De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

123 ἀμυγδάλης πικρᾶς ἡ ῥίζα λεία ἑψηθεῖσα ἐφήλεις τάς ἐν προσώποις ἀποκαθαίρει· καὶ αὐτὰ δὲ τὰ ἀμύγδαλα καταπλασθέντα τὰ αὐτὰ ποιεῖ, προστιθέμενα δὲ ἄγει καταμήνια, καὶ κεφαλαλγίαις ἀρήγει τοῦ μετώπου καταπλασσομένου μετʼ ὄξους καὶ ῥοδίνου, καὶ πρὸς ἐπινυκτίδας σὺν οἴνῳ, πρὸς [*](2 TEST. Garg. M. 46 (191, 9 R.): Dioscorides sicca cocta alvum restringere existimat.) [*](7 SIM. Theophr h. pl. III 16, 4; Pl. XV 99 XXIII 151; Ath. Π 50 d: D. eup. I 25 (106).) [*](7 EXC. Orib. lat. XI s. v. (κόυαρος — κεφαλαλγῆ); Gal. XII 34 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM. (Hipp ) π. δ. ΙΙ 55 Vl 564); Diocles frg. 126 W.); Phγlot, Mnesith., Diphil. (Ath. II 53 f.); Plut. quaest. conv. I 6, 624; Rufus 534 (R.); Pl. XXIII 14> (S. N.); D. eup. I 111 (149) II 78 (290) I 2 (94) I 10 (98) I 171 (183) I 128 (157) II 113 (314) II 109 (306) lI 80 (239).) [*](11 EXC. Orib. XI s. v. (ἀμυγδάλης — σὺν ὕδατι πνόμενα); Gal. XI 827 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Garg. M. 53 (cf. A. Mai Ι 404); Gal. VI 611. Sim. S. s. v.) [*](1 τὰ αὐτὰ δὲ Di 2 κοκκυμήλων HDi 3 εὐστομώτατος F, : εὐστομαχώτατος Di 6 τὰς QDi) [*](7 num. cap. ρκβ Di: cap. om. F, at index habet κδμαρος ρκβ΄: post c. 123 coll. H κυδωνέᾳ H λεπτόχυλλον Οrib.HDi: corr. Sarac. (Matthiolo duce) coll. Theophr. l. s. 8 κοκκυμη(λ superscr.) H (incertum κυκκινήλου an κοκκυμήλων) μεμαίκυλον Theophr. l. s. Pl. XV 99: μεμαίκυλα D. eup. I 25 (106): mae- meoylon 0rib.: μεμάκυλα H: ἀπομάκυλα Di: μημέκυλον Gal.: μμαίκυλον Ath. 1. s. 9 δὲ om. H ὐπόκρρον ἢ ἐρυθρόν Οrib. Di ἀχυρώδη om. H (spatio relicto): ἀχυρῶδες Di: corr. Sarac. 10 κακοστόμαχον δὲ Di κεφαλαλγές Di: corr. Sarac.) [*](11 num. cap. ρκγ Di: (ρκγ F in ind.): ρλδ΄ DI tit. περὶ ἀμνγδάλων F : περὶ ἀμυγδαλῆς HDi ἀμυγδα(λ superscr.) F (κόμη ἀμυγδάλης ind.): ἀμυγδαλῆς Orib. (εας superscr. 02): ἀμυγδαλέας reliqui ἀχεφηθετσα λεία Οrib.Di 12 προσαώπʼ (═ προσμώποις) F: προσώπῳ reliqui, cf, Plut. l. s. 13 τὸ αὐτὸ Οrib. 14 βοηθεῖ καταπλασθέντα μετώπ ἢ κροτάχοις Di)

113
δὲ σηπεδόνας καὶ ἕρπητας καὶ κυνόδηκτα σὺν μέλιτι ἁρμόζει ἐσθιόμενα δέ ἐστιν ἀνώδυνα, μαλακτικὰ κοιλίας, ὑπνωτικά, οὐρητικὰ καὶ πρὸς αἵματος ἀναγωγὴν μετὰ ἀμύλου καὶ ἡδυόσμου λαμβανόμενα, πρὸς δὲ νεφριτικοὺς καὶ περιπνευμονικοὺς σὺν ὕδατι πινόμενα ἤ ἐκλειχόμενα σὺν ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ δυσουροῦσι δὲ καὶ λιθιῶσι σὺν γλυκεῖ βοηθεῖ, καὶ ἡπατικοῖς καὶ βηξὶ καὶ κόλου ἐμπνευματώσεσι σὺν μέλιτι καὶ γάλακτι ἐκλειχόμενα καρύου Ποντικοῦ μέγεθος.

