ ἁρμόζει. ὄνου δὲ οὖρον παραδέδοται πινόμενον νεφριτικούς ὑγιάζειν.

82 μέλι πρωτεύει τὸ Ἀττικὸν καὶ τούτου τὸ Ὑμήττιον καλούμενον, εἶτα τὸ ἀπὸ τῶν Κυκλάδων νήσων καὶ τὸ ἀπὸ τῆς Σικελίας, Ὑβλαῖον καλούμενον. ἔστι δὲ δοκιμώτατον τὸ γλυκύτατον καὶ δριμύ, εὐωδέστερον, ὑπόξανθον, οὐχ ὑγρόν, ὅλκιμον δὲ καὶ εὔτονον, καὶ ἐν τῷ ἑλκυσθῆναι ἀνατρέχον ὡς ἐπὶ τὸν δάκτυλον.

δύναμιν δὲ ἔχει σμηκτικήν, ἀναστομωτικήν, ὑγρῶν προκλητικήν, [*](10 SIM. Theophr. περὶ λίθων c. 5, cf. Frg.M.Gr. I 195 (frg.166 ), Pl. XXXVII 34. 52 — D. eup. II 102 (304).) [*](15 SIM. Theophr frg 190; Pl. XI 32. XXII 108sq. Ie S. N.);  Ruf. (Orib.. I 172);  Geop. XV 7.) [*](16 EXC. Gal. XII 70sq. XIV 11. 20 sq. 77. VI 739. Sim. Seth. s. v. 69 (ex Aetio I s. v. aliis aliunde additis).) [*](1 σὺν — προστεθεῖσα om. E 2 ὀδύνας τε E καὶ addidi ex E ὑστερικὰς πνίγας E 4 ἀποκαθαίρει om. E λειωθὲν E 5 σταχθὲν E πραύνει E συάγρων ibri: correxi 8 ναρδοστάχυος E σὺν ὕδατι om. E 9 πλῆθος κυάθων β H: κυάθων β πλῆθος E δύο F β reliqui ταπεινοἴ om. Di οὖρα EDi καὶ τὰ om. Di: τὰ om. F τὴν om. EDi 10 ὠταλγίαν E ἐπισταζόμενον E 11 καλοῦσιν E ἐξουρεῖσθαι E 12 μάτην πεπίστευται coni. Sar. καὶ om. E ἔσχηκεν E 13 ἢ πτερυγόφορον Ε (γ e τ corr. E2) ὅπερ] ὁ E 14 κοιλίαν (ν del. E2) ὁευματιζομένοις E verba ὄνου — ὑγιάζειν post ἐνσταζόμενον (v. 10) colloc. H 15 οὖρον om. H πινόμενον om. H) [*](16 num. cap. σια QDi: 𝒢β E τούτου om. E ὑμίτιον F: ὑμμήτιον Di: ὑμήτιον E 17 τῆς om. E 18 σίμβλιον Di: σιμβλεῖον H: σύμβλιὸν F: σκυβά- λειον ἢ ὕβλεον E, cf. Ruf, l. s. καλούμενον] λεγόμενον E τὸ ἐριμύτατον καὶ γλυκὺ Ε 19 εὐῶδες E εὔτονον δὲ καὶ δλκιμον E 20 πρὸς ἀνατρέχων E 22 post σμηκτικήν add. στυπτίκήν E: virtus est ei εstiptica et anastomatica D1)

166
ὅθεν ἁρμόζει ἓλκεσι ῥυπαροῖς καὶ κόλποις ἐγκλυζόμενον.

2 ἑψηθὲν δὲ καὶ ἐπιτεθὲν παρακολλᾷ τὰ ἀφεστῶτα σώματα, λειχῆνάς τε θεραπεύει ἑψόμενον μετὰ στυπτηρίας ὑγρᾶς καὶ καταχριόμενον, ἤχους τε τοὺς ἐν ὠσὶ καὶ ἀλγήματα σύν ἁλσὶ φρυκτοῖς λείοις ἐνσταζόμενον χλιαρόν, καὶ φθεῖρας καὶ κονίδας φθείρει καταχριόμενον, λιποδέρμους τε τοὺς μὴ ἐκ περιτομῆς ἀποκαθίστησι, μαλασσομένης τῆς πόσθης τῷ μέλιτι, μάλιστα ἀπὸ βαλανείου, ἐφ᾿  ἡμέρας τριάκοντα. ἀποκαθαίρει δὲ καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις, καὶ τὰ περὶ βρόγχον καὶ παρίσθμια καὶ συνάγχας διαχριόμενον καὶ ἀναγαργαριζόμενον θεραπεύει.

3 κινεῖ δὲ καὶ οὖρα, καὶ βηξὶν ἁρμόζει καὶ τοῖς ὑπὸ ἑρπετῶν δηχθεῖσι, καὶ πρὸς μηκωνίου πόσιν μετὰ ῥοδίνου θερμὸν λαμβανόμενον, καὶ πρὸς μύκητας καὶ λυσσοδήκτους ἐκλειχόμενον ἢ πινόμενον. ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν φυσῶδες κοιλίας καὶ βηχὸς ἐρεθιστικόν, ὅθεν ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι. πρωτεύει δὲ τὸ ἐαρινόν, εἶτα τὸ θερινόν· τὸ δὲ χειμερινὸν παχύτερον ἂν χεῖρον καὶ κηρανθέμους ποιοῦν.