De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

70 γάλα κοινῶς μὲν πᾶν εὔχυμον, τρόφιμον, μαλακτικὸν κοιλίας, φυσητικὸν στομάχου καὶ ἐντέρων· ὑδαρέστερον μέντοι τὸ ἐαρινὸν τοῦ θερινοῦ, καὶ τὸ ἀπὸ χλωρᾶς νομῆς μᾶλλον μαλακτικὸν τῆς κοιλίας. ἐστι δὲ καλὸν γάλα τὸ λευκὸν καὶ ὁμαλὸν τῇ παχύτητι καὶ συστρεφόμενον, ἐπειδὰν ἐπισταγῇ ὄνυχι. τὸ δὲ αἴγειον ἧττον κοιλίας ἅπτεται διὰ τὸ τὰς αἶγας στυφούσῃ νομῇ τὸ πλεῖστον χρῆσθαι, σχίνῳ καὶ δρυὶ καὶ θαλλῷ καὶ τερεβινθίνη, ὅθεν καὶ εὐστόμαχον τυγχάνει. τὸ δὲ προβάτειόν ἐστι παχύ τε καὶ γλυκὺ καὶ λιπαρόν, οὐχ οὕτως δὲ εὐστόμαχον. τὸ μέντοι ὄνειον καὶ βόειον καὶ ἵππειον εὐκοιλιώτερα καὶ ταρακτικὰ γίνεται.

πᾶν δὲ γάλα κοιλίας καὶ στομάχου ἀνατρεπτικόν,2 ὅπου ἐστὶ νομὴ σκαμμωνία ἢ ἐλλέβορος ἢ λινόζωστις ἢ κληματίς, ὡς καὶ ἐν τοῖς Οὐεστίνοις ὄρεσιν ὑφ᾿ ἡμῶν ἱστόρηται· αἱ γὰρ αἶγες νεμόμεναι τοῦ λευκοῦ ἐλλεβόρου τὰ φύλλα αὐταί τε ἐμοῦσι κατὰ τὴν πρώτην ἀπόλαυσιν τῆς πόας καὶ τὸ γάλα ἀναλυτικὸν στομάχου καὶ ναυτίας ποιητικὸν κατασκευάζουσιν. [*](1 SIM. Pl. XXIX 91; D. eup. II 122 (321) — eup. I 74 (131).) [*](1 EXC. Gal. XII 365.) [*](5 SIM. Pl. XXVIII 123 sq. (e S. N.) cf. XI 236 sq.; Ruf. (ed. R. 314. 486. 491. 543).) [*](5 EXC. Gal. XII 263 sq. cf. VI 681; Aet. II 86 sq. Sim. S. s. v. (31 L.?.) [*](1 num. cap. ρ𝔮η QDi: ξη E 8 ὑπὸ] ἐπὶ E παιδίων E et D. eup. l s.: παίδων reliqui αὐτῶν post σίελον colloc. E: om. H) [*](5 num. cap. ρ𝔮θ QDi: ξθ E εὔχυλον E (εὔχυμον mg. add. E2) 6 φυσ- σικὸν H: φυσικὸν F 7 μᾶλλόν ἐστι Di ὑπακτικὸν E 8 τῆς om. Di 9 ὄνυχος H: ὄνυ(χ superscr.) F 11 νομῇ] πόᾳ E ἐπὶ τὸ πλεῖστον E: τὸ πλέον (post αἶγας colloc.) Di δρυὶ καὶ σχίνῳ EDi σχοίνῳ Q καὶ (alt.) om. E θαλλῷ F: θαλαττίω E (del. E2): θαλλίᾳ H: θαλίᾳ Di τερ- μίνθῳ Di: τερμινθίνη (η in ras.) E 13 τραχύ E (corr. E2) τε om. Q πάνυ λιπαρὸν EDi: πάνυ del. E2 οὕτω HDi 14 βόειον καὶ ὄνειον Di ἵππειον καὶ βόειον E εὐκοιλιότερον E καὶ ταρακτικὰ om. Q: ταρακτικό- τερον δὲ E, cf. Dl ventrem mollit, hominem turbat 15 γίνεται om. Di post γίνεται add. δὲ E2 (om. δὲ post πᾶν pos.) 16 σκαμμωνίας ἢ ἐλλεβόρου ἢ λινοζόστης ἢ κληματίτης E ἢ (pr.) om. F 17 ὥσπερ vulgo ἰουστίνοις libri: corr. nescio quis ἱστορεῖται Q 18 post αἶγες add. ἱστόρηνται E 19 αὐταί E2: αὗταί reliqui ἐκβλάστησιν αὐτῶν Di 20 ἀνατρεπτυτὸν Di κατασκευάζουσιν] γύνεται Di)

144
ἑψηθὲν δὲ πᾶν γάλα στεγνωτικὸν γίνεται κοιλίας, καὶ μάλιστα τὸ διαπύροις κόχλαξιν ἐξικμασθέν. κοινῶς δὲ δοκεῖ βοηθεῖν ταῖς ἐντὸς ἑλκώσεσι, μάλιστα δὲ βρόγχον, πνεύμονος, ἐντέρων, νεφρῶν, κύστεως, καὶ πρὸς τοὺς τῆς ἐπιφανείας κνησμούς, ἐξανθήματα, κακοχυμίας.