ἔστι δὲ καὶ ἀμέθυστα προλαμβανόμενα 2 ὅσον πέντε κτείνει δὲ καὶ ἀλώπεκας βρωθέντα σύν τινι. τὸ δὲ κόμμι αὐτῆς στύφει καὶ θερμαίνει καὶ βοηθεῖ πρὸς αἵματος ἀναγωγὴν πινόμενον καὶ ἐπιχριόμενον δὲ σὺν ὄξει λειχῆνας ἐπιπολαίους αἴρει· ἰᾶται καὶ βῆχα χρονίαν μετὰ κράματος ποθέν, λιθιῶντας δὲ ὠφελεῖ σὺν γλυκεῖ πινόμενον. ἡ δὲ γλυκεῖα καὶ ἐδώδιμος ἀμυγδάλη κατὰ πολὺ ἥσσων ἐστὶν ὡς πρὸς ἐνέργειαν τῆς πικρᾶς. καὶ αὐτὴ δὲ λεπτυντική, οὐρητική. βρωθέντα δὲ σὺν τῷ λέπει τὰ ἀμύγδαλα χλωρὰ στομάχου πλάδον ἀποκαθίστησιν.

124 πιστάκια τὰ γεννώμενα ἐν Συρίᾳ ὅμοια στροβίλοις, εὐστόμαχα. ἐσθιόμενα δὲ καὶ πινόμενα ἐν οἴνῳ λεῖα ἑρπετοδήκτοις βοηθεῖ.

[*](4 SIM. D. eup. II 102 (303) II 36 (249) II 111 (309) II 58 (270) I 23 (105) II 30 (239) II 31 (242) II 111 (309) II 9 (229).)[*](16 TEST. Garg. M. 53 (199, V R ): Dioscorides etiam prodesse stomacho arbitratur, si cum folliculo suo nucleus devoretur.)[*](18 SIM. Pl. XIII 51. XXIII 150 (e S. N.); Ath. XIV 649d; cf. Theophr h. pl. V 4, 7.)[*](18 EXC. Gal. XII 120; Paul. Aeg. VII 3 s. v., Garg. M. 55 (e Gal. et Diosc.); cf. Gal. VI 616.)[*](1 ἁρμόζει addidi ex Drib. 2 δὲ] τε Orib. κοιλίας μαλακτμκά ΗDi 3 ἀναγουγὰς Οrib. καὶ ἡδυόομου addidi ex Οrib. Dl cf. D. eup. 30 (239) μετʼ ἀμύλου καὶ ἡδυδσμου πινόμενα μεθʼ ὅδατος 4 νεφριτικὰ H, compend. scr. F περιπνευμονικὰ H, compend. scr. F 5 ὅδκει] οἴνῳ Q, at cf. D. eup. II 102 (303) ἄμύγδαλα πικρὰ σὺν ὅδαι, Pl. XXIII 144 ek aqua rotae δυσουριῶσι Di 8 ποντκοῦ om. Q: in melle sumitur nucis abellanae magnitudo Pl. τὸ μέγεθος Di καὶ om. vulgo ἀμέθνσα ibri: correxi cf. D, eup. I 23 (105) πρωτ λαμβανόμενα H 9 ζ΄ ἢ έ H: ἢ ζ΄ Di: quinis fere praesumptis Pl. cf. Plut. l. s. 10 αὐτῶν Q καὶ (alt.) om. Q 11 σὺν ὄξει δὲ ἑπιχρ. (om. κπὶ) Di 13 ποθὲν ἀκράτου Q varia lectio), ad rem cf. D. eup. II 31 (242) κόμμι ἀμυγδαλῆς πικρᾶς . . . μετὰ κράματος (sc. βῆχας θεραπεύει) 17 ἀποκαθιστῶσιν H)[*](18 num. cap. ρκδ QDi: ρλq΄ Dl)
114

125 κάρυα βασιλικά, ἃ ἔνιοι Περσικὰ καλοῦσιν, ἐσθιόμενα δύσπεπτα, κακοστόμαχα, χολοποιά, κεφαλαλγῆ, βήσσουσιν ἐναντία. χρήθιμα δὲ βιβρωσκόμενα πρὸς ἐμέτους νήστει, καὶ θανασίμων φαρμάκων ἀντιφ άρμακον προδρωθέντα σὺν ἰσχάσι καὶ πηγάνῳ, πλείονα δὲ βρωθέντα πλατεῖαν ἕλμινθα ἐκτινάσσει· ἐπιπλάττεται δὲ καὶ μαστοῖς φλεγμαίνουσι καὶ στρέμμασι σὺν ὀλίγῳ μέλιτι καὶ πηγάνῳ. μετὰ δὲ κρομύου καὶ ἁλὸς καὶ μέλιτος πρὸς κυνόδηκτα καὶ ἀνθρωπόδηκτα ποιεῖ, πυρωθέντα δὲ σὺν τῷ κελύσει καὶ ἐπιτεθέντα τῷ ὀμφ αλῷους στρόφ ους παύει.

