De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

120 οὖα τὰ μηλίζοντα καὶ μήπω πέπειρα τμηθέντα καὶ ξηρανθέντα ἐν ἡλίῳ σταλτικὰ γίνεται κοιλίας ἐσθιόμενα· καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν δὲ ἄλευρον ἀλεσθέντων ἀντὶ ἀλφίτου λαμβανόμενον καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν πινόμενον τὸ αὐτὸ ποιεῖ.

121 κοκκυμηλέα δένδρον ἐστὶ γνώριμον, οὗ ὁ καρπὸς ἐδώδιμος, κακοστόμαχος, κοιλίας μαλακτικός· τῶν δὲ Συριακῶν καὶ μάλιστα τῶν ἐν Δαμασκῷ γεννωμένων ὁ καρπὸς ξηρανθεὶς εὐστόμαχος καὶ κοιλίας σταλτικός. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων ἐν οἴνῳ σκευαζόμενον καὶ ἀναγαργαριζόμενον κιονίδα καὶ οὖλα [*](2 TESΤ. Garg. M. 60: hoc pomum (sc. hypomelidem) Dioscorides frigidissimum adfirmat atque ideo et laborem digestionis incutere.) [*](4 SIM. Theophr h. pl. III 12, 1, Pl. XVI 105;  XXIII 151 (e S. N.): D. eup. I 126 (156).) [*](4 EXC Gal. ΧΙΙ 41 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](10 SIM. Theophr h. pl. III 12,6; Pl.XV 85; XXIII 141 (e S. N.); D. eup. ΙΙ 49 (212).) [*](10 EXC. cf. Gal. XII 87; Garg. Μ. 50.) [*](14 SIM. Theophr h. pl. IV 2, 10; Diphil. Ath. II 50 b); Pl. XXIII 132. 133 (e S. N.); Sim. S. s. v. δαμασκηνά; D. eup. I 86 (136) I 85 (l36) ΙΙ 111 (309).) [*](14 EXC. Gal. XII 32 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Gal. VI 613; Garg. M. 46 (aliis e Gal. Pl. additis); cf. Ps. 0rib. III 7, Isid. XVII 10.) [*](17 TEST. Gal. XII 32: Διοσκουρί ίδηε δʼ οὐκ οὗδ᾿ ὅπως τὰ Δαμμσκηνὰ κοκκύμηλα ξηρανθέντα φησὶν ἐπέχειν ὑπέχειν ed.) γαστέρα.) [*](1 καὶ (pr.) om. Di ἔχει δὲ καρπὸν Di) [*](4 num. cap. ριθ QDi: ρλα΄ (post c. 120 colloc.) Dl 5 post πρῶτον habet ἔπειτα δὲ κηροειδῆ καὶ τεευταίως πεπαινόμενον ἐρυθρόν Sarac. cod. (E?): uiridem cum maturauerit obrufo coiore est cere similem DI 7 δυσεντερίας HDI καὶ (alt) om. F 8 δὲ  addidi δʼ ἐι scripsi: δὲ libri φύλλων QDiDl: corr. Cornar., cf. D, eup. I 26 (156) δμοίαωε καὶ ἐκ τῶν κραναίνων ξύλων (sc. ἰχὼρ ὁ ἀπορέων πρὸς λ. κρμόζει) 9 τοιεῖ addidi) [*](10 num. cap. ρκ QDi: λ΄ Dl 12 ἀλφίτου QDi: ἀλίτων D. eup. I. s.) [*](14 num. cap. ρκα QDi: ρλβ΄ Dl tit. περὶ κοκκιμήλων Di: περὶ κοκκυμηλέας Q 17 κοιλίας σταλτικός] at Gal. (XII 32) pruna Damascena ventrem subducere dicit, minus tamen quam Iberica)

112
καὶ παρίσθμια ῥευματιζόμενα σνέλλει. τὰ δὲ αὐτὰ παρέχει καὶ ὁ τῶν ἀγρίων κοκκυμηλέων καρπὸς πέπειρος ξηρανθείς, ἑψηω δὲ μετὰ ἑψήματος εὐστομαχώτερος καὶ σταλτικώτερος κοιω γίνεται. τὸ δὲ κ όμμ ι τῆς κοκκυμηλέας ἐστὶ κολλητικόν, λίθων θρυπτικὸν πινόμενον σὺν οἴνῳ, σὺν ὄξει δὲ ἐπιχριόμενον λειχῆνας τοὺς ἐπὶ παιδίων θεραπεύει.

122 κόμαρ ος δένδρον ἐστὶ παρόμοιον κυδωνίᾳ, λεπτόφλοιον, καρπὸν ἔχον ὡς κοκκυμήλου μέγεθος, ἀπύρηνον, μεμαίκυλα καλούμενον πεπανθέντα δὲ ὑπόκιρρον, ἐσθιόμενον ἀχυρώδη, κακοστόμαχον καὶ κεφαλαλγῆ.