2 τὸ δὲ λέπυρον καὲν καὶ τριφ θὲν ἐν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ καὶ παιδίοις ἐπιχρισθέν, καλλίτριχόν ἐστι καὶ ἀλωπεκίας δασύνει, καὶ ἔμμηνα ἐφ ίστησι τὸ ἐντὸς αὐτοῦ λεῖον καὲν καὶ σὺν οἴνῳ προστιθέμενον, . τῶν δὲ παλαιῶν καρύων τὰ ἐντὸς καταπλασθέντα γαγγραίνας καὶ ἄνθρακας περιχαράσσει, καὶ αίγιλώπια καὶ ἀλωπεκίας μασηθέντα καὶ ἐπιτεθέντα ἰᾶται. γίνεται δὲ καὶ ἔλαιον ἐξ αὐτῶν κοπτομένων καὶ ἐκθλιβομένων, τὰ δὲ χλωρὰ ἦττον κακοστόμαχα, γλυκύτερα ὄντα, διὸ καὶ τοῖς σκόρδοις μείγνυται πρὸς τὸ τὴν δριμύτητα περιαιρεῖν αἴρει δὲ καὶ πελιώματα καταπλασθέντα.

3 τὰ δὲ Πον τικά, ἃ ἔνιοι λεπτοκάρυα καλοῦσι, κεφαλῆς [*](1 SIM. [Hipp.] π. δ. ΙΙ 55 (VI 564); Diocles frg. 26 W.); Phylot, Mnesith., Diphil. (Ath. II 53 f sq.); Pl. XXIII 147 sq. (e S. N.), unde Garg. M. 57 aliis e Gal. additis).) [*](1 EXC. Gal. XII 13 sq. (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Gal. Vl 609.) [*](6 SIM. Pl. XXIII 147 — Pl. 149 (ἀντίδοτον Μithridatis cf. Gal. VI 610) 147. D. eup. II 136 (327) — Pl. 148 eup. II 66 (281) — Pl. l48 eup. I 136 (162) 226 (210) — Pl. 148 eup. II 113 (314) — eup. II 43 (256) — Pl. 148 eup. I 97 (142) I 95 (141) — eup. II 83 (295) — Pl. 148 cup. I 201 (197) I 199 (196) — eup. 1 54 (118) — Pl. 148 eup. I 56 (119).) [*](20 SIM. Pl. XXIII 150; Ath. II 53 d; D. eup. II 31 (241) I 95 (141).) [*](20 EXC. Garg. M. 54 202, 4 sq.) cf. Gal. XII 16. VI 609.) [*](1 num. cap. ρκε QDi: ρλζ΄ DI tit. περὶ καρύων QDi ἔνιοι] sc. Diocles 1. s. 4 φαρμάκων ἐστὶν Di ἀντιφάρμακμ Di προβωθἐντα καὶ ἐπιβρωθέντα Di, at cf, D, eup. II 186 (326) ἀνενέργητα ποιςῖ τὰ θανἀσιμ προπινόμενα . . . κάρυα βασιλικὲ μετὰ ἐσχάδων 6 ἐπιπλάσσεται HDi post φλεγ- μαίνουσι add. καὶ ἀποστήμκσι Di 9 κατὰ τοῦ δυφαλοῦ D, eup. II 43 (256) 10 καὶ addidi 12 ἵστησι Di καὲν λνῖον Di 14 περιχαράσσει addidi αἰγιλόπια QDi καὶ ἀλωπεκίας om. Dl, fort. delenda 15 ἰᾶται συντόμως Di 20 tit. mg. add. περὶ λεπτοκαρύων Di: λεποκάρυα H κνφαλῆς κακοvτικά om. DiDl: κεφαλῆς addidi coll. Pl, nucis abellanae capitis dolorem faciunt, cf. Diphil. (Ath. II 54 b))

115
κακωτικά, κακοστόμαχα. καὶ αὐτὰ δὲ λεῖα σὺν μελικράτῳ πινόμενα βῆχα παλαιὰν ἰᾶται, φρυκτὰ δὲ ἐσθιόμενα σὺν πεπέρει ὀλίγῳ κατάρρουν πεπαίνει. ὅλα δὲ κατακαέντα λεῖα μετʼ ὀξυγγίου ἢ στέατος ἀρκείου ἀλωπεκίας περιχρισθέντα δασύνει. φασὶ δὲ ἔνιοι ὅτι μετὰ ἐλαίου τὰ κελύφη κεκαυμένα καὶ λειοτριβηθέντα ἐπὶ γλαυκοφθάλμων παιδίων τάς κόρας καὶ τρίχας μελαίνει καταβρεχομένου τοῦ βρέγματος.